Κεφάλαιο 8

Ούτε παραγγελία να το είχαν κάνει, ο καιρός εκείνο το πρωί δεν θα μπορούσε να ήταν πιο τέλειος, τριπλασιάζοντας σχεδόν τους αναβάτες που ξεχύνονταν με τα άλογά τους στο Χάιντ Παρκ τόσο νωρίς το πρωί. Τα απογεύματα ήταν η ώρα του περιπάτου, όπου έβλεπες κάθε τύπο άμαξας που μπορούσες να φανταστείς να σουλατσάρει αργά στα μονοπάτια που έμοιαζαν σχεδόν εξοχικά. Τα πρωινά ήταν αφιερωμένα στην άσκηση των ζώων και του ανθρώπινου σώματος, οπότε συνήθως δεν συναντούσες γνωστούς και δεν αναγκαζόσουν να σταματάς κάθε λίγο και λιγάκι για ψιλή κουβέντα, όπως γινόταν το απόγευμα.

Ο Άντονι Μάλορι δέχτηκε να απαρνηθεί εκείνο το πρωί τον συνηθισμένο ξέφρενο καλπασμό του στο πάρκο και να συμβιβαστεί μ’ έναν ζωηρό τροχασμό του αλόγου του. Όχι ότι η Ρέτζι δεν ήταν ικανή στην ιππασία, αλλά πολύ αμφέβαλλε αν η παιχνιδιάρικη φοράδα της μπορούσε να συμβαδίσει με το δικό του δυνατό άτι. Κι εφόσον εκείνη επέμενε να του κάνει παρέα σήμερα, ο Άντονι αναγκαζόταν να ακολουθεί τον δικό της ρυθμό.

Μετά τη χθεσινή βραδιά, είχε τις υποψίες του για το λόγο που εκείνη είχε αυτοπροσκληθεί και δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να μιλήσει για τη λαίδη. Αλλά όταν η Ρέτζι έκοψε ταχύτητα και τράβηξε τα γκέμια, κάνοντας νόημα στον Τζέιμς και στον Τζέρεμι να προχωρήσουν, ήξερε ότι δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει. Τη λάτρευε, αλλά γινόταν αφόρητα επίμονη ώρες ώρες.

«Όταν σου είπα να βγούμε για ιππασία σήμερα, νόμιζα πως θα ήμαστε μόνοι», άρχισε να λέει η Ρετζίνα μ’ ένα απειροελάχιστο ίχνος ενόχλησης στη φωνή της. «Να το καταλάβω που ο Τζέρεμι ήθελε να έρθει μαζί μας, αλλά και ο θείος Τζέιμς; Αυτός σπάνια σηκώνεται, αν δεν πάει μεσημέρι».

Η αλήθεια ήταν ότι ο Άντονι είχε σηκώσει αδελφό κι ανιψιό από το κρεβάτι με απειλές και καλοπιάσματα για να πάνε μαζί του. Όμως το σχέδιό του δεν είχε πτοήσει τη Ρέτζι. Να πάρει ο διάολος τον Τζέιμς! Ήξερε πολύ καλά ότι ο μοναδικός λόγος που είχε έρθει παρέα ήταν για να παραμείνει η κουβέντα απρόσωπη, αλλά τώρα αυτός κάλπαζε μακριά, χαρίζοντας στον Άντονι ένα πλατύ εύθυμο χαμόγελο.

Ο Άντονι ανασήκωσε αθώα τους ώμους. «Τι να πω; Ο Τζέιμς έχει αλλάξει τελείως συνήθειες από τότε που έγινε πατέρας. Το ίδιο δεν έκανε κι αυτό το μούτρο που πήγες και παντρεύτηκες;»

«Άντε πάλι! Γιατί πάντα επιτίθεσαι στον Νίκολας, ενώ και η δική σου συμπεριφορά δεν είναι και η πιο υποδειγματική του κόσμου;» Και μπήκε κατευθείαν στο ψητό. «Είναι μισή Σκοτσέζα, ξέρεις».

Εκείνος δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει ποια εννοούσε, αλλά αντιγύρισε αδιάφορα: «Αλήθεια;».

«Είναι γνωστές για το πόσο οξύθυμες είναι».

