Κεφάλαιο 17

Η Έιμι έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε, κι ύστερα στηρίχτηκε πάνω της. Χαμογελούσε στον εαυτό της, τώρα που ο κίνδυνος είχε περάσει. Είχε καταφέρει να μπει στο σπίτι δίχως να έχει τον Γουόρεν να την ακολουθεί κατά πόδας, και αυτό ήταν ένα μικρό θαύμα, έτσι πεισματάρης καθώς ήταν. Και δεν ήταν σίγουρη ποιο απ’ όλα όσα του είχε πει τον έκανε να κλονιστεί και να αλλάξει γνώμη, αν και αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν ότι ο θείος Τζέιμς δεν επρόκειτο να σηκωθεί κακήν κακώς από το κρεβάτι του απόψε για να ακούσει ένα κατεβατό με όλες τις αμαρτίες της. Μια άλλη φορά ίσως, αλλά όχι απόψε.

«Υπάρχει σοβαρός λόγος που μπαίνεις απ’ αυτή την πόρτα τέτοια ώρα μες στη νύχτα;»

Η Έιμι κόντεψε να πέσει στο πάτωμα, τόσο πολύ ξαφνιάστηκε. Και ύστερα κατάλαβε ότι έπρεπε να απαντήσει και τότε ξεφούρνισε: «Ναι… δηλαδή όχι… μπορώ να το σκεφτώ και να σου πω το πρωί;».

«Έιμι…»

«Αστειεύομαι, για τον Θεό», είπε στον Τζέρεμι καθώς απομακρυνόταν από την πόρτα, και ευτυχώς που ήταν ο Τζέρεμι αυτός που την είχε ακούσει να μπαίνει, και όχι ο πατέρας του. «Κι εσύ τι κάνεις στο σπίτι τόσο νωρίς;»

Εκείνος κατάλαβε την προσπάθειά της να αλλάξει θέμα συζήτησης, αλλά δεν τον πτοούσαν κάτι τέτοια. «Άσ’ το αυτό. Για να ακούσουμε τι έχεις να μας πεις, ξαδέρφη, και να μας το πεις τώρα».

Η Έιμι έκανε έναν ήχο ανυπομονησίας με τη γλώσσα της την ώρα που περνούσε από μπροστά του για να μπει στο σαλόνι. «Αν πρέπει σώνει και καλά να ξέρεις, είχα ένα μυστικό ραντεβού με έναν άντρα που με ενδιαφέρει πολύ».

«Κιόλας;»

Στράφηκε και τον κοίταξε. «Τι εννοείς “κιόλας”;»

Ο Τζέρεμι βολεύτηκε ακουμπώντας στο πλαίσιο της πόρτας, με τα χέρια και τα πόδια σταυρωμένα, μια παραπλανητικά χαλαρή στάση που πολύ άρεσε στο θείο τους τον Τόνι και που ο Τζέρεμι, ο οποίος του έμοιαζε τόσο πολύ, την είχε ξεπατικώσει και την έκανε τέλεια. «Θέλω να πω, έκανες την πρώτη σου επίσημη εμφάνιση μόλις την περασμένη εβδομάδα. Υποθέτω πως δεν φαντάστηκα ότι θα ακολουθούσες τόσο σύντομα τα χνάρια της αδερφής σου της Νταϊάνα και θα διάλεγες κάποιον τόσο σύντομα».

Η Έιμι τον κοίταξε με το ένα φρύδι υψωμένο. «Τι φανταζόσουν, ότι θα ήμουν σαν την Κλερ, που της πήρε δύο χρόνια να αποφασίσει;»

«Όχι τόσο πολύ, αλλά τουλάχιστον λίγους μήνες».

«Εγώ είπα απλώς ότι ενδιαφέρομαι, Τζέρεμι».

