Κεφάλαιο 1

Λονδίνο, 1819

Η σερβιτόρα αναστέναξε μια και δυο φορές, γιατί οι τρεις όμορφοι κύριοι, όλοι τους νεαροί λόρδοι κατά πώς φαινόταν, δεν της είχαν ζητήσει τίποτ’ άλλο παρά μόνο ποτά, μολονότι εκείνη έβαλε τα δυνατά της για να τους κάνει να καταλάβουν ότι ήταν διαθέσιμη και για περισσότερα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να τριγυρίζει το τραπέζι τους, ελπίζοντας ότι κάποιος απ’ αυτούς μπορεί να άλλαζε γνώμη, ειδικά εκείνος με τα κατάξανθα μαλλιά και τα λάγνα πράσινα μάτια, μάτια που υπόσχονταν απερίγραπτες ηδονές, φτάνει να μπορούσε να τον βάλει στο χέρι. Ο Ντέρεκ, έτσι είχε ακούσει να τον αποκαλούν, αιχμαλώτισε την καρδιά της με το που διάβηκε το κατώφλι της πόρτας. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί έναν άντρα τόσο όμορφο – μέχρι που μπήκε ύστερα απ’ αυτόν ο νεότερος απ’ τους τρεις.

Μα ήταν ανάγκη να είναι τόσο νεαρός; Απίστευτο κρίμα, γιατί η εμπειρία της με αγόρια της ηλικίας του την είχε αφήσει ανικανοποίητη σε θλιβερό βαθμό. Από την άλλη, ο νεαρός αυτός είχε μια διαβολεμένα πονηρή σπίθα στο βλέμμα του, που την έκανε να αναρωτιέται μήπως υπήρχε περίπτωση να ξέρει πώς να ικανοποιήσει μια γυναίκα, παρά την τρυφερή του ηλικία. Ψηλότερος από τους δυο μεγαλύτερους συντρόφους του και με πιο φαρδιές πλάτες, με μαλλιά κατάμαυρα σαν τα μεσάνυχτα και μάτια στο πιο καθαρό μπλε του κοβαλτίου, ήταν τόσο γοητευτικός που η κοπέλα ένιωθε κάτι παραπάνω από πρόθυμη να το ανακαλύψει.

Ο τρίτος άντρας της συντροφιάς, που έμοιαζε να είναι και ο μεγαλύτερος, δεν ήταν τόσο όμορφος όσο οι δυο φίλοι του, ωστόσο, για να λέμε την αλήθεια, ήταν κι αυτός αντιπροσωπευτικό δείγμα ανδρικής γοητείας, απλώς τον ξεπερνούσαν οι άλλοι δυο, που η ομορφιά τους έκανε την καρδιά σου να σταματάει. Η κοπέλα αναστέναξε ξανά, περιμένοντας, ελπίζοντας· της έτρεχαν τα σάλια, αλλά φοβόταν πως ήταν γραφτό να απογοητευτεί απόψε, μια και αυτοί δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο πέρα από τα ποτά και την κουβέντα τους.

Αδιαφορώντας για τις λάγνες σκέψεις που ταξίδευαν προς το μέρος τους –δεν ήταν δα και τίποτα το πρωτόγνωρο γι’ αυτούς τους τρεις– ξαφνικά άλλαξαν το θέμα της φιλικής τους συζήτησης στο τραπέζι, έπειτα από ένα τέτοιο λάβρο, επίμονο βλέμμα.

«Μα πώς το κάνει, Ντέρεκ;» γκρίνιαξε ο Πέρσι μασώντας λιγάκι τις συλλαβές καθώς μίλησε. Αναφερόταν στο νεαρότερο μέλος της συντροφιάς τους, τον Τζέρεμι, ξάδερφο του Ντέρεκ. «Κατεβάζει το ένα ποτήρι μετά το άλλο, όπως ακριβώς σ’ το λέω, κι όμως κάθεται εκεί πέρα και δεν έχει μεθύσει ούτε τόσο δα!»