«Εντάξει, ψιψίνα», αναστέναξε. «Τι βάζεις με το μυαλό σου και νιώθεις υποχρεωμένη να με προειδοποιήσεις;»

Το μέτωπό της ζάρωσε, τα μπλε της μάτια καρφώθηκαν διαπεραστικά στα δικά του παρόμοια μπλε μάτια. «Ενδιαφέρεσαι για εκείνη, Τόνι;»

«Μήπως πέθανα και δεν το ξέρω;»

Η Ρετζίνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της. «Ναι, μάλλον ήταν χαζή ερώτηση. Φυσικά κι ενδιαφέρεσαι – εσύ και μερικές δεκάδες άλλοι άντρες. Φαντάζομαι ότι το επόμενο πράγμα που θα σε ρωτήσω είναι αν σκοπεύεις να κάνεις κάτι γι’ αυτό».

«Αυτό, κοριτσάκι μου, δεν σε αφορά».

Ο τόνος του ήταν τρυφερός, αλλά κατηγορηματικός, και το μέτωπο της Ρετζίνα ζάρωσε ξανά. «Το ξέρω. Μα πιστεύω ότι πρέπει να μάθεις κάνα δυο πραγματάκια για εκείνη προτού αποφασίσεις να την κυνηγήσεις».

«Θα είναι πλήρης η καταγραφή του παρελθόντος της;» ρώτησε ξερά εκείνος.

«Μη δυσκολεύεις τα πράγματα, Τόνι. Έχει έρθει στο Λονδίνο για να παντρευτεί».

«Αυτό το φριχτό νέο το ξέρω ήδη. Μου το είπε η ίδια».

«Εννοείς ότι της έχεις μιλήσει; Πότε;»

«Αφού θέλεις να μάθεις, χθες βράδυ στον κήπο».

Της ξέφυγε μια κραυγή. «Δεν πιστεύω να…»

«Όχι».

Η Ρετζίνα αναστέναξε ανακουφισμένη, αλλά προσωρινά μόνο. Εφόσον ο Άντονι ήξερε ότι η λαίδη Ρόσλιν έψαχνε σύζυγο και αυτή η γνώση δεν είχε σταθεί ικανή να τον αποτρέψει, τότε η δύστυχη γυναίκα ήταν καταδικασμένη.

«Ίσως δεν έχεις καταλάβει πόσο σοβαρά έχει πάρει αυτή την υπόθεση, Τόνι. Σκοπός της είναι να έχει παντρευτεί μέχρι το τέλος του μήνα. Και μην υψώνεις τα φρύδια. Δεν είναι αυτός ο λόγος. Η αλήθεια είναι ότι από άντρες έχει την ίδια πείρα με μια δεκαεξάχρονη».

«Αυτό δεν το πιστεύω».

«Τα βλέπεις; Δεν ξέρεις τίποτα για εκείνη και παρ’ όλα αυτά σκέφτεσαι να κάνεις τη ζωή της άνω κάτω. Και μέχρι στιγμής έχει ζήσει μια υπερβολικά προστατευμένη ζωή. Ζούσε θαμμένη στα Χάιλαντς μαζί με τον παππού της από τότε που πέθαναν οι γονείς της και, απ’ ό,τι φαίνεται, τα τελευταία χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο εκτός από το να τον φροντίζει, γι’ αυτό και μέχρι τώρα δεν είχε σκεφτεί να παντρευτεί. Αυτό το ήξερες;»

«Δεν μιλήσαμε και τόσο πολύ, Ρέτζι».

Εκείνη αντιλήφθηκε τον εκνευρισμό του, αλλά συνέχισε ακάθεκτη. «Ο πατέρας της ήταν κάποιος κόμης τελευταίας διαλογής. Ξέρεις ότι αυτό δεν θ’ αρέσει καθόλου στον θείο Τζέισον…»

Ο Άντονι σ’ αυτό το σημείο τη διέκοψε. «Μπορεί να μη μ’ αρέσει που ο μεγάλος αδελφός μ’ έχει γράψει στα μαύρα κατάστιχα, αλλά δεν θα του δώσω κι αναφορά για ό,τι κάνω, ψιψίνα μου».

«Δεν έχεις μάθει ακόμα όλη την ιστορία, Τόνι. Η λαίδη Ρόσλιν είναι κληρονόμος. Ο παππούς της ήταν εξωφρενικά πλούσιος κι άφησε τα πάντα σ’ εκείνη. Η συγκεκριμένη πληροφορία δεν είναι ευρέως γνωστή ακόμα, αλλά φαντάζεσαι τι έχει να γίνει αν δεν έχει παντρευτεί προτού μαθευτεί».

