«Τι διάβολο γυρεύεις εδώ;»
Η Έιμι ζάρωσε όταν άκουσε τον κεραυνό στον τόνο της φωνής του Γουόρεν. Κι ευχήθηκε να είχε κάτι άλλο να του απαντήσει και όχι την αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, όπως ακριβώς δεν είχε μπορέσει να σκεφτεί και τίποτα κατάλληλο να γράψει στο μήνυμα που ήθελε να του στείλει, κάτι που θα τον ανάγκαζε να φύγει απ’ αυτό το μέρος. Είχε προσπαθήσει, στ’ αλήθεια είχε προσπαθήσει, αλλά δεν της είχε κατέβει τίποτα πειστικό, τίποτα που να τον κάνει να μη θέλει να τη σκοτώσει την ίδια στιγμή που θα αντιλαμβανόταν ότι το μήνυμα ήταν από εκείνη και ότι το περιεχόμενο δεν ήταν αλήθεια.
Ωστόσο υπέθετε ότι δεν θα έπρεπε να είχε έρθει εδώ πέρα η ίδια. Αυτό ήταν πάρα πολύ παρορμητικό ακόμα και για έναν άνθρωπο όπως αυτή, και επικίνδυνο και ανεύθυνο· και γιατί δεν τα είχε σκεφτεί όλα αυτά πριν διαβεί το κατώφλι του «Δαιμονόσκυλου»;
Η ζήλια, αυτό ήταν που την εξώθησε, μα ήταν ανόητη αυτή η ζήλια, από τη στιγμή που ο Γουόρεν είχε κάθε δικαίωμα να κοιμηθεί με όσες γυναίκες του έκανε κέφι – τουλάχιστον ώσπου να είχε από αυτόν μια δέσμευση πιο ισχυρή από ένα απλό «μείνε μακριά μου». Αν είχαν παντρευτεί, τότε η Έιμι θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο ανόητο, έτσι και θεωρούσε ότι ο Γουόρεν δεν της ήταν πιστός, αλλά όχι τώρα, τώρα που δεν ήταν ακόμα δικός της.
Όμως το έκανε, είχε έρθει· και άργησε μάλιστα. Δεν χρειάστηκε να ψάξει τη γεμάτη από καπνούς αίθουσα για να εντοπίσει τον Γουόρεν. Τον είχε δει αμέσως με το που διάβηκε το κατώφλι της ταβέρνας. Ανέβαινε τα σκαλιά στη γωνία, με μια τροφαντή σερβιτόρα να τον τραβάει απ’ το χέρι για να τον κάνει να βιαστεί, γυρνώντας να τον κοιτάξει και γελώντας του, σαν να του υποσχόταν ανείπωτες απολαύσεις. Η Έιμι ένιωσε να φουντώνει από θυμό, για την ακρίβεια έγινε έξαλλη, έτρεξε κι αυτή στις σκάλες ξοπίσω του, αγνοώντας τα ξαφνιασμένα επιφωνήματα κάποιων πελατών που την είδαν, και φώναξε δυνατά το όνομα του Γουόρεν ακριβώς την ώρα που εκείνος έμπαινε στο δωμάτιο της σερβιτόρας. Αυτό του τράβηξε αμέσως την προσοχή και είχε ως αποτέλεσμα να του κλείσει η σερβιτόρα την πόρτα στα μούτρα, γιατί η κοπέλα είχε ακούσει την Έιμι και πιθανότατα φαντάστηκε ότι τον πελάτη της τον είχε κάνει τσακωτό μια εξαγριωμένη σύζυγος.
Η Έιμι σκέφτηκε πως θα μπορούσε να είναι ευγνώμων που η κοπέλα υπέθεσε κάτι τέτοιο, αλλά και επειδή δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη συγκυρία για να δώσει τις εξηγήσεις της ιδιαιτέρως, σ’ αυτό τον αμυδρά φωτισμένο διάδρομο· καλύτερα εκεί παρά κάτω, σε μια αίθουσα γεμάτη από μεθυσμένους αυτόπτες μάρτυρες. Και ο Γουόρεν τις περίμενε αυτές τις εξηγήσεις. Είχε συνέλθει από την αρχική κατάπληξη που ένιωσε όταν την είδε εκεί, και τώρα έδειχνε ανυπόμονος αλλά και έξαλλος.
«Θα απαντήσεις καμιά φορά ή απλώς θα στέκεσαι εκεί και θα σφίγγεις τα χέρια σου;»
Η ώρα των μεγάλων αποφάσεων. Να κατέφευγε σε δραστικά μέτρα ή να συνέχιζε έτσι όπως το άρχισε; Όμως τίποτα απ’ όσα είχε δοκιμάσει ως τώρα δεν είχε αποτέλεσμα. Ε τότε, δραστικά μέτρα, κι ό,τι ήθελε ας γινόταν.
«Αυτό που σ’ έκανε να έρθεις εδώ, θα μπορούσες να το βρεις και σε μένα».
