Κεφάλαιο 4

«Γιατί Τζούντιθ;» ρώτησε ο Τζέιμς τον αδερφό του, αναφερόμενος στο όνομα που δόθηκε στη μικρότερη από τις ανιψιές του. «Γιατί όχι κάτι μελωδικό όπως το Ζακλίν;»

Ήταν κι οι δυο τους στο παιδικό δωμάτιο, εκεί όπου μπορούσε να βρει κανείς τον Άντονι πιο συχνά από ποτέ, όταν βρισκόταν στο σπίτι. Σήμερα, για αλλαγή, είχε την κόρη του όλη δική του, αφού η γυναίκα του η Ρόσλιν είχε πάει να επισκεφθεί τη φίλη της, τη λαίδη Φράνσις. Η Νέτι, εκείνη η Σκοτσέζα μέγαιρα που είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της Ρόσλιν και είχε αναλάβει τη φροντίδα της μικρής Τζούντιθ με το έτσι θέλω, είχε φύγει απ’ το δωμάτιο μόνο κατόπιν απειλής ότι αν δεν έφευγε, θα είχε τρομερές συνέπειες. Κατά καιρούς ο Άντονι αναγκαζόταν να διοικεί τα του οίκου του με τρόπο λίγο καταπιεστικό, αλλιώς οι γυναίκες εκεί μέσα θα του έπαιρναν τον αέρα. Ο Τζέιμς πάντως είχε μια τάση να θεωρεί ότι η Ρόσλιν του είχε πάρει τον αέρα ούτως ή άλλως.

«Σταμάτα», ήταν η απάντηση του Άντονι στην ερώτηση του Τζέιμς. «Θέλεις δηλαδή να ξυπνήσει ο στριμμένος εαυτός σου και να τη φωνάζεις Τζακ; Γιατί δεν βγάζεις τη δική σου κόρη Ζακλίν όταν γεννηθεί, κι ύστερα να τη φωνάζω εγώ Τζακ;»

«Εν τοιαύτη περιπτώσει, απλούστατα θα την ονομάσω Τζακ ευθύς εξαρχής, οπότε δεν θα υπάρχει περιθώριο για αλλαγές».

Ο Άντονι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Δεν νομίζω ότι της Τζορτζ θα της άρεσε και πολύ αυτό».

Ο Τζέιμς αναστέναξε, αποδιώχνοντας την ιδέα πριν ριζώσει μέσα του για τα καλά. «Υποθέτω πως δεν θα της άρεσε».

«Ούτε στους αδερφούς της», πρόσθεσε ο Άντονι για να γίνει δυσάρεστος.

«Αν είναι έτσι…»

«Θα το έκανες, έτσι δεν είναι;»

«Θα έκανα οτιδήποτε για να εκνευρίσω αυτούς τους άξεστους χωριάτες», αποκρίθηκε ο Τζέιμς με απόλυτη ειλικρίνεια.

Ο Άντονι ξέσπασε σε γέλια, πράγμα που ξάφνιασε την Τζούντιθ, η οποία ήταν κουλουριασμένη στο μπράτσο του. Δεν έβαλε τα κλάματα, απλώς άρχισε να κουνάει τα χεράκια της με έξαψη. Ο πατέρας της πήρε το ένα της χέρι κι έφερε τα μικροσκοπικά δάχτυλα στα χείλη του, κι ύστερα στράφηκε ξανά και κοίταξε τον Τζέιμς.

Αυτοί οι δυο αδερφοί ήταν διαφορετικοί όπως η μέρα με τη νύχτα. Ο Άντονι ήταν λίγο ψηλότερος και πολύ πιο αδύνατος, με μαύρα μαλλιά και μπλε μάτια, ενώ ο Τζέιμς, όπως οι άλλοι δυο αδερφοί του, ήταν μεγαλόσωμος, ξανθός και με μάτια που είχαν μια βαθιά απόχρωση του πράσινου. Η Τζούντιθ, τώρα, είχε πάρει και από τους δύο γονείς της. Όταν μεγάλωνε θα είχε τα υπέροχα πυρρόξανθα μαλλιά της μητέρας της, αλλά τα μάτια της είχαν ήδη εκείνο το βαθύ μπλε του κοβαλτίου, από τον πατέρα της.

«Πόσο καιρό πιστεύεις ότι θα μείνουν οι Γιάνκηδες τούτη τη φορά;» ρώτησε ο Άντονι.

«Πάρα πολύ», ήρθε η νευριασμένη απάντηση από τον Τζέιμς.

«Όχι παραπάνω από κάνα δυο βδομάδες, βέβαια».

«Ας το ελπίσουμε».

Ο Άντονι θα μπορούσε τώρα να τσιτσιρίσει τον Τζέιμς σχετικά με την επικείμενη επίσκεψη των ανεπιθύμητων κουνιάδων –αν δεν τον ενοχλούσε αυτό, θα σήμαινε ότι κάτι θα είχε πάθει, μια και τα δυο αδέρφια απολάμβαναν όσο τίποτα να βασανίζουν ανελέητα ο ένας τον άλλο– αλλά απέναντι σε έναν κοινό εχθρό θα στεκόταν στο πλευρό του αδερφού του. Όμως οι Γιάνκηδες δεν είχαν φτάσει ακόμα…

Ο Άντονι εξακολουθούσε να χαμογελάει πλατιά την ώρα που έλεγε σαν να μην έτρεχε τίποτα: «Υποθέτω πως θα θέλουν να μείνουν μαζί σας, τώρα που έχετε το δικό σας σπίτι».

«Δάγκωσε τη γλώσσα σου. Και μόνο που θα τους αφήσω να διαβούν το κατώφλι είναι ήδη αρκετά άσχημο από μόνο του. Πολύ ευχαρίστως θα τσάκιζα μερικά κεφάλια αν ήμουν αναγκασμένος να τους βλέπω σε καθημερινή βάση. Δεν θα ήμουν σε θέση να συγκρατηθώ».

«Α, έλα τώρα, δεν ήταν όλοι τους τόσο κακοί. Ήταν και κάνα δυο από δαύτους με τους οποίους τα πήγα περίφημα, κι εσύ το ίδιο, αν θες να το παραδεχτείς. Και ο Τζέισον συμπάθησε πολύ τον Κλίντον. Ο δε Τζέρεμι και ο Ντέρεκ πέρασαν συναρπαστικά με τους δυο μικρότερους».

Ο Τζέιμς ύψωσε το ένα του φρύδι με τρόπο που προοιωνιζόταν μακελειό έτσι και ο Άντονι δεν άλλαζε θέμα σύντομα. «Με τον Γουόρεν τα πήγε καλά κανείς;»

«Δεν μπορώ να πω πως τα πήγαμε καλά».

«Κι ούτε και θα τα πάμε ποτέ».

Αυτό θα έπρεπε να έφτανε για να κλείσει η συζήτηση, αλλά ο Άντονι δεν είχε το χάρισμα να πιάνει στον αέρα τις συγκαλυμμένες προειδοποιήσεις. «Έκαναν ακριβώς αυτό που ήθελες, αγαπητέ, σε πάντρεψαν με τη μικρή τους αδερφή – κι επέμειναν σε αυτό. Οπότε, πότε έχεις σκοπό να τους συγχωρήσεις για εκείνο το ξύλο που σου έριξαν;»

«Το ξύλο ήταν αναμενόμενο. Όμως ο Γουόρεν ξεπέρασε τα όρια όταν παρέσυρε το πλήρωμα του πλοίου μου, και θα μας είχε κρεμάσει όλους αν περνούσε απ’ το χέρι του».

«Κλασική αντιμετώπιση για κάποιον που έχει να αντιμετωπίσει κτηνώδεις πειρατές», αποκρίθηκε ο Άντονι χωρίς να το πολυσκεφτεί.

Ο Τζέιμς έκανε να κινηθεί απειλητικά προς το μέρος του αδερφού του που τον τσίγκλιζε, αλλά μετά θυμήθηκε ότι ο Άντονι είχε στην αγκαλιά του το μωρό. Το χαμόγελο του Άντονι έγινε ακόμα πιο πλατύ όταν είδε το γεμάτο δυσαρέσκεια ύφος του αδερφού του, το ότι συνειδητοποίησε ολοκάθαρα πως, ακόμα κι αν είχε κατά νου να του χώσει καμιά γροθιά στη μούρη, θα ήταν υποχρεωμένος να περιμένει. Και ο Άντονι εξακολουθούσε να μην έχει τελειώσει ακόμα.

«Έτσι όπως τα έμαθα εγώ», είπε, «τους δυο μικρότερους αδερφούς και την Τζορτζ θα πρέπει να ευχαριστείς που του Γουόρεν δεν του πέρασε το δικό του».

«Αυτό είναι άσχετο… κι έχουμε καθυστερήσει να κάνουμε και μια επίσκεψη στο “Νάιτον Χολ” εσύ κι εγώ», πρόσθεσε ο Τζέιμς με νόημα. «Η άσκηση θα έκανε καλό και στους δυο μας».

Ο Άντονι ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. «Όταν θα έχεις λογαριασμούς να καθαρίσεις; Δεν νομίζω. Προτιμώ τους πυγμάχους που μου δίνει το “Νάιτον” για την προπόνηση, ευχαριστώ».

«Μα αυτοί δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, αγαπητό μου αγόρι».

«Όπως και να έχει, της γυναίκας μου της αρέσει το πρόσωπό μου όπως είναι. Δεν θα έβλεπε με καθόλου καλό μάτι εσένα να μου τσαλακώνεις τη μύτη μ’ αυτά τα σφυριά που θεωρείς χέρια. Άλλωστε, δεν θα ήθελα να σου φύγει όλη αυτή η εχθρική διάθεση πριν καταφτάσουν οι Γιάνκηδες. Δεν βλέπω την ώρα για το χαμό, ειλικρινά δεν βλέπω την ώρα».

«Δεν θα είσαι ευπρόσδεκτος», είπε ο Τζέιμς κοφτά.

«Η Τζορτζ θα με αφήσει να μπω», αποκρίθηκε ο Άντονι με αυτοπεποίθηση. «Με συμπαθεί».

«Σε ανέχεται γιατί είσαι αδερφός μου».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Άντονι ύψωσε το φρύδι του. «Και δεν θα της ανταποδώσεις αυτή τη χάρη, όσον αφορά στους αδερφούς της;»

«Μα την έχω ήδη ανταποδώσει. Είναι ακόμα ζωντανοί, έτσι δεν είναι;»

Όταν ο Τζέιμς επέστρεψε στο σπίτι του αργότερα εκείνη τη μέρα, εξεπλάγη όταν είδε ότι την πόρτα την άνοιξε η Έιμι. Είχε να τη δει από τον πρώτο της χορό την περασμένη εβδομάδα –τον μοναδικό χορό όπου είχαν απ’ αυτόν την απαίτηση να παραστεί, δόξα τω Θεώ– όμως η Τζορτζίνα είχε αναφέρει ότι η Έιμι την είχε επισκεφθεί μόλις λίγες μέρες πριν. Και από τη στιγμή που ο Τζέιμς δεν είχε χτυπήσει την πόρτα, ήταν προφανές ότι η μικρή τον περίμενε, γεγονός αρκετά ασυνήθιστο ώστε να τον βάλει σε υποψίες.

Όμως επειδή δεν ήταν άνθρωπος που συνήθιζε να υπερβάλλει ή να καταλήγει σε αυθαίρετα συμπεράσματα, απλώς ρώτησε: «Πού είναι ο Χένρι; Ή μήπως ανέλαβε υπηρεσία ο Άρτι σήμερα; Δεν πρόσεξα όταν έφυγα».

Ο Χένρι και ο Άρτι ήταν μέλη του πληρώματός του τον καιρό που ήταν πειρατής. Όμως αυτοί οι δυο ήταν μαζί του για τόσο πολύ καιρό, που τώρα πια ήταν κάτι σαν οικογένεια, και όταν αποφάσισε να πουλήσει το πλοίο του, τη Μέιντεν Αν, επέλεξαν να παραμείνουν στον οίκο του παρά να σαλπάρουν ξανά στις θάλασσες με ένα άγνωστο πλοίο. Ήταν δυο εντελώς απίθανοι μπάτλερ που δεν τους χωρούσε ανθρώπου νους, ωστόσο μοιράζονταν τη δουλειά και το έβρισκαν διασκεδαστικό να τρομάζουν τους ανυποψίαστους τυχόν επισκέπτες με τους χοντροκομμένους τρόπους τους.

«Σήμερα είναι η σειρά του Άρτι», απάντησε η Έιμι καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του. «Όμως έφυγε για να πάει στο γιατρό». Είδε την πλάτη του θείου της να σφίγγεται για μια στιγμή κι αμέσως μετά να τρέχει προς τις σκάλες, οπότε κι εκείνη έσπευσε να φωνάξει από πίσω του: «Η γυναίκα σου είναι στο σαλόνι».

Ο Τζέιμς σταμάτησε απότομα. «Στο σαλόνι;»

«Πίνει το τσάι της», πρόσθεσε η Έιμι.

«Πίνει το τσάι της!» είπε οργισμένα εκείνος κάνοντας μεταβολή και πηγαίνοντας προς την κατεύθυνση του σαλονιού. Κοντοστάθηκε στην πόρτα καθώς είδε τη γυναίκα του να κάθεται μέσα. «Να πάρει η οργή, Τζορτζ, τι στον κόρακα νομίζεις ότι κάνεις; Όφειλες να βρίσκεσαι στο κρεβάτι».

«Δεν θέλω να πάω στο κρεβάτι, και πίνω το τσάι μου», άκουσε η Έιμι την Τζορτζίνα να απαντάει με αξιέπαινη ηρεμία.

Η απάντηση αυτή, ωστόσο, άφησε τον Τζέιμς άναυδο. «Δηλαδή, δεν γεννάς;»

«Ναι, γεννάω, αλλά πίνω και το τσάι μου. Θα ήθελες να μου κάνεις λίγη παρέα;»

Ο Τζέιμς έμεινε αμίλητος για μια στιγμή, προσπαθώντας να χωνέψει αυτό που άκουσε. «Να πάρει η οργή, Τζορτζ, δεν το κάνεις σωστά το πράγμα». Κι ύστερα μπήκε στο σαλόνι. «Θα πας στο κρεβάτι».

«Που να πάρει ο διάολος, Τζέιμς, άσε με κάτω», άκουσε έπειτα η Έιμι. «Θα πάω σ’ εκείνο το κρεβάτι όπου να ’ναι, και θα αρχίσω να σκούζω. Θα γίνει σωστά όπως θέλεις, αλλά όταν θα είμαι εγώ έτοιμη. Τώρα άσε με…»

Ακολούθησε μια αιφνιδιαστική σιωπή. Η Έιμι, που σκεφτόταν να παρέμβει μια και δεν είχε ξαναδεί ποτέ το θείο της τον Τζέιμς να αντιδρά με αυτό τον τρόπο, βρήκε το θάρρος να πάει να σταθεί στο κατώφλι. Έφτασε πάνω στην ώρα που η Τζορτζίνα είχε άλλη μία σύσπαση και ο άντρας της είχε τελείως αποδιοργανωθεί από αυτό. Είχε καθίσει κάτω, μολονότι δεν είχε αφήσει την Τζορτζίνα από τα χέρια του και ακόμα την κρατούσε σφιχτά, κι ήταν τόσο ωχρός όσο και το κρεμ χρώμα του μεταξωτού καλύμματος του καναπέ όπου καθόταν.

«Πότε άρχισαν οι πόνοι σου;» ξεστόμισε όταν εκείνη ξανάρχισε να ανασαίνει κανονικά.

«Σήμερα το πρωί…»

«Σήμερα το πρωί;»

«Αν έχεις σκοπό να με ρωτήσεις γιατί σου δεν σου το ανέφερα πριν φύγεις, απλώς άκου τον εαυτό σου και θα έχεις την απάντηση που γυρεύεις! Και τώρα όντως άσε με κάτω, Τζέιμς, για να μπορέσω να τελειώσω το τσάι μου. Η Έιμι μόλις το σέρβιρε».

«Έιμι!» βρυχήθηκε ο Τζέιμς προς άλλη, καινούρια κατεύθυνση. «Τι διάβολο νομίζεις ότι κάνεις, υπηρετείς τη γυναίκα μου–»

«Μην τολμήσεις να ξεσπάσεις την αγωνία σου πάνω στην Έιμι», είπε η Τζορτζίνα και του κοπάνησε μια μπουνιά στον ώμο. «Εγώ ήθελα να καθαρίσω το σπίτι, αν πρέπει οπωσδήποτε να ξέρεις, αλλά εκείνη με έπεισε να πιω ένα τσάι αντί γι’ αυτό. Αν δεν σκοπεύεις να πιεις κι εσύ τσάι μαζί μας, πιες ένα ποτό, αλλά πραγματικά, στάματα να ουρλιάζεις στ’ αυτιά μας».

Ο Τζέιμς χαλάρωσε τη λαβή του και την άφησε όσο χρειαζόταν για να περάσει το χέρι του μέσα απ’ τα μαλλιά του. Η Τζορτζίνα εκμεταλλεύτηκε αυτό το λάθος του, ξεγλίστρησε από την αγκαλιά του κι έκανε να πιάσει να πιει το τσάι της, λες και αυτή ήταν μια οποιαδήποτε άλλη μέρα και όχι αυτή κατά την οποία θα γεννούσε το μωρό της.

«Συγγνώμη», είπε ο Τζέιμς ύστερα από μια στιγμή, δίχως να απευθύνεται κάπου συγκεκριμένα. «Με τον Τζέρεμι δεν χρειάστηκε να τα περάσω όλ’ αυτά. Νομίζω ότι θα προτιμούσα να μεγάλωναν πρώτα τα παιδιά μου κάμποσο και μετά να μου πουν ότι έγινα πατέρας. Ξέρω πάρα πολύ καλά ότι έτσι θα το προτιμούσα».

Ή Έιμι τον λυπήθηκε που έδινε εξηγήσεις. «Όσο κι αν θέλω να είμαι μαζί της ώσπου να γεννήσει, ξέρω ότι μετά κάποιος θα δημιουργήσει φασαρία γι’ αυτό –η αθωότητά μου, καταλαβαίνετε– κι έτσι έστειλα να ειδοποιήσουν τη μητέρα μου και τη θεία Ρόσλιν και τη Ρέτζι. Μεταξύ τους, θα φροντίσουν ώστε η Τζορτζ να κάνει όλα όσα πρέπει να κάνει».

Η Τζορτζίνα μαλάκωσε αρκετά ώστε να προσθέσει: «Αυτό ειλικρινά είναι το εύκολο κομμάτι, Τζέιμς. Για την ακρίβεια, θα πρότεινα να πιεις εκείνο το ποτό που λέγαμε και να χαλαρώσεις πριν αρχίσει το δύσκολο κομμάτι – ή να εξαφανιστείς. Θα το καταλάβω απόλυτα αν προτιμήσεις να πας στη λέσχη σου και να περιμένεις εκεί μέχρι όλα αυτά να τελειώσουν».

«Είμαι σίγουρος ότι θα καταλάβαινες. Όπως είμαι σίγουρος ότι θα καταλάβαινα κι εγώ, ωστόσο θα μείνω εδώ πέρα μήπως και με χρειαστείς».

Η Έιμι είχε φανταστεί ότι ο θείος της θα το έλεγε αυτό. Και η Τζορτζίνα πρέπει να το είχε φανταστεί, διότι χαμογέλασε και έγειρε για να τον φιλήσει. Και τότε ακούστηκε άλλο ένα χτύπημα στην πόρτα.

«Πρέπει να είναι τα στρατεύματα που άρχισαν να καταφτάνουν», είπε η Έιμι.

«Χα!» έκανε ο Τζέιμς με μια κάποια ανακούφιση. «Η Σάρλοτ θα σε πάει σ’ εκείνο το κρεβάτι, Τζορτζ, οπωσδήποτε».

«Η Σάρλοτ γέννησε δυο γιους και τρεις κόρες, Τζέιμς, οπότε θα καταλάβει απόλυτα πώς νιώθω – και αν δεν σταματήσεις να επιμένεις μ’ αυτό το κρεβάτι, θα γεννήσω το μωρό ακριβώς εδώ, στο σαλόνι».

Η Έιμι έφυγε από το δωμάτιο με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της. Σύμφωνα με την Τζορτζίνα, ο θείος Τζέιμς κατάφερε να τα βγάλει πέρα καλά σε ολόκληρη την εγκυμοσύνη, οπότε ποιος θα φανταζόταν ότι θα κατέρρεε τώρα, στο τέλος; Έπρεπε να είχε στείλει να ειδοποιήσουν και τον Άντονι, αν και ήταν πιθανόν ότι θα ερχόταν κι αυτός ούτως ή άλλως μαζί με τη Ρόσλιν. Βέβαια τη μέρα που γεννήθηκε η Τζούντιθ, ο Άντονι είχε εισπράξει ορισμένα σοβαρά πειράγματα από τον Τζέιμς, τότε που ο Άντονι είχε μείνει σαστισμένος και άλαλος ώσπου να τελειώσουν όλα αυτά. Όφειλε να είναι εδώ για να δει πώς θα τα έβγαζε πέρα ο αδερφός του κάτω από παρόμοια περίσταση.

Μα όταν άνοιξε την πόρτα, δεν είδε κανέναν από την οικογένειά της στη βεράντα. Ήταν και οι πέντε αδερφοί της Τζορτζίνα και, κοίτα να δεις, η γλώσσα της Έιμι δέθηκε κόμπος για άλλη μια φορά.