Η Τζορτζίνα άρχισε να ανησυχεί όταν είδε τις άμαξες να συγκεντρώνονται η μία πίσω από την άλλη έξω από το «Όλμπανι», όχι πολύ αργότερα αφότου ο Γουόρεν και ο Τζέιμς μπήκαν εκεί μέσα. Δεν θα ήταν ζήτημα που να προκαλεί ανησυχία αυτό, όμως ο θυρωρός καλούσε τους αμαξάδες δείχνοντάς τους προς τη μεριά ενός άντρα που έμοιαζε να είναι Κινέζος. Σύντομα κι άλλοι Ασιάτες έκαναν την εμφάνισή τους, για να φορτώσουν τις άμαξες με κιβώτια και αποσκευές.
Η βιασύνη τους ήταν ένα ζήτημα που προξενούσε μεγαλύτερη ανησυχία, και στην περίπτωση της Τζορτζίνα προξένησε απόλυτο πανικό, καθώς μέσα στο κεφάλι της άρχισαν να εκτυλίσσονται τα πιο φοβερά και τρομερά σενάρια. Η Έιμι δεν ήταν εκεί, ποτέ δεν είχε πάει. Ο Γουόρεν είχε οδηγήσει οικειοθελώς τον εαυτό του σ’ εκείνο τον εκδικητικό στρατηγό για το τίποτα, βασισμένος απλώς στις απερίσκεπτες εικασίες της αδερφής του. Ο Κινέζος στην πραγματικότητα δεν ήθελε το βάζο. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει εκδίκηση από τον Γουόρεν, οπότε ο Γουόρεν δεν είχε και κανένα πράγμα να παζαρέψει. Ο δε αγαπητός σύζυγός της δεν υπήρχε περίπτωση να είχε σηκώσει το χεράκι του για να τον σώσει. Ο αδερφός της είχε δολοφονηθεί και τώρα οι δολοφόνοι του προσπαθούσαν να διαφύγουν απ’ τη χώρα.
Που να πάρει ο διάολος, η Τζορτζίνα απεχθανόταν το γεγονός ότι την είχαν αφήσει στο σκοτάδι, ειλικρινά το απεχθανόταν. Μόνο και μόνο επειδή είχε αποκτήσει πρόσφατα μωρό δεν ήταν λόγος για να την αναγκάσουν να περιμένει στην άμαξα. Θα μπορούσε να είχε πάει κι αυτή μέσα, για να μάθει από πρώτο χέρι αν είχε στείλει τον αδερφό της στο θάνατό του ή στη σωτηρία της Έιμι.
Η κινητικότητα ελαττώθηκε μετά την άφιξη της πέμπτης άμαξας και οι Κινέζοι ξαναμπήκαν όλοι στο ξενοδοχείο. Η Τζορτζίνα δεν άντεχε άλλο. Είχε περάσει μισή ώρα και βάλε, χρόνος κάτι παραπάνω από αρκετός για να έχει ολοκληρωθεί η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση – ή να έχει διαπραχθεί ο οποιοσδήποτε φόνος.
Βγήκε από την άμαξα, αλλά πριν καν προλάβει να στραφεί στον Άλμπερτ, τον οδηγό τους, για να του πει τι επρόκειτο να κάνει, ξαναφάνηκαν οι Κινέζοι όλοι μαζί. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον καμιά εικοσαριά από δαύτους, αλλά ήταν αρκετά εύκολο να καταλάβει κανείς ποιος ήταν ο στρατηγός, από την πολύχρωμη μεταξωτή ρόμπα του. Φάνταζε εντελώς άκακος, σε καμία περίπτωση δεν φαινόταν άνθρωπος ικανός να ξαποστείλει τους άντρες του να σκοτώσουν κόσμο, όπως είχε κάνει στην Καντόνα. Όμως η εξουσία που ασκούσε στη χώρα του ήταν σχεδόν απόλυτη, κι ένα τέτοιο είδος εξουσίας μπορούσε οπωσδήποτε να γεννήσει σκληρότητα και μια παντελή περιφρόνηση για τους θεμελιώδεις κανόνες της κοινωνίας, ας πούμε, όπως το να σκοτώνεις κόσμο μόνο και μόνο επειδή εσύ δεν είσαι καλός στα στοιχήματα.
