Κεφάλαιο 27

Η Έιμι πήγαινε να τρελαθεί. Κόντευε να κλείσει μια βδομάδα από τότε που είχε δει τον Γουόρεν για τελευταία φορά σ’ εκείνο τον βαρυσήμαντο χορό. Ήταν απόλυτα σίγουρη ότι ο Γουόρεν δεν θα έμενε μακριά της τούτη τη φορά, έλα όμως που αυτό ακριβώς έκανε… Κι ο θείος Τζέιμς δεν της ξαναείπε ούτε μία λέξη γι’ αυτόν. Ούτε και η Τζορτζίνα. Αυτοί οι δυο ασχολούνταν με τις δουλειές τους σαν να μην ανησυχούσαν πια για την απόφασή της να κερδίσει οπωσδήποτε τον Γουόρεν, όμως αυτό έκανε την Έιμι να ανησυχεί, και μάλιστα πάρα πολύ. Μήπως ήξεραν κάτι που εκείνη δεν ήξερε; Μήπως ο Γουόρεν είχε αλλάξει τα σχέδιά του και είχε ήδη φύγει από την Αγγλία;

Αυτή η τελευταία σκέψη την έκανε να πάει κατευθείαν στην αδερφή του Γουόρεν για να ρωτήσει: «Πού είναι; Έχεις καθόλου νέα του; Μήπως το πλοίο του έφυγε;».

Η Τζορτζίνα ήταν στο καθιστικό της και μελετούσε τους λογαριασμούς του σπιτιού. Είχε επανέλθει στα περισσότερα από τα καθήκοντά της τώρα πια, γεγονός που άφηνε στην Έιμι ακόμα περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να ανησυχεί.

Απίθωσε κάτω την πένα της και ρώτησε: «Να υποθέσω ότι μιλάς για τον Γουόρεν;». Η Έιμι, σε απάντησή της, την αγριοκοίταξε. «Ναι, και ήταν ανόητη αυτή η ερώτηση, έτσι δεν είναι; Και όχι, ο Γουόρεν δεν έχει φύγει ακόμα. Είναι πολύ απασχολημένος, προσλαμβάνει προσωπικό και το εκπαιδεύει για το καινούριο γραφείο».

Αυτό ακουγόταν λογικό, περισσότερο και από λογικό. «Μόνο δουλειά; Τίποτ’ άλλο;»

«Εσύ τι νόμισες;»

«Ότι με αποφεύγει».

«Λυπάμαι», είπε η Τζορτζίνα. «Αλλά πιθανότατα το κάνει και αυτό».

«Έχεις καθόλου νέα του;»

«Μου στέλνει κανένα σημείωμα πού και πού».

Η Τζορτζίνα θα ήθελε να πει περισσότερα, να δώσει κάποια ελπίδα, αλλά αυτός ο άθλιος ο αδερφός της την απέφευγε κι αυτήν. Τώρα πια είχε συμφωνήσει ότι η Έιμι ήταν η τέλεια επιλογή για τον Γουόρεν, αλλά μάλλον δεν έπρεπε να το είχε παραδεχτεί αυτό στον Τζέιμς. Η αντίδρασή του δεν ήταν ευχάριστη. Για την ακρίβεια, της είχε πει πως, αν βοηθούσε την Έιμι με οποιονδήποτε τρόπο, θα τη χώριζε. Όχι δηλαδή ότι η Τζορτζίνα το πίστεψε αυτό έστω και για μια στιγμή, αλλά για να φτάσει ο Τζέιμς να το πει αυτό, η γυναίκα υπέθεσε ότι ο θυμός του θα ήταν πολύ περισσότερος απ’ όσο θα ήθελε εκείνη να βιώσει, έτσι και του πήγαινε κόντρα σ’ αυτό το ζήτημα.

Έτσι λοιπόν, για την ώρα, δεν θα έκανε τίποτα. Η Έιμι θα έπρεπε να συνεχίσει μόνη της τον αγώνα που είχε ξεκινήσει. Όμως οι προσευχές της Τζορτζίνα τη συνόδευαν.

«Και πού είναι το καινούριο γραφείο της “Σκάιλαρκ” τέλος πάντων;» ρώτησε ξαφνικά η Έιμι.