«Όλα τα παλιοτόμαρα του Λονδίνου θα βγουν από το καβούκι τους και θα την κυνηγήσουν ανελέητα», απάντησε σφιγμένα ο Άντονι.

«Ακριβώς. Αλλά, ευτυχώς, εκείνη έχει ήδη διαλέξει αρκετούς κυρίους που τους εξετάζει ως πιθανούς υποψηφίους. Απ’ ό,τι κατάλαβα, το μόνο που θέλει τώρα είναι να μάθει όσο περισσότερες πληροφορίες μπορεί για τον καθένα και κατόπιν θα διαλέξει. Μου ζήτησε να ρωτήσω τον Νίκολας τι γνωρίζει γι’ αυτούς».

«Αφού ξέρεις τόσο πολλά, δεσποινίς μου, πες μου τι διάολο συμβαίνει και βιάζεται τόσο να παντρευτεί».

Ω, σίγουρα τον ενδιέφερε η λαίδη Ρόσλιν, αφού δεν νοιάστηκε που είχε φανεί ξεκάθαρα ο εκνευρισμός του. Κι αυτό έκανε τη Ρετζίνα να σταματήσει, πολύ απλά επειδή κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί. Ποτέ άλλοτε δεν τον είχε δει τόσο αναστατωμένο για μια γυναίκα. Είχε τόση υπερπροσφορά γυναικών, που δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ παραπάνω για κάποια συγκεκριμένη. Ίσως η Ρετζίνα έπρεπε να αναθεωρήσει για αυτό το θέμα.

Τον πληροφόρησε διστακτικά: «Έχει να κάνει με μια υπόσχεση που έδωσε η λαίδη Ρόσλιν στον παππού της πριν πεθάνει. Αυτός είναι ο λόγος που βιάζεται και που ψάχνει μανιωδώς για σύζυγο. Σύμφωνα με τη φίλη της, τη Φράνσις Γκρένφελ, αν δεν είχε δώσει αυτή την υπόσχεση, μάλλον θα έμενε ανύπαντρη. Εννοώ ότι δεν είναι κάτι που το βλέπει συχνά κανείς, μια γυναίκα τόσο όμορφη, τόσο πλούσια και να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν άλλο παρά μόνο στον εαυτό της».

Ήταν πράγματι μια μοναδική περίπτωση, αλλά ο Άντονι δεν έδωσε και τόση σημασία σ’ αυτό προς το παρόν, αφού το όνομα Γκρένφελ ήταν αυτό που τον είχε ανησυχήσει. «Πόσο στενές φίλες είναι με τη Φράνσις Γκρένφελ;»

Αυτή η ερώτηση αποπροσανατόλισε τη Ρετζίνα. «Γιατί ρωτάς;»

«Η λαίδη Φράνσις ήταν ένα από τα νεανικά λάθη του Τζορτζ, αλλά δεν θέλω να σου ξεφύγει πουθενά αυτό, ψιψίνα».

«Όχι, εννοείται», είπε εκείνη αμέσως και ρώτησε χωρίς να πάει ανάσα: «Εννοείς τον γερο-Τζορτζ, τον καλύτερό σου φίλο, αυτόν που πάντα με πείραζε τόσο προκλητικά; Αυτό τον Τζορτζ;»

Εκείνος χαμογέλασε με την έκπληξή της. «Αυτόν ακριβώς και δεν μου απάντησες σ’ αυτό που σε ρώτησα».

«Δεν καταλαβαίνω τι σημασία μπορεί να έχει, αλλά είναι πολύ στενές φίλες. Γνωρίστηκαν στο σχολείο κι έκτοτε έχουν κρατήσει επαφή».

«Πράγμα που σημαίνει ότι λένε όλα τους τα μυστικά, γαμώτο», γρύλισε σχεδόν εκείνος.

Να πάρει ο διάολος! Είχε ακόμα ολοζώντανη στ’ αυτιά του τη βραχνή φωνή της να του ομολογεί: «Μ’ έχουν προειδοποιήσει για άντρες σαν κι εσένα». Νόμιζε τότε πως εκείνη τον πείραζε, αλλά τώρα ήξερε από πού θα πρέπει να προέρχονταν αυτές οι προειδοποιήσεις και πόσο επιβαρυντικές μπορεί να ήταν. Δεν αστειευόταν καθόλου τελικά. Ό,τι κι αν γινόταν, η λαίδη Ρόσλιν θα φυλαγόταν από εκείνον, αφού θα είχε πάντα στο μυαλό της το πάθημα της φίλης της. Ξαφνικά του ήρθε να δώσει ένα γερό χέρι ξύλο στον Τζορτζ Άμχερστ για την αδιακρισία που είχε δείξει στα νιάτα του. Που να πάρει ο διάολος, να πάρει!