Η Τζορτζίνα έμεινε ακίνητη, αγωνιώντας σε στάση αναμονής, καθώς εκείνοι άρχισαν να στοιβάζονται στις πέντε άμαξες, όμως αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τη φρίκη που ένιωσε όταν συμπέρανε ότι, καθώς φαινόταν, κανένας άλλος δεν επρόκειτο να βγει από το ξενοδοχείο. Όμως τότε έκανε την εμφάνισή του ο Γουόρεν έχοντας ξοπίσω του άλλους δυο Ασιάτες, και η Τζορτζίνα παραλίγο να βάλει τα γέλια μ’ αυτά τα ανόητα πράγματα που είχε αφήσει το μυαλό της να φανταστεί. Απ’ ό,τι έδειχνε το πράγμα, ο Γουόρεν θα πήγαινε μαζί τους, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν νεκρός.
Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος της κι ύστερα μπήκε στην τελευταία άμαξα και κούνησε αδιόρατα το κεφάλι του, πράγμα που δεν της εξήγησε απολύτως τίποτα. Να μην ανησυχεί; Να μην το κουνήσει από την άμαξά της; Να μην τραβήξει προσοχή πάνω της; Τι πράγμα; Και μετά η ανακούφισή της που ο αδερφός της ήταν καλά –για την ώρα– μετατράπηκε ξανά σε τρόμο καθώς συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν όλοι παρόντες. Απόμεινε να κοιτάζει επίμονα την είσοδο του ξενοδοχείου, περιμένοντας, με κομμένη την ανάσα, αλλά κανένα ίχνος απ’ την Έιμι, κανένα ίχνος ούτε απ’ τον άντρα της, ενώ η πρώτη άμαξα ξεκίνησε κι έφυγε και ακολούθησαν και οι υπόλοιπες.
Πήρε την απόφασή της, τη μοναδική που μπορούσε να πάρει, πριν χαθεί και η τελευταία άμαξα απ’ τα μάτια της. «Ακολούθησε εκείνες τις άμαξες, και ιδίως την τελευταία, όπου είναι ο αδερφός μου, μέχρι να βεβαιωθείς ποιος είναι ο τελικός τους προορισμός. Και ύστερα γύρνα πίσω αμέσως. Πρέπει να μάθω τι έχει απογίνει με τον άντρα μου».
«Μα, μυλαίδη…»
«Χωρίς “μα”, Άλμπερτ, και μη χασομεράς, αλλιώς θα τους χάσεις απ’ τα μάτια σου».
Η Τζορτζίνα όρμησε βιαστικά μέσα στο ξενοδοχείο, με κατεύθυνση τον δεύτερο όροφο. Ο βρόντος που άκουγε στους τοίχους την οδήγησε από μόνος του στο παλιό δωμάτιο του Γουόρεν.
«Άντε, καιρός ήταν», άκουσε όταν άνοιξε με φόρα την πόρτα διάπλατα. Και μετά: «Να πάρει ο διάολος, τι στον κόρακα δουλειά έχεις εσύ εδώ, Τζορτζ;».
Η Τζορτζίνα κοντοστάθηκε για να χωνέψει τη δεύτερη δόση ανακούφισης που ένιωσε. Πολύ γρήγορα η ανακούφιση έγινε θυμηδία, ωστόσο, καθώς βρήκε τον άντρα της ξαπλωμένο στο πάτωμα με τα πόδια του σηκωμένα, να ακουμπούν πάνω στον τοίχο – με τα πόδια τον κλοτσούσε.
«Θα μπορούσα να σε ρωτήσω το ίδιο πράγμα, Τζέιμς – δηλαδή, τι διάβολο κάνεις εσύ εκεί κάτω;»
Ο Τζέιμς έβγαλε έναν ήχο απέραντου εκνευρισμού. «Προσπαθώ να τραβήξω την προσοχή του οποιουδήποτε. Να υποθέσω ότι θα μου πεις ότι με άκουσες ως έξω, στο δρόμο;»
Ήταν ο τόνος της φωνής του που την έκανε να θυμηθεί ότι τα τελευταία λόγια που της είπε ήταν «Δεν θα βγεις από αυτή την άμαξα για κανένα λόγο», το ίδιο ακριβώς πράγμα που είχε προσπαθήσει να της θυμίσει και ο Άλμπερτ.