Οι δυο ξάδερφοι Μάλορι αντάλλαξαν ένα πλατύ χαμόγελο. Αυτό που δεν γνώριζε ο Πέρσι ήταν πως μια ομάδα πειρατών είχε διδάξει στον Τζέρεμι όλα όσα ήξερε περί πιοτών και γυναικών. Όμως αυτό έμενε μυστικό, μονάχα η οικογένεια το γνώριζε· όπως και το γεγονός ότι ο πατέρας του Τζέρεμι, ο Τζέιμς Μάλορι, υποκόμης του Ράιντινγκ, είχε υπάρξει ο αρχηγός αυτών ακριβώς των πειρατών τον καιρό εκείνο που ήταν γνωστός ως Γεράκι. Οπωσδήποτε στον Πέρσιβαλ Άλντεν, ή Πέρσι, όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, δεν θα το έλεγαν ποτέ. Ο παλιόφιλος ο Πέρσι δεν μπορούσε να κρατήσει μυστικό με καμία δύναμη στον κόσμο.

«Ο θείος μου ο Τζέιμς με δασκάλεψε να του βάζω νερό στα πιοτά του, καταλαβαίνεις». Ο Ντέρεκ ξεφούρνισε το απόλυτο ψέμα εντελώς σοβαρός και αγέλαστος. «Αλλιώς δεν θα άφηνε τον νεαρό να βγει έξω μαζί μου».

«Θεέ μου, τι φοβερό!» άλλαξε τη γνώμη του ο Πέρσι, νιώθοντας συμπόνια πλέον, τώρα που βεβαιώθηκε ότι ένας δεκαοχτάχρονος δεν τον έβαζε κάτω στο πιόμα.

Στο κάτω κάτω ο Πέρσι, στα είκοσι οχτώ του, ήταν ο μεγαλύτερος απ’ τους τρεις. Το λογικό ήταν πως αυτός έπρεπε να είναι πιο γερό ποτήρι και απ’ τους δυο άλλους συντρόφους του. Φυσικά ο Ντέρεκ, στα είκοσι πέντε του, ανέκαθεν ήταν σε θέση να τον κάνει να νιώθει περίγελος όταν παράβγαιναν στο πιόμα. Όμως ο νεαρός Τζέρεμι τους ξεπερνούσε και τους δυο – ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Πέρσι. Πόσο αξιοθρήνητο ήταν να έχεις για πατέρα έναν πάλαι ποτέ ακόλαστο, που σε είχε υπό στενή παρακολούθηση, κι έφτανε μάλιστα στο σημείο να στρατολογήσει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για να σου περιορίσουν τη διασκέδαση…

Από την άλλη, όμως, ο Ντέρεκ δεν είπε ποτέ λέξη όταν ο Τζέρεμι εξαφανιζόταν αργά κάποιο βράδυ με μια χαριτωμένη τσούπρα να κρέμεται απ’ το μπράτσο του, άρα λοιπόν δεν περιοριζόταν όλη η διασκέδαση του αγοριού. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, ο Πέρσι δεν μπορούσε να φέρει στο νου του ούτε μία φορά κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, από τότε που ο Ντέρεκ είχε πάρει τον νεαρό ξάδερφό του υπό την προστασία του, που ο Τζέρεμι να μην είχε βρει ένα πρόθυμο θηλυκό και να περάσουν μαζί λίγες ώρες σε πολύ προσωπικές στιγμές, είτε οι τρεις νεαροί άντρες κατέληγαν σε κάποια ταβέρνα με πολύ κόσμο, είτε σε κάποιο ακριβό ξενοδοχείο στο Έρος ή σε μια από τις πολλές μαζώξεις της υψηλής κοινωνίας. Το αγόρι, σε ό,τι αφορούσε στις γυναίκες, είχε τρομερή ρέντα. Οι γυναίκες όλων των ηλικιών, τόσο οι πόρνες όσο και οι κυρίες του καλού κόσμου, έβρισκαν τον νεότερο από τα αρσενικά των Μάλορι πραγματικά ακαταμάχητο.

Από αυτή την άποψη, ο Τζέρεμι ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του, Τζέιμς, και του θείου του, Άντονι Μάλορι. Εκείνοι οι δυο αδερφοί Μάλορι, οι μικρότεροι ανάμεσα στα τέσσερα αδέρφια, είχαν ανάψει φωτιές στην πόλη κάποτε, με τα σκάνδαλα που είχαν προκαλέσει οι ερωτοδουλειές τους. Πάντως και ο Ντέρεκ, ο μοναχογιός του μεγαλύτερου από τους αδερφούς Μάλορι, είχε κι αυτός την ίδια επιτυχία στις γυναίκες, παρόλο που ήταν πολύ πιο διακριτικός και προνοητικός σχετικά με τα θηλυκά που επέλεγε, με αποτέλεσμα τα λιγοστά σκάνδαλα στα οποία είχε εμπλακεί από τότε που ενηλικιώθηκε, να μην απασχολούν καθόλου τις γυναίκες.

