«Σ’ εκείνο το κορίτσι, την Έιμι», είπε ο Γουόρεν ξαφνικά, «έχω την εντύπωση ότι της συμπεριφέρεσαι σαν φίλη».
Η Τζορτζίνα δεν πρόσεξε το αδιόρατο κοκκίνισμα που συνόδευσε την παρατήρηση του Γουόρεν. Είχε τη Ζακλίν στην αγκαλιά της, οπότε εύλογα δεν έριξε στον αδερφό της παρά μόνο μια φευγαλέα ματιά.
«Για την ακρίβεια, θα έλεγα ότι συνέβη το αντίθετο», αποκρίθηκε η Τζορτζίνα. «Εγώ είμαι η ξένη εδώ πέρα, το ξέχασες; Αλλά εσύ γιατί ρωτάς;»
«Μου έκανε εντύπωση που τη βρήκα εδώ ξανά».
«Δεν ανέφερε ότι θα μείνει μαζί μου ώσπου ο γιατρός και ο Τζέιμς να κρίνουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να επιστρέψω στην κανονική μου ρουτίνα;»
«Παρεμπιπτόντως, πώς αισθάνεσαι;»
Εκείνη γέλασε. «Πώς στον κόρακα λες να αισθάνομαι; Σαν να έχω μόλις γεννήσει ένα μωρό».
«Να πάρει, Τζόρτζι, δεν είναι ανάγκη να ακούγεσαι σαν αυτούς μόνο και μόνο επειδή χρειάστηκε να ζεις μαζί τους».
«Για όνομα του Θεού, Γουόρεν, χρειάζεται να προσέχω κάθε κουβέντα που θα σου λέω; Δεν μπορείς απλώς να είσαι ευχαριστημένος που είμαι ευτυχισμένη, που απέκτησα μια πανέμορφη, υγιή κορούλα, που έχω την τύχη να αγαπάω τον άντρα μου; Υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες που δεν είναι τόσο τυχερές, ξέρεις. Παντρεύονται για να κάνουν χάρη στις οικογένειές τους, αλλά δεν είναι οι οικογένειές τους αυτές που καταλήγουν δυστυχισμένες».
Ο Γουόρεν κατάλαβε τι ήθελε να πει η αδερφή του, απλώς το μόνο που δεν καταλάβαινε ήταν πώς είναι δυνατόν ένας άντρας σαν τον Τζέιμς Μάλορι να την κάνει ευτυχισμένη. Εκείνος δεν τον άντεχε τον τύπο ούτε την αλλόκοτη αίσθηση του χιούμορ που είχε. Ούτε μπορούσε να καταλάβει τι του βρήκε η Τζορτζίνα. Ο Μάλορι δεν ήταν αρκετά κατάλληλος γι’ αυτήν, με τίποτα στον κόσμο. Ωστόσο, από τη στιγμή που την έκανε ευτυχισμένη –και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό, φαινόταν στο πρόσωπό της– τότε ο Γουόρεν δεν θα έλεγε κουβέντα. Εντούτοις, αν έβλεπε το παραμικρό σημάδι ρήξης ανάμεσά τους, με πολλή χαρά θα το φούσκωνε για να τους χωρίσει, έτσι ώστε να μπορέσει να ξαναπάρει την αδερφή του πίσω στην Αμερική, εκεί όπου ανήκε.
«Συγγνώμη», είπε ο Γουόρεν, γιατί δεν είχε κανένα σκοπό να την ταράξει. Και μια και το θέμα της συζήτησης φαινόταν αρκετά ασφαλές κι εκείνη έδειχνε πρόθυμη να το συζητήσει, γύρισε ξανά την κουβέντα στην Έιμι. «Δεν είναι ακόμα λίγο μικρό αυτό το κορίτσι για να αναλάβει τα καθήκοντά σου;»
Τούτη τη φορά του έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα. «Θα αστειεύεσαι, μάλλον. Ξέχασες κιόλας ότι ήμουν μόλις δώδεκα χρόνων όταν ανέλαβα εγώ να φροντίζω το νοικοκυριό μας;»
Ο Γουόρεν το είχε ξεχάσει, αλλά επέμεινε: «Εσύ ήσουν μια ώριμη δωδεκάχρονη».