«Εντάξει, όχι», είπε κι έπεσε στα γόνατα για να αρχίσει να του λύνει τα δεσμά. «Τους είδα όμως να φεύγουν όλοι, ένας προς έναν, με μοναδική εξαίρεση εσένα, και αυτό κατά κάποιο τρόπο άλλαζε τα πράγματα, δεν συμφωνείς κι εσύ;»
«Όχι, δεν συμφωνώ. Είναι πολύ κακό πράγμα για μια σύζυγο να μην κάνει αυτό που της λένε».
«Σταμάτα, Τζέιμς». Η Τζορτζίνα ρουθούνισε βαριά. «Έτσι δεν κάνω πάντα;»
«Άσχετο», μουρμούρισε θυμωμένα εκείνος.
«Μήπως θα προτιμούσες να τους ακολουθούσα; Μένοντας στην άμαξα, φυσικά».
«Θεέ και Κύριε, όχι».
«Ε τότε να χαίρεσαι που απλώς έστειλα τον Άλμπερτ να τους ακολουθήσει – ή μήπως εσύ ξέρεις πού πήγαν;»
«Στο λιμάνι, αλλά δεν έχω ιδέα σε ποιο σημείο. Σαλπάρουν για Αμερική».
«Όλοι τους;»
«Και η Έιμι μαζί».
«Τι πράγμα;»
«Αυτό είπα κι εγώ».
«Μα γιατί δεν έφερες αντίρρηση;»
«Σου φαίνεται ότι δεν έφερα;»
«Ω... Όμως σίγουρα ο Γουόρεν…»
«Προσπάθησε, Τζορτζ. Αυτό του το αναγνωρίζω. Και η αλήθεια είναι ότι έδειχνε έντρομος μπροστά στην ιδέα να τον χώσουν στο ίδιο πλοίο με το κορίτσι. Οφείλω να ομολογήσω ότι μπορεί να τον έκρινα λάθος αυτό τον κακότροπο – σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση. Πραγματικά δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί της».
«Είσαι σίγουρος;»
«Μα τον Θεό, μην τολμήσεις να ακουστείς απογοητευμένη!»
«Θα ακουστώ, αν θέλω», αποκρίθηκε εκείνη πεισματάρικα. «Όμως είτε αγαπιούνται είτε όχι, δεν είναι αυτό το ζήτημά μας τώρα. Υποθέτω ότι βάζουν πλώρη για το Μπρίτζπορτ, εκεί όπου βρίσκεται τώρα το βάζο. Με το που θα πάρουν το βάζο αυτοί οι άνθρωποι, θα τους αφήσουν ελεύθερους;»
«Έτσι λέει η συμφωνία που έγινε».
Η Τζορτζίνα συνοφρυώθηκε. «Μήπως άκουσα κάποιο “αλλά” στον τόνο της φωνής σου;»
«Ποπό, η ακοή σου έχει αυξηθεί αξιοσημείωτα, Τζορτζ, τι να πω».
Το σαρκαστικό του σχόλιο αναφερόταν στην προηγούμενη παρατήρηση που είχε κάνει στην Τζορτζίνα, ότι τάχα άκουσε τις κλοτσιές του από το δρόμο. Η Τζορτζίνα συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Δεν πρόκειται να αποφύγεις αυτή την ερώτηση, Τζέιμς Μάλορι».
Εκείνος αναστέναξε την ώρα που σηκωνόταν, αφού και το τελευταίο κομμάτι σκοινί είχε λυθεί. «Αυτή η συμφωνία έγινε».
«Ότι ο Γουόρεν και η Έιμι θα απελευθερωθούν αφού πρώτα το βάζο επιστραφεί;»
«Ναι».
«Αλλά;»
«Αμφιβάλλω αν αυτός ο Κινέζος στρατηγός έχει κανένα σκοπό να τιμήσει τη συμφωνία. Ενοχλήθηκε πολύ που αναγκάστηκε να πάρει το βάζο με αντάλλαγμα μόνο την Έιμι. Αυτό που θέλει είναι το βάζο αλλά και αντίποινα, θέλει αίμα».
«Ε λοιπόν, δεν μπορεί να τα έχει και τα δύο».
