Κεφάλαιο 39

«Απ’ ό,τι φαίνεται, αργήσαμε πολύ», παρατήρησε ο Κόνι.

«Εντάξει, μην κοιτάς εμένα», είπε ο Άντονι. «Δεν είμαι εγώ αυτός που μας έριξε σ’ εκείνη την καταιγίδα που κόντεψε να μας φτάσει στη Γροιλανδία. Ο αγαπητός μου αδερφός έχει αυτή την τιμή».

«Καλύτερα να μην πεις άλλα, ανόητε. Ο αγαπητός σου αδερφός είναι έτοιμος για μακελειό».

Αυτό δεν ήταν και εντελώς αλήθεια, αλλά πάντως κόντευε. Ο Τζέιμς στεκόταν από την άλλη μεριά του κρεβατιού και κοιτούσε το ζευγάρι που κοιμόταν, κι ευχήθηκε με την ψυχή του εκείνη η καταιγίδα να μην είχε μπει ανάμεσα σ’ αυτόν και στο θήραμά του. Του είχε πάρει δύο ολόκληρες βδομάδες να μειώσει την απόσταση ως το πλοίο που κυνηγούσε, αλλά και πάλι οι άλλοι απείχαν περίπου οχτώ ώρες, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το πλοίο του δεν κατάφερε να αγκυροβολήσει παρά μόνο σήμερα το πρωί, και γι’ αυτό βεβαίως δεν υπήρχε και κανένα ίχνος από το άλλο πλοίο. Αυτή ήταν η κατάληξη που είχαν τα σχέδιά του να στριμώξει τα πανούργα καθάρματα.

Δεν είχε υποθέσει ότι ο Νηρέας μπορεί να είχε φτάσει πρώτος. Είχε υποθέσει, και ορθά, ότι ο Γουόρεν είχε καταφέρει να διαπραγματευτεί επιτυχώς με τους Κινέζους και ότι τώρα θα μπορούσε να τον βρει κανείς στο σπίτι του. Τα δυο αδέρφια και ο Κόνι είχαν πάει κατευθείαν εκεί, μην μπορώντας να ελέγξουν την ανησυχία τους ώσπου να βεβαιώνονταν ότι η Έιμι ήταν καλά. Η οικονόμος των Άντερσον τους διαβεβαίωσε ότι ήταν καλά και τους είπε ότι ο πλοίαρχος και η φιλοξενούμενή του κοιμούνταν ακόμα.

Η οικονόμος έφυγε για να πάει να τους φέρει πρωινό να φάνε. Εκείνοι είχαν πάει αμέσως επάνω, για να βρουν το ζεύγος των αγνοουμένων. Ε, δεν περίμεναν ότι θα τους έβρισκαν και μαζί.

Τώρα ο Τζέιμς ήταν εκτός εαυτού από τα νεύρα του, αλλά ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε να σκοτώσει τον τύπο που ξεπαρθένιασε την Έιμι τη στιγμή που και ο ίδιος είχε κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα στην Τζορτζίνα. Την ίδια την αδερφή του Γουόρεν, και μάλιστα την κατέστησε και έγκυο. Αυτό που τον έβγαζε κυριολεκτικά απ’ τα ρούχα του ήταν ότι πλέον πάει, το θέμα τελείωσε. Τώρα πια θα έπρεπε να τον καλωσορίσουν στην οικογένεια, και όχι μόνο σαν κουνιάδο που θα μπορούσαν απλώς να τον ανέχονται και να τον αγνοούν, εδώ που τα λέμε, αλλά ως ανιψιό του Τζέιμς, από το γάμο του με την ανιψιά του. Άκου ανιψιό του! Που να πάρει ο διάολος και να σηκώσει!

«Θα μπορούσαμε να είμαστε μεγαλόψυχοι, θα έλεγα, και να υποθέσουμε ότι έχουν παντρευτεί», είπε ο Άντονι, αλλά το σχόλιό του τράβηξε πάνω του δυο βλέμματα γεμάτα θυμό και δυσφορία. «Ε εντάξει, δεν είναι και τόσο παρατραβηγμένο!»

Ο Κόνι οπισθοχώρησε για να βγει από τη μέση κι ύστερα είπε: «Γιατί δεν τον ρωτάς;».

«Εννοείται πως θα τον ρωτήσω».

Αλλά δεν ήταν απαλό σκουντηματάκι αυτό που έκανε στον Γουόρεν. Όντας τόσο κοντά του, ο Άντονι έσκυψε από πάνω του και του έριξε πρόχειρα μια ανάστροφη, για να του τραβήξει την προσοχή. Και του την τράβηξε, αμέσως μάλιστα. Με τέτοιο ξύπνημα, ο Γουόρεν πετάχτηκε απ’ τον ύπνο κατευθείαν.

Ο Άντονι είχε ήδη φύγει πάνω απ’ το κεφάλι του, ωστόσο ήταν ο πρώτος που είδε ο Γουόρεν. «Από πού διάολο ξεφύτρωσες εσύ;»

«Σου έχω μια καλύτερη ερώτηση, αγαπητέ», αποκρίθηκε ο Άντονι. «Έχεις παντρευτεί;»

«Μα τι διάολο ερώτηση…»

«Σχετικότατη, προς ώρας. Α, βλέπω ότι θυμήθηκες τώρα πως δεν κοιμάσαι μόνος. Λοιπόν;»

«Δεν την έχω παντρευτεί», είπε απότομα ο Γουόρεν.

Ο Άντονι πλατάγισε τη γλώσσα του. «Έπρεπε να είχες πει ψέματα, Γιάνκη, ή τουλάχιστον να πρόσθετες και τη λέξη “ακόμα” σ’ αυτό που είπες. Μεγάλη ηλιθιότητα εκ μέρους σου να μην το έχεις καταλάβει αυτό».

«Και ποιος είπε ότι είναι έξυπνος;»

Ο Γουόρεν γύρισε απότομα το κεφάλι του και είδε τον Κόνι να στέκεται στα πόδια του κρεβατιού, και μετά είδε και το γαμπρό του, αυτόν που μόλις είχε μιλήσει. «Χριστέ μου», είπε μέσα απ’ τα δόντια του κι έπεσε ξανά στο μαξιλάρι του αποκαμωμένος. «Πείτε μου ότι βλέπω όνειρο».

Ακούστηκε και η φωνή της Έιμι, καθώς ο ώμος του Γουόρεν τη σκούντησε αρκετά ώστε να ξυπνήσει επιτέλους. «Μα τι…»

«Έχουμε παρέα», τη διέκοψε ο Γουόρεν, με τη φωνή του να στάζει αηδία.

«Που να πάρει ο διάολος…» αλλά σταμάτησε απότομα τη φράση της καθώς είδε το θείο της τον Τόνι να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι και, με τα μάτια γουρλωμένα, ολοκλήρωσε τη φράση της με μια νότα φρίκης στη φωνή της, «έχουμε».

«Χαίρομαι που βλέπω ότι είσαι καλά, μικρούλα», είπε ο Άντονι, για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος».

Η Έιμι βόγκηξε και έχωσε το πρόσωπό της στον ώμο του Γουόρεν. Αλλά ο εφιάλτης έγινε ακόμα χειρότερος.

«Δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις αυτό, καλό μου κορίτσι», είπε ο Τζέιμς στην πλάτη της. «Ξέρουμε ποιος είναι ο φταίχτης εδώ πέρα».

«Όνειρο είναι», διαβεβαίωσε η Έιμι τον Γουόρεν. «Με το που θα ξυπνήσουμε, θα εξαφανιστούν».

Εκείνος μονάχα αναστέναξε. «Για μια φορά εύχομαι να μην ξεγελούσες τον εαυτό σου, Έιμι».

«Α, καλό αυτό». Ανασηκώθηκε για να τον αγριοκοιτάξει. «Έκτακτο. Και μη νομίζεις πως ξέχασα ότι προσπάθησες να με ξεφορτωθείς χθες το βράδυ. Τελειώσαμε, ε; Ποιος ξεγελάει ποιον;»

«Ξέρει να παίρνει την ευθύνη πάνω της, έτσι δεν είναι;» παρατήρησε ο Άντονι.

«Μου θυμίζει λιγάκι τη Ρέιγκαν και το συνήθειο που έχει να χειρίζεται επιδέξια όλες τις καταστάσεις», σχολίασε ο Κόνι.

«Κι έχουν και το ίδιο φρικαλέο γούστο στους άντρες, δυστυχώς», υπερθεμάτισε ο Τζέιμς.

«Πολύ αστείο, κύριοι», είπε ο Γουόρεν. «Όμως για χάρη της κυρίας, δεν πάτε να τσακιστείτε να φύγετε από δω για να ντυθούμε πρώτα, και συνεχίζουμε μετά;»

«Δεν φαντάζομαι να σου περνάει απ’ το μυαλό να το σκάσεις από το παράθυρο, ε;» απάντησε πρώτος ο Άντονι.

«Από τον δεύτερο όροφο;» αντιγύρισε ο Γουόρεν. «Δεν έχω καμιά όρεξη να σπάσω το λαιμό μου, ευχαριστώ».

«Αυτό είναι γελοίο, Γιάνκη», κάγχασε ο Άντονι. «Ο λαιμός σου είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να σε ανησυχεί τώρα δα».

«Αρκετά, Τόνι», είπε ο Τζέιμς. Και ύστερα στράφηκε προς τον Γουόρεν και δήλωσε όλο νόημα: «Απ’ όσο θυμάμαι, το γραφείο ήταν το ιδανικό δωμάτιο για τέτοιου είδους συζητήσεις. Να μην αργούμε».

Αμέσως μόλις έκλεισε η πόρτα ο Γουόρεν πετάχτηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται στα γρήγορα. Η Έιμι ανακάθισε αργά αργά, σκεπάζοντας τα στήθη της με το σεντόνι. Τα μάγουλά της εξακολουθούσαν να είναι κατακόκκινα. Είχε την εντύπωση ότι δεν θα ξεκοκκίνιζαν ποτέ.

Αν την είχαν βρει οι γονείς της, τότε θα μιλούσαμε για τον απόλυτο εξευτελισμό. Το να συζητάς να ξελογιάσεις έναν άντρα ήταν ένα πράγμα, αλλά το να σε τσακώσουν να το κάνεις κιόλας ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν ήθελε να αντικρίσει ξανά τους θείους της, με τίποτα. Αλλά δεν είχε επιλογή.

«Αν δεν ήξερα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, θα μου περνούσε απ’ το μυαλό ότι τα είχες προσχεδιάσει όλ’ αυτά», είπε ο Γουόρεν την ώρα που έβαζε το σακάκι του.

Η Έιμι σφίχτηκε με τα πικρά λόγια που άκουσε. Α, δεν μπορούσε να αντέξει μία από τις γνωστές του επιθέσεις τώρα δα, ειλικρινά δεν μπορούσε.

«Δεν σε ανάγκασα να μου κάνεις έρωτα χθες το βράδυ», επισήμανε.

«Μπα; Δεν με ανάγκασες;»

Η κατηγορία αυτή τη χτύπησε εκεί που πονούσε, αλλά ακόμα περισσότερο, την ανάγκασε να δει τον εαυτό της με τα δικά του μάτια. Εκείνος είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή ήταν που είχε θυμηθεί τι της είχε πει ο Τζέρεμι και το χρησιμοποίησε εναντίον του Γουόρεν. Γι’ αυτόν το λόγο, από την πρώτη στιγμή ήταν αποκλειστικά επικεντρωμένη στον εαυτό της πάνω στον αγώνα της να τον κερδίσει, δεν είχε λογαριάσει τα δικά του συναισθήματα ούτε μία φορά, το μόνο που πίστευε ήταν στα αισθήματα που ήταν σίγουρη ότι θα είχε ο Γουόρεν αργότερα. Όμως η τόση σιγουριά της δεν είχε αποδειχτεί θετικό πράγμα, άσχετα από το πόσο ισχυρή ήταν η διαίσθησή της πάνω στο ζήτημα. Είχε υπάρξει άδικη.

Σήκωσε το κεφάλι της για να του πει ότι λυπόταν πάρα πολύ, ότι δεν θα ξαναπροσπαθούσε να τον χειριστεί άλλη φορά, αλλά εκείνος είχε ήδη γλιστρήσει έξω απ’ το δωμάτιο.

«Ώστε εδώ μέσα σε ξυλοφόρτωσαν;» ρώτησε ο Άντονι τον αδερφό του καθώς έμπαιναν στο ευρύχωρο γραφείο στο κάτω πάτωμα. «Εντάξει, υπήρχε άφθονος χώρος γι’ αυτό».

«Σκάσε, Τόνι».

Όμως ο Άντονι ποτέ δεν ήταν τύπος που δεχόταν υποδείξεις, εκτός κι αν τον βόλευε. Στο ίδιο ύφος είπε: «Πρέπει να μου δείξεις και το άτιμο κελάρι μια και είμαστε εδώ, για να τα πω όλα στην Τζακ μια μέρα. Είμαι σίγουρος ότι θα ενθουσιαστεί να ακούσει πως ο θείος της κόντεψε να κρεμάσει τον πατέρα της».

Ο Τζέιμς πήγε να του ορμήσει. Ο Κόνι έδωσε έναν πήδο και μπήκε ανάμεσά τους. Κι εκείνη τη στιγμή μπήκε και ο Γουόρεν και είπε: «Δεν μπορούσατε να με περιμένετε;».

Τα δυο αδέρφια απομακρύνθηκαν αμέσως ο ένας απ’ τον άλλο. Ο Κόνι ίσιωσε το σακάκι του και είπε επιδοκιμαστικά: «Πάνω στην ώρα ήρθες, Γιάνκη. Κόντευαν να ξεχάσουν ότι εσένα θέλουν να πνίξουν».

«Ποιος θέλει να έχει τέτοια χαρά;» ρώτησε ο Γουόρεν κοιτάζοντας πότε τον έναν, πότε τον άλλο.

«Όχι εγώ, αγαπητέ», αποκρίθηκε ο Άντονι. «Τα έχω περάσει κι εγώ αυτά, έχε υπόψη σου, μολονότι εγώ δεν είχα τους κουνιάδους να με κυνηγούν από πίσω. Εδώ που τα λέμε, δεν υπήρχαν και κουνιάδοι. Από μόνος μου αποφάσισα να κάνω το σωστό».

Ο Γουόρεν στράφηκε προς τον Τζέιμς. «Εσύ θα παραστήσεις τον υποκριτή, δηλαδή;»

Μια στιγμή αργότερα ο Τζέιμς αποκρίθηκε: «Όχι. Αν βάλεις τα πράγματα στη θέση τους, δεν πρόκειται να σε πειράξω. Και δεδομένων των συνθηκών, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα και σας τσακώσαμε όπως σας τσακώσαμε, δεν έχεις κι άλλη επιλογή, έτσι δεν είναι;».

Ο Γουόρεν το ήξερε, γι’ αυτό άλλωστε ήταν και τόσο νευριασμένος ο ίδιος. Άλλο πράγμα να απολάμβανε τα θέλγητρα της Έιμι χωρίς να το μάθει ποτέ η οικογένειά της, και εντελώς άλλο το γεγονός ότι τώρα το είχαν μάθει.

«Θα την παντρευτώ», είπε μέσα απ’ τα δόντια του, «αλλά να με πάρει και να με σηκώσει αν ζήσω μαζί της και να με πάρει και να με σηκώσει αν ανεχτώ άλλη παρέμβαση από εσάς, καθίκια».

«Ε εντάξει, Θεέ και Κύριε, δεν είναι ανάγκη να είσαι τόσο διαλλακτικός», είπε ειρωνικά ο Άντονι. «Εμάς μας κάνει και μόνο το κομμάτι του γάμου».

«Θέλεις να με παντρευτείς;»

Ο Γουόρεν στράφηκε απότομα και είδε την Έιμι να στέκεται στο κατώφλι. Το μόνο που είχε κάνει ήταν να φορέσει όπως όπως το στραπατσαρισμένο φόρεμά της. Ήταν ξυπόλυτη. Τα δάχτυλά του είχαν βοηθήσει στο να γίνει τζίβα εκείνη η υπέροχη χαίτη από κατάμαυρα μαλλιά. Και αυτή η ζωντάνια που τόσο πολύ τη χαρακτήριζε, έλειπε.

Ο Γουόρεν ήταν πολύ θυμωμένος για να δώσει σημασία σ’ εκείνο το σφίξιμο στο στήθος του, πολύ θυμωμένος για να δει ότι η Έιμι οπλιζόταν με θάρρος για να ακούσει την απάντησή του. «Την ξέρεις ήδη την απάντηση σ’ αυτό. Ποτέ δεν έχω δείξει κάτι άλλο, ούτε μία φορά, έτσι δεν είναι;»

Η Έιμι μπορεί να ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτή την απάντηση, αλλά το να την ακούει στ’ αλήθεια… ύστερα απ’ όλα όσα είχαν ζήσει οι δυο τους τελευταία… μετά τη χθεσινή νύχτα… Ο πόνος ήταν σχεδόν αβάσταχτος, φούσκωνε μέσα στο στήθος της και στο λαιμό της. Όμως εκείνος στεκόταν εκεί, θυμωμένος και πιο πεισματάρης από ποτέ, κι εκείνη προτιμούσε να πεθάνει παρά να τον αφήσει να καταλάβει πόσο πολύ την είχε πληγώσει.

«Ε τότε αυτό τα τακτοποιεί όλα», είπε πρακτικά.

«Ούτε κατά διάνοια, καλό μου κορίτσι», είπε ο Τζέιμς. «Δεν έχει καμία απολύτως σημασία τι προτιμάει αυτός».

«Φυσικά και έχει. Δεν θα τον παντρευτώ».

«Ξέρεις τι θα πει ο πατέρας σου γι’ αυτό;» ρώτησε ο Τζέιμς μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του.

Μα η Έιμι απάντησε μονάχα: «Εγώ δεν πρόκειται να τον παντρευτώ μέχρι να μου το ζητήσει».

«Το πείσμα σου δεν έχει όρια, μικρή», είπε ο Άντονι τραβώντας την προσοχή πάνω του.

«Και βέβαια θα σου ζητήσει να τον παντρευτείς, Έιμι. Σου το εγγυώμαι», πρόσθεσε ο Τζέιμς.

«Αν μου το ζητήσει έτσι, δεν μετράει. Πρέπει να το εννοεί, κι εγώ πρέπει να ξέρω ότι το εννοεί. Σου το έχω ξαναπεί, θείε Τζέιμς, ότι δεν πρόκειται να τον παντρευτώ αν έρθει στη γαμήλια τελετή με το ζόρι. Λοιπόν, μ’ αυτό κλείνει η συζήτηση. Θα ήθελα να πάω σπίτι μου το συντομότερο δυνατόν, αν μπορεί να το κανονίσει κάποιος από εσάς».

Δεν έριξε στον Γουόρεν άλλη ματιά. Απλώς αποσύρθηκε κι έφυγε τόσο αθόρυβα όπως είχε έρθει. Αλλά η οργή που άφησε πίσω της ήταν οφθαλμοφανής, τουλάχιστον για δύο από τους παρευρισκομένους στο χώρο.

«Να πάρει ο διάολος», γρύλισε ο Τζέιμς.

«Λοιπόν, αυτό σε βγάζει από την υποχρέωση, Γιάνκη». Ο Άντονι το είπε αυτό με μια φωνή γεμάτη απέχθεια. «Σημαίνει όμως επίσης ότι θα τσακιστείς να μείνεις μακριά της, αλλιώς θα σε σκοτώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια».

Ο Γουόρεν δεν ανησυχούσε καθόλου γι’ αυτή την απειλή, γιατί κι αυτός δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να ξαναπλησιάσει ποτέ την Έιμι. Όμως δεν ήταν σίγουρος αν αυτό που ένιωθε ήταν ανακούφιση, κι αν δεν ήταν, τότε τι στο διάβολο ήταν αυτό που τον πονούσε ως το μεδούλι και τον έκανε να θέλει να τρέξει ξοπίσω της; Όχι δηλαδή ότι θα υπέκυπτε κιόλας σ’ αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα.

Για να πάψει να αναρωτιέται, στράφηκε στον Τζέιμς και ρώτησε: «Αλήθεια, πώς καταφέρατε και φτάσατε ως εδώ τόσο γρήγορα;».

«Με το πλοίο σου».

Υπό κανονικές συνθήκες ο Γουόρεν θα είχε γίνει έξαλλος που άκουσε τέτοιο πράγμα, αλλά για να λέμε την αλήθεια, χάρηκε που τώρα είχε το πλοίο του στη διάθεσή του. Θα πήγαινε εκεί αμέσως.

«Τότε, εμένα με συγχωρείτε, κύριοι. Παρακαλώ, σαν στο σπίτι σας. Εγώ πάω στον Νηρέα να δω τι έχει απομείνει απ’ αυτόν».

Αυτό ήταν ένα καρφί για τις ναυτικές ικανότητες του Τζέιμς, που πήγε και καρφώθηκε κατευθείαν στην καρδιά του. «Όχι και πολλά», είπε ανταποδίδοντας το καρφί.

Ο Γουόρεν δεν τσίμπησε το δόλωμα. «Φαντάζομαι πως καταλαβαίνετε, δεδομένων των συνθηκών, γιατί δεν είμαι σε θέση να σας προσφέρω μεταφορά πίσω στην Αγγλία».

«Ναι, σιγά μη βάζαμε εσένα και την Έιμι μαζί στο ίδιο πλοίο άλλη φορά», μουρμούρισε θυμωμένα ο Άντονι.

Ο Γουόρεν δεν τσίμπησε ούτε αυτό το δόλωμα. «Ε τότε πιθανότατα δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ».

Αλλά έκαναν λάθος.