«Κοντά στο λιμάνι, κι εκεί δεν είναι ασφαλές μέρος για να πας, γι’ αυτό ούτε καν να το σκέφτεσαι».

Στην πραγματικότητα η Έιμι δεν ήθελε να δει τον Γουόρεν σ’ εκείνο το περιβάλλον, έχοντας τους υπαλλήλους να τριγυρίζουν μες στα πόδια τους. Ρώτησε απλώς από περιέργεια. Όμως η απάντηση της Τζορτζίνα της έβαλε κάποιες άλλες σκέψεις στο μυαλό.

Η Τζορτζίνα, ωστόσο, παρατήρησε το συλλογισμένο ύφος της. «Δεν είναι για να πας εκεί, Έιμι», τόνισε με έμφαση.

«Δεν θα πάω».

«Μου το υπόσχεσαι;»

«Φυσικά».

Όμως η Έιμι δεν θα υποσχόταν να μην αναζητήσει τον Γουόρεν για να τον δει κάπου αλλού, κι έτσι έμενε μονάχα ένα μέρος όπου ήξερε ότι θα τον έβρισκε: το ξενοδοχείο του. Ευτυχώς, δεν υπήρχε κίνδυνος να πάει εκεί, σε αντίθεση με εκείνη την εξόρμηση που είχε κάνει στο «Δαιμονόσκυλο». Ο Γουόρεν έμενε σε ένα ευυπόληπτο ξενοδοχείο σε μια πολύ καλή περιοχή της πόλης. Μάλιστα η Έιμι και η μητέρα της είχαν πάει για φαγητό εκεί πέρα παραπάνω από μία φορές.

Φυσικά η Έιμι δεν είχε ξαναπάει ποτέ εκεί πέρα μόνη της ή νύχτα, που θα ήταν λογικό να ελπίζει ότι θα έβρισκε τον Γουόρεν εκεί. Αλλά και πάλι, δεν υπήρχε τίποτα το σκανδαλώδες σ’ αυτό. Το πρόβλημά της θα ήταν πώς να μπει και να βγει κρυφά στο σπίτι, ειδικά τώρα που η Τζορτζίνα δεν περνούσε τα βράδια της κλεισμένη στην κρεβατοκάμαρά της.

Για του λόγου το αληθές, υπήρχε κι άλλο ένα πρόβλημα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τον αριθμό του δωματίου του. Ο Ντρου είχε αναφέρει τον αριθμό, εκείνη τη νύχτα που είχαν έρθει όλοι μαζί για δείπνο, τότε που κορόιδευε τον Μπόιντ που είχε ξεχάσει τον αριθμό του δικού του δωματίου. Όλοι τους έμεναν σε δωμάτια του δεύτερου ορόφου. Εντάξει, αν δεν μπορούσε να θυμηθεί τον αριθμό την ώρα που θα έφτανε εκεί, απλώς θα χρειαζόταν να χτυπήσει όλες τις πόρτες. Το να ρωτήσει στη ρεσεψιόν δεν το συζητάμε, γιατί τότε το φαινομενικά αθώο θα γινόταν αυτομάτως αδιαμφισβήτητο σκάνδαλο.

Η Έιμι δεν έχασε χρόνο να σκέφτεται και να ξανασκέφτεται αν και κατά πόσο θα έπρεπε να πάει. Η ιδέα τής είχε καρφωθεί στο μυαλό και δεν της έβγαινε από εκεί. Όμως σκέφτηκε αρκετά τι θα έλεγε στον Γουόρεν όταν θα εμφανιζόταν μπροστά στην πόρτα του. Ένα σκέτο «γεια σου» δεν ήταν αρκετό. Το «σκέφτηκα μήπως είχες μπλέξει σε τίποτα περιπέτειες» θα είχε μια κάποια αξία, ωστόσο εκείνη έκλινε περισσότερο προς τη σκέτη ειλικρίνεια, να του υπενθυμίσει ότι είχε υποσχεθεί να έρθει να τον βρει αν αυτός συνέχιζε να την αγνοεί εντελώς.

Αφιέρωσε επίσης πάρα πολύ χρόνο στην εμφάνισή της, αλλά πάλι, είχε στη διάθεσή της μπόλικο χρόνο να σκοτώσει περιμένοντας τη θεία και το θείο της να αποσυρθούν στο δωμάτιό τους. Το καθημερινό φόρεμα με το ζιπούνι που το συνόδευε, σε ανοιχτό γαλάζιο, δεν ήταν καθόλου φανταχτερό ώστε να τραβήξει πάνω της τα βλέμματα, αλλά εκείνη αφαίρεσε την περίσσια δαντέλα από το μπούστο, κάνοντας το ντεκολτέ του φορέματος πιο βαθύ απ’ όσο συνήθιζε να φοράει. Βέβαια ο Γουόρεν θα είχε ξαναδεί κάτι ανάλογο, αλλά δεν το είχε δει ποτέ πάνω της.

Κατά τη γνώμη της, η περίσταση απαιτούσε επιπλέον εφόδια. Ο Γουόρεν μάλλον δεν θα συμφωνούσε, ωστόσο εκείνη έπρεπε να κάνει κάτι για να του σπάσει το πείσμα. Αφού την ήθελε. Απλώς εκείνη έπρεπε να τον κάνει να ξεχάσει για λίγο το θέμα «γάμος». Φυσικά οι προετοιμασίες της θα αποδεικνύονταν ανώφελες αν δεν κατάφερνε να μπει στο δωμάτιό του, άσε που υπήρχε και μια πολύ σοβαρή πιθανότητα εκείνος απλούστατα να της κοπανούσε την πόρτα κατάμουτρα μόλις την έβλεπε. Η Έιμι αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να φορέσει τις μπότες ιππασίας της και να φράξει με το πόδι της την πόρτα…

Έφτασε στο ξενοδοχείο «Όλμπανι» αμέσως μετά τη μία το πρωί. Ο Γουόρεν σαφώς είχε αρκετό χρόνο για να κάνει ό,τι μπαγαμποντιές είχε σκοπό να κάνει όλο το βράδυ, και τώρα θα ήταν στο κρεβάτι του. Μια δυσάρεστη σκέψη πήγαινε παρέα με μια ευχάριστη – η Έιμι τις έδιωξε και τις δύο απ’ το μυαλό της και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες με προορισμό τον δεύτερο όροφο.

Οι δυο άνθρωποι που συνάντησε καθώς διέσχιζε το λόμπι, υπάλληλοι του ξενοδοχείου και οι δύο, ίσα που της έδωσαν σημασία, καθώς υπέθεσαν πιθανότατα πως ήταν ένοικος του ξενοδοχείου που επέστρεφε στο δωμάτιό της – ωραία, αυτό είχε ελπίσει κι εκείνη. Να μην της κάνουν ερωτήσεις. Θα είχε μπόλικες από δαύτες να απαντήσει σε πολύ λίγα λεπτά.

Είχε θυμηθεί τον αριθμό του δωματίου του. Όταν επιτέλους βρέθηκε μπροστά από την πόρτα, κοντοστάθηκε. Η σκέψη ότι ο Γουόρεν θα βρισκόταν στο κρεβάτι του και θα κοιμόταν επέστρεψε δριμύτερη. Άραγε αυτό θα ήταν καλό για εκείνη; Αν γινόταν να τον παρασύρει πριν ξυπνήσει εντελώς… η καρδιά της άρχισε να βροντοχτυπάει μες στο στήθος της. Απόψε, θα γινόταν απόψε…

Χτύπησε δυνατά την πόρτα, για να βεβαιωθεί ότι ο θόρυβος θα τον έκανε να ξυπνήσει. Δεν περίμενε ότι η πόρτα θα άνοιγε απότομα κατευθείαν, και μαζί με αυτήν κι άλλες τέσσερις πόρτες εκεί γύρω. Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα που προκάλεσε τέτοια συγκέντρωση ενοίκων, αλλά η αμηχανία της μετατράπηκε απότομα σε έκπληκτη σύγχυση όταν έριξε μια βιαστική ματιά στα δεξιά και τ’ αριστερά της και είδε μονάχα κοντούς Ασιάτες να έχουν μαζευτεί στο διάδρομο, και μπροστά της ακόμα ένας.

«Συγγνώμη», κατάφερε να αρθρώσει, κι αμέσως μετά κάποιος την τράβηξε απότομα μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο όπου έπρεπε να κοιμάται ο Γουόρεν.

Δεν την κρατούσε κανένας, αλλά η πόρτα πίσω της έκλεισε. Στράφηκε για να κοιτάξει τον μικρόσωμο υπαίτιο –δεν ήταν ψηλότερος από εκείνη– όμως διαπίστωσε ότι δεν ήταν ένας αλλά δύο. Ο άλλος στεκόταν πίσω από την πόρτα. Μήπως τη φυλούσαν; Άραγε γι’ αυτό είχε ανοίξει τόσο γρήγορα; Και οι άλλες πόρτες; Μήπως κι εκείνοι οι άνθρωποι φυλούσαν κάτι; Θεέ μου, πού πήγε κι έμπλεξε;

Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να είχαν κλείσει ολόκληρο τον όροφο για αποκλειστική χρήση, πράγμα που σήμαινε ότι ο Γουόρεν βρισκόταν πιθανότατα σε διαφορετικό όροφο, ότι η διεύθυνση του ξενοδοχείου τού είχε ζητήσει να αλλάξει δωμάτιο προκειμένου να εξυπηρετήσει όλο αυτό το πλήθος. Ε τώρα πώς στην ευχή θα τον έβρισκε δίχως να ρωτήσει τον υπάλληλο στη ρεσεψιόν;

«Νομίζω ότι…»

«Μη μιλάς, κυρία».

«Μα έχω κάνει…»

«Μη μιλάς, κυρία». Ο ίδιος τύπος ήταν που τη διέκοψε, κι αυτή τη φορά με μεγαλύτερη έμφαση.

Η Έιμι φούντωσε απότομα από αγανάκτηση. Ήταν έτοιμη να την εκδηλώσει πάνω στον τύπο ξεσπώντας σε ουρλιαχτά, όταν άκουσε κάποιον που βρισκόταν στο κρεβάτι να γαβγίζει μια ασιατική διάλεκτο, με έναν τόνο στη φωνή του ακόμα πιο αγανακτισμένο απ’ όσο θα ήταν ο δικός της. Η Έιμι κοίταξε κλεφτά προς εκείνη την κατεύθυνση, για να δει έναν άντρα ακόμα, ο οποίος ανασηκώθηκε. Ήταν νεαρός – ή ίσως και όχι. Δεν ήταν σίγουρη. Φορούσε ένα άσπρο μεταξωτό πράγμα που έμοιαζε με τσουβάλι, που τον κάλυπτε απ’ το λαιμό ως κάτω. Μια πάρα πολύ μακριά μαύρη κοτσίδα έπεφτε στον ένα του ώμο. Είχε ακουστεί θυμωμένος, αλλά τα μαύρα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω στην Έιμι με εμφανές ενδιαφέρον.

Εκείνη πήρε τα μάτια της από πάνω του για να στρέψει ξανά την προσοχή της προς εκείνο τον τύπο που είχε υπάρξει τόσο αγενής. «Κοιτάξτε, συγγνώμη που τον ξύπνησα», ψιθύρισε. «Όμως μπορώ τώρα να φύγω; Είναι προφανές ότι έκανα λάθος».

Η απάντηση ήρθε από το κρεβάτι, μολονότι η Έιμι δεν κατάλαβε ούτε λέξη. Και ντρεπόταν κιόλας πάρα πολύ να ξανακοιτάξει προς εκείνη την κατεύθυνση. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο άντρας, του είχε ταράξει τον ύπνο του ανθρώπου. Ήταν ακόμα στο κρεβάτι του. Η περίσταση ήταν εξαιρετικά ανάρμοστη, δεν χωρούσε αμφιβολία ως προς τούτο.

Ο κοντός που είχε υπάρξει τόσο αγενής καταδέχτηκε να της μιλήσει ξανά. «Λέγομαι Λι Λιανγκ, κυρία. Θα μιλήσω για λογαριασμό του κυρίου μου. Ψάχνεις τον Αμερικανό καπετάνιο;»

Η Έιμι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της νευρικά. Δεν υπήρχε περίπτωση αυτοί να ήταν μέλη του πληρώματος του Γουόρεν, ε; Όχι, η σκέψη αυτή ήταν πολύ γελοία. Ίσως όμως να ήξεραν σε ποιο δωμάτιο είχε πάει ο Γουόρεν, πράγμα που θα τη γλίτωνε απ’ το να αναγκαστεί να πάει να ρωτήσει τον υπάλληλο στη ρεσεψιόν.