Ο Τζέιμς την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι του γι’ αυτή τη σταθερή και αμετακίνητη επιμονή της. «Είμαι σίγουρος ότι ο Κινέζος θα πέσει να πεθάνει που δεν θα του το επιτρέψεις, αγάπη μου».
«Αμάν μ’ αυτό το πικρόχολο χιούμορ σου. Το εννοώ».
Πέρασε το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της για να την οδηγήσει έξω απ’ το δωμάτιο. «Το ξέρω ότι το εννοείς. Και ο αδερφός σου πιθανότατα πιστεύει το ίδιο πράγμα που πιστεύω κι εγώ. Θα έχει χρόνο να βρει έναν τρόπο να προστατέψει και τον εαυτό του και την Έιμι».
«Εγώ γιατί εξακολουθώ να ακούω ένα “αλλά”;»
«Γιατί δεν τον εμπιστεύομαι καθόλου ότι θα κάνει σωστές ενέργειες. Αν ήταν μόνος του ας τα έκανε όσο μούσκεμα ήθελε, αλλά όχι τώρα που στην ιστορία είναι ανακατεμένη και η Έιμι».
«Ο Γουόρεν τυχαίνει να είναι πολύ πιο ικανός απ’ όσο τον θεωρείς εσύ».
«Δεν υπάρχει λόγος να μου επιτίθεσαι, Τζορτζ. Δεν ρίχνω το φταίξιμο σ’ εσένα που προέρχεσαι από μια οικογένεια που…»
«Μην το πεις», τον προειδοποίησε κοφτά η Τζορτζίνα. «Δεν έχω καμία όρεξη για τα συνηθισμένα σου υποτιμητικά σχόλια για την οικογένειά μου. Απλώς πες μου τι σχεδιάζεις να κάνεις».
«Να τους εμποδίσω να φύγουν, φυσικά».
Πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, όπως διαπίστωσαν όταν ο Άλμπερτ επέστρεψε και τελικά έφτασαν όλοι μαζί στο λιμάνι. Το αγκυροβόλιο που τους υπέδειξε ήταν εντελώς άδειο. Ο Τζέιμς δεν πήρε καθόλου καλά αυτή την τελευταία εξέλιξη.
Αφού έβρισε και ξεθύμανε, άρχισε να θρηνεί. «Δεν ήταν καιρός αυτός να μην έχω ένα πλοίο στη διάθεσή μου. Έπρεπε να είχα κρατήσει τη Μέιντεν Αν για τέτοιες έκτακτες περιστάσεις».
Η Τζορτζίνα δεν περίμενε πως θα το άκουγε αυτό. «Θες να πεις ότι θα πήγαινες στο κατόπι τους;»
«Εξακολουθώ να θέλω να το κάνω, αλλά θα κοστίσει μια ολόκληρη περιουσία να βρω έναν καπετάνιο πρόθυμο να σαλπάρουμε τώρα αμέσως, αν βέβαια μπορέσω να βρω έναν τέτοιο. Κι αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι θα ξέρει πού να βρει το πλήρωμά του, να έχει μπόλικες προμήθειες διαθέσιμες…» Ο Τζέιμς σταμάτησε, ίσα για να ξεσπάσει σε έναν ακόμα γύρο από εκλεκτές βρισιές. «Θα είναι θαύμα αν μπορέσω να βρω ένα πλοίο έτοιμο να σαλπάρει το πρωί».
Η Τζορτζίνα δίστασε μόνο μια στιγμή αλλά μετά είπε: «Υπάρχει το πλοίο του Γουόρεν, ο Νηρέας. Το πλήρωμα θα σαλπάρει για σένα αν τους πω τι έγινε, αλλά είναι αμφίβολο αν θα είναι όλοι τους παρόντες». Και εξαιρετικά αμφίβολο αν και κατά πόσο ο Γουόρεν θα εκτιμούσε το γεγονός ότι η αδερφή του παρέδωσε το πλοίο του στον χειρότερο εχθρό του.
Αλλά ο Τζέιμς σαφώς και αναθάρρησε μπροστά σ’ αυτή την ιδέα. «Αν είναι οργανωμένα τα πράγματα στο πλοίο του, κάποιος διαθέσιμος θα υπάρχει που να ξέρει πού να βρει το πλήρωμα».
