Κεφάλαιο 3

Μόλις ένα τετράγωνο βόρεια της Μπέρκελι Σκουέρ, η Έιμι Μάλορι ετοιμαζόταν επιτέλους να πέσει για ύπνο. Γεμάτη έπαρση, ενώ καθόταν και βούρτσιζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της, μέσα στον καθρέφτη της κοίταζε τη μητέρα της, τη Σάρλοτ, να πηγαινοέρχεται εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, βοηθώντας τη γριά Άγκνες να τακτοποιήσει τα ρούχα και τα κοσμήματα της Έιμι, κακαρίζοντας πάνω από μια σκισμένη κάλτσα, ένα φθαρμένο παπούτσι, τα λεκιασμένα ροζ βραδινά γάντια.

Είχε σκοπό να μιλήσει στον πατέρα της και να του ζητήσει να της φέρει δική της καμαριέρα. Και οι δύο μεγαλύτερες αδερφές της, η Κλερ και η Νταϊάνα, είχαν τις δικές τους, και τις είχαν πάρει μαζί τους όταν έφυγαν από το σπίτι για να πάνε να ζήσουν μαζί με τους συζύγους τους. Μα η Έιμι ανέκαθεν ήταν αναγκασμένη να μοιράζεται την καμαριέρα κάποιου άλλου, και τώρα η μόνη που είχε απομείνει ήταν η γριά Άγκνες, που ήταν μαζί με τη Σάρλοτ από τότε που η τελευταία ήταν παιδί ακόμα. Η Έιμι ήθελε κάποια που να μην είναι τόσο άκαμπτη στους τρόπους της, που να είναι περισσότερο καμαριέρα και να μην έβαζε τόσο τις φωνές ούτε να είναι αυταρχική. Ήταν κάτι που έπρεπε να έχει γίνει εδώ και πολύ καιρό και… και η Έιμι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι καθόταν και σκεφτόταν τέτοια μικροπράγματα ενώ είχε μόλις ζήσει την πιο συναρπαστική μέρα της ζωής της.

Για να λέμε την αλήθεια, είχε υπάρξει και μια άλλη μέρα ακόμα πιο συναρπαστική, μια μέρα που δεν επρόκειτο να ξεχάσει ποτέ, μια μέρα που την έφερνε και την ξανάφερνε στη μνήμη της τους τελευταίους αυτούς έξι μήνες από τότε που συνέβη. Ήταν η μέρα που είχε γνωρίσει τους αδερφούς της Τζορτζίνα Μάλορι και πήρε την αισιόδοξη απόφαση, χωρίς καμία απολύτως ντροπή, να παντρευτεί έναν απ’ αυτούς. Έκτοτε, οι μήνες κυλούσαν κι εκείνη δεν είχε αλλάξει γνώμη. Απλώς δεν είχε μπορέσει να βρει ακόμα πώς θα πετύχαινε το σκοπό της, μια και ο άντρας που ήθελε είχε επιστρέψει στην Αμερική με το πλοίο του κι εκείνη δεν τον είχε ξαναδεί.

Ήταν σχεδόν αστείο· αυτό που είχε κάνει τη σημερινή μέρα τόσο ξεχωριστή γι’ αυτήν, εκτός από το γεγονός ότι περίμενε πώς και πώς αυτή την περίσταση που θα την έβαζε στον κόσμο των ενηλίκων –και η πρώτη της επίσημη εμφάνιση είχε στεφθεί από τεράστια επιτυχία–, ήταν ότι είχε πάρει το αυτί της τη θεία Τζορτζ και το θείο Τζέιμς να συζητούν, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, να τσακώνονται, για εκείνο το γράμμα που τους πληροφορούσε ότι και οι πέντε αδερφοί της θείας της θα ξαναέρχονταν στην Αγγλία για τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Τέτοια νέα, ειλικρινά, ήταν για την Έιμι κάτι σαν το κερασάκι στην τούρτα και της έφτιαξαν τη μέρα.

Θα ξαναρχόταν εκείνος.

Τούτη τη φορά θα είχε την ευκαιρία της να τον θαμπώσει με την εξυπνάδα και τη γοητεία της, να τον κάνει να την προσέξει, γιατί οπωσδήποτε την πρώτη φορά που ήταν εδώ, δεν την είχε προσέξει. Πιθανότατα να μη θυμόταν καν ότι την είχε γνωρίσει εκείνη τη φορά, αλλά και γιατί να το θυμόταν; Της Έιμι της είχε δεθεί η γλώσσα κόμπος, αυτό που την έκανε να νιώσει την είχε αφήσει άναυδη, οπότε σίγουρα τότε δεν ήταν και στα καλύτερά της.