Ορίστε λοιπόν, το είπε και δεν θα το έπαιρνε πίσω. Όμως εκείνος δεν έδειξε και τόσο σοκαρισμένος με τη βαρυσήμαντη απόφασή της. Και τώρα που τον έβλεπε και από πολύ κοντά, δεν έδειχνε και τόσο νηφάλιος. Και καθώς την πλησίαζε, αργά αργά, η έξαλλα θυμωμένη έκφρασή του έγινε ένα ειρωνικό μειδίαμα.
«Ξέρεις γιατί ήρθα εδώ; Ναι, φυσικά και ξέρεις, τέτοιο αχαλίνωτο διαβολοθήλυκο που είσαι».
Με τα ακροδάχτυλά του τίναξε προς τα πίσω τις πτυχώσεις της κάπας που είχε φορέσει η Έιμι για να κρύψει τη λεπτεπίλεπτη σιλουέτα της, και αποκάλυψε το βαθύ μοβ της σατέν φόδρας και το σεμνό ανοιχτό πράσινο φόρεμά της· μια ξεμυαλίστρα δεν θα ντυνόταν έτσι, ωστόσο η κοπέλα ήταν άκρως ελκυστική λόγω της απέριττης ομορφιάς της. Η κουκούλα της έπεσε λιγάκι, έτσι ώστε το πρόσωπό της δεν ήταν πια κρυμμένο στις σκιές, ενώ τα μπλε μάτια της φάνταζαν βιολετιά στο φόντο του μοβ σατέν. Αν είχε ντυθεί με κάτι έστω και λίγο πιο αποκαλυπτικό, εκείνος σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να επιμείνει σ’ αυτή τη χλευαστική γραμμή επίθεσής του.
«Δηλαδή θέλεις να πάρεις τη θέση της πόρνης, ε; Α, μόνο που εσύ θέλεις δαχτυλίδια, θες αυτή την καταραμένη δέσμευση πρώτα». Με το ακροδάχτυλό του της χάιδεψε αργά το μάγουλο. Εκείνο το χάδι απέπνεε μια αίσθηση θλίψης. «Προτιμώ να μείνω με την τσούπρα που περιμένει κάνα δυο νομίσματα, σ’ ευχαριστώ. Η δική σου τιμή είναι πολύ υψηλή, λαίδη Έιμι».
«Όχι δαχτυλίδια», ψιθύρισε εκείνη ξέπνοη. «Τώρα που δήλωσα ότι…»
«Δεν δήλωσες».
«Φυσικά και δήλωσα». Η Έιμι φάνηκε να εκπλήσσεται λιγάκι από την άμεση άρνησή του. «Είπα ότι θέλω να… δηλαδή… σου είπα ότι σε θέλω».
«Είπες τι θέλεις. Αυτό δεν εξηγεί τι υπάρχει εδώ μέσα». Το χέρι του πήγε και ακούμπησε πάνω στην καρδιά της, παρά το γεγονός ότι ήταν στη μέση η απαλή καμπύλη του στήθους της. Και οι δυο τους το πρόσεξαν αυτό. «Μου λες ότι μ’ αγαπάς;»
«Δεν ξέρω».
Αυτό δεν ήταν κάτι που ο Γουόρεν περίμενε να ακούσει από ένα κορίτσι που διατεινόταν ότι ήθελε να τον παντρευτεί, και ολοφάνερα τον μπέρδεψε. «Δεν ξέρεις;»
«Μακάρι να υπήρχε περισσότερος χρόνος για να το ξεδιαλύνω αυτό, μα δεν υπάρχει», είπε εκείνη βιαστικά. «Δεν θα είσαι εδώ για πολύ καιρό, Γουόρεν. Όμως ξέρω ότι σε θέλω. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς τούτο. Και ξέρω ότι ποτέ πριν δεν έχω ξανανιώσει αυτό που με κάνεις εσύ να νιώθω. Ξέρω επίσης ότι με κάνει να αρρωσταίνω η σκέψη ότι εσύ θα πήγαινες σε κάποια άλλη γυναίκα τώρα δα. Όμως δεν είμαι σίγουρη ακόμα αν σ’ αγαπώ».
Εκείνος είχε πιει λίγα ποτά, ή μάλλον αρκετά για να είναι σε θέση να τα βγάλει πέρα με τη λαίδη Έιμι και το μπουρδούκλωμά της από αμφιβολίες και βεβαιότητες. Τράβηξε το χέρι του απ’ το στήθος της. «Φύγε», είπε με τόνο κοφτό και τελεσίδικο.
Η Έιμι αποτράβηξε το βλέμμα της απ’ το δικό του, χαμηλώνοντας τα μάτια της. «Δεν μπορώ. Την άμαξα την ξαπόστειλα».
Εκείνος έγινε έξαλλος. «Γιατί το έκανες αυτό, διάβολε;»
«Για να αναγκαστείς να με πας εσύ στο σπίτι».
