«Πάρε τα πόδια σου. Μη στέκεσαι απλώς εκεί πέρα και περιμένεις να σου σπάσουν τη μύτη». Ο Γουόρεν αναπήδησε λίγο πολύ για να φύγει εκτός της εμβέλειας του Άντονι. «Καλύτερα, αγαπητέ, αλλά θα χρειαστεί να έχεις το νου σου για κάτι πράγματα σαν κι αυτά».
Ο Άντονι έτρεξε ολοταχώς προς τα αριστερά. Ο Γουόρεν κινήθηκε κι αυτός ανάλογα, και παρ’ όλα αυτά δέχτηκε μια ξαφνική μπουνιά με το δεξί. Του ήρθαν δάκρυα στα μάτια και τα ανοιγόκλεισε βίαια καθώς ο πόνος εξαπλώθηκε ταχύτατα από τη μύτη στον εγκέφαλό του. Δεν έσπασε, αλλά παραλίγο να σπάσει. Και δεν ήταν η πρώτη μπουνιά που του είχε καταφέρει ο Άντονι χωρίς να υπάρχει λόγος, αλλά με καταπληκτική ακρίβεια. Ο Γουόρεν είχε αρχίσει να κουράζεται μ’ αυτά.
«Αν δεν μπορείς να κρατήσεις τα προσωπικά σου συναισθήματα έξω από το μάθημα, Μάλορι, καλά θα κάνεις να το σταματήσεις αμέσως τώρα. Έπρεπε να είχα καταλάβει ότι η σημερινή σου επίδειξη θα είχε κάποιον απώτερο σκοπό».
«Όμως ο άνθρωπος μαθαίνει από την εμπειρία, ξέρεις», αποκρίθηκε ο Άντονι αθώα.
«Ο άνθρωπος μαθαίνει και από την επανάληψη, την απομνημόνευση και αρκετούς ακόμα, λιγότερο οδυνηρούς τρόπους».
«Πολύ καλά», μουρμούρισε θυμωμένα ο Άντονι. «Φαντάζομαι πως μπορώ να αφήσω για τον αδερφό μου το κομμάτι της διασκέδασης. Πίσω στα βασικά, λοιπόν, Άντερσον».
Ο Γουόρεν σήκωσε ξανά τις γροθιές του επιφυλακτικά, αλλά τουλάχιστον αυτός εδώ ο Μάλορι ήταν μάλλον καλός στο να κρατάει το λόγο του. Το μάθημα εξακολουθούσε να περιλαμβάνει άγριο ξύλο, αλλά πάντως ήταν στο πλαίσιο της διδασκαλίας και όχι της επίδειξης.
Όταν τελικά ο Γουόρεν πήγε να πάρει μια πετσέτα, ήταν ξεθεωμένος. Σκόπευε να ψάξει για κάποιο καινούριο ξενοδοχείο απόψε το απόγευμα, αλλά αποφάσισε ότι αυτό θα μπορούσε να περιμένει για μια άλλη μέρα. Αυτό που του χρειαζόταν ήταν ένα κρεβάτι κι ένα μπάνιο, δεν τον ένοιαζε ποιο θα είχε πρώτο. Αυτό που δεν χρειαζόταν ήταν η ζωηρή κουβεντούλα του Άντονι, αν και ξεκίνησε σχετικά ανώδυνα.
«Πώς πάνε τα πράγματα με το καινούριο γραφείο;»
«Οι ελαιοχρωματιστές τελειώνουν αύριο».
«Ξέρω κάποιον άνθρωπο που θα γινόταν καταπληκτικός διευθυντής», είπε αυθόρμητα ο Άντονι.
«Έτσι ώστε να φύγω εγώ το συντομότερο;» μάντεψε σωστά ο Γουόρεν. «Λυπάμαι, αλλά ο Κλίντον αποφάσισε την τελευταία στιγμή ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε με κάποιον Αμερικανό υπεύθυνο, τουλάχιστον στην αρχή, οπότε θα κολλήσω εδώ ώσπου να ξαναγυρίσουν με κάποιον».
«Αυτό σημαίνει ότι θα ανοίξεις το γραφείο μόνος σου με το που θα μπορέσει να γίνει κατοικήσιμο;»
«Αυτό σκέφτομαι».
«Για κάποιο λόγο δεν μπορώ να σε φανταστώ πίσω από ένα γραφείο περιστοιχισμένο με σωρούς από τιμολόγια και τα σχετικά. Σε ένα γραφείο με ένα ημερολόγιο πλοίου στη μέση του ναι, αλλά όχι σε ένα όπου να είναι σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά όλα αυτά τα βαρετά επαγγελματικά συμπαρομαρτούντα. Αλλά υποθέτω πως το έχεις ξανακάνει και πριν».