Βλέποντάς τον τόσο θυμωμένο και βλοσυρό, η Ρετζίνα δίστασε να πει αυτό που έπρεπε, αλλά μια και κανένας άλλος δεν είχε το θάρρος, αναγκαστικά έπρεπε να το κάνει εκείνη. «Ξέρεις, Τόνι, αν δεν είσαι έτοιμος να κάνεις το μεγάλο βήμα, γεγονός που θα σόκαρε όλο το Λονδίνο, αλλά θα ευχαριστούσε αφάνταστα την οικογένεια, πρέπει πραγματικά να αφήσεις ήσυχη τη λαίδη».

Εκείνος έβαλε τα γέλια ξαφνικά. «Μη χειρότερα, ψιψίνα μου, από πότε έγινες η συνείδησή μου;»

Εκείνη φούντωσε μόλις το άκουσε. «Είναι άδικο, που να πάρει. Αμφιβάλλω αν υπάρχει γυναίκα που δεν μπορείς να ξελογιάσεις έτσι και το βάλεις σκοπό».

«Υπερεκτιμάς τις ικανότητές μου».

«Αυτά να τα πεις αλλού», αντιγύρισε εκείνη. «Σ’ έχω δει να βάζεις μπροστά τη γοητεία σου, Τόνι, και τα αποτελέσματα είναι ολέθρια. Αλλά συμπαθώ τη Ρόσλιν Τσάντγουικ. Πρέπει να τηρήσει μια υπόσχεση που είναι σημαντική για εκείνη και, για κάποιο λόγο, υπάρχει χρονικό όριο σ’ αυτό. Αν αναμιχτείς εσύ, το πιθανότερο είναι να μπλέξεις τα πράγματα, χώρια που θα την πληγώσεις κι από πάνω».

Ο Άντονι της χαμογέλασε τρυφερά. «Είναι αξιέπαινο το ενδιαφέρον σου για κάποια που γνώρισες μόλις χθες, Ρέτζι, αλλά λίγο πρόωρο, δεν νομίζεις; Κι άλλωστε, η λαίδη δεν είναι κανένα ανόη­το κοριτσόπουλο που δεν έχει κουκούτσι μυαλό. Είναι ανεξάρτητη γυναίκα και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό της. Μόνη σου το είπες. Δεν νομίζεις, λοιπόν, ότι είναι αρκετά μεγάλη, και ώριμη, ώστε να στείλει από κει που ’ρθε έναν έκφυλο σαν κι εμένα, αν το θέλει;»

«Το αν το θέλει είναι που με κάνει να τρέμω», βόγκηξε εκείνη, αλλά ο Άντονι έβαλε πάλι τα γέλια.

«Μιλήσατε πολλή ώρα χθες βράδυ. Μήπως κατά τύχη με ανέφερε;»

Μη χειρότερα! Και μόνο το γεγονός ότι τη ρωτούσε κάτι τέτοιο, έδειχνε ότι το είχε πάρει σοβαρά το πράγμα, παρόλα όσα του είχε πει.

«Αφού θέλεις να μάθεις, ήσουν το μοναδικό θέμα συζήτησης, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο περίεργο, αφού χθες βράδυ όλοι εκεί μέσα για εσένα μιλούσαν. Για να πω την αλήθεια, είμαι σίγουρη ότι πρόλαβε ν’ ακούσει ένα σωρό κουτσομπολιά προτού της πιάσω κουβέντα».

«Είπες καλά λόγια για εμένα, ψιψίνα;»

«Προσπάθησα, αλλά εκείνη δεν τα έχαψε. Και φαντάζομαι ότι θα πετάξεις από τη χαρά σου αν μάθεις ότι όσο κι αν παρίστανε την αδιάφορη, το ενδιαφέρον της για εσένα έβγαζε μάτι, όπως και το δικό σου για εκείνη». Το χαμόγελο που απέσπασε αυτό το τελευταίο σχόλιο κόντεψε να την τυφλώσει. «Ωχ, Θε μου. Δεν έπρεπε να σ’ το πω αυτό, αλλά αφού το έκανα πρέπει επίσης να σου πω ότι ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον της για εσένα, πήγε τελικά να γνωριστεί καλύτερα με τους κυρίους που εξετάζει ως υποψήφιους συζύγους. Μπορεί να της έκανες εντύπωση, αλλά εκείνη δεν άλλαξε τα σχέδιά της ούτε τόσο δα».

Η Ρετζίνα έβλεπε πως ό,τι κι αν του έλεγε, εκείνος δεν έπαιρνε χαμπάρι, και είχε εξαντλήσει όλα όσα μπορούσε να πει. Καλύτερα να μην είχε ανοίξει το στόμα της. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε παρέμβει στην ερωτική του ζωή και τώρα έβλεπε ότι ήταν χαμένος κόπος να το προσπαθήσει, έστω αυτή τη φορά. Ο Τόνι θα έκανε ό,τι του κάπνιζε, όπως πάντα. Ένας Θεός ήξερε πόσο είχε κοπιάσει μάταια για χρόνια ολόκληρα ο θείος Τζέισον να περιορίσει λίγο τον ηδονισμό του Τόνι. Πώς ήταν δυνατόν να είχε πιστέψει ότι εκείνη θα τα κατάφερνε καλύτερα;

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε φερθεί τελείως χαζά. Είχε προσπαθήσει να αλλάξει αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που αγαπούσε περισσότερο στον Άντονι. Ήταν ένας γοητευτικός γλεντζές. Αυτό ακριβώς ήταν που τον έκανε να είναι ο αγαπημένος της θείος. Κι αν άφηνε πίσω του αμέτρητες ραγισμένες καρδιές, έφταιγε απλώς που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη γοητεία του και τον ερωτεύονταν, αν κι εκείνος δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά κάποιον από τους δεσμούς του. Χάριζε όμως ηδονή κι ευτυχία. Κι αυτό μετρούσε πολύ.

«Ελπίζω να μη μου θυμώσεις που χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις». Του χάρισε το χαμόγελο στο οποίο εκείνος δεν μπορούσε ποτέ να αντισταθεί.

«Είναι τόσο όμορφη αυτή η μυτούλα».

«Αλλά αυτή τη στιγμή πολύ μεγάλη και χώνεται παντού. Συγγνώμη, Τόνι, ειλικρινά. Σκέφτηκα απλώς – ξέχνα το, δεν έχει σημασία. Μέχρι σήμερα τα κατάφερες μια χαρά χωρίς τις συμβουλές κανενός. Μάλλον πρέπει να πάμε να βρούμε τους…»

Η Ρετζίνα άφησε στη μέση τη φράση της. Τα μάτια της αιχμαλώτισε ένα εξαίσιο μαύρο άτι που πλησίαζε καμαρωτό με αργό τριποδισμό, ώστε να συμβαδίζει με το πόνι δίπλα του, αλλά όταν είδε ποια κρατούσε τα γκέμια του δυνατού θηρίου βόγκηξε από μέσα της. Τι ατυχία! Απ’ όλους τους ανθρώπους, ήταν ανάγκη να συναντήσουν εκείνη τώρα;

Κρυφοκοίταξε να δει αν ο Άντονι είχε δει τη λαίδη Ρόσλιν. Φυσικά και την είχε δει. Και να μην τραβούσε την προσοχή του το πρώτης τάξεως άλογο, θα την τραβούσε σίγουρα η σκοτσέζικη πράσινη φαρδιά φούστα ιππασίας και τα λαμπερά σαν τον ήλιο μαλλιά. Μα η Ρετζίνα ένιωσε σχεδόν αμήχανα όταν είδε την αυθόρμητη έκφρασή του. Χριστούλη μου! Ποτέ ξανά δεν τον είχε δει να κοιτάζει έτσι γυναίκα και τον είχε δει με δεκάδες από τις ερωμένες του. Χθες βράδυ την κοίταζε, ναι, αλλά εσκεμμένα, ήταν ένα παιχνίδι αποπλάνησης που παιζόταν μονάχα με τα μάτια. Αυτό εδώ όμως ήταν άλλο. Μ’ αυτό το βλέμμα θα κοίταζε ο Νίκολας τη Ρετζίνα, με ένα βλέμμα που έκρυβε πάθος ανάμεικτο με πιο τρυφερά συναισθήματα.

