Κεφάλαιο 14

Η Έιμι δεν ήταν σίγουρη γιατί το έκανε. Ίσως γιατί ο Γουόρεν δεν ήξερε τόσο καλά το Λονδίνο και ήταν πολύ πιθανόν να χάνονταν, αν άφηνε το ζήτημα πάνω του. Ή ίσως πάλι γιατί, όσο περισσότερο περπατούσαν, έδειχνε όλο και πιο νευριασμένος, και δεν φαίνονταν και πουθενά εκεί γύρω τίποτα άλογα για να τον ανακουφίσουν από το ανεπιθύμητο βάρος του. Με τον Γουόρεν τόσο νευριασμένο, η Έιμι ήταν σίγουρη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάει πουθενά αλλού μαζί του απόψε. Έτσι λοιπόν, τελικά ομολόγησε, περίπου πέντε τετράγωνα παρακάτω, ότι ο αμαξάς τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει για να έρθει νωρίτερα, πιθανότατα εξακολουθούσε να βρίσκεται κοντά στο «Δαιμονόσκυλο».

Ο Γουόρεν, φυσικά, δεν τα καλοδέχτηκε αυτά τα μαντάτα. Για να το θέσουμε κομψά, είχε ένα ξέσπασμα, την αποκάλεσε ψεύτρα, ύπουλη και την κατηγόρησε ότι χρησιμοποιούσε ένα κάρο δόλια τεχνάσματα. Εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να τα αρνηθεί· εντάξει, πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν ήταν εν μέρει αλήθεια; Όχι πάντως πως κι εκείνος της έδωσε την ευκαιρία να πει και κάτι, ούτως ή άλλως, γιατί μιλούσε ακατάπαυστα ο ίδιος και το κλωθογύριζε, την ώρα που τη συνόδευε πίσω, από εκεί που είχαν έρθει.

Ως την ώρα που έφτασαν στη νοικιασμένη άμαξα, που όντως εξακολουθούσε να περιμένει στη γωνία της ταβέρνας, η Έιμι ήταν απόλυτα βέβαιη ότι ο Γουόρεν θα την πετούσε μέσα και θα ξεμπέρδευε μαζί της. Και πραγματικά, την πέταξε. Όμως μπήκε μέσα κι αυτός και βρυχήθηκε στον αμαξά τη διεύθυνση του σπιτιού της.

Κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλο, σε μια παγερή σιωπή, καθώς η άμαξα προχωρούσε, γιατί από τη στιγμή που η πόρτα της άμαξας έκλεισε ο Γουόρεν δεν της είχε πει ούτε μία κουβέντα παραπάνω, και απ’ ό,τι φαινόταν, δεν σκόπευε και να της πει. Την Έιμι δεν την πείραζε ούτε το κήρυγμα ούτε οι αγριοφωνάρες. Ήταν κι εκείνη εξίσου καλή και στα δύο, όταν την προκαλούσαν. Αλλά η σκανταλιάρικη φύση της δεν μπορούσε να αντέξει τη σιω­πή, όχι για παραπάνω από λίγα λεπτά. Και για να λέμε την αλήθεια, περισσότερη νευρικότητα της προκαλούσε ο Γουόρεν όταν ήταν αμίλητος, παρά όταν της έβαζε τις φωνές. Τουλάχιστον όταν της έβαζε τις φωνές, η Έιμι ήξερε ακριβώς τι είχε στο μυαλό του.

Κι έτσι, άφησε τη φύση της να βγει στην επιφάνεια και να κάνει τα δικά της. Δυστυχώς, στο δικό της το μυαλό εξακολουθούσε να έχει μόνο ένα πράγμα, οπότε η πειραχτική της διάθεση δεν έφτασε τελικά να ακουστεί και τόσο πειραχτική, τουλάχιστον στ’ αυτιά του Γουόρεν.

«Οι ευρύχωρες άμαξες όπως αυτή εδώ προσφέρουν θαυμάσια άνεση, έτσι δεν είναι; Απλώς σκέψου, αμφιβάλλω αν εμείς οι δυο θα ξαναβρεθούμε ποτέ τόσο μόνοι – τουλάχιστον όχι ώσπου να ενδώσεις και να με πας στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σου».

«Σκάσε, Έιμι».

«Είσαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν θέλεις να επωφεληθείς από τα ωραία, μαλακά καθίσματα; Είμαι σίγουρη ότι οι νεότεροι από τους θείους μου ποτέ δεν θα είχαν αφήσει μια τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη».

«Σκάσε, Έιμι».

«Ούτε και τα ξαδέρφια μου. Ο Ντέρεκ και ο Τζέρεμι θα κοιτούσαν τα φουστάνια της κυρίας και θα…»

«Έιμι!»