«Όλα τα έχεις σκεφτεί εσύ –εκτός από το αν μ’ αγαπάς ή όχι– οπότε μια χαρά μπορείς να πας στο σπίτι και μόνη σου».
«Πολύ καλά».
Έκανε μεταβολή για να φύγει. Εκείνος την άρπαξε και την έστρεψε προς το μέρος του. «Που να σε πάρει, πού νομίζεις ότι πας;»
«Σπίτι».
«Πώς;»
«Μα αφού είπες…»
«Σκάσε, Έιμι. Απλώς σκάσε και άσε με να σκεφτώ. Και δεν μπορώ να σκεφτώ όταν φλυαρείς ακατάπαυστα».
Η Έιμι δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά καθώς η σιωπή έπεσε ανάμεσά τους κι εκείνος σκυθρώπιαζε όλο και περισσότερο, άρχισε να νιώθει λιγάκι ανήσυχη και σκέφτηκε να προτείνει: «Ίσως θα μπορούσε κάποιος από τους αδερφούς σου να με πάει σπίτι».
«Δεν είναι εδώ».
Ήταν σχεδόν βέβαιη πως κανείς τους δεν ήταν εκεί, γι’ αυτό άλλωστε έκανε αυτή την πρόταση με τόση άνεση. Η φευγαλέα ματιά που έριξε στα γρήγορα στην αίθουσα του ισογείου δεν εντόπισε κανέναν άλλο Άντερσον εκτός από τον Γουόρεν, και με το που τον πήρε το μάτι της στις σκάλες, δεν έψαξε περισσότερο. Όμως μπορεί να είχε κάνει λάθος – για την ακρίβεια, ανησυχούσε μην τυχόν και χρειαζόταν να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον Γουόρεν αλλά και τους αδερφούς του όταν ήρθε εδώ.
Ωστόσο θα έπρεπε να ξέρει ότι ο Κλίντον και ο Τόμας δεν θα έκαναν κέφι ένα μέρος σαν αυτό. Οι δυο νεότεροι αδερφοί, πάλι, θα προτιμούσαν κι αυτοί ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο ότι δεν θα γίνονταν φασαρίες. Μόνο τον Γουόρεν δεν θα τον ένοιαζε, και για την ακρίβεια, ενδεχομένως να έλπιζε κιόλας να μπλέξει σε κάποια φασαρία όσο και να βρει κάποια πρόθυμη γυναίκα. Ένα από τα πράγματα που είχε αναφέρει η Τζορτζίνα γι’ αυτόν ήταν ότι, όταν ήταν νευριασμένος, πήγαινε γυρεύοντας για φασαρίες και δεν τον ένοιαζε με ποιον θα τσακωνόταν.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πάντως, ήταν σαφέστατα νευριασμένος. Έτσι και ανακάλυπτε ότι η Έιμι απλώς είχε στείλει τον αμαξά να την περιμένει στη γωνία, μπορεί να τη σκότωνε – όχι, θα την πήγαινε στην άμαξα, θα την πετούσε μέσα όπως όπως και θα γύριζε ολοταχώς στην πόρνη του. Η μισή αλήθεια που του είπε θα τον κρατούσε μακριά από τη σερβιτόρα τουλάχιστον για την ώρα, αν και όχι για όλη τη νύχτα, κατά πάσα πιθανότητα. Ο Γουόρεν όντως ήθελε μια γυναίκα, αλλιώς δεν θα ήταν εδώ. Να πάρει η ευχή, τι στο καλό έπρεπε να κάνει για να τον βάλει να διαλέξει αυτήν αντί για τη σερβιτόρα;
«Διάβολε», είπε εκείνος τελικά, έχοντας προφανώς καταλήξει σε μια απόφαση σχετικά με το τι να κάνει μαζί της, γιατί την άρπαξε απ’ το μπράτσο κι άρχισε να τη σέρνει στο διάδρομο.
«Πού με πας;» Δεν πήγαιναν προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν έρθει, γεγονός που της έδωσε προς στιγμήν μια ελπίδα, την οποία όμως εκείνος γκρέμισε λέγοντας απλώς: «Σπίτι».
Υπήρχε μια πίσω σκάλα, που οδηγούσε σε μια αποθήκη κι από εκεί σε ένα δρομάκι έξω. Τουλάχιστον δεν υπήρχε καμιά άμαξα να περιμένει εκεί. Το στενό ήταν έρημο. Η Έιμι σκέφτηκε ότι θα έπρεπε ίσως να ομολογήσει πως είχε μια άμαξα διαθέσιμη, όμως αυτό θα έβαζε τέλος στο χρόνο της μαζί του πολύ γρήγορα, και όσο περισσότερες στιγμές περνούσε μαζί του απόψε…
«Δεν θα προτιμούσες να με πας στο ξενοδοχείο σου;»
«Όχι», πέταξε απότομα εκείνος.