«Χαίρομαι που το ακούω. Άρα προς τι τόση μυστικότητα;»

«Γιατί αμφιβάλλω ότι η οικογένεια θα τον εγκρίνει», παραδέχτηκε η Έιμι.

Ο Τζέρεμι ήταν πιθανότατα ο μοναδικός στον οποίο η Έιμι θα μπορούσε να το πει αυτό χωρίς να φοβάται ότι θα πάθαινε κρίση. Και πραγματικά, εκείνος χαμογέλασε, μάλλον γιατί φαντάστηκε τι κρίση θα πάθαινε η υπόλοιπη οικογένεια.

«Λοιπόν, ποιος είναι;»

«Να μη σε νοιάζει εσένα», αντιγύρισε η Έιμι.

«Δηλαδή τον ξέρω;»

«Δεν είπα αυτό».

«Τον ξέρω;»

«Είναι πιθανόν».

«Δεν είναι κανένας κακότροπος φωνακλάς, έτσι; Φοβάμαι ότι θα είχα τις αντιρρήσεις μου για ένα τέτοιο πράγμα».

«Δεν είναι καθόλου κακότροπος φωνακλάς. Έχει υψηλές ηθικές αρχές».

Ο Τζέρεμι συνοφρυώθηκε. «Ε τότε τι πρόβλημα έχει αυτός ο άνθρωπος;»

Λοιπόν, η Έιμι είχε σκεφτεί να πει όλη την αλήθεια, ή τέλος πάντων κάτι κάπου κοντά στην αλήθεια, αλλά εκείνος δεν θα την άφηνε. «Είναι πάμφτωχος», ήταν το μόνο που σκέφτηκε προς στιγμήν να πει για να μπερδέψει τον ξάδερφό της.

«Έχεις δίκιο. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Δεν γίνεται να σε έχουμε να περιφέρεσαι ντυμένη με κουρέλια».

«Ούτε κι εμένα μ’ αρέσει. Έχει προοπτικές όμως».

«Ε τότε πού είναι το πρόβλημα;»

«Δεν αισθάνεται άνετα με την ιδέα να έρθει να με ζητήσει μέχρι να βελτιωθούν οι συνθήκες».

Ο Τζέρεμι κούνησε το κεφάλι του στοχαστικά. «Κι εσύ προσπαθείς να τον πείσεις ότι δεν υπάρχει πρόβλημα;»

«Ακριβώς».

«Και χρειάστηκε να κυλιστείς στα χώματα για να του το δώσεις να το καταλάβει;»

Η Έιμι έγινε κατακόκκινη σαν αστακός μπροστά στις αισθησιακές εικόνες που της έφερε στο μυαλό εκείνη η ερώτηση. «Απλώς πήγαμε μια βόλτα και συζητήσαμε λιγάκι, αυτό είναι όλο. Φοβάμαι ότι σκόνταψα κι έπεσα, παραπάνω από μία φορές, πάνω στην απροσεξία μου».

«Πρέπει να είναι πολύ βλάκας για να μην μπόρεσε να σε συγκρατήσει και να μην πέσεις – ή μήπως σκόνταψε κι αυτός;»

Τα μάγουλά της έγιναν ακόμα πιο κόκκινα μπροστά στο πονηρό, γεμάτο νόημα βλέμμα του, οπότε είπε απότομα: «Παρθένα είμαι ακόμα, που να πάρει, αν αυτό είναι που θες να μάθεις».

Ο Τζέρεμι χαμογέλασε αμετανόητος. «Δεν το αμφισβήτησα αυτό, καλό μου κορίτσι. Όμως εκείνος θα πρέπει να είναι πολύ βλαμμένος έτσι και δεν προσπάθησε να σε φιλήσει, οπότε σταμάτα να κοκκινίζεις. Είμαι φανατικός οπαδός των φιλιών, το ξέρεις».

Η Έιμι γέλασε. Καμιά φορά, καθώς τον κοίταζε, της ήταν δύσκολο να θυμάται ότι είχαν την ίδια ηλικία και ότι εκείνος θα καταλάβαινε απόλυτα τα ασυγκράτητα πάθη της νιότης. Και μια και το θέμα είχε έρθει στην επιφάνεια, τώρα θα ήταν για εκείνη η καλύτερη στιγμή να επωφεληθεί από την εμπειρία του για να υποστηρίξει τη δική της υπόθεση.

«Τώρα που το λες», άρχισε να λέει αδιάφορα, βγάζοντας την κάπα της και πηγαίνοντας να καθίσει σε μια γωνιά του καναπέ, «υπάρχει μια ερώτηση που είχα σκοπό να σου κάνω, γι’ αυτό έλα και κάθισε εδώ πέρα και δώσε μου τα φώτα της απέραντης εμπειρίας σου».

«Επώδυνη ερώτηση θα είναι αυτή;» αποκρίθηκε ο Τζέρεμι καθώς πήγαινε να καθίσει κοντά της.

«Όχι, καθόλου, είναι απλώς μια ερώτηση φιλοσοφικού τύπου. Αν ρωτούσα τον οποιονδήποτε άλλο, μπορεί να μη μου απαντούσε γιατί θα ένιωθε αμηχανία, αλλά σίγουρα όχι εσύ».

«Πάντως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σου πω πώς να κάνεις έρωτα», την προειδοποίησε εκείνος αγανακτισμένα.

Η Έιμι κάγχασε. «Ε καλά, αυτό δύσκολα θα το έλεγες θέμα φιλοσοφικού τύπου, ωστόσο θα ήταν απολύτως σχετικό με το μέλλον μου, έτσι δεν είναι; Όχι, το μόνο που θα ήθελα να μάθω είναι τι πρέπει να κάνει μια γυναίκα, Τζέρεμι, για να σε κάνει να τη θέλεις, όταν σου έχει καρφωθεί στο μυαλό και δεν βγαίνει με τίποτα ότι δεν μπορείς να την έχεις».

«Εννοείς, αν δεν είναι όμορφη;»

«Ας πούμε ότι είναι πολύ όμορφη».

«Ε τότε δεν υπάρχει θέμα».

«Κι όμως, υπάρχει. Έχεις αποφασίσει, λέει, για κάποιον περίεργο λόγο που μόνο ένας άντρας μπορεί να βάλει με το νου του, ότι δεν μπορείς να την αγγίξεις».

«Τι σόι λόγος θα ήταν αυτός;»

«Πού να ξέρω εγώ; Ίσως να πρόκειται για ζήτημα τιμής ή, ας πούμε, είναι η καλύτερη φίλη της αδερφής σου ή κάτι τέτοιο».

«Ε, καλά. Δεν νομίζω ότι εμένα θα με σταματούσε ένα τέτοιο πράγμα».

«Τζέρεμι», έκανε ανυπόμονα η Έιμι, «εδώ κάνουμε απλώς υποθέσεις. Για τον οποιονδήποτε λόγο, ας πούμε ότι αρνείσαι να έχεις την παραμικρή σχέση μαζί της. Οπότε, τι θα έπρεπε να κάνει αυτή για να αλλάξεις γνώμη;»

«Δεν θα χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια, Έιμι, για να κάνει μια γυναίκα εμένα να αλλάξω γνώμη».

Η Έιμι δεν μπόρεσε να μη γελάσει με τον τρόπο που το είπε αυτό ο Τζέρεμι. «Όχι, δεν νομίζω ότι θα χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια. Αλλά ας ξεχάσουμε για μια στιγμή το γεγονός ότι είσαι διαθέσιμος σε ολάκερο τον γυναικείο πληθυσμό. Αυτή είναι η μόνη εξαίρεση από τον συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεσαι. Δεν πρόκειται να την αγγίξεις αυτή τη γυναίκα. Αρνείσαι κατηγορηματικά να της κάνεις έρωτα, παρόλο που, βαθιά μέσα σου, τίποτα δεν θα ήθελες περισσότερο».

«Εντάξει, θα το έλπιζα».

«Οπότε, τι μπορεί να κάνει εκείνη για να αφήσεις πίσω σου τους ενδοιασμούς σου;»

«Να βγάλει τα ρούχα της».

«Συγγνώμη;»

«Μπορεί να βγάλει τα ρούχα της μπροστά μου, αργά αργά. Ειλικρινά δεν νομίζω πως θα μπορούσα να αντισταθώ σ’ αυτό, ειδικά αν είναι και όμορφη όπως λες».

Η Έιμι εξεπλάγη. «Αυτό είναι όλο κι όλο;»

«Σαφώς».

Η Έιμι αναστέναξε. Πολύ φοβόταν ότι λάθος άνθρωπο είχε ρωτήσει. Ο Τζέρεμι, νεαρός καθώς ήταν, απλά δεν είχε εκείνη την αποφασιστικότητα και την ισχυρή θέληση που είχε ο Γουόρεν.

«Και τώρα πες μου γιατί ήθελες να μάθεις».

Η Έιμι αναστέναξε ακόμα μια φορά, μελοδραματικά. «Γιατί άλλο; Αυτός ο τύπος που με ενδιαφέρει, αρνείται κατηγορηματικά να μου κάνει έρωτα αν πρώτα δεν παντρευτούμε».

«Τι πράγμα;»

Του χτύπησε χαϊδευτικά το μπράτσο λέγοντάς του καθησυχαστικά: «Αστείο ήταν αυτό, Τζέρεμι».

«Κακόγουστο», γκρίνιαξε εκείνος.

Η Έιμι χαμογέλασε. «Δεν θα το έλεγες αυτό αν μπορούσες να δεις την έκφραση στη φάτσα σου».

Ο Τζέρεμι δεν είχε μαλακώσει ακόμα. «Ποια είναι η αληθινή απάντηση, λοιπόν;»

Εκείνη έλπιζε ότι ο Τζέρεμι θα είχε ξεχάσει την ερώτηση, αλλά από τη στιγμή που δεν την είχε ξεχάσει, προσπάθησε να τα μπαλώσει όπως όπως. «Τώρα ποιος κάνει πλάκα; Ή μήπως θες να μου πεις πως ξέχασες πόσο περίεργος ήσουν εσύ για όλα αυτά τα πράγματα πριν πάρεις όλες σου τις απαντήσεις;»

Ο Τζέρεμι δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια περίοδο που να είναι περίεργος γι’ αυτά τα πράγματα, μια και είχε μεγαλώσει μέσα σε ταβέρνες, οπότε επέλεξε να μην απαντήσει. «Άρα δηλαδή είχες απλή περιέργεια;»

«Μεγάλη», αποκρίθηκε εκείνη και του χάρισε ένα πονηρό χαμόγελο. «Και μια και πιάσαμε το ζήτημα, μήπως θα ήθελες να αναθεωρήσεις και να μου πεις με λεπτομέρειες πώς κάνουν οι άνθρωποι έρωτα;»

«Σε καμία περίπτωση. Δηλαδή αντέχει, ε;»

«Ποιος;»

«Ο κύριος που σε ενδιαφέρει».

«Δεν είπα ότι πρόκειται γι’ αυτόν».

«Δεν χρειαζόταν. Έξυπνος άνθρωπος, για να είναι τόσο συνετός».

«Ελπίζω αυτό να μη σημαίνει αυτό που φαντάζομαι».

«Εντάξει, μη με τρως εμένα τώρα», αποκρίθηκε ο Τζέρεμι βλέποντας τη σκυθρωπή της έκφραση. «Τι με νοιάζει εμένα αν θες να γκαστρωθείς πριν παντρευτείς; Δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα τον καλέσουν σε μονομαχία γι’ αυτό το πράγμα».

«Ο πατέρας μου δεν θα…»

«Φυσικά και όχι. Έχει δυο νεότερους αδερφούς που θα χαίρονταν πάρα πολύ να το τακτοποιήσουν αυτό. Τυχερή θα είσαι αν θα του έχει απομείνει τίποτα του τύπου για να πας να παντρευτείς».

Η Έιμι έκλεισε τα μάτια της και βόγκηξε. Αυτός ήταν ο τρόπος του Τζέρεμι για να δώσει στον άλλο να καταλάβει καλά αυτό που ήθελε να πει. Όμως αυτός δεν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, όχι δηλαδή πως κι εκείνη είχε σκοπό να του την πει, διότι ο Τζέρεμι θα είχε πολύ περισσότερα να πει αν ήξερε ότι ο κύριος που την ενδιέφερε ήταν ένας άντρας που ο πατέρας του τον απεχθανόταν βαθιά, η δε υπόλοιπη οικογένεια τον ανεχόταν με το ζόρι.

Ο Τζέρεμι είχε δίκιο, ναι, μόνο που εκείνη δεν είχε καιρό να τα σκεφτεί όλα αυτά, γιατί την απόφασή της την είχε πάρει πολύ ξαφνικά και απότομα. Ωστόσο μια πιθανή εγκυμοσύνη δεν επρόκειτο να την κάνει να αλλάξει γνώμη και να μην κάνει έρωτα με τον Γουόρεν, τουλάχιστον όχι ώσπου να σκεφτόταν κάποιον άλλο τρόπο για να επισπεύσει τα πράγματα. Ο κίνδυνος, ωστόσο, έκανε τις πιθανότητες πιο ευνοϊκές γι’ αυτήν, και ήξερε πώς ακριβώς να τις κάνει να συμβούν.

«Θα ήθελες να βάλουμε στοίχημα, Τζέρεμι;»

Το ύφος του Τζέρεμι κατευθείαν έγινε καχύποπτο. «Τι είδους στοίχημα;»

«Αν αποφασίσω ότι τον θέλω, θα τον αποκτήσω χωρίς να αναγκαστεί αυτός να με παντρευτεί με το ζόρι».

«Εγώ νόμιζα ότι απλώς ενδιαφέρεσαι».

«Είπα, αν αποφασίσω ότι αυτός είναι που θέλω».

«Εντάξει, μέσα για το στοίχημα, αλλά θα πρέπει να το κάνουμε να αξίζει να μείνεις μακριά από το κρεβάτι του. Αν χάσεις, δεν θα μπορείς να τον παντρευτείς».

Τα μάτια της τρεμόπαιξαν. Αν έχανε και ήταν έγκυος, δεν θα μπορούσε να τον παντρευτεί;

«Μα… μα…»

«Ναι ή όχι», είπε εκείνος αυτάρεσκα.

«Πολύ καλά», είπε κι εκείνη εξίσου αυτάρεσκα. «Κι αν κερδίσω εγώ, δεν θα αγγίξεις γυναίκα για…»

Ο Τζέρεμι τινάχτηκε όρθιος με μια έκφραση φρίκης. «Έχε την καλοσύνη να κρατήσεις κατά νου ότι είμαι ο αγαπημένος σου ξάδερφος».

«Για ένα μήνα».

«Έναν ολόκληρο μήνα;»

«Σκόπευα να πω έξι…»

«Ένας αρκεί». Ο Τζέρεμι αναστέναξε, αλλά έπειτα από μια στιγμή χαμογελούσε σατανικά. «Λοιπόν, έκανα την καλή μου πράξη για σήμερα».

Η Έιμι του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Ναι, την έκανες. Φρόντισες στα σίγουρα ότι θα τον αποκτήσω –αν τον θέλω–, γιατί δεν έχω χάσει στοίχημα ποτέ στη ζωή μου».