Αφού το ξανασκέφτηκε, ο Πέρσι προσκάλεσε τη σερβιτόρα κοντά του κι άρχισε να της ψιθυρίζει στο αυτί. Τα δυο ξαδέρφια τον κοιτούσαν και κατάλαβαν ακριβώς τι ήθελε να κάνει: έδινε παραγγελία για τον επόμενο γύρο με τα ποτά – και φρόντιζε, τάχα στα κρυφά, να μη νερωθεί το ποτό του Τζέρεμι. Τα ξαδέρφια μόλις που συγκρατήθηκαν για να μην ξεσπάσουν σε τρανταχτά γέλια. Αλλά ο Ντέρεκ, που παρατήρησε ότι η κοπέλα συνοφρυώθηκε και ήταν έτοιμη να πει στον νεαρό κύριο ότι κανένα από τα προηγούμενα ποτά που του είχε σερβίρει δεν περιείχε νερό, χρειάστηκε να βιαστεί να ανταμώσει το βλέμμα της, να της κάνει ένα νόημα και να της κλείσει το μάτι έτσι ώστε να καταλάβει ότι απλώς έκαναν λίγη πλάκα και να πάρει κι αυτή μέρος. Το κατάλαβε –έξυπνο κορίτσι– και χαμογέλασε πλατιά την ώρα που απομακρυνόταν.

Ο Ντέρεκ δεν μπορούσε να μη διαπιστώσει ότι η χαριτωμένη κοπελίτσα είχε αποζημιωθεί, αν και όχι με τον τρόπο που ίσως να ήθελε. Είχε στρέψει όλα τα πλούσια προσόντα της πάνω του αμέσως μόλις μπήκαν εκεί μέσα, όμως επειδή εκείνος είχε ήδη κανονίσει κάποια άλλη ερωτική συνάντηση για μετά τα μεσάνυχτα, δεν μπορούσε να την ενθαρρύνει.

Ήταν μια από τις ταβέρνες όπου πήγαιναν συχνά, αλλά αυτή η κοπέλα ήταν καινούρια. Αργά ή γρήγορα θα την έπαιρνε –όλοι τους θα την έπαιρναν αν έμενε σ’ εκείνη τη δουλειά για αρκετό καιρό– αλλά όχι απόψε, μια και όλοι τους είχαν σημειώσει μεγάλες επιτυχίες νωρίτερα εκείνο το βράδυ, στον ετήσιο χορό του Σέπφορντ.

Ήταν ένας χορός στον οποίο αυτός και ο Τζέρεμι είχαν λάβει την εντολή να πάνε, αφού ήταν η περίσταση όπου η μικρότερη ξαδέρφη τους, η Έιμι, θα έκανε το επίσημο ντεμπούτο της στην καλή κοινωνία. Της είχαν επιτρέψει να πάει και σε κάποιες άλλες εκδηλώσεις αφότου έκλεισε τα δεκάξι της χρόνια, αλλά όχι σε χορούς, και σίγουρα όχι έτσι στολισμένη όπως ήταν απόψε. Ω Θεέ, το νεαρό διαβολοθήλυκο τους είχε αφήσει όλους έκθαμβους, με τα κομψά ρούχα και τα περίτεχνα κοσμήματά της, τουλάχιστον τους άντρες της οικογένειας, και ολόκληρη η οικογένεια Μάλορι είχε παρευρεθεί. Μα πότε στην ευχή η γλυκιά, σκανταλιάρα Έιμι είχε μετατραπεί σε μια τέτοια συναρπαστική, αισθησιακή καλλονή;

Καλή ερώτηση για να τη θέσει επί τάπητος, ίσα για να αποσπάσει το μυαλό του Πέρσι από τη συμπαιγνία του με τη σερβιτόρα. Και καθώς ο Ντέρεκ γνώριζε τον Πέρσι πολύ καλά, μια και έκαναν πολύ στενή παρέα εδώ και χρόνια, ήταν κάτι παραπάνω από πιθανόν ότι ο αγαπητός παλιόφιλος θα ξεφούρνιζε άθελά του τι είχε κάνει, γιατί πολύ απλά ο Πέρσι δεν μπορούσε να κρατήσει μυστικό, ούτε καν δικό του.