Αυτό που είδε ήταν αρκετό. Και τώρα ένιωσε ακόμη πιο ηλίθια που είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τον Άντονι. Ήταν φανερό, σ’ εκείνη τουλάχιστον, ότι κάτι ξεχωριστό γεννιόταν εδώ. Αχ, δεν θα ήταν υπέροχο, αν πράγματι είχε ευτυχή κατάληξη;

Η Ρετζίνα τώρα είχε κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Κι αναρωτιόταν πώς θα έβαζε το χεράκι της για να τα φτιάξουν αυτοί οι δύο. Ο Άντονι, βέβαια, είχε άλλα κατά νου.

«Θα καθίσεις εδώ ήσυχα ήσυχα, Ρέτζι, να πάω να υποβάλω τα σέβη μου;» Το ύφος της έλεγε Ούτε να το διανοηθείς. Εκείνος αναστέναξε βαριά και ξεφύσηξε. «Το περίμενα. Τότε έλα μαζί. Νομίζω ότι μου το χρωστάς να με προσέχεις κι εσύ μια φορά μη μου χιμήξει καμία».

Ο Άντονι δεν περίμενε τη Ρετζίνα. Ξεκίνησε αμέσως με το άλογό του να πάει στη Ρόσλιν, ελπίζοντας μάταια ότι η Ρέτζι θα τον άφηνε πρώτα λίγα λεπτά μόνο μαζί της. Άδικος κόπος. Ο Τζέιμς –που να τον πάρει και να τον σηκώσει– βρήκε εκείνη τη στιγμή να γυρίσει για να δει γιατί καθυστερούσαν και κατάφερε να φτάσει πρώτος στη λαίδη.

Όταν πλησίασε ο Άντονι, άκουσε τον Τζέιμς να λέει: «Χαίρομαι αφάνταστα που σε ξαναβλέπω, λαίδη Τσάντγουικ».

Η Ρόσλιν ήταν πολύ νευρική καθώς δυσκολευόταν να ελέγξει τον Βρούτο, κάτι που της προκάλεσε αφάνταστη ντροπή, αφού αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά στο παρελθόν. Είχε δει τον σερ Άντονι που πλησίαζε, γι’ αυτό μάλλον και την είχε ξαφνιάσει τόσο ο ξανθός άγνωστος που εμφανίστηκε μπροστά της σαν φάντης μπαστούνι. Και το χειρότερο, κι ακόμη πιο εκνευριστικό, ήταν που εκείνος αναγκάστηκε να σκύψει μπροστά για να σταθεροποιήσει το άλογό της. Μ’ αυτή του την κίνηση δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν ήταν ικανή να κουμαντάρει μόνη της τον Βρούτο.

Γι’ αυτό και ο τόνος της ήταν εύλογα αιχμηρός. «Γνωριζόμαστε, κύριε;»

«Όχι, αλλά είχα την ευκαιρία να σε θαυμάσω χθες βράδυ στον κήπο των Κράνταλ. Δυστυχώς έφυγες προτού προλάβω να συστηθώ».

Ο Άντονι είδε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Γι’ αυτό, αγαπητέ μου αδελφέ, νομίζω ότι θα σε καλέσω πάλι στο Νάιτονς Χολ».

Του Τζέιμς δεν ίδρωσε το αυτί του. Η Ρόσλιν Τσάντγουικ στο φως της μέρας ήταν η ομορφότερη νεαρή κυρία που είχε δει ποτέ του. Το γεγονός ότι την είχε βρει πρώτος ο Άντονι δεν είχε καμία σημασία. Έκανε την όλη κατάσταση τρομερά αμήχανη, αλλά τίποτε παραπάνω. Ώσπου να δηλώσει ξεκάθαρα η λαίδη την προτίμησή της, για τον Τζέιμς ήταν ελεύθερο θήραμα.

Η Ρόσλιν είχε καρφώσει τα μάτια της στον Τζέιμς, τώρα που ήξερε ποιος ήταν. Ποτέ δεν θα μάντευε από το παρουσιαστικό του ότι ήταν αδελφός του Άντονι. Κι έπειτα απ’ όσα είχε ακούσει γι’ αυτόν, καταλάβαινε γιατί ο Άντονι ερχόταν δεύτερος στο ποιος από τους δύο ήταν χειρότερος γυναικάς. Και οι δύο ήταν τόσο όμορφοι που σου έκοβαν την ανάσα, αλλά ενώ ο Άντονι ήταν ένας γοητευτικός πλανευτής, η Ρόσλιν διαισθανόταν ότι ο ξανθός Μάλορι θα ήταν πολύ πιο ανελέητος στο ερωτικό κυνήγι – ή σε κάθε είδους κυνήγι, εδώ που τα λέμε. Σχεδόν ανέδιδε ολόκληρος τον κίνδυνο. Κι όμως εκείνη δεν τον φοβόταν. Ο Άντονι ήταν αυτός που απειλούσε τη γαλήνη του μυαλού της και την έκανε να χάνει την αυτοκυριαρχία της.

«Ώστε εσύ είσαι το μαύρο πρόβατο της φάρας των Μάλορι;» ρώτησε η Ρόσλιν. «Πες μου, τι τρομερά πράγματα έχεις κάνει για να βγάλεις ένα τόσο κακό όνομα;»

«Τίποτα που να μπορεί να αποδείξει κάποιος, σε διαβεβαιώνω, γλυκιά μου λαίδη». Και τότε στράφηκε στον Άντονι μ’ ένα προκλητικό πλατύ χαμόγελο. «Πού είναι οι καλοί σου τρόποι, μικρέ; Άντε, σύστησέ μας».

Ο Άντονι έτριξε τα δόντια. «Ο αδελφός μου, Τζέιμς Μάλορι». Και χωρίς να αλλάξει στο ελάχιστο τον τόνο της φωνής του πρόσθεσε: «Κι αυτός ο μικρός που έρχεται καταπάνω μας είναι ο γιος του, ο Τζέρεμι».

Ο Τζέρεμι κατάφερε τελευταία στιγμή να σταματήσει το άλογο, ενθουσιασμένος από τη γρήγορη κούρσα και την παραλίγο καταστροφή. Έφτασε πάνω στην ώρα για να ακούσει το σχόλιο της Ρόσλιν στον Τζέιμς. «Γιος σου είναι; Απορώ πώς δεν το κατάλαβα αμέσως». Η φωνή της έσταζε τόση ειρωνεία που δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι δεν το πίστεψε.

Ο Τζέρεμι ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ο Τζέιμς το βρήκε μάλλον διασκεδαστικό. Μα ο Άντονι εξαγριωνόταν όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε. Το ήξερε ότι θα γινόταν αυτό, αλλά γιατί έπρεπε να συμβεί την πρώτη του φορά μαζί της; Κι ο μικρός κατεργαράκος είχε σκάσει στα γέλια με την παρανόηση που είχε γίνει. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να διορθώσει τα πράγματα προς το παρόν.

Η Ρόσλιν τώρα ήταν περικυκλωμένη από τους Μάλορι και το είχε μετανιώσει που σήμερα το πρωί είχε διώξει γεμάτη έπαρση τον ιπποκόμο του Τίμι. Πίστευε ότι ήταν περιττό να έχει μαζί της έναν άντρα προστάτη για να κάνει μια απλή βόλτα στο πάρκο. Ήταν κάτι που δεν έκανε ποτέ στην πατρίδα της. Αλλά το Λονδίνο δεν ήταν η πατρίδα της.

Φάνηκε σαν ο Άντονι να διάβασε το μυαλό της. «Έχασες τον ιπποκόμο σου;»

Σ’ αυτό το σημείο πετάχτηκε ο εξάχρονος Τίμι. «Η Ρος είναι η ιπποκόμος μου κι εγώ ο δικός της. Είπε ότι δεν χρειαζόμασταν κανέναν άλλο».

«Κι εσύ ποιος είσαι;»

«Ο λόρδος Γκρένφελ», απάντησε με στόμφο ο Τίμι.

Σαν είδε τα ξανθά μαλλιά και τα γκρίζα μάτια του Τζορτζ Άμχερστ να τον κοιτάζουν, ο Άντονι ξεφούρνισε ένα: «Ξέρω – θέλω να πω, γνώριζα πολύ καλά τον πατέρα σου. Αλλά την επόμενη φορά που η λαίδη Ρος σκεφτεί να γίνει ιπποκόμος σου, πρέπει να της πεις…».

«Έχω ήδη καταλάβει ότι το πάρκο δεν είναι τόσο ασφαλές όσο πίστευα, σερ Άντονι», τον έκοψε με νόημα η Ρόσλιν. «Σε διαβεβαιώνω ότι δεν θ’ αναλάβω ξανά αυτόν το ρόλο».

«Χαίρομαι που το ακούω, αλλά μέχρι να γίνει αυτό θα σε συνοδεύσω εγώ στο σπίτι».

Τότε ο Τζέιμς τόνισε όλο χαρά: «Λυπάμαι που σ’ το θυμίζω, αδελφέ, αλλά εσύ έχεις ήδη κάποια άλλη υπό την ευθύνη σου. Εγώ, όμως, είμαι ελεύθερος να συνοδεύσω τη λαίδη στο σπίτι».

«Αυτό να το βγάλεις απ’ το μυαλό σου!» αντιγύρισε ο Άντονι.

Η Ρετζίνα είχε φροντίσει να μείνει λίγο πιο πίσω, απολαμβάνοντας απαρατήρητη αυτή τη μικρή διαμάχη. Επειδή όμως έβλεπε ότι κινδύνευε να βγει εκτός ελέγχου, σκούντησε τελικά το άλογό της να προχωρήσει.

«Προτού πιαστείτε στα χέρια εσείς οι δύο, θεωρώ συνετό να επισημάνω ότι και ο Τζέρεμι είναι ελεύθερος και μπορεί μια χαρά να κάνει το συνοδό για μια τόσο μικρή απόσταση. Κι επειδή σκόπευα να κάνω μια επίσκεψη στη λαίδη Φράνσις, λέω να πάω κι εγώ μαζί τους, Τόνι. Οπότε σ’ ευχαριστώ που μ’ ανέχτηκες σήμερα το πρωί». Και ρώτησε τη Ρόσλιν κάπως καθυστερημένα: «Συμφωνείς;».

Η Ρόσλιν αναστέναξε με ανακούφιση, μια και δεν είχε καταφέρει να σκεφτεί έναν τρόπο για να αρνηθεί ευγενικά και στους δύο αδελφούς Μάλορι, από τη στιγμή που είχε ήδη παραδεχτεί το λάθος της να βγει βόλτα με το άλογο χωρίς συνοδό. «Και βέβαια, λαίδη Ίντεν».

«Σε παρακαλώ, καλή μου, όχι μεταξύ μας αυτά. Μπορείς να με λες Ρέτζι». Έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο στον Τζέιμς και κατόπιν πρόσθεσε: «Όπως κάνουν όλοι».

Το σχόλιο αυτό φάνηκε να φτιάχνει κάπως τη διάθεση του Άντονι. Τώρα κοίταζε επίμονα τη Ρόσλιν χαμογελώντας – και τι χαμόγελο ήταν αυτό! Αναγκάστηκε να πιέσει τον εαυτό της για να μην τον ξανακοιτάξει, ούτε καν τη στιγμή που αποχαιρετίστηκαν. Καλά το είχε καταλάβει χθες βράδυ ότι δεν θα της έκανε καθόλου καλό να δει ξανά αυτό τον άντρα. Αυτή η συνάντηση, που ήταν μεν αθώα αλλά την είχε ταράξει τόσο, απλώς ενίσχυσε το χθεσινό της συμπέρασμα.

Ο Άντονι παρακολουθούσε την τετράδα να φεύγει και σκεφτόταν από μέσα του ότι την επόμενη φορά που θα έβλεπε τη Ρέτζι θα έπρεπε να της ρίξει μια ξυλιά στον πισινό. «Από τότε που παντρεύτηκε τον Ίντεν έχει γίνει αφόρητα αυταρχική».

«Έτσι νομίζεις;» ρώτησε γελώντας ο Τζέιμς. «Ίσως να μην το είχες προσέξει νωρίτερα, επειδή ποτέ δεν φερόταν αυταρχικά σ’ εσένα».

Τσιτωμένος από την πλάκα που του έκανε ο Τζέιμς, ο Άντονι τον αγριοκοίταξε. «Κι εσύ…»

Ο Τζέιμς δεν τον άφησε να συνεχίσει για να εκτονώσει το θυμό του. «Έλα τώρα, μικρέ, μη γίνεσαι κουραστικός. Αφού είδα πώς αντέδρασε σ’ εσένα, κατάλαβα ότι δεν έχω και πολλές ελπίδες να σου την κλέψω». Έκανε μεταβολή το άλογό του κι ακριβώς προτού το σπιρουνίσει πρόσθεσε με διαβολικό χαμόγελο: «Αν κι αυτό δεν μ’ εμπόδισε ποτέ στο παρελθόν».