«Ε λοιπόν, θα το έκαναν», τον διαβεβαίωσε. «Και δεν θα κάθονταν να χάνουν χρόνο με λεπτομέρειες όπως η ηλικία ή η παρθενία, ή ακόμη και η έλλειψη της παρθενίας, γνήσιοι ακόλαστοι καθώς γίνονται σιγά σιγά».

«Εγώ δεν είμαι ακόλαστος».

«Το έχω αντιληφθεί αυτό, δυστυχώς. Αν ήσουν, δεν θα καθόμουν εδώ, τόσο μακριά και μόνη μου, έτσι δεν είναι; Θα καθόμουν πάνω στα γόνατά σου, με τα φουστάνια μου σηκωμένα ή με τα χέρια σου να προσπαθούν να μου τα σηκώσουν χωρίς να το καταλάβω, ενώ…»

Ο Γουόρεν βόγκηξε και σκέπασε τα μάτια με το χέρι του. Η Έιμι χαμογέλασε στον εαυτό της, ικανοποιημένη που κατάφερε να τον ξεσηκώσει για άλλη μια φορά, ώσπου εκείνος είπε ειρωνικά: «Ακόμα και η γνώση σου πάνω σ’ αυτά τα πράγματα σε προδίδει».

«Ε, σιγά. Απλώς συμβαίνει να υπάρχουν στην οικογένειά μου αρκετοί νεαροί παντρεμένοι που καμιά φορά ξεχνούν ότι εγώ δεν είμαι παντρεμένη. Μέχρι και η αδερφή σου μου έχει πει κάνα δυο πράγματα για το θείο Τζέιμς που τα βρήκα συναρπαστικά. Το ήξερες ότι κάποτε την έπαιρνε απ’ το κατάστρωμα για να την πάει στην καμπίνα του μέρα μεσημέρι και να…»

«Σιγά μην το έκανε!»

«Κι όμως, το έκανε», επέμεινε η Έιμι, «και μάλιστα πριν παντρευτούν».

«Δεν θέλω να ακούσω γι’ αυτό».

Η Έιμι πλατάγισε τη γλώσσα της. «Όλο και περισσότερο ακούγεσαι σαν κανένας σεμνότυφος της κακιάς ώρας, Γουόρεν».

«Κι εσύ όλο και περισσότερο ακούγεσαι σαν καμιά πουτάνα του λιμανιού», ξέσπασε εκείνος.

«Εντάξει, προσπαθώ», είπε η Έιμι απόμακρα. «Στο κάτω κάτω, αυτό γύρευες απόψε, έτσι δεν είναι; Πάνω απ’ όλα, χάρη σου κάνω».

Ο Γουόρεν δεν είπε λέξη, ωστόσο ξανάρχισε να την αγριοκοιτάζει. Για μια στιγμή η Έιμι νόμιζε ότι θα έπεφτε πάνω της. Ακόμα κι αν το έκανε για να την τιμωρήσει, εκείνη θα μπορούσε να συμβιβαστεί και μ’ αυτό. Θα βρίσκονταν να αγγίζονται ξανά και, το μόνο σίγουρο, κάθε φορά που αγγίζονταν, έπαιρναν κι οι δυο φωτιά. Όμως εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσά τους. Ο άνθρωπος αυτός της κατεδάφιζε την αυτοεκτίμηση, το δίχως άλλο.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε η Έιμι με μια υποψία δυσαρέσκειας να ξεγλιστράει από τον τόνο της φωνής της τούτη τη φορά. «Και καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις. Θα χρειαζόταν να πας ως την άλλη άκρη της χώρας για να βρεις μια καλή βέργα. Κι έτσι και διανοηθείς να απλώσεις χέρι πάνω μου για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός απ’ το για να μου δώσεις απόλαυση, θα αρχίσω να ουρλιάζω και δεν θα σταματάω με τίποτα. Φυσικά», συνέχισε συλλογισμένη, «μπορεί ν’ αρχίσω να ουρλιάζω και να μη σταματάω όταν έρθει και η απόλαυση. Δεν ξέρω, μια και ακόμα δεν έχω εμπειρία από τέτοιου είδους απολαύσεις. Θα χρειαστεί να περιμένουμε και να δούμε πώς θα μου φανούν αυτές οι απολαύσεις, έτσι δεν είναι;»

Αυτή τη φορά ο Γουόρεν έσκυψε προς το μέρος της. Τα χέρια του ήταν σφιγμένα. Για πρώτη φορά η Έιμι παρατήρησε τη μικρή ουλή πάνω στο μάγουλό του. Μακάρι να ήξερε αν τελικά θα τον οδηγούσε στο να της κάνει έρωτα ή να τη στραγγαλίσει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα τον οδηγούσε οπωσδήποτε σε κάποια απ’ αυτές τις δυο κατευθύνσεις, και μια και δεν ήταν σίγουρη ποια απ’ τις δυο θα ήταν, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να το ανακαλύψει.

«Εντάξει, κέρδισες», είπε βιαστικά. «Αν θέλεις σιωπή, θα την έχεις».

