Πέρασε λίγη ώρα μέχρι ο Γουόρεν να συνειδητοποιήσει ότι στεκόταν στην κορυφή της σκάλας και κοιτούσε επίμονα την Έιμι Μάλορι που τακτοποιούσε κάτι φρεσκοκομμένα λουλούδια κάτω, κοντά στην είσοδο. Ο Γουόρεν είχε κοντοσταθεί γιατί δεν ήθελε να τη διακόψει, δεν ήθελε να χρειαστεί να της μιλήσει, δεν εμπιστευόταν την αυτοκυριαρχία του έτσι και ξαναβρισκόταν κοντά της. Εντούτοις δεν έφυγε από την κορυφή της σκάλας, όπου η κοπέλα θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να σηκώσει το κεφάλι της να κοιτάξει, και τότε θα τον έβλεπε να στέκεται εκεί.
Βέβαια ο Γουόρεν δεν είχε να πάει και κάπου. Υπέθετε ότι ο γαμπρός του ήταν ακόμη μαζί με το μωρό, οπότε για λίγο δεν μπορούσε να επισκεφθεί την ανιψιά του – ώσπου ο χώρος της εισόδου να απόμενε ξανά έρημος. Και είχε αισθανθεί άβολα και με την παρουσία της Ρετζίνα Ίντεν, αφότου πρόσεξε την ομοιότητά της με τη νεαρότερη Έιμι, με τα ίδια μπλε μάτια στο χρώμα του κοβαλτίου, τα ίδια κατάμαυρα μαλλιά – την ίδια συνταρακτική ομορφιά, απλώς η συνολική εικόνα ήταν κάπως, ελάχιστα, διαφορετική. Οπότε δεν ήθελε να πάει πάλι στο δωμάτιο της αδερφής του. Όσο για τα υπόλοιπα δωμάτια του επάνω ορόφου, και ήταν μπόλικα, ήταν κατειλημμένα το δίχως άλλο από το γιο του Τζέιμς, από την Έιμι προσωρινά, πιθανόν από κάποιους υπηρέτες, αν και υπήρχε κι άλλος ένας όροφος από πάνω, γεμάτος δωμάτια κι εκείνος.
Ήταν μεγάλο σπίτι, πολύ πιο ωραίο απ’ όσο έλπιζε ο Γουόρεν να συναντήσει, αν και υπέθετε πως θα ήταν παράλογο να είχε φανταστεί ότι η αδερφή του μπορεί να έμενε σε καμιά καλύβα –πράγμα που θα ήταν μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για να την πάρει και να τη γυρίσει στο σπίτι– εφόσον ήταν παντρεμένη με έναν Εγγλέζο άρχοντα. Μόνο και μόνο επειδή την τελευταία φορά την είχε βρει να μένει ως φιλοξενούμενη στο σπίτι του κουνιάδου της, δεν σήμαινε ότι ο άντρας της δεν μπορούσε να της παράσχει τα πάντα. Ο Τζέιμς Μάλορι προφανώς δεν επρόκειτο να είχε καμία δυσκολία να το καταφέρει αυτό.
Παρότι είχε πλέον συνειδητοποιήσει τι τον βρήκε, ότι επέτρεπε σε μια μαϊμουδίτσα να καθορίζει τις ενέργειές του, παρ’ όλα αυτά δεν το κούνησε από κει, από την κορυφή της σκάλας. Άραγε η κοπέλα τον είχε πάρει είδηση ότι στεκόταν εκεί; Μπα, όχι· φαινόταν πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, πράγμα που από μόνο του ήταν ασυνήθιστο. Οι νέοι άνθρωποι στην ηλικία της είχαν μια τάση να είναι γεμάτοι από μια απέραντη ενεργητικότητα, και σπάνια τους έβλεπες να κάθονται σε μια γωνιά. Δεν τους έβλεπες συχνά να εκπέμπουν μια εικόνα γαλήνης, πράγμα που στ’ αλήθεια είχε μια κατευναστική επίδραση σε όποιον τους παρατηρούσε – τουλάχιστον είχε στον Γουόρεν. Προς μεγάλη του έκπληξη, διαπίστωσε πως του ήταν ευχάριστο απλά και μόνο να την κοιτάζει, γεγονός που πιθανότατα ήταν και ο λόγος για τον οποίο εξακολουθούσε να στέκεται εκεί αντί να πάει να κάνει κάτι άλλο.
Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε συμβεί ανάμεσα σ’ αυτόν και στην Έιμι Μάλορι. Εκείνος τη θεωρούσε εντελώς αθώα και άβγαλτη, και οι νεαρές αθώες και άβγαλτες δεν του ασκούσαν την παραμικρή γοητεία. Άρα λοιπόν, πώς ήταν δυνατόν εκείνες οι λεξούλες που είχε ξεστομίσει η κοπέλα να τον είχαν επηρεάσει τόσο πολύ, να τον είχαν κάνει να ξεχάσει ποια ήταν, να καίγεται για να τη γευτεί; Και άρπαξε όλες τις αφορμές για να το κάνει. Αφορμές; Της άξιζε το μάθημα που είχε προσπαθήσει να της δώσει· απλώς το πράγμα δεν εξελίχθηκε έτσι όπως το σκόπευε εκείνος. Αντίθετα, είχε μάθει εκείνος κάτι, ότι η κοπέλα δεν ήταν η αθώα ύπαρξη που φανταζόταν – κι έμαθε επίσης ότι του άρεσε πάρα πολύ που την ένιωσε, που τη γεύτηκε.
Ξαναφέρνοντας στη μνήμη του εκείνες τις ερεθιστικές στιγμές, ένιωσε ξανά το αίμα του να κυλάει πιο γρήγορα, και τον έκανε έξω φρενών το γεγονός ότι η Έιμι Μάλορι είχε τέτοια επίδραση πάνω του. Ήταν νέα, γλυκιά, το είδος του κοριτσιού που άνετα θα το παντρευόσουν, παρόλο που εκείνον τον τραβούσαν οι ώριμες γυναίκες, οι γήινες, το είδος των γυναικών που αντιλαμβάνονταν ότι το ενδιαφέρον του γι’ αυτές δεν ήταν καθόλου τίμιο και ούτε θα γινόταν ποτέ. Με το που τις άφηνε, τις ξεχνούσε, και ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να σκεφτεί μήπως τυχόν κι άφηνε πίσω του τίποτα τσακισμένες ελπίδες. «Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται», το πιο σωστό πράγμα που ειπώθηκε ποτέ. Οπότε, το να έχει καρφωθεί τούτο το κορίτσι τόσο έντονα στο μυαλό του…
Τελικά, μόλις η Έιμι τελείωσε αυτό που έφτιαχνε, έκανε ένα βήμα πίσω για να ρίξει μια γενική ματιά και να κρίνει το έργο της, τοποθέτησε ακόμα ένα λουλούδι κι ύστερα στράφηκε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή ο Γουόρεν θα μπορούσε να απομακρυνθεί από την κορυφή της σκάλας, αλλά τον έπιασε η ξεροκεφαλιά του και αποφάσισε να μην την αποφύγει. Και τότε τα μάτια της πήγαν κατευθείαν πάνω του κι έμεινε άγαλμα στη θέση της. Δεν χαμογέλασε ούτε φάνηκε να ξαφνιάζεται, όμως τα μάγουλά της άρχισαν σιγά σιγά να κοκκινίζουν.
Πάλι καλά. Λίγες τύψεις για την ορμητικότητά της ήταν το δίχως άλλο επιβεβλημένες. Αν είχε τη συνήθεια να διπλαρώνει τους άντρες έτσι όπως είχε κάνει με αυτόν, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι δεν ήταν πλέον αυτή η αθώα. Ούτε για μια στιγμή δεν του πέρασε απ’ το μυαλό ότι ήταν ο μοναδικός στον οποίο είχε ξεστομίσει ποτέ αυτά τα ανήθικα λόγια. Όμως, το γεγονός ότι το πίστευε ακράδαντα αυτό δεν μπορούσε με τίποτα να μετριάσει το θυμό του απέναντι στο κορίτσι, που όλο και μεγάλωνε.
Ο Γουόρεν κατέβηκε τα σκαλιά δίχως να βιάζεται, με τα μάτια του καρφωμένα επίμονα στα μάτια της Έιμι. Εκείνη δεν έλεγε να χαμηλώσει το βλέμμα της, ωστόσο τα μάγουλά της κοκκίνισαν ακόμα περισσότερο.