Έτσι, για να τραβήξει την προσοχή του Πέρσι, ο Ντέρεκ στράφηκε στον Τζέρεμι και έθιξε το ζήτημα. «Τώρα τελευταία εσένα διάλεγε η Έιμι για συνοδό της, όποτε τύχαινε να μην μπορούν να τη συνοδεύσουν τα αδέρφια της. Γιατί δεν μας είχες προειδοποιήσει ούτε μία φορά ότι το διαβολοθήλυκο ξεπετάχτηκε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη;»

Ο Τζέρεμι απλώς ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Και ποιος είπε ότι αυτό έγινε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη; Εκείνα τα ρούχα που η θεία Σάρλοτ επέμενε να φοράει η Έιμι, έκρυβαν αυτό που υπήρχε, ωστόσο υπήρχε εδώ και κάμποσο καιρό. Απλώς χρειαζόταν ένα κοφτερό μάτι…»

Ο Ντέρεκ κόντεψε να πνιγεί πάνω στην προσπάθεια να συγκρατήσει τα γέλια του. «Ύψιστε Θεέ, άνθρωπέ μου, είναι ξαδέρφη σου! Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να προσέχεις τέτοια πράγματα πάνω σε μια ξαδέρφη».

«Γιατί, εσύ δεν τα πρόσεξες;» Ο Τζέρεμι έδειχνε στ’ αλήθεια έκπληκτος. «Και δεν κατάλαβα καλά, πού το είδες αυτό γραμμένο–»

«Μάλλον στα κατάστιχα του πατέρα σου», αποκρίθηκε ο Ντέρεκ με ένα επικριτικό ύφος.

Τώρα ο Τζέρεμι αναστέναξε. «Υποθέτω πως ναι. Το έκανε μεγάλο θέμα κάθε φορά που θαύμαζα τη Ρέιγκαν λίγο περισσότερο απ’ όσο εκείνος θεωρούσε απαραίτητο».

Η Ρέιγκαν ήταν κι αυτή ξαδέρφη τους, και η μοναδική ανιψιά στην ανατροφή της οποίας οι μεγαλύτεροι από τους αδερφούς Μάλορι είχαν ενεργό συμμετοχή, αν και μόνο ο Τζέρεμι και ο πατέρας του την αποκαλούσαν Ρέιγκαν. Ούτε τόσο δα δεν τον ένοιαζε τον Ντέρεκ που άκουγε να την αποκαλούν έτσι, όχι όπως ένοιαζε τον πατέρα του και δύο άλλους θείους. Η υπόλοιπη οικογένεια την αποκαλούσε Ρέτζι, μολονότι το κανονικό της όνομα ήταν Ρετζίνα, και το αγαπητό κορίτσι είχε παντρευτεί τον καλύτερο φίλο του Ντέρεκ, τον Νίκολας Ίντεν, πριν από μερικά χρόνια.

«Μα δεν είπα ότι ενδιαφέρομαι για την Έιμι», ξεκαθάρισε ο Τζέρεμι συνεχίζοντας τη σκέψη του, «απλώς ότι πρόσεξα πως είχε αποκτήσει ωραίες καμπύλες στα σωστά σημεία».

«Κι εγώ την πρόσεξα», πετάχτηκε απροσδόκητα ο Πέρσι. «Καιροφυλακτούσα, περίμενα το ξεπέταγμά της. Σκέφτομαι να τη φλερτάρω ο ίδιος».

Και τα δυο ξαδέρφια, με το που το άκουσαν αυτό, έσκυψαν προς τα εμπρός προστατευτικά, σε στάση επιφυλακής, και ως προς τούτο έμοιαζαν τόσο πολύ με τους πατεράδες τους, που φαινόταν αλλόκοτο. «Εντάξει τώρα», πετάχτηκε ο Ντέρεκ, «γιατί να ήθελες να κάνεις ένα τόσο ηλίθιο πράγμα σαν αυτό; Σε ό,τι αφορά την Έιμι, οι θείοι μου τα ελέγχουν όλα εξονυχιστικά. Μην έχεις καμιά αμφιβολία. Στ’ αλήθεια θα ήθελες να σε θέσουν υπό στενή παρακολούθηση ο Άντονι και ο Τζέιμς Μάλορι, και φυσικά και ο πατέρας μου;»

Ο Πέρσι χλώμιασε λιγάκι. «Ω Θεέ μου, όχι! Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, ειλικρινά δεν το είχα σκεφτεί».

«Ε τότε κάτσε σκέψου το».

«Ναι, αλλά… μα εγώ νόμιζα ότι μόνο για τη Ρέτζι, τη γυναίκα του Νικ, το είχαν πάρει το ζήτημα τόσο προσωπικά. Δεν ασχολήθηκαν με τις μεγαλύτερες αδερφές της Έιμι, την Κλερ και την Νταϊάνα».

«Η Κλερ δεν τραβούσε το ενδιαφέρον από κάτι τομάρια σαν εσένα, Πέρσι, οπότε δεν χρειαζόταν να ανησυχούν γι’ αυτήν. Και ο θείος Έντουαρντ ενέκρινε την πρώτη επιλογή της Νταϊάνα, γι’ αυτό άλλωστε παντρεύτηκε τόσο σύντομα μετά την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στην καλή κοινωνία. Σε αντίθεση με τη Ρέτζι, είχαν και οι δυο τους έναν πατέρα να φροντίσει για την ευτυχία τους, οπότε οι θείοι δεν αισθάνθηκαν ότι υπήρχε ανάγκη να ανακατευτούν».

Ο Πέρσι σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του μόλις το άκουσε αυτό. «Ε τότε, λοιπόν, απλώς θα πάρω την έγκριση του λόρδου Έντουαρντ και τότε θα τελειώσει το θέμα, έτσι δεν είναι;»

«Μη βασίζεσαι σ’ αυτό. Αντίθετα από την Κλερ και την Νταϊά­να, η Έιμι μοιάζει πολύ με τη Ρέτζι, οπότε ο Τόνι και ο Τζέιμς την παρακολουθούν στενά, όπως ακριβώς έκαναν και με τη Ρέτζι πριν παντρευτεί τον Νικ. Συνήθεια, ξέρεις». Ξαφνικά ο Ντέρεκ χαμογέλασε πλατιά, ρίχνοντας μια ματιά στον Τζέρεμι. «Θεέ μου, είδες τις φάτσες τους απόψε; Η Έιμι τους έκανε και τους δυο να τα χάσουν. Δεν νομίζω ότι έχω ξαναδεί ποτέ τον πατέρα σου να έχει μείνει τόσο άναυδος».

Ο Τζέρεμι κάγχασε. «Εγώ τον έχω δει, αλλά έχεις δίκιο. Μάλλον θα έπρεπε να τον είχα προειδοποιήσει».

«Και εμένα», επανέλαβε ο Ντέρεκ.

Ο Τζέρεμι σήκωσε το φρύδι του σε μια τέλεια μίμηση κάποιας από τις επιτηδευμένες γκριμάτσες του πατέρα του και είπε μονότονα: «Δεν φανταζόμουν ότι ήσαστε τόσο χοντροκέφαλοι ώστε να μην προσέξετε ότι η Έιμι μεγάλωσε. Ο πατέρας μου έχει δικαιολογία, μια καινούρια σύζυγο που τον κρατάει εντελώς απορροφημένο, εσείς όμως τι δικαιολογία έχετε;».

«Σπανίως τη βλέπω τη μαϊμουδίτσα», είπε ο Ντέρεκ για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Εσένα καλεί για να τη συνοδεύεις κάθε φορά που γυρνάς απ’ το σχολείο, δεν καλεί εμένα».

Επειδή το πράγμα φαινόταν ότι θα κατέληγε σε σοβαρό καβγά, ο Πέρσι σκέφτηκε να κάνει μια πρόταση: «Θα ήμουν ευτυχής να αναλάβω εγώ αυτό το καθήκον, αν παραστεί ανάγκη».

«Μη μιλάς, Πέρσι», είπαν και τα δυο ξαδέρφια μηχανικά.

Αλλά ο Ντέρεκ ήταν ο πρώτος που θυμήθηκε ότι είχαν προσπαθήσει να αποτρέψουν τον Πέρσι από το απροσδόκητο ενδια­φέρον του για τη νεαρή Έιμι, οπότε έσπευσε να επιστρέψει στο θέμα που, όπως έλπιζε, θα έκανε τον Πέρσι να το ξεχάσει, ρωτώντας τον Τζέρεμι: «Όμως ο θείος Τζέιμς όντως εξεπλάγη με την αλλαγή της Έιμι, έτσι δεν είναι;».

Ο Τζέρεμι έπιασε το νόημα. «Α, μάλιστα. Άκουσα τον πατέρα να αναστενάζει και μετά να λέει στον Τόνι: “Να τα μας πάλι”».

«Και τι αποκρίθηκε ο θείος Τόνι;»

Ο Τζέρεμι χασκογέλασε, καθώς ξανάφερε στο μυαλό του τη σκηνή που είχε δει με τα μάτια του. «Αυτό που θα περίμενες πως θα έλεγε. “Θα το αφήσω πάνω σου, αγαπητέ μου, μια και τώρα δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις παρά μόνο να κοιμάσαι στο κρεβάτι σου τα βράδια”».

Του Πέρσι του φάνηκε αστείο αυτό και γέλασε. Ο Ντέρεκ, από την άλλη, κοκκίνισε κυριολεκτικά. Και οι δυο είχαν πιάσει το νόημα, αφού η νεαρή γυναίκα του Τζέιμς Μάλορι, η Τζορτζίνα, τύχαινε να είναι πολύ, πολύ έγκυος για την ώρα, και για την ακρίβεια αναμενόταν να γεννήσει εντός της εβδομάδας. Ο Τζέρεμι είχε ήδη εκμυστηρευτεί στον Ντέρεκ ότι ο γιατρός της Τζορτζ είχε προειδοποιήσει τον άντρα της να κρατήσει τις χερούκλες του για τον εαυτό του προς το παρόν. Ο Ντέρεκ είχε κοκκινίσει και τότε, αλλά η ξεκάθαρη αλήθεια ήταν ότι η πρώτη φορά που γνώρισε τη νέα σύζυγο του θείου του ήταν έξω από μια ταβέρνα κοντά στην προκυμαία, τότε που αυτή είχε πέσει πάνω στον Ντέρεκ κι εκείνος είχε κάθε πρόθεση να φροντίσει ώστε η γυναίκα να καταλήξει στο κρεβάτι του εκείνη τη νύχτα – μέχρι που ο Τζέρεμι τον πληροφόρησε ότι αυτή η γυναίκα που προσπαθούσε να ξεμυαλίσει ήταν η καινούρια του θεία.

Τώρα, ωστόσο, το θέμα αυτό έκανε τον Πέρσι να ανακαθίσει έκπληκτος, μια και μόλις τώρα του πέρασε απ’ το μυαλό να ρωτήσει: «Δηλαδή, λες γι’ αυτό να ξαναέβαλε ο πατέρας σου το όνομά του στο βιβλίο στοιχημάτων στο Γουάιτ;». Την ερώτησή του την απηύθυνε στον Τζέρεμι.

«Δεν πήρε τ’ αυτί μου ότι είχε βάλει τίποτα στοιχήματα», αποκρίθηκε εκείνος.

«Όχι εκείνος», διευκρίνισε ο Πέρσι. «Στοιχηματίζουν πάνω σ’ εκείνον, ότι θα ξεκινήσει ο ίδιος ή ότι θα είναι ο υπαίτιος για τρεις καβγάδες το λιγότερο, ως τα τέλη της εβδομάδας».

Ακούγοντάς το αυτό ο Τζέρεμι άρχισε να γελάει ασταμάτητα. «Δεν είναι και τόσο αστείο, Τζέρεμι», παρατήρησε ο Ντέρεκ ενοχλημένος. «Όταν ο θείος Τζέιμς μπλεχτεί σε καβγά, το καημένο το θύμα συνήθως δεν τη βγάζει καθαρή. Ο φίλος μου ο Νικ το διαπίστωσε αυτό από πρώτο χέρι και κόντεψε να χάσει και το γάμο του με τη Ρέτζι μας, διότι ο πατέρας σου τον έστειλε στο κρεβάτι για μια βδομάδα».

Ο Τζέρεμι σοβαρεύτηκε, γιατί ο παλιόφιλος ο Νικ είχε στείλει τον πατέρα του στη φυλακή γι’ αυτό τον άγριο ξυλοδαρμό, κι εκείνο τον καιρό τα αίματα ήταν τόσο αναμμένα, που θα προτιμούσε να το ξεχάσει.

Ο Πέρσι, που δεν ήξερε ότι είχε αναμοχλεύσει κάποιες δυσάρεστες για τα ξαδέρφια μνήμες, θέλησε να μάθει: «Μα γι’ αυτό όμως ο πατέρας σου είναι τόσο κακόκεφος, έτσι δεν είναι; Επειδή αυτός και η Τζόρτζι δεν μπορούν να… κατάλαβες».

«Στην πραγματικότητα», αποκρίθηκε ο Τζέρεμι, «αυτό δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη διάθεσή του, Πέρσι. Ο πατέρας μου ήξερε ότι θα αναγκαζόταν να απέχει για λίγο καιρό. Μήπως κι ο αδερφός του ο Τόνι δεν πέρασε ακριβώς τα ίδια λιγότερο από δυο μήνες πριν; Όχι, αυτό που τον έκανε να καταταλαιπωρεί τους πάντες γύρω του είναι το γράμμα που έλαβε η Τζορτζ από τους αδερφούς της την περασμένη εβδομάδα. Απ’ ό,τι φαίνεται, θα επιστρέψουν όλοι τους για τα γεννητούρια, και μπορεί να φανούν από μέρα σε μέρα».

«Ω Θεέ μου!» αναφώνησαν ο Ντέρεκ και ο Πέρσι μ’ ένα στόμα.

«Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που μου έβαλε αγριοφωνάρες χθες χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος», πρόσθεσε ο Ντέρεκ.

«Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου άνθρωπο να αντιπαθεί τόσο πολύ τους κουνιάδους του όσο ο Τζέιμς Μάλορι αυτό το συγκεκριμένο τσούρμο από την Αμερική που του έλαχε», είπε ο Πέρσι.

«Και μάλιστα τους συμπαθεί λιγότερο απ’ όσο συμπαθεί τον παλιόφιλο τον Νικ – και ουδέποτε συμπάθησε τον Νικ», συνέχισε ο Ντέρεκ.

«Ακριβώς», είπε ο Τζέρεμι. «Το μόνο που μπορεί να κάνει η Τζορτζ είναι να κρατάει μακριά τον έναν απ’ τον άλλο όταν βρίσκονται όλοι μαζί στον ίδιο χώρο, για να μην πιαστούν απ’ το λαιμό».

Όλοι τους τα παραφούσκωναν λιγάκι. Η αλήθεια ήταν ότι ο Τζέιμς είχε κάνει ένα είδος ανακωχής με τους κουνιάδους του πριν σαλπάρουν για να επιστρέψουν στην Αμερική, αλλά δεν του άρεσε που το έκανε αυτό· ο μόνος λόγος που το έκανε ήταν για χάρη της Τζορτζίνα – και μόνο γιατί θεωρούσε ότι δεν επρόκειτο να τους ξαναδεί ποτέ στη ζωή του.

Δεν ήταν δα και τόσο φρικτοί όλοι τους, εκείνοι οι Αμερικανοί. Μάλιστα ο Ντέρεκ και ο Τζέρεμι είχαν βγάλει τους δυο νεότερους αδερφούς Άντερσον βόλτα στην πόλη, ενόσω βρίσκονταν στο Λονδίνο. Και τα είχαν πάει θαυμάσια, τουλάχιστον με τον Ντρου Άντερσον, που ήταν ο πιο ανέμελος από τους αδερφούς. Ο Μπόιντ, ο μικρότερος απ’ όλους, παραήταν σοβαρός για να περάσει τόσο καλά όσο είχαν περάσει οι υπόλοιποι. Όμως υπήρχε ένας αδερφός συγκεκριμένα τον οποίο ο Τζέιμς πραγματικά δεν έκανε καθόλου κέφι, εκείνον που επιθυμούσε διακαώς να στείλει τον Τζέιμς στην κρεμάλα, τότε που ο τελευταίος ήταν στο έλεός τους τον περασμένο χρόνο στην Αμερική. Εκείνο τον αδερφό, ο Τζέιμς ποτέ δεν επρόκειτο να τον συμπαθήσει, με τίποτα στον κόσμο.

«Είμαι αφάνταστα χαρούμενος που δεν θα μένω στο σπίτι σου τον ερχόμενο μήνα», σχολίασε ο Ντέρεκ στον Τζέρεμι.

Ο Τζέρεμι χαμογέλασε πλατιά στον ξάδερφό του. «Α, δεν ξέρω. Αν με καλορωτάς, θα έχει πολύ ενδιαφέρον η κατάσταση εκεί γύρω. Εγώ, μια φορά, δεν σκοπεύω να χάσω ούτε ένα λεπτό απ’ όλο αυτό».