Απόστρεψε το βλέμμα της από πάνω του και κοίταξε έξω από το παράθυρο κρατώντας την ανάσα της, ελπίζοντας ότι αυτό θα τον ικανοποιούσε. Και πέρασαν λίγες βασανιστικές για τα νεύρα της στιγμές ώσπου να τον ακούσει να ακουμπάει ξανά την πλάτη του στο κάθισμά του. Αναστέναξε από μέσα της, αλλά η όλη εμπειρία παραήταν ζόρικη για την ψυχική της ηρεμία. Αυτός ο αναθεματισμένος χαρακτήρας του που έπαιρνε φωτιά με το παραμικρό ήταν οπωσδήποτε πρόβλημα και θα έκανε τα πράγματα δύσκολα γι’ αυτή για λίγο καιρό, αλλά όχι και για πάντα. Άπαξ και ο Γουόρεν θα άρχιζε να την αγαπάει, εκείνη δεν θα είχε πια να ανησυχεί για το χαρακτήρα του. Ως τότε θα τον είχε μάθει πια αρκετά καλά ώστε να βρει και τον τρόπο να τον διαχειρίζεται κιόλας, να τον σαγηνεύσει ώστε να τον αλλάξει ή απλώς να τον αγνοεί, αλλά θα ήταν ήσυχη ότι εκείνη προσωπικά δεν θα είχε να φοβάται τίποτα από το θυμικό του Γουόρεν. Τα αυτιά της μπορεί να υπέφεραν καμιά φορά, αλλά ο πισινός της δεν θα πάθαινε απολύτως τίποτα.

Η Έιμι ήταν σίγουρη ότι θα τα πήγαιναν απίστευτα καλά οι δυο τους – αργά ή γρήγορα. Εντωμεταξύ, εκείνη θα χρειαζόταν να μάθει πού θα έπρεπε να βάζει το όριο στις προκλήσεις της απέναντί του, πριν φτάσει στο σημείο να νιώσει φόβο, όπως μόλις είχε συμβεί. Κατά τη γνώμη της η υποχώρηση ήταν σίγουρα εμπόδιο, γιατί η Έιμι δεν ήθελε να τη θεωρήσει ο Γουόρεν σαν μια γυναίκα όπως όλες οι άλλες που του έσπαγαν τα νεύρα.

Η Τζορτζίνα της είχε πει ότι οι γυναίκες ένιωθαν να ελκύονται από τον Γουόρεν παρά το γεγονός ότι ήταν επιφυλακτικές απέναντί του. Κι εκείνος είχε περάσει πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του συντηρώντας αυτή την κατάσταση, πράγμα που κρατούσε αλώβητο το τείχος που περιέβαλλε την καρδιά του. Η Έιμι ήθελε να τη δει διαφορετικά. Έπρεπε να σπάσει τις άμυνές του, και δεν θα γινόταν να το καταφέρει αυτό αν εκείνος μπορούσε να την τρομοκρατεί, όπως έκανε με κάθε άλλη γυναίκα που προσπάθησε να τον πλησιάσει.

Έπρεπε επίσης να κάνουν έρωτα. Τώρα αυτό είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη, γιατί δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της για να φροντίσει ώστε να γίνει. Είχε φανταστεί ότι με το να τον κάνει να την επιθυμήσει θα τα κατάφερνε, αλλά προφανώς δεν έγινε έτσι. Η θέλησή του ήταν πάρα πολύ ισχυρή. Όχι, το να κάνουν έρωτα ήταν ο μόνος τρόπος για να έρθει αρκετά κοντά του ώστε να τον κάνει να καταλάβει ότι αυτή ήταν διαφορετική, αρκετά κοντά του ώστε να του δείξει ότι δεν είχε να κάνει με μία ακόμα Μαριάν, ότι θα μπορούσε να την εμπιστευτεί πως δεν θα τον πλήγωνε ποτέ, ότι θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο. Επί οχτώ χρόνια ο άνθρωπος ήταν δυστυχισμένος, και είχε πείσει τον εαυτό του ότι του άρεσε έτσι όπως ήταν. Η Έιμι ήταν αποφασισμένη να του δείξει ότι υπήρχε και κάτι άλλο, να ξαναφέρει πίσω στη ζωή του τον έρωτα και το γέλιο.

Κάποια βαθιά λακκούβα στο δρόμο, ή κάποιο άλλο εμπόδιο, έκανε την άμαξα να αναπηδήσει, βγάζοντας την Έιμι από τις σκέψεις της και κάνοντάς τη να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε έξω απ’ το παράθυρό της. Συνοφρυώθηκε, για μια στιγμή μπερδεύτηκε, και ύστερα ένιωσε ένα ρίγος ανησυχίας, όχι για τον εαυτό της, αλλά απλούστατα για το γεγονός ότι η συντροφιά της δεν επρόκειτο να ακούσει με καμία μα καμία ευχαρίστηση αυτό που γινόταν. Και δυστυχώς, πάνω της έπεφτε το δυσάρεστο καθήκον να του πει τα κακά μαντάτα.