Ήταν αρκετά θυμωμένος ώστε να κάνει παρατήρηση για το κοκκίνισμά της όταν έφτασε στην είσοδο και πήγε και στάθηκε δίπλα της. «Διακρίνω ντροπή; Και πολύ ορθά. Θα έπρεπε».
Η παρατήρησή του έδειξε να την αιφνιδιάζει, αλλά μόνο προς στιγμήν, γιατί ένα από εκείνα τα σκανταλιάρικα χαμόγελά της ξαναφάνηκε γρήγορα στα χείλη της την ώρα που του απαντούσε: «Δεν ντρέπομαι. Αν κοκκίνισαν ξαφνικά τα μάγουλά μου, είναι γιατί θυμήθηκα πόσο πολύ μου άρεσε που σε φίλησα. Ειδοποίησέ με όταν θα ήθελες να δοκιμάσουμε ακόμα μια φορά».
Η αναίδεια αυτού του κοριτσιού, η απόλυτη αδιαντροπιά – ο Γουόρεν δεν περίμενε ότι θα το ξαναζούσε αυτό, οπότε το μόνο που σκέφτηκε να πει ήταν: «Σου έδωσα μια προειδοποίηση, ναι ή όχι;».
«Τι θα συμβεί αν δεν τη λάβω σοβαρά υπόψη;»
Το κορίτσι δεν ήταν με τα καλά του. Ένα σμίξιμο των φρυδιών σαν αυτό που της έκανε τώρα δα, κανονικά θα έπρεπε να την έχει κάνει να φύγει τρέχοντας να πάει να κρυφτεί, ωστόσο εκείνη τον προκαλούσε, μην έχοντας πτοηθεί ούτε τόσο δα. Ο Γουόρεν δεν ήταν συνηθισμένος σ’ αυτά τα πράγματα. Συνήθως οι γυναίκες ήταν προσεκτικές μαζί του, τουλάχιστον φρόντιζαν να αποφεύγουν να προκαλέσουν τον ευέξαπτο χαρακτήρα του, κι εκείνος το προτιμούσε έτσι. Αυτό βοηθούσε ώστε να αποφεύγονται οι άσκοπες φλυαρίες. Όμως αυτό εδώ το μικρό διαβολοθήλυκο, που συνδύαζε την αδιάντροπη γοητεία με τη σκανταλιάρικη αταξία, ο Γουόρεν δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Δεν ήταν δική του για να της επιβάλει πειθαρχία ή να της τα ψάλει λιγάκι, μολονότι του ήρθε προς στιγμήν μια έντονη επιθυμία να ήταν αλλιώς τα πράγματα – τουλάχιστον προσωρινά.
«Θεωρώ ότι θα πρέπει να πω δυο λογάκια με τον πατέρα σου», αποκρίθηκε απαντώντας στην πρόκλησή της.
Αυτό το είπε για να την τρομάξει. Δεν την τρόμαξε. «Αργά ή γρήγορα ο πατέρας μου θα χρειαστεί να μάθει ότι σε θέλω, οπότε θα μπορούσες να ζητήσεις το χέρι μου εφόσον θα του μιλήσεις – ίσα για να επισπεύσουμε λιγάκι τα πράγματα».
Α, αυτή ήταν αδιόρθωτη, ήταν φως φανάρι! Του Γουόρεν του ήρθε να την αρπάξει και να την ταρακουνήσει – όχι, στην πραγματικότητα δεν ήθελε να της κάνει αυτό, όμως δεν είχε σκοπό να ενδώσει ξανά στα πρόστυχα ένστικτά του. Αυτό που είχε σίγουρα ανάγκη, πάντως, ήταν να της ξεκαθαρίσει τη θέση του.
«Δεν το θέλω το χέρι σου. Δεν πρόκειται να ζητήσω το χέρι σου ή οτιδήποτε άλλο έχεις να προσφέρεις, κοριτσάκι».
Η Έιμι όρθωσε το ανάστημά της. Τα μάτια της μισόκλεισαν. Και είχε το θράσος να βάλει το δάχτυλό της ακριβώς στο κέντρο του στέρνου του την ώρα που τον πληροφορούσε: «Μόνο και μόνο επειδή είσαι εσύ πανύψηλος, αυτό δεν με κάνει κοριτσάκι. Αν δεν το έχεις παρατηρήσει, είμαι πιο ψηλή από την αδερφή σου, αλλά δεν σε έχω ακούσει να την αποκαλείς “κοριτσάκι”».