«Όλοι μας περάσαμε από την καρέκλα εκείνου του γραφείου, ακόμα και η Τζόρτζι. Ο πατέρας μας είχε αυτή την απαίτηση από εμάς, για να μάθουμε τη δουλειά απ’ όλες τις πλευρές της».
«Μη μου πεις!» Ο Άντονι ακούστηκε πραγματικά εντυπωσιασμένος, μόνο που σε λίγο το κατέστρεψε προσθέτοντας: «Αλλά θα έβαζα και στοίχημα πως δεν σου άρεσε καθόλου μα καθόλου».
Αυτό ήταν απολύτως αληθές, αν και ο Γουόρεν δεν το είχε εκμυστηρευτεί ποτέ σε κανέναν, και δεν σκόπευε να το κάνει τώρα. «Πού θέλεις να καταλήξεις, σερ Άντονι;»
Ο Άντονι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Πουθενά συγκεκριμένα, αγαπητέ μου. Απλώς αναρωτιόμουν γιατί μπήκατε στον κόπο να ανοίξετε το γραφείο σας στο Λονδίνο προτού βρείτε διευθυντή γι’ αυτό. Γιατί να μην το κρατήσετε κλειστό προς το παρόν;»
«Γιατί καινούρια προγράμματα δρομολογίων έχουν ήδη βγει από το κεντρικό γραφείο μας και τα έχουν πάρει όλοι μας οι καπετάνιοι. Τα πλοία της “Σκάιλαρκ” θα αρχίσουν να καταφτάνουν αυτόν το μήνα. Θα χρειαστεί να φορτωθούν εμπορεύματα, έμποροι θα εμφανιστούν για να πάρουν και να δώσουν…»
«Ναι, ναι, είμαι σίγουρος ότι η όλη διαδικασία είναι συναρπαστική», τον διέκοψε ο Άντονι ανυπόμονα. «Αλλά δεν γίνεται να έχετε γραφεία σε κάθε λιμάνι όπου καταπλέουν τα πλοία σας».
«Εκεί όπου κάνουμε τις περισσότερες συναλλαγές μας, χρειάζεται».
«Και τι γίνεται με τα λιμάνια που δεν βρίσκονται σ’ αυτά τα συγκεκριμένα δρομολόγια; Σίγουρα οι καπετάνιοι σας έχουν εμπειρία να παίρνουν εμπορεύματα και μόνοι τους».
Ο Γουόρεν φόρεσε το πουκάμισο και το σακάκι του, και όλοι του οι μύες πονούσαν και του ούρλιαζαν να κάνει λίγο πιο αργά. Μα εκείνος δεν έκανε. Είχε ακούσει αρκετά μέχρι τώρα για να καταλάβει πού το πήγαινε ο Άντονι, και ήθελε να το λήξει.
«Ας μπούμε κατευθείαν στο ψητό και στην ουσία αυτής της μικρής συζήτησης, ε;» πρότεινε. «Δεν προβλέπεται να φύγω σύντομα από τη χώρα σας. Αυτό το ζήτημα έχει κλείσει. Και δεν αλλάζει. Τώρα, έχω δώσει σ’ εσένα και τον αδερφό σου όλες τις διαβεβαιώσεις που μπορούσα σχετικά με την ανιψιά σας. Εδώ για να αποφεύγω αυτήν, έφτασα να αποφεύγω και την αδερφή μου. Τι παραπάνω θέλετε;»
Μ’ αυτό το σκοτεινό, σατανικό βλέμμα, ο Άντονι μπορούσε να κάνει το σκυθρώπιασμά του εξαιρετικά ανατριχιαστικό όταν έπαιρνε τόσο σοβαρό ύφος όσο είχε πάρει εκείνη τη στιγμή. «Δεν θέλουμε να δούμε τη μικρή να πληγώνεται, Άντερσον. Στ’ αλήθεια δεν θα μας άρεσε αυτό».
Ο Γουόρεν βιάστηκε να βγάλει λάθος συμπέρασμα. «Δεν φαντάζομαι να υπαινίσσεσαι να την παντρευτώ;» ρώτησε έντρομος.
«Θεέ και Κύριε, ούτε να το σκέφτεσαι», βιάστηκε ο Άντονι να τον διαβεβαιώσει, εξίσου έντρομος κι αυτός με την ιδέα. «Αλλά φαντάζει λογικό, πώς να γίνει, ότι όσο πιο γρήγορα φύγεις, τόσο πιο γρήγορα θα σε ξεχάσει».