«Ξέρετε τον πλοίαρχο Άντερσον;»

«Ναι, μας είναι γνωστός», αποκρίθηκε ο Λι Λιανγκ. «Τον ξέρεις κι εσύ;»

Αλήθεια ή ψέματα, κι αν έλεγε ψέματα, να έλεγε σύζυγος ή μνηστήρας; Αυτοί δεν τη γνώριζαν. Δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ, οπότε ό,τι κι αν έλεγε τώρα θα μπορούσε να ανασκευαστεί. Ένα ψέμα, λοιπόν, για να γλιτώσει από ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία.

«Είναι μνηστήρας μου». Εντάξει, θα γινόταν.

Κάτι άλλο είπε ο κύριος που ήταν στο κρεβάτι, και αμέσως μετά ο Λι Λιανγκ είπε: «Μας δίνει μεγάλη χαρά που το ακούμε αυτό. Μπορεί να ξέρετε να πείτε και σ’ εμάς πού να τον βρούμε».

Η Έιμι αναστέναξε, καθώς σκέφτηκε ότι τελικά δεν θα απέφευγε να πάει να αντιμετωπίσει τον υπάλληλο της ρεσεψιόν. «Κι εγώ ήμουν έτοιμη να σας ρωτήσω το ίδιο πράγμα. Αυτό εδώ ήταν το δωμάτιό του, όπως θα ξέρετε, είμαι σίγουρη. Υποθέτω ότι μεταφέρθηκε σε άλλο όροφο».

«Δεν μένει πλέον σε αυτό το ξενοδοχείο».

«Άλλαξε ξενοδοχείο;» Κι ύστερα είπε, περισσότερο προς τον εαυτό της: «Καλά, γιατί δεν μου το είπε αυτό η αδερφή του;».

«Γνωρίζεις την οικογένειά του;»

Η Έιμι παρατήρησε τώρα την έξαψη στον τόνο της φωνής του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο. «Φυσικά και γνωρίζω την οικογένειά του. Η αδερφή του είναι παντρεμένη με το θείο μου».

Ο κύριος από το κρεβάτι κάτι είπε πάλι. «Αυτό μας ευχαριστεί ακόμα περισσότερο», είπε ο Λι Λιανγκ.

«Εντάξει, παραδίνομαι. Γιατί σας κάνω να χαίρεστε τόσο πολύ;»

Δεν της απάντησε κανείς – αντί για απάντηση, εισέπραξε άλλη μια ερώτηση. «Η αδερφή θα ξέρει πού μπορούμε να βρούμε τον καπετάνιο;»

«Είμαι σίγουρη πως θα ξέρει», μουρμούρισε θυμωμένα η Έιμι. «Και θα με είχε γλιτώσει από πολύ κόπο αν μου το είχε αναφέρει κι εμένα. Τώρα εγώ φεύγω, να αφήσω τον κύριό σας να κοιμηθεί. Και πάλι συγγνώμη για την αναστάτωση που του προκάλεσα».

«Δεν μπορείς να φύγεις, κυρία».

Η Έιμι όρθωσε το ανάστημά της, σφιγμένη και αλύγιστη. Αυτό της πρόσθεσε ακόμα έναν δυο πόντους σε σχέση με εκείνο τον κοντό τύπο, και η υπεροχή στο ύψος πήγαινε πλάι πλάι με την υπεροψία. Προφανώς ο τύπος δεν ήξερε τόσο καλά αγγλικά όσο νόμιζε.

«Δεν σε κατάλαβα;»

Εκείνος προσπάθησε πάλι. «Θα παραμείνεις εδώ ώσπου να έρθει ο καπετάνιος να μας βρει».

Αυτό την ξάφνιασε. «Δηλαδή, τον περιμένετε; Καλά, γιατί δεν μου το είπατε;»

Τώρα ο Λι Λιανγκ έδειξε δυσαρεστημένος. «Τον περιμένουμε να έρθει αφού μάθει ότι είσαι κι εσύ εδώ. Πρώτα πρέπει κάποιος να του το πει».