Ο Γουόρεν τα έχασε από την επίθεσή της, αλλά γρήγορα συνήλθε. «Δεν αναφερόμουν στο ύψος σου, κοριτσάκι».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων όλη της η πόζα ξεφούσκωσε· αναστέναξε κι ανασήκωσε τους ώμους. «Το ξέρω. Προσπαθούσα να σου δώσω μια διέξοδο, γιατί το να κολλάς συνέχεια στη διαφορά της ηλικίας μας είναι γελοίο. Γνωρίζεις πάρα πολύ καλά ότι άντρες πολύ μεγαλύτεροι από σένα κάθε μέρα παντρεύονται κορίτσια στην ηλικία μου. Δεν είσαι πολύ μεγάλος για μένα, Γουόρεν Άντερσον. Και μάλιστα, από τότε που σε πρωτοείδα και μετά, οι άντρες που είναι πιο κοντά στην ηλικία μου μου φαίνονται ανόητοι και ανώριμοι. Υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις, όμως με αυτούς είμαι συγγενής, οπότε δεν μετράνε».
Δύο φορές ήδη το κορίτσι είχε καταφέρει να προσποιηθεί ότι δεν κατάλαβε αυτό που εκείνος είχε προσπαθήσει να της ξεκαθαρίσει. Της το έθεσε ξανά ευθέως.
«Οι προτιμήσεις σου δεν με ενδιαφέρουν καθόλου μα καθόλου», της είπε.
«Κάποτε θα σε ενδιαφέρουν», προέβλεψε εκείνη απτόητη. «Απλά σκέφτηκα να σου τις εξηγήσω τώρα, για να προλάβω τυχόν ζήλιες σου αργότερα».
Ο Γουόρεν είχε μείνει κατάπληκτος που δεν είχε ήδη χάσει την υπομονή του. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτό. Τώρα οφείλω να σου ζητήσω πολύ σοβαρά να σταματήσεις αυτό το κόρτε. Δεν με διασκεδάζει καθόλου. Για την ακρίβεια, έχει αρχίσει να με εκνευρίζει πολύ».
Εκείνη απλώς τον κοίταξε υψώνοντας το ένα της φρύδι. «Δεν είσαι από τους τύπους που θα σταθούν στους καλούς τρόπους, Γουόρεν. Αν σε εκνευρίζω τόσο πολύ, γιατί δεν έχεις φύγει;»
Ανάθεμα κι αν ήξερε γιατί δεν έφυγε. Όμως, πριν προλάβει να πει αυτό ή κάτι άλλο, η Έιμι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του κι ήρθε κοντά του, πολύ κοντά του, κι οι αισθήσεις του δεν γινόταν να μην αντιδράσουν.
«Θα ήθελες να με ξαναφιλήσεις», μάντεψε εκείνη με μεγάλη ακρίβεια, «αλλά βλέπω ότι δεν θα το κάνεις. Θα βοηθούσε αν έπαιρνα την πρωτοβουλία εγώ;»
Ο Γουόρεν κράτησε ως και την ανάσα του. Να την πάλι, του το ξανάκανε, τον ξελόγιαζε με τα λόγια της και με το προκλητικό ύφος στα μάτια της. Την ήθελε, Χριστέ μου, την ήθελε. Ποτέ του δεν είχε ξανανιώσει κάτι τόσο δυνατό. Ούτε καν… Και μόνο στη σκέψη της Μαριάν ήταν σαν να έκανε βουτιά μέσα σε πάγο.
«Σταμάτα!» σύριξε καθώς η Έιμι πήγαινε να τον φιλήσει.
Την ώρα που το έλεγε αυτό, της άρπαξε τα χέρια και την έσφιξε λίγο πιο δυνατά απ’ όσο ήταν αναγκαίο. Την είδε να μορφάζει από πόνο, αλλά το αγνόησε. Εκείνη πήγαινε γυρεύοντας να ξυπνήσει το πάθος του και τώρα να, το κατάφερε, μόνο που δεν ήταν το είδος του πάθους που έλπιζε.
«Τι πρέπει να κάνω για να σου δώσω να το καταλάβεις, κορίτσι μου;» ρώτησε εκείνος τραχιά. «Δεν ενδιαφέρομαι!»