Η αλήθεια ήταν ότι η Έιμι είχε ωριμάσει κάμποσα χρόνια πριν και στο σώμα και στο μυαλό, οπότε αυτή η αναμονή ώσπου να την πάρουν στα σοβαρά οι ενήλικοι στον κόσμο της ήταν σκέτη απογοήτευση για εκείνη, η δε υπομονή δεν ήταν ένα από τα προτερήματά της. Μπορούσε να γίνεται πολύ τολμηρή όταν ήθελε, και απίστευτα ευθύς τύπος. Δεν ήταν καθόλου ντροπαλή ή σεμνότυφη, όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι. Και προστάτευε την οικογένειά της τουλάχιστον κρατώντας την ξεδιάντροπα προκλητική φύση της λίγο πολύ για τον εαυτό της, για να μην τους απογοητεύσει με την αδιαντροπιά της. Τα παράτολμα φερσίματα ήταν μια χαρά για τους άσωτους της οικογένειας –και οι Μάλορι είχαν μπόλικους από δαύτους– αλλά εντελώς ανάρμοστα για τις γυναίκες. Ο Τζέρεμι είχε αρχίσει να υποψιάζεται, αλλά πάλι, εκείνη συμπαθούσε υπερβολικά αυτόν το συγκεκριμένο ξάδερφό της, και από τη στιγμή που είχαν γίνει τόσο στενοί φίλοι, δεν έκρυβε πάντα την αληθινή της φύση από εκείνον.

Ούτε από τον αδερφό της θείας Τζορτζ επρόκειτο να κρύψει τη φύση της, όχι αυτή τη φορά. Αν μη τι άλλο, σε ό,τι αφορούσε εκείνον, θα ήταν όσο πιο τολμηρή μπορούσε –αν δεν της δενόταν πάλι η γλώσσα κόμπος εξαιτίας εκείνων των συνταρακτικών αισθημάτων που ένιωθε γι’ αυτόν– γιατί ο χρόνος είχε τώρα μεγάλη σημασία. Δεν θα ερχόταν στην Αγγλία για να μείνει, θα έκανε απλώς μια σύντομη επίσκεψη, οπότε κι αυτή δεν θα είχε τη δυνατότητα να τον σαγηνεύσει με το πάσο της· θα είχε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή της, και απ’ ό,τι είχε πληροφορηθεί γι’ αυτόν, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο λεπτό.

Το να μάθει πληροφορίες για τον μελλοντικό της σύζυγο –και η Έιμι ήταν απόλυτα πεπεισμένη ότι αυτός θα γινόταν άντρας της– ήταν εύκολο· απλώς έπιασε φιλίες με τη θεία της την Τζορτζ, η οποία ήταν μόλις τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή της. Είχε ξεκινήσει πηγαίνοντας να επισκεφθεί την Τζορτζίνα όταν εκείνη και ο θείος Τζέιμς έμεναν ακόμη στο σπίτι του θείου Τόνι στο Πικαντίλι. Ύστερα, όταν ήρθε ο καιρός να αρχίσουν να επιπλώνουν το καινούριο τους σπίτι στην Μπέρκελι Σκουέρ, η Έιμι είχε προσφερθεί να βοηθήσει και σ’ αυτό. Και σε κάθε της επίσκεψη φρόντιζε να γυρίζει με τρόπο την κουβέντα στα αδέρφια της Τζορτζίνα, οπότε εκείνη άρχιζε να μιλάει γι’ αυτούς δίχως να χρειάζεται η Έιμι να κάνει ερωτήσεις ευθέως.

Δεν ήθελε να γίνει γνωστό το προσωπικό της ενδιαφέρον, δεν ήθελε να της πουν ότι ήταν πολύ μικρή για τον άντρα που είχε βάλει στο μάτι. Τότε ναι, μπορεί να ήταν πολύ μικρή, όμως τώρα δεν ήταν πια. Και η Τζορτζίνα, που της έλειπαν πολύ τα αδέρφια της, ευχαριστιόταν να μιλάει γι’ αυτούς, να αφηγείται περιστατικά από την παιδική τους ηλικία καθώς και τις φάρσες που της σκάρωναν, όπως επίσης και κάποια από τα κατορθώματα αλλά και τις κακοτυχίες που έζησαν από τότε που μεγάλωσαν κι έγιναν άντρες.