Η Τζορτζίνα ρουθούνισε περιφρονητικά, γιατί τον αδερφό της τον είχε πιάσει η γνωστή ισχυρογνωμοσύνη του. «Και η Έιμι είναι μια πολύ ώριμη δεκαεφτάχρονη, πράγμα που…»
«Δεκαεφτάχρονη;»
«Εντάξει, δεν υπάρχει λόγος να τρομάζεις», αποκρίθηκε εκείνη, και συνοφρυώθηκε βλέποντας την περίεργη αντίδρασή του. «Θα γίνει δεκαοχτώ σε μια βδομάδα πάνω κάτω. Μόλις έκανε την επίσημη πρώτη της εμφάνιση, για του λόγου το αληθές, η οποία στέφθηκε από λαμπρή επιτυχία». Ύστερα ξέσπασε σε γέλια. «Έπρεπε να έβλεπες πόσο κατσούφιασε ο Τζέιμς γιατί δεν είχε προσέξει ότι η Έιμι είχε μεγαλώσει, μόλις εκείνη τη νύχτα το παρατήρησε».
«Και γιατί να το είχε προσέξει; Δεν είναι δική του κόρη, όχι δηλαδή πως δεν θα μπορούσε και να είναι».
Η Τζορτζίνα κοίταξε τον αδερφό της με το ένα της φρύδι υψωμένο· ακόμα μια καταραμένη συνήθεια που ο Γουόρεν παρατήρησε ότι η αδερφή του είχε ξεπατικώσει απ’ τον άντρα της. «Υπονοείς ότι είναι πολύ μεγάλος για μένα;» ρώτησε, αυτή τη φορά με μια ευδιάκριτη θυμηδία στον τόνο της φωνής της. «Δεν είναι, σε διαβεβαιώ».
Ο Γουόρεν ουσιαστικά αναφερόταν και πάλι στο νεαρό της ηλικίας της Έιμι, αλλά έκρινε πως θα ήταν καλύτερο να το κόψει, πριν αρχίσει η Τζορτζίνα να υποψιάζεται τίποτα. «Εγώ έκανα απλώς μια παρατήρηση».
Για μια στιγμή απόμειναν χωρίς να μιλούν καθώς η Τζορτζίνα απίθωνε προσεκτικά τη Ζακλίν στο κρεβατάκι δίπλα της. Ο Γουόρεν κοιτούσε σαν μαγεμένος τα δάχτυλα της αδερφής του να χαϊδεύουν απαλά σαν πούπουλο το προσωπάκι και τα χεράκια του μωρού, λες και δεν χόρταινε να την αγγίζει.
Η Τζορτζίνα αναστέναξε. «Θεωρώ ότι θα παντρευτεί σύντομα», είπε ύστερα.
«Το μωρό;» ρώτησε εκείνος μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του.
Η Τζορτζίνα ξέσπασε σε χάχανα. «Όχι, ανόητε. Για την Έιμι μιλούσα. Θα μου λείψει έτσι και φύγει για την επαρχία, όπως έκαναν οι αδερφές της όταν παντρεύτηκαν».
«Αν σε ανησυχεί ότι θα μείνεις μόνη, θα μπορούσες να γυρίσεις στο σπίτι», πρότεινε ο Γουόρεν.
Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε με έκπληξη. «Πιο συχνά ήμουν μόνη στο σπίτι μας, Γουόρεν, παρά εδώ. Ή μήπως πάλι ξεχνάς ότι εσύ και τ’ αδέρφια μας σπανιότατα βρισκόσασταν στο σπίτι;»
«Αυτό όμως έχει αλλάξει τώρα που σταματήσαμε τα ταξίδια προς την Κίνα».
«Ωστόσο κανένας από εσάς δεν μένει για πολύ καιρό στο σπίτι ανάμεσα στο ένα ταξίδι και στο άλλο, ανεξάρτητα από το λιμάνι όπου κατευθύνεστε. Ακόμα και ο Μπόιντ ταξιδεύει με το καράβι του, παρόλο που δεν είναι ακόμα καπετάνιος σ’ αυτό. Συν τοις άλλοις, δεν ανησυχούσα ότι θα μείνω μόνη. Ποτέ δεν θα είμαι μόνη, αφού ο άντρας μου περνάει κάθε μέρα μαζί μου περισσότερο χρόνο απ’ όσο περνάει μακριά μου».
Ο Γουόρεν πήρε ένα ύφος αηδίας που περιέγραφε εύγλωττα τα συναισθήματά του, ωστόσο συνέχισε: «Γιατί δεν έχει ευθύνες, δεν έχει σοβαρή δουλειά, δεν έχει…».
«Για μια στιγμή, Γουόρεν. Πας να τον κηρύξεις ένοχο γιατί είναι πλούσιος και δεν έχει ανάγκη να δουλέψει; Γιατί αν έχεις αυτό κατά νου, καταρρίπτεις εκείνο ακριβώς το όνειρο που κάθε Αμερικανός προσπαθεί να πετύχει, αυτό το όνειρο που οι πρόγονοί μας έκαναν δυνατόν να συμβεί. Συνέχισε. Σε προκαλώ».
Την κοίταξε βλοσυρός. «Καθόλου δεν είχα αυτό κατά νου, που να πάρει. Έχω τόσα χρήματα που δεν ξέρω τι να τα κάνω, ωστόσο δεν με βλέπεις να κάθομαι σ’ ένα σπίτι και να μην κάνω τίποτα στη ζωή μου, έτσι δεν είναι;»
«Ούτε ο Τζέιμς κάθεται. Διηύθυνε μια πολύ ακμάζουσα φυτεία στις Δυτικές Ινδίες πριν γυρίσει στην Αγγλία. Και πριν απ’ αυτό ήταν καπετάνιος στο δικό του πλοίο…»
«Θες να πεις ότι η πειρατεία ήταν σκληρή δουλειά;»
«Δεν έκανε πάντα πειρατεία», αντιγύρισε εκείνη ξερά. «Και δεν θα κάτσουμε να συζητήσουμε τις μέρες που ο Τζέιμς έκανε έκλυτο βίο, όταν εμείς δεν τον ξέραμε και ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε τι κίνητρα είχε. Για όνομα του Θεού, εσύ έβαλες στοίχημα το πλοίο σου, το καμάρι σου, τη χαρά σου, για ένα καταραμένο βάζο και κόντεψες να σκοτωθείς γι’ αυτό όταν εκείνος ο Κινέζος αρχιστράτηγος το ήθελε πίσω!»
«Ένα καταραμένο βάζο ανεκτίμητης αξίας!»
«Παρ’ όλα αυτά, ήταν κι αυτό εξίσου τρέλα με…»
«Ούτε κατά διάνοια εξίσου τρέλα με…»
Σταμάτησαν κι οι δυο να μιλούν, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα τι έκαναν – ίσως γιατί οι δυνατές φωνές είχαν κάνει τη Ζακλίν να αρχίσει να κλαίει. Έγιναν κι οι δυο τους κατακόκκινοι από ντροπή και ζήτησαν συγγνώμη ταυτόχρονα.
Ο Τζέιμς, που ο θόρυβος τον έκανε να ανέβει τρέχοντας τις σκάλες, έφτασε στο πάνω πάτωμα ακριβώς την ώρα που ανταλλάσσονταν οι συγγνώμες, και κατέθεσε απερίφραστα και τη δική του άποψη για τις φωνές τους. «Αν την κάνεις να υψώσει ξανά τον τόνο της φωνής της, Γιάνκη, θα σε κάνω σκόνη με–»
«Δεν είναι ανάγκη να μπεις σε λεπτομέρειες, Τζέιμς», τον διέκοψε βιαστικά η Τζορτζίνα. «Απλώς παρασυρθήκαμε λιγάκι. Ο Γουόρεν δεν έχει συνηθίσει ακόμα να του αντιμιλώ. Βλέπεις, παλιά δεν το έκανα ποτέ».
Ακόμα μια κακιά συνήθεια που της είχε κολλήσει ο Μάλορι, αλλά τούτη τη φορά ο Γουόρεν δεν είπε τίποτα. Και από τη στιγμή που δεν είχε κανένα σκοπό να πλακωθεί πάλι στο ξύλο με το γαμπρό του –τουλάχιστον όχι ώσπου να μπορούσε να συναγωνιστεί τις πυγμαχικές ικανότητες του Τζέιμς, στις οποίες ο Γουόρεν σκόπευε να εξασκηθεί ενόσω θα βρισκόταν στο Λονδίνο– θεώρησε σκόπιμο να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της Τζορτζίνα.
«Έχει δίκιο, Μάλορι, και ήδη ζήτησα συγγνώμη. Δεν θα ξανασυμβεί».
Ένα απ’ τα δυο φρύδια του Τζέιμς υψώθηκε μ’ εκείνο τον γνωστό, αποκρουστικό του τρόπο, πράγμα που έδειχνε ολοφάνερα ότι δεν πίστευε ούτε λέξη. Όμως ο Γουόρεν παρατήρησε με ανακούφιση ότι το μόνο που έκανε ο Τζέιμς ήταν να πάει ως το κρεβατάκι της κόρης του και να την πάρει αγκαλιά.
«Κοιμήσου εσύ, Τζακ, και θα σου βρούμε εμείς λίγη γαλήνη και ησυχία», είπε ο Τζέιμς την ώρα που έβγαινε από το δωμάτιο.
Η Τζορτζίνα περίμενε ώσπου να κλείσει ο άντρας της την πόρτα και μετά σφύριξε στον αδερφό της: «Ούτε κουβέντα για το πώς τη φωνάζει, μ’ ακούς;».
«Δεν είχα σκοπό να το αναφέρω, αλλά μια και το ανέφερες εσύ, τυχαίνει να γνωρίζω πως ούτε κι εσένα σου αρέσει έτσι όπως ονόμασε την κόρη σου».
«Όχι, δεν μου αρέσει, αλλά εγώ ξέρω πώς να το χειριστώ, και αυτό και τη σατανική αίσθηση του χιούμορ του».
«Με τι τρόπο;»
«Αγνοώντας το. Οφείλεις να το δοκιμάσεις κι εσύ, Γουόρεν», παρατήρησε ξερά η Τζορτζίνα. «Λίγη αυτοσυγκράτηση θα έκανε καλό στο χαρακτήρα σου».
«Αρχίζεις και γίνεσαι εξίσου κακιά μ’ αυτόν».
«Θα χαρεί να το ακούσει».
Το σκυθρωπό ύφος του έγινε εντελώς σκοτεινό. «Απάντησέ μου σε τούτο, Τζόρτζι. Έχεις την παραμικρή ιδέα γιατί αυτός είναι μονίμως τόσο προκλητικός – και πνεύμα αντιλογίας;»
«Ναι, αλλά δεν πρόκειται να προσπαθήσω να σου εξηγήσω τις παλιές καταστάσεις που τον έκαναν έτσι όπως είναι, όπως ακριβώς δεν θα προσπαθήσω να εξηγήσω σ’ εκείνον τι έκανε εσένα τόσο σκληρό και ευέξαπτο. Γιατί δεν τον ρωτάς εσύ ο ίδιος, αν στ’ αλήθεια θέλεις να μάθεις;»
«Θα τον ρωτήσω», μουρμούρισε θυμωμένα ο Γουόρεν.
«Ωραία, και επί τη ευκαιρία, εκεί που ήθελα να καταλήξω όταν… όταν ξεφύγαμε απ’ το θέμα, είναι ότι ο Τζέιμς δεν είναι κανένας χασομέρης που δεν κάνει τίποτα, όπως υπονόησες. Τώρα που ξαναγύρισε στην Αγγλία για να μείνει, απέλυσε τους υπαλλήλους που είχε για να φροντίζουν τα κτήματά του και τα φροντίζει μόνος του. Άρχισε επίσης να ασχολείται με τις πολυάριθμες επενδύσεις που έκανε γι’ αυτόν ο αδερφός του ο Έντουαρντ στο πέρασμα των χρόνων. Μάλιστα μελετάει την πιθανότητα να αγοράσει κι ένα στόλο από εμπορικά πλοία».