«Τρίχες», τόλμησε να του αντιγυρίσει εκείνη. «Μπορείς να θυμώνεις όσο θέλεις, όμως τουλάχιστον να είσαι ειλικρινής. Για γάμο δεν ενδιαφέρεσαι, όμως αυτό εγώ το ήξερα ήδη και θα το υπερπηδήσουμε – με κάποιον τρόπο. Αλλά μην προσπαθείς να μου πεις ότι δεν σου αρέσω, ειδικά ύστερα από τον τρόπο που με φίλησες».
«Κάτι ήθελα να δείξω», είπε εκείνος με τα δόντια σφιγμένα.
Εκείνη απλώς χαμογέλασε. «Ω ναι, μου το έδειξες, το μόνο σίγουρο, και απόλαυσα κάθε στιγμή. Κι εσύ το ίδιο, αν θέλεις να είσαι ειλικρινής».
Ο Γουόρεν δεν το αρνήθηκε, αλλά η οργή του τον έσπρωξε να ρωτήσει: «Γιατί το κάνεις αυτό;».
«Τι κάνω, δηλαδή;»
«Έλα τώρα, μη μου παριστάνεις τη χαζή», είπε απότομα. «Κάνεις ό,τι διάβολο μπορείς για να με ξελογιάσεις».
Του χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο γεμάτο ευχαρίστηση. «Και πιάνει;»
Λες και δεν ήξερε – ή ίσως όντως να μην ήξερε. Ωραία, αν δεν ήταν σίγουρη, εκείνος σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο να την ενθαρρύνει δίνοντάς της την επιβεβαίωση.
«Απάντησέ μου, που να πάρει!» μούγκρισε άγρια εκείνος. «Γιατί επιμένεις ενώ σου ζήτησα –ενώ απαίτησα– να τα παρατήσεις;»
Η κοπέλα εξακολουθούσε να μην έχει πτοηθεί. Το μόνο που έκανε ήταν να αναστενάξει, κι ύστερα του είπε: «Φταίει η ανυπομονησία μου. Πραγματικά σιχαίνομαι να περιμένω για πράγματα που είναι αναπόφευκτο να συμβούν, και εσύ κι εγώ…»
«Τίποτα το αναπόφευκτο δεν υπάρχει μ’ εμάς!»
«Μα υπάρχει», επέμεινε εκείνη. «Και ως εκ τούτου δεν βρίσκω το λόγο γιατί να πρέπει να χάνουμε χρόνο άδικα. Εσύ θα με ερωτευτείς. Θα παντρευτούμε. Θα είμαστε απίστευτα ευτυχισμένοι μαζί. Άφησέ το να συμβεί, Γουόρεν. Δώσε μου μια ευκαιρία να ξαναφέρω στη ζωή σου το γέλιο».
Αυτό που τον σόκαρε ήταν ότι η κοπέλα έδειχνε να μιλάει πολύ σοβαρά – και η αυτοπεποίθησή της ήταν τρομαχτική. Ήταν καλή, αυτό όφειλε να της το αναγνωρίσει, αρκετά καλή ώστε να τον κάνει να αναρωτιέται με πόσους άλλους άντρες είχε παίξει αυτό το συγκεκριμένο παιχνίδι. Τους είχε για να τους οδηγήσει στην εκκλησία λίγο πριν παραδεχτεί ότι απλώς έλεγχε αν έπιαναν τα θέλγητρά της – ή μήπως τους οδηγούσε μόνο στο κρεβάτι της; Όμως τελικά του πέρασε απ’ το νου ότι την ενθάρρυνε απλά και μόνο επειδή καθόταν και φιλονικούσε μαζί της.
Της άφησε τα χέρια, για την ακρίβεια της τα τίναξε με δύναμη, κι ύστερα είπε ψυχρά, ελπίζοντας να ήταν η τελευταία φορά: «Παράτα τα. Ζητάς κάτι που δεν υπάρχει. Μόνο ένα πράγμα ζητάω εγώ απ’ τις γυναίκες τούτο τον καιρό, και δεν χρειάζεται και πολύ για να το πάρω και να τελειώνουμε».
«Δεν είναι ανάγκη να είσαι ωμός», είπε εκείνη με μια πληγωμένη, ψιλή φωνή.
«Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι. Μείνε μακριά μου, Έιμι Μάλορι. Μη με αναγκάσεις να σε προειδοποιήσω ξανά».