Κεφάλαιο 6

Ο Γουόρεν Άντερσον βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο σαλόνι και κοιτούσε το ρολόι πάνω στην κορνίζα του σβηστού τζακιού. Ήταν τέσσερις παρά τέταρτο τα ξημερώματα. Αν η Τζορτζίνα δεν ξεμπέρδευε μ’ αυτή την ιστορία σύντομα, τότε εκείνος θα… δεν ήξερε τι «θα». Θα έσπαγε τα μούτρα του Τζέιμς Μάλορι, πιθανότατα. Ωραία ιδέα – αλλά όχι, δεν μπορούσε. Εκείνη η ρημάδα η υπόσχεση… Αν και, εδώ που τα λέμε, ήταν μάλλον απίθανο να δώσει σημασία ο Τζέιμς τούτη ακριβώς τη στιγμή στο αν κάποιος του έσπαγε τα μούτρα. Ο άνθρωπος έδειχνε να βρίσκεται σε κατάσταση χειρότερη κι απ’ αυτήν του Γουόρεν, που ήταν ήδη σε μαύρα χάλια.

Ω Θεέ, χαιρόταν που δεν ήταν στο σπίτι όταν η γυναίκα του Κλίντον είχε γεννήσει τα δυο μωρά της. Και τις δύο φορές ο Γουόρεν βρισκόταν σε ένα από τα ταξίδια του στην Κίνα, και κάθε τέτοιο ταξίδι διαρκούσε από δύο έως τέσσερα χρόνια, ανάλογα με τα κέφια του εκάστοτε επικεφαλής στρατηγού. Μα οι γραμμές «Σκάιλαρκ» δεν θα έκαναν πλέον ταξίδια προς την Κίνα, αφότου ο πανίσχυρος άρχοντας Ζανγκ Γιατ-σεν είχε χάσει σε ένα στοίχημα που είχε βάλει και θα γύρευε εξαγριωμένος εκδίκηση αν τυχόν έβλεπε ποτέ ξανά κάποιον από τους Άντερσον. Ο Ζανγκ το δίχως άλλο είχε προσπαθήσει να τους ξεπαστρέψει εκείνη τη νύχτα στην Καντόνα, στέλνοντας τους φονικούς ακολούθους του στο κατόπι του Γουόρεν και του Κλίντον, που εκείνη τη φορά ήταν μαζί, με σκοπό να τους σκοτώσουν αλλά και να πάρουν πίσω το πολύτιμο αρχαίο βάζο του Ζανγκ, το οποίο ο Γουόρεν είχε μόλις κερδίσει απ’ αυτόν σ’ εκείνο το μοιραίο τυχερό παιχνίδι. Αν ο Γουόρεν δεν ήταν τόσο μεθυσμένος εκείνη τη νύχτα, ποτέ δεν θα είχε βάλει στοίχημα το πλοίο του, ενώ ο άλλος στοιχημάτισε εκείνο το ανεκτίμητο βάζο, ωστόσο το είχε βάλει στοίχημα, και από τη στιγμή που το είχε, ήταν αποφασισμένος να μην το χάσει.

Ο Κλίντον είχε κι αυτός την ίδια άποψη, και μάλιστα λιμπιζόταν το βάζο περισσότερο απ’ όσο ο Γουόρεν. Όμως, με το που το πήραν στην κατοχή τους, μολονότι το κέρδισαν με το σπαθί τους, αυτό σήμανε το τέλος των ταξιδιών τους στην Κίνα. Δεν γινόταν να δυσαρεστήσεις έναν άνθρωπο σαν τον Ζανγκ –ο οποίος διοικούσε με σκληρότητα το μικρό του βασίλειο κι ήταν κάτι σαν θεός– και μετά να παραμείνεις ζωντανός για να πεις τι και πώς έγινε. Ο Ζανγκ απέδειξε εκείνη τη νύχτα ότι θα τους έπαιρνε τα κεφάλια έτσι και κατάφερνε να τους τσακώσει, αλλά χάρη στις γρήγορες ενέργειες των μελών του πληρώματός τους, οι άντρες του Ζανγκ δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν την επίθεσή τους στην αποβάθρα του λιμανιού.

Πάντως του Γουόρεν δεν θα του έλειπαν τα ταξίδια στην Κίνα, μια και είχε αρχίσει να βαριέται μ’ εκείνα τα τόσο μακρινά δρομολόγια που τον ανάγκαζαν να λείπει από το σπίτι τόσο συχνά. Ίσως αν βρισκόταν στο σπίτι του περισσότερο, η Τζορτζίνα να μην είχε ξεσηκωθεί να πάει να βρει τον εξαφανισμένο μνηστήρα της στην Αγγλία, και δεν θα είχε συμβεί να πέσει τελικά πάνω στον Τζέιμς Μάλορι.

Η σκέψη για εκείνο τον θανάσιμο εχθρό που είχε αποκτήσει στην άλλη άκρη του κόσμου δεν ήταν αρκετή για να κρατήσει το μυαλό του Γουόρεν μακριά από την αδερφή του για πολλή ώρα.

Τέσσερις τα ξημερώματα.

Πόσο ακόμα θα τραβούσε αυτό; Κάποιος, μάλλον εκείνη η κοπέλα, η Έιμι, είχε πει ότι οι πόνοι της Τζορτζίνα είχαν ξεκινήσει γύρω στις δέκα το πρωί της προηγούμενης μέρας και ότι δεν φρόντισε να το πει στον άντρα της γιατί δεν ήθελε να τον ανησυχήσει, οπότε κι εκείνος έφυγε απ’ το σπίτι και δεν ήξερε τίποτα για τους πόνους μέχρι που επέστρεψε, το απόγευμα, λίγο πριν καταφτάσουν και όλοι εκείνοι. Δεκαοχτώ ώρες. Μα πώς ήταν δυνατόν να τραβάει σε τόσο μάκρος; Μάλλον κάτι δεν πήγαινε καλά, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε σε τακτά χρονικά διαστήματα ο γιατρός ότι η διαδικασία εξελισσόταν φυσιολογικά.

Ο Γουόρεν συνέχισε να βηματίζει πάνω κάτω νευρικά. Ο Τζέιμς Μάλορι συνέχισε κι αυτός να βηματίζει πάνω κάτω νευρικά. Κάθε τρεις και λίγο ο Γουόρεν κόντευε να τον κουτουλήσει, την ώρα που ο Τζέιμς ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Απλώς παραμέριζαν λιγάκι για να μην πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο και συνέχιζαν να βηματίζουν, χωρίς να ανταλλάσσουν ούτε μια κουβέντα, και ίσα που πρόσεχαν ο ένας την παρουσία του άλλου.

Ο Ντρου βημάτιζε νευρικά έξω, στον προθάλαμο, μια και ο Γουόρεν του έδινε στα νεύρα αλλά και το αντίστροφο, πράγμα που γινόταν συχνά πυκνά. Ο Κλίντον ήταν καθιστός αλλά έπαιζε συνέχεια νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στα πόδια του, στα μπράτσα του, στα μπράτσα της καρέκλας. Δεν βρισκόταν στο σπίτι του κι έτσι δεν παρευρέθηκε στη γέννηση κανενός απ’ τα δυο παιδιά του, οπότε όλο αυτό ήταν πρωτόγνωρο και για εκείνον, ωστόσο το διαχειριζόταν πολύ καλύτερα από τους υπόλοιπους, με εξαίρεση τον Τόμας.

Ο Μπόιντ ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς πάνω στον καναπέ, τύφλα στο μεθύσι. Είχε κατεβάσει ένα ολόκληρο μπουκάλι μπράντι μόνος του και ήταν πιο δυνατό από τα ποτά στα οποία ήταν συνηθισμένος. Ο Γουόρεν το είχε δοκιμάσει και πολύ ευχαρίστως θα ήθελε να μεθύσει κι αυτός, όμως δεν σήκωνε το ποτήρι του και απέφευγε να πιει.

Ο Τόμας βρισκόταν στο πάνω πάτωμα και βημάτιζε νευρικά στο διάδρομο έξω από το δωμάτιο της Τζορτζίνα, οπότε θα ήταν ο πρώτος που θα μάθαινε πότε θα τέλειωναν όλα αυτά. Ο Γουόρεν είχε δοκιμάσει κι εκείνος να μείνει εκεί, όμως με το πρώτο φοβερό βογκητό που άκουσε να βγαίνει από την πόρτα της αδερφής του, έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα κι άρχισε να τρέμει, οπότε ο Τόμας τον έσυρε ξανά στο κάτω πάτωμα.

Και όλα αυτά πέντε ώρες πριν. Η αδερφή του ζούσε κυριολεκτικά μια κόλαση και για όλα έφταιγε ο Τζέιμς Μάλορι. Ο Γουόρεν πήγε να κάνει ένα βήμα προς τη μεριά του γαμπρού του, αλλά τσάκωσε τον Άντονι Μάλορι να τον κοιτάζει και παρατήρησε ότι το αριστοκρατικό μαύρο φρύδι του τελευταίου είχε υψωθεί ερευνητικά, σαν να το διασκέδαζε. Η υπόσχεσή του. Έπρεπε να μείνει πιστός σ’ εκείνη τη ρημάδα την υπόσχεση.

Όλη νύχτα ο Άντονι πηγαινοερχόταν από μια καρέκλα σε ένα άνετο κοίλωμα στον τοίχο δίπλα στην παραστιά και φτου κι απ’ την αρχή, και απλώς παρατηρούσε γύρω του – ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Κρατούσε ένα ποτήρι μπράντι απ’ όπου έπινε καμιά γουλιά πού και πού, και περιστασιακά προσπαθούσε να βάλει το ποτήρι στο χέρι του Τζέιμς. Τίποτα δεν έγινε. Πολύ νωρίτερα ο Τζέιμς του είχε πει απότομα ότι δεν ήθελε κανένα «κωλοπιοτό», και δεν είχε αλλάξει γνώμη.

Ο Άντονι είχε δοκιμάσει να ανοίξει στον αδερφό του κάποια κουβέντα, τον κέντρισε, για την ακρίβεια, με εκείνο το είδος των πειραχτικών προσβολών τις οποίες ο Γουόρεν δεν θα μπορούσε να καταπιεί και θα έπεφτε ξύλο. Όμως ο Τζέιμς τις αγνόησε όλες, αν και, για να λέμε την αλήθεια, μουρμούριζε εκεί πέρα μονάχος του, μιλώντας στον εαυτό του, κάτι λόγια όπως «καταραμένη ατέλειωτη κόλαση» και «δεν θα την ξαναγγίξω ποτέ» και, μια φορά, «σε παρακαλώ, Θεέ μου», ενώ μια άλλη φορά, απευθυνόμενος στον Άντονι, «απλώς πήγαινέ με έξω και πυροβόλησέ με».

Ο Γουόρεν το ήθελε. Εξακολουθούσε να το θέλει. Όμως ο Άντονι ξέσπασε απλώς σε γέλια. «Έτσι ακριβώς είχα νιώσει κι εγώ, αγαπητέ μου», είπε στον αδερφό του, «αλλά θα τα ξεχάσεις όλα όπως θα τα ξεχάσει κι εκείνη. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό».

Λίγο αργότερα αφότου ο Γουόρεν είχε μεταφέρει την Τζορτζίνα πάνω στο δωμάτιό της, είχαν καταφτάσει και τρεις ακόμη Μάλορι. Ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Έντουαρντ, είχε έρθει μαζί με τη γυναίκα του τη Σάρλοτ, η οποία είχε πάει κατευθείαν επάνω και έκτοτε δεν την ξαναείδε κανείς. Και άλλη μια ανιψιά, εκείνη η Ρετζίνα Ίντεν, είχε έρθει ακριβώς έπειτα απ’ αυτούς και είχε επίσης πάει επάνω και κλείστηκε στο δωμάτιο της Τζορτζίνα, ωστόσο αυτή κατέβαινε σε τακτά χρονικά διαστήματα για να καθησυχάζει το θείο της τον Τζέιμς ότι όλα πήγαιναν μια χαρά, ότι η «Τζορτζ» το αντιμετώπιζε «περίφημα», ενώ την τελευταία φορά που κατέβηκε είπε με περιπαικτική διάθεση: «Μα δεν θέλεις να ακούσεις τι γνώμη έχει για σένα τούτη ακριβώς τη στιγμή».

Ο Έντουαρντ έπαιξε χαρτιά με την κόρη του για λίγη ώρα, αλλά τώρα έπαιζε ένα παιχνίδι μόνος του, αψηφώντας την ένταση που επικρατούσε στο δωμάτιο. Τα είχε ξαναπεράσει και ο ίδιος αυτά πάρα πολλές φορές και δεν χαλούσε τη ζαχαρένια του. Η κόρη, η Έιμι, είχε κουλουριαστεί σε μια τεράστια αφράτη πολυθρόνα και κοιμόταν του καλού καιρού, με το σαγόνι να στηρίζεται στην παλάμη του χεριού της. Είχε φροντίσει να σερβιριστεί φαγητό νωρίτερα, καθώς και κάτι ακόμα, πρόχειρο, γύρω στα μεσάνυχτα, αλλά οι περισσότεροι απλώς τσιμπολόγησαν ελάχιστα – μάλιστα κάποιοι δεν άγγιξαν καν το φαγητό.

Χαριτωμένη κοπέλα η Έιμι· όχι μόνο χαριτωμένη αλλά όμορφη, για την ακρίβεια. Κάθε φορά που τύχαινε να κοιτάξει προς το μέρος της νωρίτερα, την τσάκωνε να χαμηλώνει το βλέμμα της, λες και τον παρατηρούσε. Πολύ κρίμα που ήταν μία Μάλορι – μα τι διάβολο καθόταν και σκεφτόταν; Ήταν πάρα πολύ μικρή γι’ αυτόν. Περισσότερο ταίριαζε με τον Ντρου, κι εκείνου έδειχνε να του καλαρέσει – αν βεβαίως μπορούσε να περάσει από τους θείους της για να πάει κοντά της.

Τέσσερις και τέταρτο.

Όσο κι αν ο Γουόρεν αγαπούσε τα παιδιά, δεν υπήρχε περίπτωση να το ξαναπεράσει ποτέ αυτό. Όχι δηλαδή ότι θα παντρευόταν κιόλας για να αποκτήσει και δικά του… Οι γυναίκες ήταν τα πιο δόλια πλάσμα στον κόσμο. Δεν ήταν δυνατόν να τις εμπιστεύεται κανείς. Δεν ήταν δυνατόν να τις πιστεύει κανείς. Αν δεν είχε μια καθαρά βασική ανάγκη από τη συντροφιά μιας γυναίκας κατά διαστήματα, δεν επρόκειτο να είχε καμία απολύτως σχέση μαζί τους ποτέ.

Η αδερφή του ήταν η μοναδική εξαίρεση, το μοναδικό θηλυκό που τον έκανε να νοιάζεται, κι έτσι και πάθαινε κάτι…

Άλλος ένας Μάλορι έκανε την εμφάνισή του αργά το βράδυ, ο γιος του Τζέιμς, ο Τζέρεμι. Είχε ενθουσιαστεί όταν του είπαν τα νέα, πέταξε απ’ τη χαρά του θα έλεγε κανείς, πολύ μικρός ακόμα για να σκεφτεί τις επιπλοκές που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν, τους κινδύνους, ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να χαίρεται μέχρι τη στιγμή που και η μητέρα και το μωρό θα έβγαιναν μέσα από την εμπειρία σώοι και αβλαβείς. Όμως έριξε ένα βλέμμα στο τσακισμένο ύφος που είχε το πρόσωπο του πατέρα του και αυτό του έκοψε αμέσως τα φτερά, κι έφυγε δίνοντας την υπόσχεση: «Πάω να πω να ειδοποιήσουν τον Κόνι». Έκτοτε δεν ξαναφάνηκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το σαλόνι παραήταν καταθλιπτικό μέρος για να βρίσκεται εκεί μέσα ένα αγόρι με τη δική του φυσική ζωντάνια.

Ο Γουόρεν δεν ξεσηκώθηκε στο άκουσμα του ονόματος Κόνι. Επρόκειτο για έναν άντρα ο οποίος, απ’ ό,τι είχε μάθει, ήταν ο καλύτερος φίλος του Τζέιμς Μάλορι – και αυτός πρώην πειρατής. Είχε γνωρίσει τον Κόνραντ Σαρπ στο σπίτι του Άντονι, τη νύχτα κατά την οποία αυτός και ο Τζέιμς είχαν αφήσει, υποτίθεται, κατά μέρος τις διαφορές τους για χάρη της Τζορτζίνα. Ούτε μία στο εκατομμύριο, όπως θα έλεγε ο γαμπρός του.

Τέσσερις και μισή.

Τότε ξανακατέβηκε η Ρετζίνα με τον Ντρου και τον Τόμας στο κατόπι της – η γυναίκα δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει στο θείο της, κι έτσι δεν κοντοστάθηκε να πει οτιδήποτε στους άλλους δυο. Μα το χαμόγελο που άνθισε στα χείλη της όταν κοίταξε τον Τζέιμς είπε σε όλους αυτό που προσεύχονταν να ακούσουν. Άρχισαν οι επευφημίες, που ξύπνησαν την Έιμι κι έφτασαν να ξεκουνήσουν ακόμα και τον Μπόιντ και να τον βγάλουν από το λήθαργο της μέθης του. Όμως ο Τζέιμς κράτησε την ανάσα του, αμίλητος, έχοντας ανάγκη για κάτι περισσότερο από εκείνο το γλυκό χαμόγελο, έχοντας ανάγκη να ακούσει τα λόγια.

Η Ρετζίνα, που καταλάβαινε απόλυτα, πήγε κατευθείαν στον Τζέιμς, τον αγκάλιασε και είπε: «Έχεις μια κόρη και η μητέρα της είναι μια χαρά – και οι δυο τους χαίρουν άκρας υγείας». Κι ύστερα η κοπέλα τσίριξε καθώς εκείνος της ανταπέδωσε το αγκάλιασμα, πολύ σφιχτά, μέσα στην ανακούφισή του.

Την απελευθέρωσε από την αγκαλιά του γελώντας και κοίταξε γύρω του ώσπου εντόπισε τον Άντονι. «Πού είναι εκείνο το κωλοπιοτό;»

Ακόμα στο χέρι του Άντονι ήταν. Ο Άντονι σήκωσε το ποτήρι· ο Τζέιμς το πήρε και κατέβασε το περιεχόμενο μονορούφι, απίθωσε το ποτήρι στην κορνίζα του τζακιού και ύστερα τράβηξε τον Άντονι προς το μέρος του για να τον αγκαλιάσει κι αυτόν. Ο Άντονι, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να το αντέξει, μολονότι για λίγο.

«Για όνομα του Θεού, Τζέιμς», βόγκηξε τελικά κι ύστερα ενέδωσε. «Λοιπόν, κοίτα να συνέλθεις πριν πας να δεις την Τζορτζ», είπε ξερά. «Και μην κλάψεις, για όνομα του Θεού. Εγώ είχα κλάψει, αλλά δεν είναι ανάγκη να ξεφτιλιστούμε και οι δυο μας».

Ο Τζέιμς απλώς γέλασε ξανά και χτύπησε με δύναμη τον αδερφό του στην πλάτη. Ήταν τόσο ευτυχισμένος, που ο Γουόρεν τον κοίταζε και ένιωθε να πονάει. Ο Γουόρεν δεν είχε δει ποτέ τον άντρα αυτόν έτσι, δεν το είχε φανταστεί, δεν το ήθελε. Αλλά εκείνες τις λίγες στιγμές, ενόσω μοιράζονταν την ίδια ασύλληπτη ανακούφιση για την υγεία μιας γυναίκας, δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος εχθρότητας ανάμεσά τους.

Όταν ο Τζέιμς στράφηκε και τον είδε, ο Γουόρεν είπε: «Ούτε να σου περνάει απ’ το μυαλό» – αναφερόταν στην τρέχουσα μανία που είχε πιάσει τον Τζέιμς με τις αγκαλιές. Όμως χαμογελούσε πλατιά την ώρα που το έλεγε, χαμογελούσε συνεχώς από τη στιγμή που το χαμόγελο της Ρετζίνα τους είχε δώσει να καταλάβουν ότι η μητέρα και το μωρό ήταν καλά, και ο Τζέιμς του ανταπέδωσε το χαμόγελο και πήγε προς το μέρος του για να του σφίξει το χέρι.

Τα συχαρίκια συνεχίστηκαν, και ακόμα περισσότερες αγκαλιές και χτυπήματα στην πλάτη. Κάποια στιγμή ο Τζέιμς προσπάθησε να σπάσει τον κλοιό και να πάει πάνω να δει τη γυναίκα του, αλλά η Ρετζίνα τον καθησύχασε ότι δεν υπήρχε λόγος να βιάζεται, ότι η Τζορτζίνα είχε βυθιστεί στον ύπνο αμέσως με το που γέννησε το μωρό της, ενώ η Σάρλοτ και ο γιατρός φρόντιζαν το μωρό.

Τελικά έκανε την εμφάνισή της και η Ρόσλιν, κουρασμένη αλλά χαμογελαστή, πηγαίνοντας κατευθείαν να πέσει στην αγκαλιά του άντρα της την ώρα που έλεγε στον κουνιάδο της: «Είναι πανέμορφη, Τζέιμς, μία Μάλορι, δεν χωρεί αμφιβολία. Μπορείς να είσαι ήσυχος ότι αυτή εδώ δεν θα μοιάζει με τον Τόνι». Αυτό έδωσε στους μισούς τουλάχιστον από τους παρευρισκομένους στο δωμάτιο να καταλάβουν ότι η νεογέννητη Μάλορι είχε ξανθά μαλλιά.

Ο Τζέιμς, ως εκείνη τη στιγμή, είχε ξαναβρεί τον εαυτό του και αποκρίθηκε: «Πολύ κακώς. Δεν έβλεπα την ώρα να πειράζω την Τζορτζ γι’ αυτό».

«Και να της δώσεις άλλον ένα λόγο για να μη με καλοδέχεται στο σπίτι της;» γκρίνιαξε ο Άντονι.

«Δεν έχει ανάγκη να της δίνω εγώ λόγους, καλό μου αγόρι. Μια χαρά τα καταφέρνεις κι από μόνος σου».

«Αρχίζει να ξαναπαίρνει μπροστά, Ρος», παραπονέθηκε καλόβολα ο Άντονι στη γυναίκα του. «Θαρρώ πως ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι».

Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατέφτασε η Σάρλοτ κουβαλώντας έναν τυλιγμένο μπόγο και διέσχισε το δωμάτιο για να τον απιθώσει στα χέρια του Τζέιμς. Ακολούθησε σιωπή, μα ο Τζέιμς σαφώς και δεν το πρόσεξε καθώς κοίταξε την κόρη του για πρώτη φορά. Και κανένας άνθρωπος δεν είχε δει ποτέ τέτοιο ύφος στο πρόσωπο ενός άντρα, ή μάλλον στο πρόσωπο των περισσότερων από τους άντρες που βρίσκονταν στο δωμάτιο, ένα ύφος τόσο πολύ γεμάτο από αγάπη, που ξεχείλιζε κι ήταν σχεδόν ταπεινωτικό γι’ αυτούς.

Το μωρό είχε στενή συγγένεια με όλους ανεξαιρέτως τους παρευρισκομένους στο δωμάτιο και όλοι μαζεύτηκαν γύρω της, με τον περήφανο πατέρα της απόλυτα πρόθυμο να τη μοιραστεί προς στιγμήν.

Ο Άντονι ήταν, καθώς θυμήθηκε μια κουβέντα που είχε κάνει πρόσφατα με τον αδερφό του, αυτός που τελικά ρώτησε τον Τζέιμς: «Και για να έχουμε καλό ρώτημα, τι όνομα σκοπεύεις να δώσεις σ’ αυτό το λατρευτό πλασματάκι;».

Αυτός φανταζόταν ότι θα ανάγκαζε τον Τζέιμς να πάρει πίσω μία από τις απειλές που είχε ξεστομίσει πάνω στην ξεροκεφαλιά του, αλλά ο Τζέιμς απόμεινε να τον κοιτάζει για μια στιγμή. Ύστερα κοίταξε προς το μέρος των Άντερσον που βρίσκονταν κι αυτοί στο δωμάτιο και είπε ολοκάθαρα: «Τζακ».

Φυσικά, κατευθείαν ξεσηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών, κάποιες εκ των οποίων ήταν οργισμένες. Αλλά ο Τζέιμς τις αντιμετώπισε όλες με επιτυχία μένοντας αμετακίνητος στη θέση του, ώσπου τελικά είπε: «Αν έχετε την ευγενή καλοσύνη, να θυμάστε τίνος κόρη είναι αυτή και ποιος έχει το δικαίωμα να της δώσει όνομα».

Αυτό, φυσικά, ηρέμησε τα πνεύματα. Η νεογέννητη Μάλορι, παρότι ήταν κορίτσι, θα έπαιρνε το όνομα Τζακ Μάλορι, αν και στα αρχεία της βάπτισής της το όνομά της θα γραφόταν ως Ζακλίν –φτάνει να μην ήταν και θείοι της οι Άντερσον παρόντες– και μόνο ο πατέρας της θα την αποκαλούσε στοργικά «Τζακ» – αν η μητέρα της είχε κάποια αντίρρηση πάνω σ’ αυτό.