Όμως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο Γουόρεν έπρεπε να είναι προετοιμασμένος, αλλά και να ξέρει ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν διέτρεχαν και κανέναν σοβαρό κίνδυνο.

«Ε… Γουόρεν; Δεν νομίζω ότι αυτή η άμαξα μας πηγαίνει στη διεύθυνση που έδωσες».

Εκείνος κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, όμως δεν γνώριζε καλά το Λονδίνο, οπότε το τοπίο απέξω δεν του έλεγε τίποτα. «Πού είμαστε, λοιπόν;»

«Αν δεν κάνω λάθος, βλέποντας όλ’ αυτά τα δέντρα που περνάμε, δεν νομίζω πως είμαστε σε κάποιο από τα περίφημα πάρκα μας. Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί έξω από το Λονδίνο, κι εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά να είμαστε εδώ, αφού πάμε στην Μπέρκελι Σκουέρ».

Παραδόξως, η φωνή του Γουόρεν ήταν ήρεμη καθώς ρώτησε: «Μήπως άκουσε λάθος ο αμαξάς τι του είπα;».

«Αμφιβάλλω».

Την κοίταξε καχύποπτα, με τα μάτια μισόκλειστα. «Δεν πιστεύω να είναι δική σου ιδέα όλο αυτό, ε; Καμιά άνετη ερωτική φωλίτσα χωμένη κάπου έξω από την πόλη, που να ελπίζεις να κάνεις χρήση της απόψε;»

Η Έιμι του χαμογέλασε πλατιά. Στ’ αλήθεια, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Λυπάμαι, αλλά η σκέψη μου δεν πήγε παραπέρα από το κρεβάτι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σου».

«Ε τότε τι σημαίνουν όλ’ αυτά;»

«Το καλύτερο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι θα μας ληστέψουν».

«Βλακείες. Σε μια τέτοια περιοχή όπως αυτή όπου βρισκόμασταν, φαντάζομαι ότι οι ληστείες είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να μας πάνε έξω απ’ την πόλη».

«Σωστό, μόνο που ληστείες αυτού του είδους είναι εξίσου διαδεδομένες, γιατί δίνουν στους κλέφτες την ευκαιρία να κλέψουν άλογα, μια άμαξα και τα πουγκιά μας. Βέβαια άλογα προς μίσθωση συνήθως δεν αποτελούν στόχο. Το κρέας τους δεν είναι το καλύτερο, ούτε ο εξοπλισμός τους, οπότε δεν αποφέρουν και πολλά χρήματα στο ανταλλακτικό εμπόριο. Όμως αυτό εδώ το άλογο καθόταν για πολλή ώρα σε ένα μέρος. Μπορεί να ρώτησαν σχετικά τον αμαξά και αυτός να κοκορεύτηκε ότι του είχαν τάξει μια παχυλή αμοιβή για την αναμονή του».

«Δηλαδή μου λες ότι αυτός που οδηγεί την άμαξα μπορεί να μην είναι ο αμαξάς που σε έφερε;» ρώτησε ο Γουόρεν.

«Πολύ αμφιβάλλω. Αυτόν μπορεί να τον ξεφορτώθηκαν, και το σακάκι του να το φόρεσε κάποιος άλλος με παρόμοια σωματική διάπλαση, ώστε να μην κινηθούν υποψίες. Και καθόλου δεν μου αρέσει που θα το πω, αλλά είναι πιθανόν να έχουμε να κάνουμε με περισσότερους από έναν κλέφτες. Κλέφτες αυτού του είδους συνήθως δουλεύουν δύο ή τρεις μαζί, με τους άλλους είτε να είναι ξαπλωμένοι ακίνητοι στην οροφή της άμαξας ώστε να μην τους έχουμε πάρει είδηση, ή να μας περιμένουν σε κανένα έρημο δρομάκι στην εξοχή που θα το έχουν ορίσει εκ των προτέρων. Ελπίζω ειλικρινά απλώς να έριξαν τον αμαξά αναίσθητο και να μην τον σκότωσαν».

Εκείνη τη στιγμή ο Γουόρεν συνοφρυώθηκε για τα καλά. «Αν ήμουν στη θέση σου, θα ανησυχούσα για τον εαυτό μου».

«Για του λόγου το αληθές, δεν νομίζω ότι διατρέχουμε κανέναν σοβαρό κίνδυνο. Δεν ξέρω για τους κλέφτες που έχετε εσείς στην Αμερική, αλλά οι δικοί μας βάζουν τα δυνατά τους για να μη σκοτώσουν κανέναν άνθρωπο αν γίνεται να το αποφύγουν. Η κατακραυγή και ο αλαλαγμός που ακολουθούν μια τέτοια πράξη είναι πράγμα κακό για όλους τους. Φτάνουν στο σημείο να παραδώσουν έναν δικό τους στην αγχόνη για να κλείσουν το ζήτημα».