Εξακολουθούσε να την τραβολογάει έξω προς το δρόμο. Βάδιζε με μεγάλες, βιαστικές δρασκελιές. Η Έιμι χρειαζόταν να τρέχει για να τον προλάβει. Δεν ήταν σίγουρη τι θα έκανε αν εκείνος έστριβε προς την κατεύθυνση που θα τον οδηγούσε γύρω απ’ το τετράγωνο, εκεί όπου βρισκόταν η άμαξά της, ιδίως αν ο αμαξάς έλεγε κάτι που θα ειδοποιούσε τον Γουόρεν ότι περίμενε εκείνη, και πιθανότατα θα το έκανε, μια και του είχε τάξει ένα παχυλό φιλοδώρημα.
Προς ανακούφισή της, ο Γουόρεν πήρε την αντίθετη κατεύθυνση όταν έφτασε στο δρόμο, και δεν υπήρχε εκεί γύρω ούτε μισό άλογο – τουλάχιστον τώρα. Όμως, έτσι όπως έτρεχε εκείνος, σίγουρα θα έβρισκε ένα ώσπου να πεις κύμινο.
Τότε σκέφτηκε να πει κάτι άλλο. «Μήπως μπορείς να πηγαίνεις πιο σιγά, Γουόρεν;»
Άλλο ένα «όχι», το ίδιο κοφτό κι απότομο.
«Αν δεν πας λίγο πιο σιγά, υπάρχει ο κίνδυνος να στραμπουλήξω κανένα αστράγαλο. Και ύστερα θα αναγκαστείς να με κουβαλήσεις στα χέρια».
Ελάττωσε ταχύτητα στο βηματισμό του αμέσως. Τον αναθεματισμένο… και μόνο που αναγκαζόταν να την κρατάει απ’ το μπράτσο για να τη σέρνει δίπλα του πρέπει να τον σκότωνε. Θεός φυλάξει, δηλαδή, τι θα πάθαινε αν αναγκαζόταν να την πάρει και στα χέρια του.
Όμως τώρα, που η Έιμι μπορούσε πλέον να περπατάει και όχι να τρέχει, και το βήμα του Γουόρεν ήταν σχεδόν κανονικό, παρόλο που εξακολουθούσε να προπορεύεται λιγάκι, το μυαλό του πρέπει να είχε αρχίσει να δουλεύει πάλι, γιατί τη ρώτησε ξαφνικά: «Ο θείος σου ξέρει ότι συχνάζεις σε ταβέρνες;».
«Ποιος θείος;» πήγε να ξεγλιστρήσει η Έιμι.
Της έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα. «Αυτός που μένεις μαζί του αυτό το διάστημα».
«Μα δεν συχνάζω σε ταβέρνες».
«Και πώς θα αποκαλούσες το “Δαιμονόσκυλο”;»
«Ένα απαίσιο όνομα;»
Ο Γουόρεν κοντοστάθηκε και στράφηκε προς το μέρος της. Για μια στιγμή η Έιμι νόμισε ότι πήγαινε να τη στραγγαλίσει, αλλά αντί γι’ αυτό πέρασε και τα δυο του χέρια μέσα απ’ τα μαλλιά του, σημάδι ότι κόντευε να τον βγάλει τελείως απ’ τα ρούχα του.
Η Έιμι αποφάσισε να ομολογήσει. «Εντάξει, δεν κατάφερα να διαχειριστώ πολύ καλά την πρώτη μου εμπειρία στη ζήλια. Μόλις προσαρμοστώ λίγο, θα τα πάω καλύτερα». Ο Γουόρεν έβγαλε έναν ήχο, κάτι ανάμεσα σε ρουθούνισμα και χάχανο, οπότε κι αυτή διακινδύνευσε να σκεφτεί ότι ίσως τον διασκέδαζε και είπε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα να χαμογελάσεις, ξέρεις. Υπόσχομαι πως δεν θα το πω σε κανέναν».
Της άρπαξε το χέρι και ξανάρχισε να βαδίζει βιαστικά. Εκείνη άρχισε πάλι να τρέχει για να τον προλάβει. «Ο αστράγαλος;»
«Θα το διακινδυνεύσω», αντιγύρισε εκείνος.
Αυτό ήταν. Ο μελλοντικός της σύζυγος ήταν καμένο χαρτί, δεν είχε αίσθηση του χιούμορ, δεν έπαιρνε χαμπάρι από ειδύλλια – τίποτα, μυρωδιά. Εντάξει, η δόση που είχε πάρει από τη χοντροκοπιά του ήταν υπεραρκετή για μια μέρα. Μπορεί να ήταν εκείνη υπεύθυνη για την τωρινή του διάθεση – μα ποιον κορόιδευε; Ο άνθρωπος δεν είχε άλλη διάθεση – αλλά κι εκείνη δεν είχε καμιά όρεξη να συνεχίσει να το ανέχεται άλλο όλο αυτό.
Η Έιμι τράβηξε απότομα το χέρι της για να τον αποτινάξει, αρνούμενη να κάνει έστω και ένα βήμα ακόμα. Αυτό τον συνέφερε ξανά· κοντοστάθηκε κι έβαλε τα χέρια του στη μέση.
«Τι έγινε πάλι;» ρώτησε να μάθει.
«Τίποτα δεν έγινε πάλι», αποκρίθηκε άγρια εκείνη. «Γύρνα πίσω στην ταβέρνα και στην τσούλα σου, Γουόρεν. Μπορώ να πάω σπίτι και μόνη μου και να φτάσω σώα και αβλαβής, ευχαριστώ».
«Είχες σκοπό να πας στο σπίτι σώα και αβλαβής;»
Ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο σαρκαστικός, που δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έκανε νύξη στην πρόταση που του είχε κάνει εκείνη λίγο πριν, όμως η Έιμι παραήταν θυμωμένη για να κοκκινίσει, και αντί γι’ αυτό του ανταπέδωσε λίγα απ’ τα ίδια. «Στην πραγματικότητα ο σκοπός μου ήταν να πάψω να είμαι παρθένα μετά την αποψινή νύχτα, αλλά μια και δεν είσαι ακόμη έτοιμος να με απαλλάξεις απ’ την παρθενιά μου…»
«Κόφ’ το! Αν πίστευα έστω και για μία στιγμή ότι είσαι παρθένα, μπορεί και να σου τις είχα βρέξει για την τόσο αλλόκοτα ανάρμοστη συμπεριφορά σου. Κάποιος έπρεπε να σου τις είχε βρέξει, για να σε εμποδίσει να ακολουθήσεις την παράδοση των Μάλορι στην ακολασία… Έιμι! Γύρνα πίσω!»
Μα ήταν με τα σωστά του; Ύστερα από αυτή την εξευτελιστική ταπείνωση, τις τρομερές απειλές, άσε δε την προσβολή για την οικογένειά της; Η Έιμι σήκωσε τα φουστάνια της κι άρχισε να τρέχει γρηγορότερα, με κατεύθυνση προς την ταβέρνα και τον αμαξά που την περίμενε παραδίπλα, και ο Γουόρεν Άντερσον ας πήγαινε στο διάβολο. Μα να της τις βρέξει, ακούς εκεί, μόνο και μόνο επειδή τον ήθελε; Και να πεις πως οι προθέσεις της δεν ήταν έντιμες; Σάμπως τριγύριζε εδώ κι εκεί για να ξελογιάσει τον κάθε άντρα που έβλεπε μπροστά της; Να πάρει, πώς αλλιώς θα μπορούσε να λιώσει αυτό το προστατευτικό κουκούλι από πάγο που περιέβαλλε την καρδιά του; Δεν είναι να πεις πως ήταν ένας κανονικός άντρας, που θα μπορούσε να τον διαχειριστεί με έναν κανονικό τρόπο. Αυτός μισούσε τις γυναίκες, δεν τις εμπιστευόταν, και απλώς τις χρησιμοποιούσε δίχως να τις αφήνει να τον πλησιάσουν ποτέ.
Σκληρός, ψυχρός, παλιάνθρωπος· πρέπει να ήταν τρελή που σκέφτηκε ότι εκείνη θα μπορούσε να τα αλλάξει όλα αυτά. Δεν είχε την εμπειρία, παρόλο που εκείνος προφανώς πίστευε το αντίθετο. Όχι παρθένα; Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι δεν την ήθελε – μπα, το ακριβώς αντίθετο πρέπει να συνέβαινε. Της είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι η αθωότητά της ήταν αυτή που τον έκανε να της αντιστέκεται, αλλά αν εκείνος πίστευε ότι δεν ήταν παρθένα, τότε γιατί να αρνείται αυτό που του πρόσφερε; Εκτός… εκτός κι αν όντως δεν την ήθελε.
Μπροστά σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση η Έιμι κλονίστηκε. Έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω της και είδε ότι ο Γουόρεν μείωνε την απόσταση ανάμεσά τους. Όμως ποτέ δεν θα μπορούσε να τη φτάσει. Εδώ και χρόνια ξεπερνούσε στο τρέξιμο τους αδερφούς της, που δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμοι και αδέξιοι – και τόσο σαστισμένοι όσο εκείνος. Αλλά πάλι, η Έιμι δεν είχε υπολογίσει ότι πάνω στην τρεχάλα της θα έπεφτε αναπάντεχα πάνω σε έναν από τους τακτικούς πελάτες του «Δαιμονόσκυλου».
Κόντεψε να ρίξει τον τύπο κάτω. Εκείνος αντανακλαστικά τύλιξε τα χέρια του γύρω της, αλλά ευτυχώς ανέκτησε την ισορροπία του πριν κουτρουβαλιαστούν και οι δύο. Δυστυχώς εκείνος παρατήρησε τι κρατούσε, πριν το αφήσει.
«Για δες», είπε ο άντρας με εμφανή όρεξη. «Τι έχουμε…»
Δεν είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει αυτό που έλεγε. Ο Γουόρεν έφτασε δίπλα στην Έιμι και η γροθιά του πέρασε ακριβώς πάνω απ’ τον ώμο της για να πέσει πάνω στη μούρη του άντρα. Αυτή τη φορά ο τύπος έπεσε για τα καλά. Η Έιμι τσίριξε καθώς έπεσε κι εκείνη μαζί του, αφού η λαβή του την άρπαξε πιο σφιχτά την ώρα που άρχισε να πέφτει, και σωριάστηκαν και οι δύο στο έδαφος με δύναμη. Και πριν καν προλάβει η Έιμι να κάνει να σηκωθεί, κάποιος την τράβηξε και τη σήκωσε. Τα μπράτσα του Γουόρεν, σφιχτά τυλιγμένα γύρω απ’ τη μέση της, της έκοψαν την ανάσα περισσότερο κι απ’ το ίδιο το πέσιμο.
Ο τύπος, ακόμα ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο έδαφος, κοίταξε προς τη μεριά του Γουόρεν για να ρωτήσει: «Τι ήταν τώρα αυτό, διάβολε;».
«Η κυρία δεν είναι διαθέσιμη».
«Μπορούσες απλώς να το πεις», γκρίνιαξε ο άντρας πασπατεύοντας το μάγουλό του.
«Το είπα, με τον τρόπο μου», αποκρίθηκε ο Γουόρεν. «Κι αν ήμουν στη θέση σου, θα παρέμενα κάτω, εκτός κι αν θέλεις κι άλλο απ’ τα ίδια».
Ο τύπος είχε αρχίσει να ανακάθεται. Μπροστά σ’ αυτή τη δυσοίωνη απειλή, ξάπλωσε ξανά. Εντάξει, ο Γουόρεν ήταν άντρας κάπως μεγαλόσωμος, ενώ ο Άγγλος ήταν μάλλον κοκαλιάρης. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή ο Γουόρεν έδειχνε επικίνδυνα ικανός για βία. Η Έιμι, κολλημένη σφιχτά στο πλευρό του, μπορούσε να το νιώσει, όσο επίσης μπορούσε και να διαισθανθεί την απογοήτευσή του που ο πεσμένος άντρας δεν έδειχνε να έχει όρεξη να πλακωθεί μαζί του.
Ο Γουόρεν άρχισε να απομακρύνεται, βαδίζοντας πάλι σχεδόν τρέχοντας. Δεν είχε αφήσει την Έιμι από τα χέρια του, με αποτέλεσμα εκείνη να αρχίσει να αναρωτιέται μήπως είχε ξεχάσει ότι την κουβαλούσε. Έκανε να του υπενθυμίσει την παρουσία της, όταν ξαφνικά άκουσαν ακόμα ένα μουγκρητό να έρχεται από πίσω τους.
«Ένας κωλοαμερικάνος!» Ο τύπος το μάντεψε από την προφορά του Γουόρεν. «Δεν έχεις μάθει ότι ο πόλεμος τελείωσε;» Κι ύστερα, πιο δυνατά: «Και θα σας είχαμε τσακίσει, αν ήμουν κι εγώ εκεί!».
Ο Γουόρεν έκανε απότομα μεταβολή. Ο τύπος στάθηκε στα πόδια του τρεκλίζοντας και έφυγε τρέχοντας. Η Έιμι θα ξεσπούσε σε γέλια, αν μπορούσε να αναπνεύσει. Ο μελλοντικός της σύζυγος δεν έπαιρνε καμία ικανοποίηση από τίποτα απόψε. Συνέχισε την πορεία του προς την κατεύθυνση που είχαν πάρει νωρίτερα.
Για χάρη του στομαχιού της, η Έιμι προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή. «Εφόσον με κουβαλάς που με κουβαλάς, θα μπορούσες τουλάχιστον να με στρέψεις ανάποδα για να το ευχαριστιέμαι κιόλας;»
Κι εκείνος την έριξε. Ο αναθεματισμένος, την έριξε! Κανονικά, μια γνήσια Μάλορι θα είχε εκραγεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Όμως όταν σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε, ο Γουόρεν έδειχνε το ίδιο έκπληκτος που την έβλεπε πεσμένη στο έδαφος όσο έκπληκτη ήταν κι εκείνη.
«Να υποθέσω πως αυτό ήταν “όχι”;»
«Που να σε πάρει, Έιμι, δεν μπορείς ποτέ σου να είσαι σοβαρή;»
«Δεν θέλεις να με δεις σοβαρή, εκτός κι αν σου αρέσει να βλέπεις μια γυναίκα να κλαίει. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, μάλλον σου αρέσει», είπε εκείνη με αγανάκτηση.
«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε ο Γουόρεν καθώς τη σήκωνε για να ξανασταθεί στα πόδια της. Όμως παρατήρησε το μορφασμό της και πρόσθεσε: «Σε πόνεσα;».
«Μην παριστάνεις ότι νοιάζεσαι για τον πισινό μου, τον οποίο είχες μεγάλη λαχτάρα να μου τον μελανιάσεις με μια βέργα».
«Δεν θα το έκανα», μουρμούρισε εκείνος.
«Τι είπες;»
«Δεν θα σου έκανα κακό».
«Αυτό το λέει ο άντρας που πιστεύει ότι οι γυναίκες δεν είναι ποτέ μεγάλες για να τους τις βρέχει;» σάρκασε η Έιμι.
Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Σαν πολύ φίλες δεν έχετε γίνει με την αδερφή μου, ε;»
«Αν εννοείς ότι ξέρω πράγματα για σένα που πιθανόν να προτιμούσες να μην τα ήξερα, ναι, είμαστε φίλες. Μια μέρα θα χαίρεσαι γι’ αυτό, μια και όσα ξέρω είναι αυτά που με οδηγούν να σκεφτώ ότι δεν είσαι εντελώς καμένο χαρτί –κοντά είσαι– αλλά ότι όντως έχεις κάνα δυο προτερήματα που αντισταθμίζουν τα ελαττώματά σου».
«Μπα; Κι εσύ θα μου πεις τώρα ποια είναι αυτά, υποθέτω».
«Όχι, δεν θα σου πω». Η Έιμι χαμογέλασε σκανταλιάρικα. «Θα αφήσω εσένα να μαντέψεις τι με εντυπωσιάζει».
«Θα προτιμούσα να με θεωρείς καμένο χαρτί».
«Ναι, το ξέρω». Αναστέναξε. «Και λίγα λεπτά πριν θα σου είχα κάνει τη χάρη, δεν χωράει καμιά αμφιβολία».
«Να τολμήσω να ρωτήσω τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;»
«Η υπέροχη εκδήλωση της ζήλιας στην οποία προέβης», αποκρίθηκε εκείνη με ολοφάνερη αυταρέσκεια.
«Ω Θεέ μου», βόγκηξε εκείνος. «Εκείνο δεν ήταν ζήλια».
«Φυσικά και ήταν, και δεν μπορείς να πεις ή να κάνεις οτιδήποτε για να με πείσεις για το αντίθετο. Θα ήθελες να μάθεις γιατί;»
«Φοβάμαι να ρωτήσω».
Εκείνη του είπε έτσι κι αλλιώς. «Γιατί ξεκαθάρισα τη θέση μου. Φτάνει να το ζητήσεις και είμαι δική σου· και βαθιά μέσα σου, το ένστικτο της ιδιοκτησίας που διαθέτεις το έχει αποδεχτεί αυτό, έστω κι αν δεν είσαι έτοιμος να το παραδεχτείς ούτε καν στον ίδιο σου τον εαυτό».
«Ανοησίες». Ο Γουόρεν ρουθούνισε περιφρονητικά. «Απλώς είχα όρεξη να χτυπήσω τον τύπο. Από την ώρα που έδεσε το πλοίο μου στο λιμάνι είχα την όρεξη να χτυπήσω κάποιον. Αλλά πάλι, μονίμως αυτό παθαίνω κάθε φορά που ξέρω ότι θα χρειαστεί να φερθώ πολιτισμένα στο γαμπρό μου».
Η Έιμι γέλασε. «Ο θείος Τζέιμς θα χαρεί να το ακούσει αυτό. Είμαι σίγουρη, ωστόσο εσύ επέλεξες να χτυπήσεις αυτό τον συγκεκριμένο τύπο επειδή έβαλε τα χέρια του γύρω μου».
Ο Γουόρεν προσπάθησε να το παίξει αδιάφορος. «Πίστευε ό,τι θέλεις».
«Ω, ναι, Γουόρεν. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό. Και παρεμπιπτόντως», είπε αλλάζοντας τον τόνο της φωνής της και κάνοντάς τον πιο παθιάρικο, «σχετικά με την παρθενιά μου και τον ισχυρισμό σου ότι είναι πλέον παρελθόν… ξέρεις πώς μπορείς να καταλάβεις αν εξακολουθώ να είμαι παρθένα ή όχι, έτσι δεν είναι;»
Ίσως ο φλογερός τρόπος που το είπε να ήταν η αιτία, ίσως πάλι η κραυγαλέα πρόκληση που έκρυβαν μέσα τους αυτά τα λόγια, πάντως η Έιμι πήρε αυτό που σχεδόν δεν έλπιζε πια ότι θα έπαιρνε. Ο Γουόρεν έπιασε σφιχτά το κεφάλι της μες στα δυο του χέρια, οπότε κι εκείνη αναγκάστηκε να δεχτεί το φιλί του, είτε το ήθελε ακόμα είτε όχι. Μα το ήθελε, ναι, το ήθελε… Ο Γουόρεν δεν θα μπορούσε να έχει καμία αμφιβολία ως προς τούτο, έτσι αχόρταγα όπως ανταποκρίθηκε η κοπέλα· γιατί ανταποκρίθηκε ακαριαία και αφέθηκε στο πάθος της.
Τα χέρια της γλίστρησαν γύρω του για να τον φυλακίσει κι αυτή στην αγκαλιά της, ενώ οι γλώσσες τους εξερευνούσαν η μία την άλλη με ένα είδος φρενιασμένης απόγνωσης που τη γεννούσαν οι λαθραίες, απαγορευμένες στιγμές. Ήταν μια δίνη καμωμένη από φλόγα κι από λαχτάρα, από απογοήτευση και απειρία που ενώθηκαν στη γλυκιά ανάγκη του πάθους.
Ο χώρος και ο χρόνος έχασαν το νόημά τους σ’ εκείνη την ερωτική καταιγίδα, αλλά ήταν μια καταιγίδα γλυκιά και ήταν εύκολο να δυναμώσει όσο εύκολο ήταν και να σταματήσει απότομα. Όταν τα χέρια του άδραξαν με δύναμη τα καπούλια της Έιμι για να την κολλήσει πάνω του και να αισθανθεί πόσο σκληρός ήταν, και μόνο ένα βογκητό ευχαρίστησης που άφησε η κοπέλα ήταν αρκετό για να διαλύσει τη μαγεία.
Ξεκόλλησαν ο ένας από τον άλλο αμέσως, βιαστικά, με τη φλόγα να εξακολουθεί να είναι πολύ έντονη, χωρίς καμία ψυχρότητα. Ο Γουόρεν της γύρισε την πλάτη, λες και η θέα πάνω της θα κατέστρεφε την αυτοκυριαρχία που είχε ανακτήσει. Εκείνη απόμεινε να στέκει εκεί βαριανασαίνοντας, με τα χέρια σφιγμένα, προσπαθώντας να καταπολεμήσει την ανάγκη της να ικετέψει, με την απογοήτευσή της πολύ σφοδρή. Ωστόσο κατάλαβε ότι δεν ήταν ώρα τώρα για να πιέσει καταστάσεις. Ο Γουόρεν ήταν ένας άντρας ευμετάβλητος, σε όλα του τα πάθη, και ήταν προφανές ότι εκείνη θα έπρεπε να βαδίσει προσεκτικά για να πάρει αυτό που ήθελε. Και θα το έπαιρνε. Τώρα πια ήταν απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό. Το πρόβλημα ήταν ότι η υπομονή δεν ανήκε στα προτερήματά της.
«Χριστέ μου, θα με άφηνες να σε πάρω ακριβώς εδώ στο δρόμο, ε;»
Της έκανε αυτή την ερώτηση με την πλάτη του ακόμα γυρισμένη. Εκείνη αγνόησε τον τόνο της φωνής του, που δεν ήταν και πολύ ευγενικός, και αποκρίθηκε ειλικρινά: «Απ’ ό,τι φαίνεται, σε ό,τι σε αφορά, δεν έχω καμία αναστολή». Η πλάτη του σφίχτηκε όταν άκουσε τα λόγια αυτά, οπότε κι εκείνη το γύρισε στον πιο πειραχτικό τόνο της. «Να μην υποθέσω ότι τώρα αναθεώρησες και θα με πας στο ξενοδοχείο σου;»
«Όχι!»
Ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο εκρηκτικός, που η Έιμι ζάρωσε από φόβο. «Σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο;»
«Έιμι!»
«Αστειεύομαι, για τον Θεό! Ειλικρινά, Γουόρεν, κάτι πρέπει να κάνουμε μ’ αυτή την αίσθηση του χιούμορ σου».
Στράφηκε απότομα να την κοιτάξει και είπε ψυχρά: «Παράτα την αίσθηση του χιούμορ μου· η δική σου αίσθηση περί κοσμιότητας είναι φρικτή και θεωρώ ότι οι “ισχυρισμοί” μου, όπως τους αποκαλείς, έχουν αποδειχθεί και με το παραπάνω. Δεν είναι δυνατόν να εκπέμπεις τόση λαγνεία και να εξακολουθείς να είσαι παρθένα».
«Και γιατί δεν είναι δυνατόν; Είμαι νέα, είμαι υγιής και τα ένστικτά μου δουλεύουν μια χαρά. Και δεν είμαι εγώ η αιτία, χοντροκέφαλε άντρα. Εσύ είσαι αυτός που με κάνει να θέλω να σε καταβροχθίσω».
«Άλλη μια προκλητική κουβέντα να πεις…»
«Ναι, ναι, θα μου τις βρέξεις, το ξέρω. Αν δεν προσέξεις, Γουόρεν, μια μέρα μπορεί να εγκαταλείψω τις ελπίδες μου για σένα».