Η Έιμι είχε μάθει ότι ο Μπόιντ ήταν ο μικρότερος αδερφός, είκοσι εφτά χρόνων, και ότι ήταν σοβαρός σαν γέρος. Ο Ντρου, στα είκοσι οχτώ του, ήταν ένας ξένοιαστος κατεργάρης και ο γόης της οικογένειας. Ο Τόμας ήταν τριάντα δύο χρόνων τώρα και είχε υπομονή που παρέπεμπε σε άγιο. Τίποτα δεν του τάραζε την ηρεμία, ούτε καν ο θείος Τζέιμς, που είχε βάλει και τα δυνατά του μάλιστα. Ο Γουόρεν, που μόλις είχε κλείσει τα τριάντα έξι, ήταν ο υπερόπτης, ο κυνικός της οικογένειας. Ο βαρύς, έτσι τον είχε αποκαλέσει η Τζορτζίνα, και πολύ τομάρι σε ό,τι είχε να κάνει με τις γυναίκες. Και ο Κλίντον, η κεφαλή της οικογένειας Άντερσον στα σαράντα ένα του, ήταν ένας τραχύς τύπος που δεν σήκωνε πολλά πολλά, κάτι που θύμιζε πάρα πολύ τον Τζέισον Μάλορι, ο οποίος ήταν και κεφαλή της φάρας των Μάλορι και τρίτος μαρκήσιος του Χέιβερστον. Για του λόγου το αληθές, όταν εκείνοι οι δυο γνωρίστηκαν είχαν ταιριάξει απίστευτα μεταξύ τους, προφανώς επειδή είχαν πολλά κοινά, έχοντας τόσους μικρότερους αδερφούς υπό την επίβλεψη και την καθοδήγησή τους.

Η Έιμι είχε στενοχωρηθεί για λίγο αφότου ανακάλυψε ότι, από τους πέντε όμορφους Άντερσον –και ήταν όλοι τους απίστευτα ωραίοι– αυτός που είχε διαλέξει ήταν στην πραγματικότητα ο λιγότερο κατάλληλος γι’ αυτήν. Κανένας από τους υπόλοιπους αδερφούς δεν την είχε κάνει να νιώσει έτσι, ούτε κανένας άλλος άντρας για να είμαστε ακριβείς, ούτε καν απόψε, που είχε την αφρόκρεμα όλων των νεαρών επίδοξων μνηστήρων της καλής κοινωνίας στα πόδια της, να συναγωνίζονται για να κερδίσουν την προσοχή της. Κι όταν άκουγε τις θείες της, την Τζορτζ και τη Ρόσλιν, να αναπολούν και να λένε πώς είχαν νιώσει την πρώτη φορά που είχαν συναντήσει τους συζύγους τους, η Έιμι ήξερε πόση σημασία είχε αυτό που ένιωσε.

Δεν υπήρχε γιατρειά γι’ αυτό το συναίσθημα, καμία απολύτως. Και είχε την αισιοδοξία, και φυσικά και την αυτοπεποίθηση, ειδικά μετά τη συντριπτική επιτυχία που σημείωσε απόψε, να αισθάνεται ότι δεν θα είχε προβλήματα… τέλος πάντων, θα είχε λίγα –στην πραγματικότητα πάρα πολλά– αλλά θα ξεπερνιούνταν όλα με το που θα προσέγγιζε εκείνο τον άντρα, και τώρα είχε αυτή την ευκαιρία.

«Ε λοιπόν», είπε η μητέρα της Έιμι μόλις ήρθε από πίσω της για να αναλάβει να συνεχίσει να της βουρτσίζει τα μαλλιά, «πρέπει να είσαι ξεθεωμένη, και δεν είναι να απορεί κανείς. Έχω την εντύπωση πως δεν άφησες χορό που να μην τον χόρεψες».

Σε καμιά ώρα θα ξημέρωνε, αλλά η Έιμι δεν ήταν κουρασμένη. Ήταν ακόμη γεμάτη έξαψη και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αν όμως το έλεγε αυτό, η Σάρλοτ ήταν ικανή να μείνει εκεί για ώρες και να φλυαρεί, οπότε η Έιμι έγνεψε καταφατικά, θέλοντας να μείνει λιγάκι μόνη πριν την καταβάλει η κούραση.

«Ήμουν σίγουρη ότι θα είχε μεγάλη επιτυχία», είπε βαριανασαίνοντας η Άγκνες πλάι στην γκαρνταρόμπα, κουνώντας πάνω κάτω το γκρίζο κεφάλι της. «Ήμουν σίγουρη ότι θα ξεπερνούσε τα μεγαλύτερα κορίτσια σου, Λοτ. Καλό ήταν που φρόντισες να τις παντρέψεις πριν βγει εκεί έξω τούτη εδώ. Δεν σου το είχα πει;»

Η Άγκνες δεν έκανε κουμάντο μόνο στην Έιμι. Και με τη Σάρλοτ δεν πήγαινε πίσω, αλλά η τελευταία ποτέ δεν παραπονέθηκε ούτε της πέρασε απ’ το μυαλό να βάλει την υπηρέτρια στη θέση της. Οι φακίδες της είχαν ξεθωριάσει, ήταν στρουμπουλή σαν αγγελούδι και τα δάχτυλά της δεν ήταν πια τόσο ευκίνητα, ωστόσο η Άγκνες ήταν τόσο πολλά χρόνια μαζί τους που τώρα πια είχε γίνει κάτι σαν μέλος της οικογένειας, έτσι είχαν τα πράγματα.

Η Έιμι αναστέναξε κρυφά. Καλά καθόταν αυτή και σκεφτόταν να αντικαταστήσει την Άγκνες με μια καμαριέρα που θα ήταν μόνο δική της, ωστόσο ήξερε ότι δεν θα το έκανε ποτέ, γιατί κάτι τέτοιο θα πλήγωνε πολύ τη γριούλα.

Η Σάρλοτ συνοφρυώθηκε λιγάκι ακούγοντας τις επισημάνσεις της Άγκνες, την ώρα που τα μάτια της συνάντησαν τα μάτια της Έιμι μέσα στον καθρέφτη. Στα σαράντα ένα της εξακολουθούσε να είναι μια πολύ ωραία γυναίκα, με τα καστανά μαλλιά της να μην έχουν γκριζάρει καθόλου, και με τα καφετιά μάτια της που τα είχαν πάρει όλα της τα παιδιά εκτός από την Έιμι, η οποία, όπως ο Άντονι, η Ρέτζι και ο Τζέρεμι, είχε μαύρα μαλλιά και έντονα μπλε μάτια που της έδιναν όψη εξωτική. Αυτά τα είχε κληρονομήσει από την προγιαγιά της από τη μεριά των Μάλορι, για την οποία κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν τσιγγάνα. Μια φορά ο θείος Τζέισον της είχε πει εμπιστευτικά ότι αυτό δεν ήταν φήμη αλλά εντελώς αληθινό. Η Έιμι δεν ήταν σίγουρη αν της έκανε πλάκα ή όχι.

«Υποθέτω ότι οι αδερφές σου μπορεί και να ζήλεψαν λιγάκι απόψε», παρατήρησε η Σάρλοτ, «ιδίως η Κλερ».

«Η Κλερ παραείναι ευτυχισμένη με τον Γουόλτερ της για να θυμηθεί ότι της πήρε δυο χρόνια για να τον θεωρήσει κατάλληλο». Και η σχολαστικότητα της Κλερ, ή η υπομονή της, όπως αποδείχθηκε, απέδωσαν καρπούς, αφού ο Γουόλτερ επρόκειτο να πάρει έναν πολύ μεγάλο τίτλο. «Τι να έχει να ζηλέψει, όταν πρόκειται να γίνει δούκισσα, ε μητέρα;»

Η Σάρλοτ χαμογέλασε πλατιά. «Σωστή παρατήρηση».

«Και παρόλο που δεν έφτασα να το δω με τα ίδια μου τα μάτια, από πρώτο χέρι» –η Έιμι ήταν ακόμα πικραμένη με το γεγονός ότι την ανάγκασαν να περιμένει ώσπου να γίνει σχεδόν δεκαοχτώ, ενώ της Νταϊάνα της επέτρεψαν να κάνει την πρώτη της επίσημη εμφάνιση όταν ήταν μόλις δεκαεφτά και μισό– «ωστόσο άκουσα ότι η Νταϊάνα είχε κι αυτή εξίσου πολλούς νεαρούς να την τριγυρίζουν, όσους είχα κι εγώ. Εκείνη απλώς έτυχε να ερωτευτεί τον πρώτο που ήρθε να χτυπήσει την πόρτα αργότερα».