«Έιμι, γιατί δυσκολεύομαι να τα πιστέψω όλα αυτά;»

«Μήπως γιατί δεν είχες συνειδητοποιήσει πόσο επιτήδειοι είναι οι κλέφτες μας;» απάντησε εκείνη.

Το βλοσυρό του βλέμμα της έδωσε να καταλάβει ότι δεν είχε καμία όρεξη για το χιούμορ της εκείνη τη στιγμή. «Προτιμώ να σκέφτομαι ότι ο οδηγός απλά δεν άκουσε καλά τις οδηγίες που του έδωσα, και αυτό μπορεί να διορθωθεί».

Για να το διορθώσει, λοιπόν, πρώτα πρώτα χτύπησε με το χέρι του την οροφή της άμαξας για να τραβήξει την προσοχή του αμαξά, κι ύστερα άνοιξε την πόρτα όσο χρειαζόταν για να βάλει μια φωνή στον άνθρωπο να σταματήσει. Όμως αντί να σταματήσει, η άμαξα άρχισε να τρέχει με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα, με αποτέλεσμα ο Γουόρεν να πέσει πίσω στο κάθισμά του και η πόρτα να κλείσει με δύναμη.

«Καλά, αυτό σίγουρα κατάφερε θαύματα», παρατήρησε η Έιμι προσπαθώντας να αστειευτεί.

«Που να πάρει, αν δεν ήσουν εδώ, απλά θα πηδούσα έξω», αποκρίθηκε εκείνος.

«Ναι, σωστά, ρίξε σ’ εμένα το φταίξιμο που σε προφυλάσσω απ’ το να σπάσεις το λαιμό σου».

«Σου ρίχνω αρκετό φταίξιμο που βρίσκομαι εδώ, ούτως ή άλλως».

«Θα προτιμούσες να με έβλεπες να έχω να αντιμετωπίσω όλη αυτή την κατάσταση εδώ πέρα μόνη μου;» ρώτησε η Έιμι με το φρύδι υψωμένο.

«Θα προτιμούσα να έμενες στο σπίτι· τότε κανένας από εμάς δεν θα ήταν εδώ».

Η Έιμι ευχήθηκε να είχε κανένα καλό επιχείρημα να αντιτάξει σ’ αυτό εδώ, αλλά δεν είχε, οπότε έστρεψε αλλού τη σκέψη του. «Δεν κουβαλάς πολλά χρήματα πάνω σου, ελπίζω;»

«Εκεί που πήγαινα; Δεν είμαι ηλίθιος».

«Ε τότε μην κάνεις και μεγάλη φασαρία γι’ αυτό», πρότεινε η Έιμι συνετά. «Είναι πάρα πολύ απλό. Τους δίνεις τα λεφτά και δεν σε πειράζουν».

«Δεν τις κάνω έτσι εγώ τις δουλειές μου, κοριτσάκι».

Μόλις το άκουσε αυτό, η Έιμι ένιωσε για πρώτη φορά έναν αληθινό φόβο να αναδεύεται μέσα της. «Γουόρεν, σε παρακαλώ, ξέρω ότι έλπιζες να μπλέξεις σε καβγά απόψε, αλλά αν έχεις την καλοσύνη, μην επιλέξεις να τα βάλεις μ’ αυτούς τους τύπους. Θα είναι οπλισμένοι…»

«Κι εγώ το ίδιο».

Η Έιμι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της νευρικά. «Αλήθεια;»

Ο Γουόρεν σήκωσε και τα δυο μπατζάκια του παντελονιού του για να πάρει ένα πιστόλι από τη μια του μπότα και μια λεπίδα με τρομερή όψη από την άλλη. Ο φόβος της Έιμι μεγάλωσε και έγινε απόλυτος πανικός.

«Κρύψ’ τα αυτά!»

«Με καμία δύναμη δεν τα κρύβω», αποκρίθηκε εκείνος.

«Αμερικανοί!» έκανε η Έιμι αφήνοντας ελάχιστες αμφιβολίες ως προς το ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν τους είχε και σε μεγάλη υπόληψη. «Δεν έχω καμιά όρεξη να βρεθώ ανάμεσα σε δια­σταυρούμενα πυρά ενόσω εσύ θα παριστάνεις τον ήρωα, και αν τύχει και τραυματιστείς, μετά θα νιώθω την υποχρέωση να κάνω κάποια βλακεία, όπως να γυρέψω εκδίκηση για λογαριασμό σου, και ούτε θέλω να σκοτωθώ απόψε, σ’ ευχαριστώ».

«Εσύ θα μείνεις μέσα στην άμαξα», ήταν το μόνο που είπε εκείνος.

«Δεν θα μείνω».