«Ποιος ο λόγος;» ρώτησε ο Γουόρεν καχύποπτα, με φρίκη.
«Ω, δεν ξέρω». Η Τζορτζίνα χαμογέλασε πλατιά. «Ενδεχομένως για να ανταγωνιστεί τους κουνιάδους του. Ίσως πάλι γιατί είναι κάτι με το οποίο θα μπορούσα να ασχοληθώ κι εγώ, ως σύμβουλος, που τα καταφέρνω. Φυσικά, αν ήταν κάποιος να του ζητήσει να ασχοληθεί με τις γραμμές “Σκάιλαρκ” αντί γι’ αυτό…»
Τώρα ο Γουόρεν σκυθρώπιασε για τα καλά, χωρίς να είναι σίγουρος αν και κατά πόσο η αδερφή του απλώς τον πείραζε ή αν όντως ήθελε ο άντρας της να ασχοληθεί με τη «Σκάιλαρκ». Εκείνος, όμως, έβρισκε φρικτή την ιδέα να φέρει έναν Άγγλο, έναν οποιονδήποτε Άγγλο, στην οικογενειακή επιχείρηση, πόσο μάλλον έναν άνθρωπο που δεν τον άντεχε με τίποτα.
«Αυτή η σκέψη μπορεί να είχε μια κάποια ουσία αν είχες παντρευτεί κάποιον στην Αμερική, αντί να πας να παντρευτείς έναν ολόκληρο ωκεανό μακριά».
Η Τζορτζίνα τούτη τη φορά δεν θύμωσε. «Ξαναγυρίσαμε στα ίδια;» είπε μονάχα. Ύστερα άφησε να της φύγει ένας αναστεναγμός. «Τελείωσε, Γουόρεν. Σε παρακαλώ, κοίτα να το συνηθίσεις».
Εκείνος πετάχτηκε από την καρέκλα όπου καθόταν ως εκείνη την ώρα και πήγε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, στ’ αλήθεια προσπαθώ, Τζόρτζι», είπε με την πλάτη γυρισμένη προς αυτήν. «Αν δεν ήταν τόσο διαβολεμένα προκλητικός… και νομίζω ότι με πικραίνει το γεγονός ότι τώρα που θα είμαι στο σπίτι πιο συχνά, εσύ δεν θα είσαι εκεί, ούτε κάπου εκεί κοντά».
«Αχ, Γουόρεν, αλήθεια σ’ αγαπώ, ακόμα και μ’ αυτό τον ανυπόφορο χαρακτήρα σου», αποκρίθηκε εκείνη γλυκά. «Δεν σου πέρασε, όμως, ακόμα απ’ το μυαλό ότι εσύ και οι υπόλοιποι θα έρχεστε συχνότερα εδώ πέρα, τώρα που ο Κλίντον ξανάρχισε τη μεταφορά εμπορευμάτων στην Αγγλία; Είναι πολύ πιθανόν ότι θα σας βλέπω όσο ακριβώς και πριν, ή ακόμα περισσότερο».
Όμως για να τη βλέπει, θα έπρεπε να ανταγωνίζεται τον Τζέιμς Μάλορι. Δεν ήταν το ίδιο.
«Πώς πάει αυτή η δουλειά, μια και το ’φερε η κουβέντα;» ρώτησε η Τζορτζίνα για να αλλάξει θέμα.
Ο Γουόρεν ανασήκωσε τους ώμους, όχι και πολύ ενθουσιασμένος με αυτό το καινούριο εγχείρημα. «Ο Κλιντ και οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σήμερα το πρωί για να βρουν ένα χώρο κατάλληλο για να στεγαστεί το γραφείο. Υποτίθεται ότι κι εγώ θα έπρεπε να ψάχνω, ωστόσο ήθελα να έχω πρώτα μια ευκαιρία να σε δω μόνη σου, πριν έρθουμε όλοι μαζί απόψε το βράδυ».