«Πάρα πολύ σωστά», αναστέναξε η Σάρλοτ. «Γεγονός που μου θυμίζει ότι είναι κάτι παραπάνω από πιθανό ότι αύριο, ή μάλλον σήμερα, θα μας βομβαρδίσουν όλοι εκείνοι οι νεαροί φερέλπιδες που τους θάμπωσες στο χορό. Όντως πρέπει να κοιμηθείς λιγάκι, αλλιώς δεν θα αντέξεις ως την ώρα που θα σερβιριστεί το τσάι».

Η Έιμι γέλασε συγκρατημένα. «Ω, θα αντέξω, μητέρα. Έχω σκοπό να απολαύσω κάθε λεπτό της ιεροτελεστίας του κόρτε, μέχρι τη στιγμή που θα έρθει ο άντρας που θέλω και θα με βουτήξει».

«Πόσο λαϊκά το θέτεις», κακάρισε η Σάρλοτ. «Να σε βουτήξει, στην κυριολεξία. Αρχίζεις να ακούγεσαι σαν το γιο του Τζέιμς».

«Α μάλιστα, έτσι λες;»

Η μητέρα της γέλασε. «Έλα τώρα, σταμάτα. Και μην τυχόν και μάθει ο πατέρας σου ότι μιμείσαι τον Τζέρεμι, γιατί θα πάει να μαλώσει με τον αδερφό του γι’ αυτό, και ο Τζέιμς Μάλορι δεν παίρνει με καλό μάτι ούτε τη χλεύη ούτε τους υπαινιγμούς ούτε τις καλόπιστες συμβουλές. Ορκίζομαι, ακόμα και σήμερα δύσκολα μπορώ να πιστέψω ότι αυτοί οι δυο είναι αδέρφια, είναι τόσο διαφορετικοί».

«Ο πατέρας δεν μοιάζει με κανένα απ’ τα αδέρφια του, αλλά μια φορά εγώ τον αγαπώ έτσι ακριβώς όπως είναι».

«Μα είναι φυσικό», αντιγύρισε η Σάρλοτ, «έτσι που σου κάνει όλα τα χατίρια».

«Δεν μου κάνει πάντα όλα τα χατίρια! Αν ήταν έτσι, δεν θα ήμουν αναγκασμένη να περιμένω…»

Τα υπόλοιπα λόγια της πνίγηκαν μες στο στόμα της καθώς η Σάρλοτ έσκυψε από πάνω της και την αγκάλιασε σφιχτά. «Αυτό ήταν δική μου ευθύνη, γλυκιά μου, και μη μου θυμώσεις που ήθελα να κρατήσω το μωρό μου κοντά μου για λίγο ακόμα. Όλες σας μεγαλώσατε πάρα πολύ γρήγορα. Εσύ είσαι η τελευταία, αλλά μετά τον αποψινό θρίαμβο είμαι σίγουρη ότι λίαν συντόμως θα έρθει κάποιος εκλεκτός νέος και θα σε “βουτήξει”. Το θέλω αυτό, φυσικά και το θέλω, αλλά όχι τόσο σύντομα όσο αναπόφευκτα θα συμβεί. Πολύ φοβάμαι ότι εσύ θα μου λείψεις περισσότερο απ’ όλες όταν θα φύγεις από το σπίτι για να πας να παντρευτείς. Άντε τώρα, κοιμήσου λιγάκι».

Η Έιμι ξαφνιάστηκε που η μητέρα της έκλεισε τόσο απότομα την εξομολόγησή της, ώσπου συνειδητοποίησε ότι η Σάρλοτ ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, κι αυτός ήταν και ο λόγος που έσπευσε να φύγει από το δωμάτιο βιαστικά, σέρνοντας και την Άγκνες μαζί της. Η Έιμι αναστέναξε, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι τα λόγια της μητέρας της ήταν προφητικά, και νιώθοντας γι’ αυτό και αδημονία αλλά και δέος. Αν ο στόχος της Έιμι εκπληρωνόταν, όντως της Σάρλοτ θα της έλειπε περισσότερο απ’ όλες, μια και θα έπρεπε να μετακομίσει στην Αμερική και θα έβαζε έναν ολόκληρο ωκεανό ανάμεσα σ’ αυτήν και στην οικογένειά της για να είναι μαζί με τον άντρα που διάλεξε. Ως εκείνη τη στιγμή, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι αναγκαστικά το πράγμα έτσι θα γινόταν.

Αναθεματισμένα αισθήματα! Γιατί δεν γινόταν να είχε ερωτευτεί έναν Άγγλο;