«Για του λόγου το αληθές, όλα τα πλοία της “Σκάιλαρκ” τηρούν ένα ημερολόγιο που περιλαμβάνει ακριβώς αυτές τις πληροφορίες».
«Ε τότε μόνο οι προμήθειες θα είναι το θέμα που θα μας απασχολήσει. Μα τον Θεό, Τζορτζ, νομίζω ότι μου έδωσες το θαύμα που γύρευα. Βέβαια μπορεί να μην είμαι σε θέση να σαλπάρω πριν από αύριο το πρωί, αλλά άπαξ και βγούμε στ’ ανοιχτά, θα μπορέσω να καλύψω αυτό το κενό της μισής μέρας αρκετά γρήγορα».
«Δεν θα επιτεθείς στο πλοίο τους, έτσι;»
«Ενώ βρίσκεται εκεί μέσα και η Έιμι;» αποκρίθηκε ο Τζέιμς, κι αυτό ήταν αρκετό ως απάντηση.
«Τότε θα χρειαστεί να τους ακολουθήσεις σε όλη τη διαδρομή ως το Μπρίτζπορτ».
«Αυτό είναι το σχέδιο, Τζορτζ. Καιρού επιτρέποντος, και μαζί με λίγους επιδέξιους ελιγμούς, και θα μπορέσω να βάλω τον Νηρέα να πλέει ακριβώς από πίσω τους και να τους εμποδίσω να φύγουν από το λιμάνι ώσπου να συμφωνήσουν με τους δικούς μου όρους».
«Οι όροι σου θα περιλαμβάνουν και τον αδερφό μου, έτσι;» Όταν η Τζορτζίνα είδε ότι δεν έπαιρνε απάντηση, τον κέντρισε στα πλευρά. «Τζέιμς!»
«Είναι ανάγκη;»
Ακούστηκε τόσο συντετριμμένος, που η Τζορτζίνα έφτασε να του χαϊδέψει και το μάγουλο. «Μην το βλέπεις σαν να πηγαίνεις να τον σώσεις…»
«Θεός φυλάξει».
«…δες το σαν να είναι ότι κάνεις μια εξαιρετικά καλή πράξη που θα ταίριαζε σε έναν άγιο, κι εγώ θα πάψω να γκρινιάζω για το πόσο απαίσια του φέρεσαι κατά τα άλλα. Είμαστε σύμφωνοι;»
Ο Τζέιμς της χαμογέλασε. «Καλά, αφού το θέτεις έτσι…»
«Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που σε λατρεύω. Είναι τόσο εύκολο να τα πάει κανείς καλά μαζί σου».
«Φάε τη γλώσσα σου, Τζορτζ. Προσπαθείς να καταστρέψεις τη φήμη μου;»
Τον φίλησε για να του δείξει ότι δεν είχε κανένα τέτοιο σκοπό. «Λοιπόν, υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που θέλεις να σου πακετάρω όσο εσύ θα ετοιμάζεις τον Νηρέα;»
«Όχι, αλλά αν δεις τον Κόνι πουθενά, στείλ’ τον κάτω μαζί με τις βαλίτσες μου. Θα με τρελάνει στην γκρίνια αργότερα αν δεν του πω να έρθει κι εκείνος μαζί σ’ αυτή την καταδίωξη».
«Θα το απολαύσεις αυτό, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε με παράπονο η Τζορτζίνα.
«Ούτε να το σκέφτεσαι, όταν εγώ θα περνάω όλο μου τον καιρό αναλογιζόμενος πόσο θα μου λείπεις».
Το δύσπιστο βλέμμα της αποκάλυπτε τι γνώμη είχε γι’ αυτή την ετοιμόλογη απάντηση. «Ε τότε τυχερός είσαι που θα έρθω κι εγώ».
Ο Τζέιμς πήγε να της το αποκλείσει, θεωρώντας ότι θα ήταν μάταιο, οπότε αντί γι’ αυτό είπε: «Και τι θα γίνει με την Τζακ;».
Η Τζορτζίνα αναστέναξε. «Το ξέχασα αυτό προς στιγμήν. Υποθέτω πως οι περιπετειώδεις μέρες μου έχουν πια τελειώσει – ώσπου τουλάχιστον να μεγαλώσει λιγάκι. Θα προσέχεις όμως, Τζέιμς, εντάξει;»
«Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό».