Τα αδέρφια του Γουόρεν είχαν φύγει νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα για να γυρίσουν στην Αγγλία μαζί με τον καινούριο διευθυντή. Αν σάλπαρε κι αυτός αμέσως, υπήρχε μία περίπτωση να τους συναντήσει στη θάλασσα και έτσι θα απέφευγε να πάει κι αυτός στην Αγγλία για να δώσει εξηγήσεις.
Δεν σάλπαρε αμέσως. Βρήκε όμως ποια άλλα πλοία θα αναχωρούσαν για εκείνη την περιοχή του κόσμου. Το ένα απ’ αυτά ήταν προγραμματισμένο να φύγει σε τρεις μέρες. Ο Γουόρεν περίμενε ότι η Έιμι θα έμπαινε σ’ αυτό. Κι απ’ τη στιγμή που εκείνη και οι θείοι της θα έφευγαν τόσο σύντομα, πραγματικά δεν υπήρχε λόγος και γι’ αυτόν να ξαναπάει στο Λονδίνο. Θα αναλάμβαναν αυτοί να εξηγήσουν στ’ αδέρφια του. Ο καινούριος διευθυντής θα πήγαινε να εγκατασταθεί στο γραφείο της «Σκάιλαρκ». Αυτός δεν είχε τίποτ’ άλλο να κάνει στο Λονδίνο – εκτός από το να είναι κοντά στην Έιμι, πολύ κοντά για να μπορεί να διατηρεί την ψυχική του ηρεμία.
Αυτό το τελευταίο τον οδήγησε στην απόφαση να αποφύγει εντελώς την Αγγλία για μερικά χρόνια, και πολύ περισσότερο αφού ήδη δυσκολευόταν να μείνει μακριά από το σπίτι του ενόσω βρισκόταν ακόμη εκεί η Έιμι. Ο Γουόρεν εξακολουθούσε να έχει τη βασανιστική αίσθηση ότι δεν έπρεπε να είχε αφήσει να λήξει το πράγμα μεταξύ τους έτσι όπως έληξε, ότι έπρεπε να είχε βρει χρόνο να της εξηγήσει, κατ’ ιδίαν, για ποιο λόγο συνέχιζε να μη θέλει να την παντρευτεί· ότι δεν του έφταιγε εκείνη αλλά ο γάμος αυτός καθαυτόν. Φυσικά εκείνη πιθανότατα το ήξερε αυτό, μια και γνώριζε τόσο πολλά για το παρελθόν του, της ιστορίας του με τη Μαριάν συμπεριλαμβανομένης, αλλά δεν θα ήταν κακό να επαναλάβει άλλη μια φορά γιατί δεν θα της ζητούσε να γίνει γυναίκα του.
Και δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του την εικόνα της, όπως την είχε δει τελευταία φορά, μ’ εκείνο το μείγμα από πόνο, ήττα και πείσμα που την έκανε να αλλάξει όψη, την έκανε να δείχνει μεγαλύτερη από δεκαοχτώ χρόνων, κι έκανε κι αυτόν να θέλει να την παρηγορήσει. Τον είχε βγάλει από τη δύσκολη θέση αρνούμενη να τον παντρευτεί παρά μόνο με τους δικούς της όρους. Γι’ αυτό το πράγμα ο Γουόρεν της ήταν ευγνώμων – ή θα έπρεπε να είναι. Πάντως η καθαρή αλήθεια ήταν ότι είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί.
Χριστέ μου, δεν θα το άφηνε και αυτό να τον επηρεάσει, ε;
Ο Γουόρεν έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και στις τσάρκες με τους παλιόφιλους. Την ημέρα που αναχώρησε η Έιμι, εκείνος πήγε κι έγινε τύφλα στο μεθύσι και πέρασε την επόμενη μέρα στο κρεβάτι ευχόμενος να μην του είχε συμβεί αυτό· κι ύστερα συνέχισε τη ζωή του. Ξαναγύρισε να μείνει στο σπίτι του, αλλά όχι στην κρεβατοκάμαρά του, γιατί οι τελευταίες αναμνήσεις που είχε από εκεί μέσα παραήταν έντονες για να τις αντέξει. Προγραμμάτισε ένα δρομολόγιο στις Δυτικές Ινδίες που θα κρατούσε κάμποσους μήνες, αγόρασε το φορτίο και πέρασε το τελευταίο βράδυ του στην πόλη μαζί με τον Μακ, ο οποίος πολύ συνετά απέφυγε να αναφέρει οτιδήποτε που να είχε σχέση με τους Μάλορι.
Την ημέρα που θα αναχωρούσε, πήγε ως το λιμάνι με τα πόδια για να απολαύσει τον καιρό, ήταν τέλη καλοκαιριού, αλλά με τη διάθεση που είχε, δεν αποκόμισε καμία χαρά. Πέντε μέρες είχαν περάσει από τότε που έφυγε η Έιμι από την πόλη, και του γινόταν όλο και πιο εύκολο να μην τη σκέφτεται. Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται. Αλλά θα γινόταν πιο εύκολο. Έπρεπε να γινόταν, γιατί οι αναμνήσεις είχαν αρχίσει στ’ αλήθεια να τον πονούν.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, η βόλτα του μέσα απ’ την πόλη είχε και τα απρόοπτά της. Στρίβοντας από μια γωνία ενός δρόμου που έβγαζε στο λιμάνι, ο Γουόρεν είδε τη Μαριάν, και όλη εκείνη η παλιά του πικρία φούσκωσε απότομα και κόντεψε να τον πνίξει. Ντυμένη στο κίτρινο του ήλιου, μέχρι και η ομπρέλα της ήταν κίτρινη, τα πάντα πάνω της έδειχναν πως ήταν γυναίκα κάποιου πλούσιου, παρ’ όλα αυτά ο Γουόρεν είχε μάθει πως χώρισε. Δεν ήταν σίγουρος για το πώς αισθάνθηκε γι’ αυτό, αν αισθάνθηκε κάτι, γιατί δεν είχε προλάβει να το σκεφτεί και καθόλου.
Θα έπρεπε να περάσει από μπροστά της για να φτάσει στο λιμάνι. Σιγά μην το έκανε αυτό! Έκανε μεταβολή για να περάσει στην απέναντι μεριά του δρόμου, μα εκείνη τον είχε δει. Σφίχτηκε όταν την άκουσε να φωνάζει το όνομά του, αλλά δεν κουνήθηκε απ’ τον τόπο του. Περίμενε εκείνη να τον πλησιάσει, να αναγκαστεί να πάει εκείνη σ’ αυτόν. Κάποτε θα τσακιζόταν να κάνει ό,τι κι αν του ζητούσε. Τώρα με το ζόρι άντεχε ακόμα και να τη βλέπει, αν και με τα ξανθά της μαλλιά και τα ανοιχτογάλαζα μάτια της εξακολουθούσε να είναι το ίδιο όμορφη όπως πάντα.
«Πώς είσαι, Γουόρεν;»
«Δεν έχω διάθεση για χαλαρή κουβεντούλα», αποκρίθηκε εκείνος κοφτά. «Γι’ αυτό, θα μου επιτρέψεις…»
«Είσαι ακόμα πικραμένος; Έλπιζα πως θα σου είχε περάσει».
«Γιατί;» κάγχασε εκείνος. «Μήπως σκέφτεσαι να το ξαναπιάσουμε από εκεί που το άφησες;»
«Όχι. Εγώ πήρα αυτό που ήθελα, την ελευθερία μου απ’ όλους τους άντρες. Δεν θα την απαρνιόμουν για κανένα λόγο».
«Ε τότε τι συζητάμε;»
Του χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο που ο Γουόρεν θυμόταν ότι υποδήλωνε υπομονή. Το είχε ξεχάσει αυτό της το χαρακτηριστικό, την ανεξάντλητη υπομονή, τίποτα να μην μπορεί να την ταράξει. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, περισσότερο σήμαινε έλλειψη συναισθημάτων από μέρους της, κάτι το εντελώς διαφορετικό από την υπομονή της Έιμι, ή μάλλον ανοχή πες καλύτερα, γιατί η Έιμι ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από υπομονετική.
«Μου πέρασε απ’ το μυαλό να έρθω στο σπίτι σου, ξέρεις», του είπε, «όταν έμαθα ότι γύρισες. Μα δεν είχα το θάρρος. Γι’ αυτό χαίρομαι που έπεσα τυχαία πάνω σου, γιατί ήθελα να σου πω ότι λυπάμαι που πήρα μέρος στη μηχανορραφία του Στίβεν. Δεν μπορούσα να σου το πω πριν αυτό, αλλά τώρα που χώρισα, μπορώ».
«Κι εγώ τώρα θα πρέπει να το πιστέψω;»
«Δεν θα σε παρεξηγήσω αν δεν το πιστέψεις, απλώς εγώ είχα την ανάγκη να καθαρίσω τη συνείδησή μου. Όχι ότι θα είχα κάνει αλλιώς, πάντως ποτέ δεν αισθάνθηκα καλά που το έκανα».
«Τι έκανες, Μαριάν; Για τι διάβολο πράγμα μιλάς;»
«Ο Στίβεν τα είχε στήσει όλα – μ’ εσένα κι εμένα. Ήταν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο που το είχε συλλάβει πριν εσύ κι εγώ γνωριστούμε καν. Κι εσύ ξεγελάστηκες απ’ αυτό. Ήσουν νέος και εύπιστος, και το σχέδιο ήταν απλό. Να έρθουν έτσι τα πράγματα ώστε να με ερωτευτείς, κι ύστερα να σε παρατήσω για τον χειρότερο εχθρό σου. Αλλά το μωρό ήταν κομμάτι της συμφωνίας. Το ίδιο και το διαζύγιο, εδώ που τα λέμε. Όπως είπα, τα είχε σχεδιάσει όλα εκ των προτέρων. Το μόνο που του χρειαζόταν ήταν μια γυναίκα για να φέρει το σχέδιο σε πέρας, και βρήκε αυτή τη γυναίκα στο δικό μου πρόσωπο, γιατί αυτό που μου πρόσφερε ως αντάλλαγμα ήταν πολύ καλό για να το απορρίψω. Να γίνω πλούσια και ανεξάρτητη, δίχως να χρειάζεται να δίνω λογαριασμό σε κανέναν άντρα. Αυτό ήταν το δέλεαρ. Γι’ αυτό το έκανα».
Ο Γουόρεν παραήταν δύσπιστος εκείνη τη στιγμή για να οργιστεί. «Το μωρό ήταν κι αυτό κομμάτι του σχεδίου;»
«Ναι. Αυτά που είχε σκοπό να πει ο Στίβεν αν προσπαθούσες να διεκδικήσεις το παιδί, ήταν αλήθεια. Κοιμόμουν μαζί του. Επέμενε πάνω σ’ αυτό, όχι επειδή του άρεσα ή κάτι τέτοιο, αλλά για να βεβαιωθεί ότι θα προέκυπτε κάποιο παιδί. Βλέπεις, δεν τον ένοιαζε ποιος θα ήταν ο πατέρας του παιδιού, φτάνει να πίστευες ότι ήσουν εσύ».
«Ποιανού ήταν το παιδί;»
Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Ειλικρινά δεν ξέρω. Δεν είχα σκοπό να το κρατήσω –κι αυτό ήταν κομμάτι της συμφωνίας– γι’ αυτό προσπάθησα να μη δεθώ πολύ μαζί του».
«Ο Στίβεν σκότωσε το μωρό;»
Ο Γουόρεν την ξάφνιασε. «Αυτό πίστευες εσύ; Όχι. Εδώ είναι το αστείο της υπόθεσης. Ο Στίβεν στην πραγματικότητα το αγαπούσε αυτό το αγοράκι. Ειλικρινά του στοίχισε πάρα πολύ όταν συνέβη εκείνο το ατύχημα».
«Βάζω στοίχημα».
Η Μαριάν συνοφρυώθηκε. «Τον άφησες να νικήσει, έτσι δεν είναι; Τα άφησες να γίνουν όλα όπως τα είχε σχεδιάσει».
«Δεν νομίζω ότι είχα και πολλές επιλογές, έτσι αφελής βλάκας καθώς ήμουν».
«Εγώ για τώρα μιλάω. Λες να μη βλέπω πόσο πικραμένος εξακολουθείς να είσαι; Γιατί δεν το αφήνεις πίσω σου, απλώς, και να το ξεχάσεις; Δεν ξέρεις ότι ο μόνος λόγος που μείναμε παντρεμένοι για τόσο καιρό ήταν γιατί ο Στίβεν πίστευε ότι μ’ αγαπάς ακόμα; Η συμφωνία ήταν ότι θα έπαιρνα το διαζύγιο έπειτα από λίγα χρόνια, αλλά εκείνος δεν μου το έδινε, για όσο καιρό θεωρούσε ότι ο γάμος μας θα εξακολουθούσε να είναι αγκάθι στην καρδιά σου. Ο μόνος λόγος που το πήρα επιτέλους ήταν ότι εσύ δεν περνούσες αρκετό καιρό εδώ γύρω ώστε ο Στίβεν να νιώθει εκείνη την κρυφή χαρά».
«Δηλαδή αναγκάστηκες να κολλήσεις μαζί του περισσότερο καιρό απ’ όσο υπολόγιζες. Λες να δίνω δεκάρα γι’ αυτό;»
«Ίσως να θέλεις να μάθεις ότι ποτέ δεν τον αγάπησα, ούτε κι εκείνος εμένα, όλα αυτά τα χρόνια».
«Δηλαδή τελικά υπάρχει δικαιοσύνη;»
«Μπορεί επίσης να θέλεις να ξέρεις ότι βαρέθηκε με την τελευταία του μηχανορραφία και ψάχνει να βρει καινούρια».
«Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα έκανα το ίδιο λάθος δύο φορές;»
«Όχι, απλώς θεώρησα ότι θα έπρεπε να ξέρεις πως το πράγμα δεν τελείωσε, όσον αφορά αυτόν τουλάχιστον. Σε μισεί πάρα πολύ, βλέπεις. Κάποτε αναρωτιόμουν αν ήταν εντελώς καλά στα μυαλά του που ήθελε να κάνει όλες αυτές τις τρέλες με μόνο λόγο τις προσβολές και τα μαυρισμένα μάτια από την παιδική ηλικία, μικροπράγματα που δεν έπρεπε να έχουν καμία απολύτως σημασία. Όμως εκείνος ήταν έξω φρενών κι έλεγε ότι αυτά τα παιδιάστικα περιστατικά τον είχαν ντροπιάσει μπροστά στον πατέρα του, και ότι ο πατέρας του τον εξευτέλιζε και τον ταπείνωνε επειδή είχε χάσει σ’ εκείνες τις μάχες μαζί σου. Μισούσε και τον πατέρα του, αλλά δεν το παραδέχτηκε ποτέ αυτό – το είχε μπερδέψει μαζί σου, θα έλεγα. Εσένα μπορούσε να σε μισήσει πιο εύκολα. Δεν χρειαζόταν να νιώθει ένοχος γι’ αυτό».
«Ο Στίβεν μπορεί να πάει στο διάβολο, καρφάκι δεν μου καίγεται, αλλά εσύ… εσύ θα έπρεπε να μου είχες πει ότι ήσουν διαθέσιμη για τα λεφτά, Μαριάν. Θα τον συναγωνιζόμουν στην τιμή σου».
Η προσβολή εκείνη την άγγιξε βαθιά κι έβαψε τα μάγουλά της κόκκινα, στο χρώμα του θυμού. «Πώς να ξέρεις εσύ τι σημαίνει να είσαι φτωχός και να μην έχεις τίποτα; Εσύ πάντα είχες ό,τι κι αν ζητούσες. Δεν μου άρεσε που σε εξαπάτησα μ’ αυτό τον τρόπο. Δεν περίμενα να είσαι τόσο γλυκός και διασκεδαστικός – τουλάχιστον έτσι ήσουν κάποτε. Όμως εγώ είχα κάνει τη συμφωνία. Κι έπρεπε να την τηρήσω».
«Ναι, για τα λεφτά», είπε ο Γουόρεν αηδιασμένος.
«Λοιπόν, άκου και μια πληροφορία που δεν θα σου κοστίσει τίποτα, Γουόρεν. Εκείνη η νεαρή κοπέλα που έμενε στο σπίτι σου; Κυκλοφορεί στην πόλη η φήμη ότι την εξέθεσες αλλά εκείνη αρνήθηκε να σε παντρευτεί. Και ο Στίβεν έφυγε από δω με το πλοίο της. Όπως είπα, έψαχνε να βρει έναν καινούριο τρόπο να σε πληγώσει. Απ’ ό,τι φαίνεται, μπορεί να πιστεύει ότι τον βρήκε».