«Θες να πεις ότι η “Σκάιλαρκ” θα αποκτήσει γραφείο στο Λονδίνο;» ρώτησε εκείνη ενθουσιασμένη.
Ο Γουόρεν στράφηκε και την κοίταξε, για να διαπιστώσει ότι η αδερφή του έδειχνε κιόλας όσο χαρούμενη ακουγόταν. «Ιδέα του Ντρου ήταν αυτή. Από τη στιγμή που θα ξαναρχίσουμε τις δοσοληψίες με την Αγγλία, μπορούμε επίσης να το εκμεταλλευτούμε και να βάλουμε ολόκληρο το στόλο της “Σκάιλαρκ” σ’ αυτό το νέο δρομολόγιο».
«Και γι’ αυτό, φυσικά, πρέπει να έχετε ένα γραφείο», συμφώνησε εκείνη. «Όμως ποιος θα το διευθύνει;»
«Εγώ», είπε ο Γουόρεν, έχοντας πάρει αυτή την απόφαση μόλις εκείνη τη στιγμή, αλλά χωρίς να είναι σίγουρος γιατί την πήρε. «Τουλάχιστον ώσπου να μπορέσουμε να φέρουμε κάποιον από την Αμερική», διόρθωσε.
«Θα μπορούσατε να προσλάβετε κάποιον Άγγλο…»
«Είναι αμερικανική εταιρεία».
«Με ένα γραφείο που βρίσκεται στο Λονδίνο…»
Ο Γουόρεν άρχισε να γελάει. Άντε πάλι, το ίδιο πράγμα έκαναν. Και η Τζορτζίνα του χαμογέλασε· το είχε καταλάβει κι αυτή. Ύστερα ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ξεπρόβαλε η Ρετζίνα Ίντεν.
«Α, ώστε είσαι ξύπνια, θεία Τζορτζ», είπε η Ρετζίνα. «Σου έφερα εκείνα τα ονόματα που σου είχα υποσχεθεί. Δεν είχα την ευκαιρία να περάσω αυτές τις γυναίκες από συνέντευξη εγώ η ίδια, καθώς τότε η Μεγκ επέμενε ότι μόνο εκείνη θα φρόντιζε τον Τόμας. Όμως αυτές οι δυο είχαν πολύ καλές συστάσεις εκείνο τον καιρό, αλλά βέβαια δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι θα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμες».
«Θα δώσω τα ονόματα στον Τζέιμς», αποκρίθηκε η Τζορτζίνα, που απ’ ό,τι φαίνεται είχε καταλάβει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλούσε η Ρετζίνα. «Έχει δεσμευτεί και αποφασίσει να κάνει όλες τις συνεντεύξεις ο ίδιος. “Μόνο το καλύτερο για την Τζακ μου”, έτσι το έθεσε, λες κι εγώ δεν θα μπορούσα να διακρίνω ποιο είναι το καλύτερο».
«Κλασικός φρέσκος πατέρας, όμως στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι πρέπει να τον αφήσεις να κάνει εκείνος τις συνεντεύξεις; Στο τέλος θα καταλήξει να τρομάξει όλες τις πιθανές νταντάδες και να φύγουν, και τότε πού θα–» Η Ρέτζι σταμάτησε απότομα να μιλάει, γιατί μόλις πρόσεξε τον Γουόρεν που στεκόταν κοντά στο παράθυρο. «Ω, συγγνώμη. Η Έιμι δεν είπε ότι είχες ήδη έναν επισκέπτη».
«Μη σε απασχολεί, λαίδη Ίντεν», είπε ο Γουόρεν και πλησίασε. «Άλλωστε έχω δουλειές να κάνω, οπότε μόλις έφευγα». Έσκυψε πάνω απ’ το κρεβάτι για να φιλήσει την αδερφή του και να την αποχαιρετήσει λέγοντάς της: «Θα σε δω απόψε… Τζορτζ».