«Ω. Εντάξει, πηγαίνετε να του το πείτε. Υποθέτω ότι μπορώ να περιμένω λιγάκι», δέχτηκε η Έιμι. Φυσικά το να δει τον Γουόρεν με όλον αυτό τον κόσμο μπροστά δεν ήταν αυτό που είχε κατά νου. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, θεωρώ ότι είναι καλύτερο να τον δω κάποια άλλη στιγμή».

Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα. Και οι δυο κοντοί άντρες προχώρησαν και στάθηκαν μπροστά της.

Τα μάτια της Έιμι μισόκλεισαν. «Μήπως το είπα πολύ γρήγορα και δεν το καταλάβατε;»

«Απαιτούμε να στείλεις ένα μήνυμα στην αδερφή του καπετάνιου ώστε να τον πληροφορήσει εκείνη για το πού βρίσκεσαι».

«Σιγά μην απαιτείτε! Να ενοχλήσω τη θεία Τζορτζ τέτοια ώρα της νύχτας; Του θείου μου δεν θα του άρεσε καθόλου αυτό, και δεν είναι το είδος του ανθρώπου που θα ήθελες να είναι δυσαρεστημένος μαζί σου».

«Και τη δυσαρέσκεια του κυρίου μου όμως είναι να τη φοβάται κανείς».

«Είμαι σίγουρη πως έτσι είναι, αλλά αυτό είναι κάτι που οπωσδήποτε μπορεί να περιμένει για μια άλλη, πιο κατάλληλη ώρα», είπε εκείνη λογικά. «Ή μήπως δεν έχετε πάρει είδηση ότι είναι περασμένα μεσάνυχτα;»

«Η ώρα δεν έχει καμία σημασία».

«Εσείς είστε πολύ τυχεροί, όμως εμείς οι υπόλοιποι ζούμε τη ζωή μας με βάση το ρολόι. Δεν γίνεται, κύριε Λιανγκ».

Εκείνος έχασε την υπομονή του. «Θα κάνεις ό,τι σου λέμε, αλλιώς…»

Ένας ποταμός από εκείνη την ασιατική διάλεκτο τον διέκοψε. Η Έιμι έριξε ξανά μια κλεφτή ματιά προς το κρεβάτι. Ο κύριος εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί, στην ίδια πάντα μισοξαπλωμένη στάση, στηριγμένος στο ένα του χέρι, αλλά η έκφρασή του δεν είχε απολύτως τίποτα το ευχάριστο.

«Ίσως κάποιος πρέπει να μου εξηγήσει τι σημαίνουν όλα αυτά», είπε διστακτικά η Έιμι.

Ο κύριος της απάντησε, μολονότι ο Λι Λιανγκ ήταν αυτός που έκανε τη μετάφραση. «Λέγομαι Ζανγκ Γιατ-σεν. Ο Αμερικανός μού έκλεψε έναν οικογενειακό θησαυρό».

«Έκλεψε;» ρώτησε η Έιμι δύσπιστα. «Αυτό δεν ταιριάζει καθόλου με τον Γουόρεν».

«Ασχέτως του πώς το απέκτησε, με έχει ατιμάσει ώσπου να μου το επιστρέψει».

«Και δεν μπορούσατε απλώς να του ζητήσετε να σας το επιστρέψει;»

«Αυτό σκοπεύω να κάνω. Αλλά χρειάζεται ένα κίνητρο για να συμμορφωθεί».

Η Έιμι άρχισε να γελάει. «Και νομίζετε πως μπορεί να είμαι εγώ αυτό το κίνητρο; Λυπάμαι που θα το πω, αλλά τα φούσκωσα λιγάκι όταν είπα ότι είναι μνηστήρας μου. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι κάποια μέρα θα γίνει, βέβαια, αλλά για την ώρα παλεύει με νύχια και με δόντια για να αποφύγει το γάμο. Και για την ακρίβεια, μάλλον θα χαρεί αν εξαφανιστώ».

«Αυτό είναι μια πολύ σοβαρή πιθανότητα, κυρία, αν δεν έρθει να σε αναζητήσει», είπε κακόβουλα ο Λι Λιανγκ.