Και τόσο πιο σίγουρα θα την ξεχνούσε και ο Γουόρεν. «Τίποτα δεν θα ήθελα περισσότερο, όμως δεν μπορώ».
Ο Άντονι έκανε πίσω για την ώρα, μουρμουρίζοντας θυμωμένα: «Γιατί διάβολο έπρεπε να αφήσουν εσένα πίσω;».
Ο Γουόρεν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Κανένας μας δεν ήθελε να αναλάβει αυτό το καθήκον, γι’ αυτό και προσφέρθηκα εγώ».
«Μα γιατί διάβολο;»
Μακάρι να ήξερε ο Γουόρεν. «Φάνηκε καλή ιδέα εκείνες τις μέρες».
«Λοιπόν, καλά θα κάνεις να εύχεσαι να μη γυρίσει αυτή η απόφαση να σε στοιχειώσει».
Τα τελευταία λόγια του Άντονι ήταν αυτά που ήρθαν και στοίχειωσαν τον Γουόρεν καθώς επέστρεφε στο «Όλμπανι». Γιατί είχε πάρει εκείνη την απόφαση; Αυτό ήταν εντελώς ασυνήθιστο γι’ αυτόν. Η απόφασή του είχε αφήσει έκπληκτα όλα του τ’ αδέρφια. Και η Έιμι είχε ήδη δηλώσει πώς ένιωθε, αν και αυτό είχε γίνει μόλις λίγες στιγμές πριν. Ίσως να μην την είχε πιστέψει τότε. Ή ίσως και να την είχε πιστέψει.
Ο Γουόρεν εξακολουθούσε να βασανίζει με το μυαλό του το ζήτημα καθώς διέσχιζε το διάδρομο για να πάει στο δωμάτιό του, και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ εκείνο τον Κινέζο στρατηγό τον οποίο τελευταία φορά είχε δει σε μια άθλια τρώγλη στην Καντόνα, όπου παίζονταν στοιχήματα, αυτόν που αργότερα είχε στείλει καμιά εικοσαριά από τους άντρες του να κυνηγήσουν τον ίδιο και τον Κλίντον με αποκλειστικό σκοπό να τους ξεπαστρέψουν. Ο Ζανγκ Γιατ-σεν στο Λονδίνο; Αδύνατον, κι όμως να σου τον, ήταν εδώ, ντυμένος με το επίσημο μεταξωτό ένδυμα των Μανδαρίνων, αυτό που φορούσε πάντα όταν πήγαινε σε δουλειές ή σε ταξίδια.
Το σοκ του Γουόρεν παρήλθε ακριβώς τη στιγμή που του Ζανγκ άρχιζε, τότε που ο άντρας αναγνώρισε κι αυτός τον Γουόρεν τελικά. Ο Ζανγκ έκανε να πιάσει το σπαθί του, που δεν ήταν στη θέση του. Ο Γουόρεν χαιρόταν που δεν ήταν εκεί, μια και τα σπαθιά δεν ήταν καθόλου η ειδικότητά του. Άσε δε που, όπου κι αν πήγαινε ο Γιατ-σεν, οι επικίνδυνοι άντρες του ήταν κάπου εκεί κοντά και αυτοί. Ο Γουόρεν αποφάσισε ότι το πλέον συνετό ήταν να τσακιστεί να φύγει από εκεί πέρα, πράγμα που βεβαίως και έκανε. Θα έπρεπε να στείλει κάποιον να πληρώσει το λογαριασμό του και να μαζέψει τα πράγματά του, αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ξαναγυρίσει στο «Όλμπανι» μ’ αυτό τον τρελό άνθρωπο από την Κίνα να μένει εκεί.
Χριστέ μου, εξακολουθούσε να μην μπορεί να πιστέψει ότι ο Ζανγκ Γιατ-σεν βρισκόταν στο Λονδίνο. Ο τύπος αντιπαθούσε τους ξένους, έκανε δουλειές μαζί τους στην Καντόνα και μόνο όταν το κέρδος ήταν εξαιρετικά υψηλό, αλλιώς δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί τους. Και αυτούς τους λίγους με τους οποίους είχε πάρε-δώσε, τους έδειχνε ολοφάνερα ότι τους περιφρονούσε. Οπότε για ποιο λόγο να πάει να ανακατευτεί με χιλιάδες από δαύτους, αφήνοντας την απομόνωση του μικρού κόσμου του, εκεί όπου η δύναμή του ήταν απόλυτη – φτάνει να μην τραβούσε την προσοχή του αυτοκράτορα;
Μόνο κάποιο τεράστιο χρηματικό ποσό θα ήταν το δόλωμα που θα μπορούσε να τον τραβήξει εδώ – ή κάποια προσωπική υπόθεση. Και όσο μετριοπαθής κι αν ήταν ο Γουόρεν, είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι αυτή η προσωπική υπόθεση ήταν εκείνο το καταραμένο αρχαίο βάζο που αυτός και ο Κλίντον είχαν πάρει από την Καντόνα.
Οικογενειακό κειμήλιο, έτσι το είχε αποκαλέσει ο Ζανγκ όταν το έβαλε ως στοίχημα σε εκείνο το τυχερό παιχνίδι που είχε παίξει μαζί με τον Γουόρεν. Ο δε Γουόρεν είχε βάλει στοίχημα το πλοίο του, το οποίο ο Ζανγκ είχε βάλει στο μάτι, και μάλιστα ήταν αυτό που τον είχε τραβήξει σ’ εκείνη την τρώγλη όπου παίζονταν τα στοιχήματα, γιατί αλλιώς εκείνος δεν σύχναζε ποτέ σε τέτοια μέρη. Ο Ζανγκ ήθελε το πλοίο του Γουόρεν για δύο λόγους: πρώτον, γιατί είχε πάρει την απόφαση να φτιάξει τον δικό του στόλο από εμπορικά πλοία, ώστε να μη χρειάζεται πλέον να έρχεται προσωπικά σε επαφή με ξένους· και δεύτερον, γιατί είχε μια προσωπική αντιπάθεια προς τον Γουόρεν, ο οποίος δεν φρόντισε ποτέ να δείξει σεβασμό μπροστά του, και έλπιζε ότι αν ο Γουόρεν έχανε το πλοίο του, αυτό θα σήμαινε και το τέλος των ταξιδιών του στην Καντόνα.
Ωστόσο ο Ζανγκ έχασε το βάζο, και αν ο Γουόρεν δεν ήταν λιγάκι μεθυσμένος εκείνη τη νύχτα, θα είχε προσέξει ότι η απώλεια του βάζου δεν ένοιαξε τον Ζανγκ ούτε τόσο δα, γιατί ήταν απολύτως σίγουρος ότι θα το ξαναέπαιρνε πίσω το πρωί – μαζί με το κεφάλι του Γουόρεν, κατά πάσα πιθανότητα. Δεν πήρε τίποτα από τα δύο. Τα πληρώματα των πλοίων του Γουόρεν και του Κλίντον έσπευσαν σε βοήθειά τους στις αποβάθρες και τους έσωσαν. Όμως από την άλλη απέκτησαν έναν θανάσιμο εχθρό, γεγονός που έκανε τα προσοδοφόρα ταξίδια τους στην Κίνα να διακοπούν απότομα.
Ο Γουόρεν και ο Κλίντον, αυτοί που ως επί το πλείστον έκαναν εκείνο το δρομολόγιο, δεν στενοχωρήθηκαν και ιδιαίτερα τώρα που σταμάτησε. Εκείνα τα ταξίδια ήταν πάρα πολύ μακρινά και χρονοβόρα, κρατώντας τους μακριά από το σπίτι τους για χρόνια, κάθε φορά. Ο Γουόρεν δεν τρελαινόταν ούτε για τις δουλειές που άνοιγαν στην Αγγλία, οι οποίες θα αντικαθιστούσαν τις δουλειές στην Κίνα – του ήταν δύσκολο να ξεχάσει τα χρόνια του πολέμου και την πικρία που είχαν επιφέρει, όπως επίσης και την ουλή στο μάγουλό του, που του την είχε κάνει μια βρετανική σπάθα. Όμως η Τζορτζίνα ήταν εδώ –δυστυχώς– και μια και όλοι τους θα την επισκέπτονταν κατά διαστήματα, ούτως ή άλλως, θα μπορούσαν παρεμπιπτόντως να εκμεταλλευτούν κιόλας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν εδώ.
Εν πάση περιπτώσει ο Γουόρεν είχε ψηφίσει υπέρ, όταν είχαν θέσει σε ψηφοφορία την πιθανότητα να στήσουν ένα γραφείο στο Λονδίνο. Όμως είχε φανεί και απίστευτα ηλίθιος που προσφέρθηκε να μείνει πίσω για να το βάλουν μπροστά. Και τώρα είχε έναν επικίνδυνο εχθρό στο Λονδίνο –εκτός από τους γαμπρούς του– ο οποίος θα αποκόμιζε απέραντη ευχαρίστηση αν του έκοβε το κεφάλι. Όπως θα έλεγε κι ο γαμπρός του, που να πάρει ο διάβολος.