«Θα μείνεις».

«Σου δίνω το λόγο μου ότι δεν θα μείνω. Θα μείνω τόσο κοντά σου, που οποιαδήποτε σφαίρα θα κάνει να έρθει προς το μέρος σου θα έχει ίσες πιθανότητες να βρει εμένα. Αυτό θέλεις, Γουόρεν Άντερσον;»

«Που να πάρει ο διάολος και να σηκώσει, γιατί δεν μπορείς να φερθείς μυαλωμένα όπως οι κανονικές γυναίκες και να κρυφτείς κάτω απ’ το κάθισμα; Δεν θα με πείραζε ακόμα κι αν έκανες σαν υστερική».

«Τρίχες», ρουθούνισε εκείνη περιφρονητικά. «Οι άντρες μισούν τις υστερίες, και οι Μάλορι δεν έχουν από δαύτες».

Πριν προλάβει ο Γουόρεν να απαντήσει σ’ αυτό, η άμαξα σταμάτησε, και μάλιστα τόσο απότομα που ο Γουόρεν κόντεψε να πέσει από το κάθισμά του. Πάντως του έφυγε το πιστόλι που κρατούσε. Η Έιμι έκανε να το πιάσει φρενιασμένη από το δάπεδο όπου ήταν πεσμένο, αλλά το χέρι του Γουόρεν πρόλαβε κι έφτασε πρώτο.

«Και για να έχουμε και καλό ρώτημα, τι σκόπευες να κάνεις μ’ αυτό;» ρώτησε.

«Να το πετάξω έξω απ’ το παράθυρο», είπε η Έιμι. Ο Γουόρεν έκανε έναν ήχο αποστροφής, πράγμα που μαρτυρούσε πώς του είχε φανεί η ιδέα της, γι’ αυτό εκείνη πρόσθεσε: «Κοίτα, κρύψ’ τα αυτά κι εγώ θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις».

Θα χρειαζόταν να βρει αργότερα έναν τρόπο για να πάρει πίσω την υπόσχεσή της, γιατί φανταζόταν τι θα της ζητούσε ο Γουόρεν – να μην την ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Κι εκείνος φάνηκε να το σκέφτεται λιγάκι. Δεν υπήρχε άλλος καιρός.

«Ό,τι σου ζητήσω;» Το ήθελε πανηγυρικά διατυπωμένο.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά, αλλά το είπε κιόλας. «Ναι».

«Πολύ καλά». Γλίστρησε τη λεπίδα ξανά μέσα στην μπότα του, αλλά το πιστόλι το έχωσε πίσω απ’ τη μέση του, για να το κρύβει μεν το πανωφόρι του αλλά και να μπορεί να το αρπάξει στα γρήγορα αν χρειαζόταν. «Και σήκωσε την αναθεματισμένη την κουκούλα σου», πρόσθεσε εκνευρισμένα, προφανέστατα καθόλου ευχαριστημένος με τη συμφωνία που είχε μόλις κάνει. «Δεν υπάρχει λόγος να διαφημίζεις την ομορφιά σου».

Το συγκαλυμμένο κομπλιμέντο θα της είχε σκορπίσει ρίγη συγκίνησης οποιαδήποτε άλλη στιγμή, αλλά τώρα απλώς έκανε αυτό που της είπε ο Γουόρεν, και ίσα που πρόλαβε. Την αμέσως επόμενη στιγμή η πόρτα άνοιξε διάπλατα με φόρα κι ένα πιστόλι, πιο μακρύ και πιο παλιό απ’ αυτό του Γουόρεν, χώθηκε στο εσωτερικό της άμαξας.

«Έξω!» Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που τους είπε ο ληστής, που είχε καλυμμένο το πρόσωπό του με ένα μαντίλι, αν και το πιστόλι του μίλησε πολύ περισσότερο, κάνοντάς τους νόημα να βγουν γρήγορα.

Ο Γουόρεν βγήκε έξω πρώτος και δίχως να βιάζεται, ο αναθεματισμένος… Αντίθετα, έκανε επίτηδες αργές κινήσεις, το δίχως άλλο ελπίζοντας για μια δικαιολογία, οποιαδήποτε δικαιολογία, για να αρχίσει το πιστολίδι και να ξεμπερδεύει με την υπόθεση με τον δικό του απερίσκεπτο, αμερικάνικο τρόπο. Όμως οι κλέφτες δεν είχαν σκοπό να του δώσουν τη δικαιολογία που γύρευε. Δεν τον κέντρισαν να κάνει πιο γρήγορα ούτε μία φορά, οπότε κι εκείνου δεν του έμενε άλλη επιλογή από να κατεβάσει και την Έιμι. Στην πραγματικότητα είχε αρκετές επιλογές, απλώς για την ώρα σεβόταν τη δική της παράκληση και η Έιμι ένιωσε ευγνώμων γι’ αυτό, ιδίως όταν είδε ότι οι ληστές ήταν τέσσερις.

Δύο βρίσκονταν ήδη εκεί και περίμεναν την άμαξα. Κανένας τους δεν ήταν και πολύ μεγαλόσωμος, το δε τεράστιο ύψος του Γουόρεν ενδεχομένως τους έκοψε λιγάκι τη φόρα, όμως όλοι τους κράδαιναν όπλα, οπότε οι όποιοι δισταγμοί τους δεν κράτησαν πολύ.

«Δεν υπάρχει λόγος να χασομεράμε, αφεντικό. Απλώς πέσε το παραδάκι κι εσύ και η κυρά σου μπορείτε να συνεχίσετε το δρόμο σας».

«Κι αν δεν δεχτώ;» ρώτησε ο Γουόρεν ξερά.

Η Έιμι αναστέναξε από μέσα της. Για μια στιγμή ακολούθησε σιωπή· ύστερα ο άντρας που είχε μιλήσει προηγουμένως, αποκρίθηκε: «Ε, εντάξει τότε, όλοι μας ξέρουμε την απάντηση σ’ αυτό, έτσι δεν είναι;».

Μερικά χάχανα ακολούθησαν το σχόλιο. Της Έιμι δεν της άρεσαν καθόλου όλα αυτά, έτσι όπως ακούγονταν. Μπορεί να είχε κάνει εντελώς λάθος στις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει στον Γουόρεν. Στο κάτω κάτω, ανάμεσα στους συνηθισμένους κλέφτες μπορεί να υπήρχαν και κάποιοι που να ήταν από άλλο φύραμα, κακό, και να μην ακολουθούσαν τους κανόνες.

Αμέσως λοιπόν πέταξε το πουγκί της, που το είχε ήδη λύσει από τον καρπό του χεριού της. Ένας από τους κλέφτες έσκυψε και το μάζεψε, το ζύγισε στο χέρι του για να δει πόσο βαρύ ήταν, και σχεδόν μπορούσε να δει το χαμόγελό του καθώς το βρήκε αρκετά βαρύ.

«Είμαι υπόχρεος, κυρία μου», είπε ο ληστής.

«Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα», αποκρίθηκε η Έιμι.

«Διάολε», μουρμούρισε θυμωμένα ο Γουόρεν, αγανακτισμένος από τους καλούς τρόπους της μια τέτοια ώρα.

Η Έιμι, πάλι, ήταν ακόμα πιο αγανακτισμένη από τους δικούς του τρόπους, και η αγκωνιά που του έριξε στα πλευρά του έδωσε να το καταλάβει. Ύστερα από ένα επικριτικό άγριο βλέμμα που της έριξε, ο Γουόρεν έχωσε τα χέρια στις τσέπες του για να πετάξει κι αυτός ό,τι κέρμα είχε πάνω του. Τα πέταξε κατευθείαν πάνω τους, για πιο σίγουρα αποτελέσματα.

Της Έιμι της ήρθε να τον ξαναχτυπήσει, αλλά ο Γουόρεν δεν είχε τελειώσει ακόμα με τις προκλήσεις του. «Λες και το ’ξερα ότι θα έπεφτα πάνω σε ποντικούς του βόθρου. Από μένα δεν θα βγάλετε άλλα».

Τελικά κατάφερε να τους εκνευρίσει, τουλάχιστον τον αρχηγό τους. «Θα σου πάρουμε και το σώβρακο αν θέλουμε, αφεντικό», τον προειδοποίησε ο αρχηγός.

Τότε κάποιος άλλος ρώτησε την Έιμι: «Τι δουλειά έχει μια εξαίρετη κυρία σαν εσένα με έναν βρομο-Γιάνκη;».

«Σκοπεύω να τον σκοτώσω», αποκρίθηκε η Έιμι, τόσο αυθόρμητα και ειλικρινά που όλοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. «Γι’ αυτό, μας συγχωρείτε, κύριοι, θα προχωρήσω το σχέδιό μου».

Δεν περίμενε να πάρει την άδεια για να φύγουν. Ατρόμητα, άρπαξε τον Γουόρεν απ’ το μπράτσο και τον έσυρε μαζί της προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν έρθει.

Για μια στιγμή η Έιμι υπέθεσε πως τα είχε καταφέρει, μέχρι που άκουσε τον αρχηγό να φωνάζει: «Είσαι σίγουρη ότι δεν έχεις κάνα μπιχλιμπίδι ακόμα να ρίξεις στον κορβανά, κυρία μου;».

Ένιωσε να θυμώνει μέσα της, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την έξαλλη οργή που ένιωθε να κοχλάζει μέσα στον Γουόρεν. Το ότι δεν είχε κάνει τίποτα πραγματικά τον ενοχλούσε. Προφανώς δεν ήταν στη φύση του να υποχωρεί, ακόμα κι αν είχε απέναντί του τέσσερα πιστόλια να τον σημαδεύουν.

Όμως η Έιμι εκ φύσεως προτιμούσε πολύ περισσότερο την ειρήνη, κι έτσι, πριν κάνει κάτι ο Γουόρεν, τώρα που ακόμα προλάβαινε, φώναξε στον αρχηγό: «Όχι, δεν έχω, κι αν δεν θέλετε να έχετε μπλεξίματα με τους Μάλορι του Χάρβεστον για ό,τι έγινε απόψε, θα αρκεστείτε σε αυτά που ήδη πήρατε».

Θα μπορούσαν να μην έχουν ακούσει ποτέ για τους Μάλορι του Χάρβεστον, όμως το όνομα Μάλορι από μόνο του ήταν πασίγνωστο ακόμα και στα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα της πόλης του Λονδίνου. Είχε φροντίσει ο Άντονι Μάλορι γι’ αυτό, σ’ εκείνες τις μέρες του άσωτου βίου που είχε περάσει, με πόρνες, με τζόγο και μονομαχίες τα ξημερώματα.

Η Έιμι υπέθεσε σωστά, γιατί οι κλέφτες δεν τόλμησαν να πουν άλλη κουβέντα. Αυτό δεν τη σταμάτησε απ’ το να συνεχίσει να τραβολογάει τον Γουόρεν. Δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει με ανακούφιση παρά μόνο όταν θα βρίσκονταν για τα καλά μακριά από εκείνο το σημείο.

Πρέπει να είχαν διανύσει περίπου οχτακόσια μέτρα όταν ο Γουόρεν εντέλει είπε κάτι: «Μπορείς να σταματήσεις να μου τραβολογάς το χέρι, κοριτσάκι. Δεν θα γυρίσω πίσω».

«Να και κάτι σωστό που βγήκε απ’ το στόμα του, επιτέλους», μουρμούρισε η Έιμι στον εαυτό της.

«Τι είπες;»

«Τίποτα».

Του άφησε το χέρι, αλλά συνέχισε να προπορεύεται, σχεδόν τρέχοντας πάνω στην αδημονία της να ξαναμπούν στην πόλη. Έτσι όπως το υπολόγιζε, είχαν ακόμα δυο-τρία χιλιόμετρα περπάτημα ώσπου να φτάσουν στα περίχωρα, κι ώσπου να έφτανε τελικά στο σπίτι… Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Δεν είχε σχεδιάσει να λείπει για τόσο πολλές ώρες. Είχε πει στον Άρτι ότι θα πήγαινε για ύπνο, ελπίζοντας να μην εμφανιζόταν κανείς να την ξυπνήσει. Ωστόσο θα έπρεπε να γλιστρήσει κρυφά μέσα στο σπίτι, και όσο περνούσε η ώρα, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η ησυχία που βασίλευε στο σπίτι και τόσο πιο εύκολα μπορεί να την άκουγε κανείς.

«Για το ότι επιτέλους σταμάτησες να μιλάς δεν ευθύνονται οι αμέτρητες βέργες που υπάρχουν παντού γύρω μας, ε;»

Πρέπει να είχαν διασχίσει περίπου ένα χιλιόμετρο ακόμα όταν ο Γουόρεν το είπε αυτό – ακριβώς από πίσω της. Η Έιμι έλπισε να επρόκειτο για ένα καθυστερημένο αστειάκι, αλλά δεν ήταν σίγουρη.

«Μια βέργα που έχει μόλις κοπεί δεν κάνει καλά τη δουλειά της», τον πληροφόρησε, δίχως να κοιτάξει πίσω της για να δει την αντίδρασή του. «Χρειάζεται μια προετοιμασία που μόνο ο χρόνος…»

«Μια βέργα που μόλις έχει κοπεί θα κάνει τη δουλειά της περίφημα, δεν έχω καμία αμφιβολία».

Η Έιμι στράφηκε απότομα για να πει: «Ξέχνα το, Γουόρεν. Δεν έχω κάνει τίποτα για να αξίζω–»

«Δεν έχεις; Αν δεν ήσουν εσύ, το σώμα μου δεν θα είχε περάσει αυτές… τις κακουχίες. Δεν θα με είχαν ληστέψει. Δεν θα βρισκόμουν εδώ πέρα σ’ αυτό τον καρόδρομο».

«Αυτή είναι μια πρώτης τάξεως άσκηση και δεν κουβαλούσες πάνω σου και τόσο πολλά χρήματα· όσο για το άλλο σου πρόβλημα, ξέρεις τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτό – αν δεν ήσουν τόσο απίστευτα πεισματάρης».

«Ως εδώ και μη παρέκει».

Ο Γουόρεν πήγε τρεχάτος στην άκρη του δρόμου, σ’ όλους εκείνους τους θάμνους που έλεγε πριν. Η Έιμι δεν έκατσε να περιμένει να τον δει να κόβει μια βέργα. Το έβαλε στα πόδια κι άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη.