Κεφάλαιο 10

Ήταν πολύ απλό να φύγει από το Λονδίνο καβάλα στον Βρούτο, με συνοδεία δύο πιστούς ιπποκόμους. Δεν μπήκε καν στον κόπο να μεταμφιεστεί αυτή τη φορά. Αν παρακολουθούσαν το σπίτι της Φράνσις στην πόλη, η Ρόσλιν ήθελε να πουν στον Τζόρντι ότι έφευγε, να δουν την ογκώδη τσάντα με ρούχα που κουβαλούσε, να σκεφτούν ότι το έσκαγε από το Λονδίνο για άλλο προορισμό.

Το κόλπο, ωστόσο, ήταν μάλλον περιττό, αφού αρκετά μίλια αργότερα δεν φαινόταν να τους ακολουθεί κανένας. Η λαμπρή ανατολή του ήλιου χάριζε άπλετο φως ώστε να μπορούν να έχουν το νου τους, αλλά οι δρόμοι ήταν κατάμεστοι κυρίως με αγρότες που έφερναν την πραμάτεια τους στην αγορά και με ταξιδιώτες που έρχονταν στο Λονδίνο για το Σαββατοκύριακο. Μονάχα μία φανταχτερή άμαξα είδαν να φεύγει από την πόλη και η Ρόσλιν την είχε αφήσει τόσο πίσω που πλέον δεν είχε σημασία αν την ακολουθούσε ή όχι.

Έφαγε ένα πεντανόστιμο πρωινό όσο περίμενε στο πανδοχείο στο οποίο είχαν κανονίσει με τη Φράνσις να συναντηθούν, και όταν εμφανίστηκε η Φράνσις χωρίς να έχει καμία ύποπτη κίνηση να αναφέρει, η Ρόσλιν ένιωσε ασφαλής να διανύσει την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το Χαμπσάιρ με την άμαξα των Γκρένφελ. Στα μισά του δρόμου ένιωσε την πρώτη της ανησυχία να δίνει τη θέση της σε μια άλλη, αλλά πλέον δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο γι’ αυτό παρά να ελπίζει ότι οι φόβοι της ήταν αβάσιμοι. Ήταν στα υπέρ της ότι μάλλον ένας άντρας σαν τον σερ Άντονι δεν θα έμπαινε στον κόπο να αφήσει τις συγκινήσεις του Λονδίνου για μια μικρή μάζωξη στην εξοχή. Επιπλέον, η λαίδη Ίντεν της είχε εκμυστηρευτεί ότι στο συγκεκριμένο πάρτι, που σχεδιαζόταν εδώ και μήνες, θα έρχονταν κυρίως οι γείτονές της, άνθρωποι της επαρχίας όπως ήταν και η Ρόσλιν, οι οποίοι γενικά απέφευγαν το Λονδίνο όσο διαρκούσε η σεζόν.

Ήταν νωρίς το απομεσήμερο όταν έφτασαν, και ήταν μάλλον οι πρώτοι, αλλά ούτως ή άλλως ελάχιστοι από τους καλεσμένους θα περνούσαν εκεί τη νύχτα από τη στιγμή που έμεναν τόσο κοντά. Η Φράνσις αποφάσισε να πάρει έναν υπνάκο για το υπόλοιπο απόγευμα.

Η Ρόσλιν είπε ψέματα ότι θα έκανε το ίδιο, αλλά μόλις βρέθηκε μόνη στο δωμάτιο που της είχαν παραχωρήσει, θρονιάστηκε μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού και κοίταζε όλο αγωνία το ιδιωτικό δρομάκι. Παρακολουθούσε κάθε άμαξα που έφτανε και περνούσε από το μικροσκόπιο κάθε αρσενικό επιβάτη που κατέβαινε από αυτή. Μέχρι και τα πηγαινέλα των υπηρετών δεν άφηνε από τα μάτια της, φροντίζοντας να μη χάσει ούτε έναν κι απ’ αυτούς τους άντρες.

Όταν πολύ αργότερα ήρθε η Νέτι να βοηθήσει την κυρά της να ετοιμαστεί για τη βραδιά, η υπομονή της έφτασε στα όρια, μια και η Ρόσλιν δεν καθόταν στιγμή ήσυχη κι ολοένα έτρεχε στο παράθυρο με το που άκουγε ότι κάποιος ερχόταν. Της πήρε μισή ώρα και βάλε μόνο για να φτιάξει τα μαλλιά της Ρόσλιν.

«Και ποιον περιμένεις, για να ’χουμε καλό ρώτημα, και δεν μπορείς να κάτσεις ακίνητη ούτε για δυο λεπτά;» απαίτησε να μάθει τελικά, όταν η Ρόσλιν κάθισε πάλι στην τουαλέτα μπροστά της.

«Εσύ ποιον άλλο λες εκτός από τους υποψηφίους μου;» απάντησε αμυντικά η Ρόσλιν. «Μόνο ο σερ Αρτέμους Σάντγουελ έχει φανεί μέχρι τώρα».

«Αν είναι να έρθουν και οι άλλοι, θα έρθουν. Με το να κοιτάζεις κάθε λίγο και λιγάκι δεν θ’ αλλάξει τίποτα».

«Μάλλον έχεις δίκιο», υποχώρησε αναγκαστικά η Ρόσλιν, αφού ούτως ή άλλως ψέμα ήταν αυτό που της είχε πει.

Η αλήθεια ήταν ότι από τότε που είχε γνωρίσει τον Άντονι Μάλορι, ελάχιστα είχε σκεφτεί τους τέσσερις υποψηφίους της. Κι αυτό έπρεπε να αλλάξει.

Ευτυχώς για την ψυχική της ισορροπία, ο τελευταίος θόρυβος που την είχε κάνει να πεταχτεί όρθια, ήταν και η τελευταία άμαξα που θα έφτανε. Κι αφού πλέον δεν ακούστηκε άλλος ήχος μπροστά από το σπίτι, κατάφερε η Νέτι να τη βοηθήσει να φορέσει τη μεταξωτή τουαλέτα στο γαλάζιο τ’ ουρανού που είχε επιλέξει για την αποψινή βραδιά, καθώς και τα ζαφείρια των Κάμερον γύρω από το λαιμό και τους λεπτοκαμωμένους καρπούς της, τα οποία συμπλήρωναν υπέροχα το φόρεμα, κι έτσι η Ρόσλιν μπόρεσε να ανακουφίσει λίγη από την ένταση που την είχε κυριεύσει.

Μέχρι να έρθει να τη βρει η Φράνσις για να κατέβουν μαζί κάτω, η Ρόσλιν είχε πια χαλαρώσει αρκετά. Εκείνος δεν θα ερχόταν τελικά, κι αν ένιωσε μια ενοχλητική σουβλιά απογοήτευσης όταν το συνειδητοποίησε, την αγνόησε αποφασιστικά.

Η λαίδη Ίντεν τις υποδέχτηκε στο κάτω μέρος της φαρδιάς σκάλας που ορθωνόταν από το κέντρο του μεγάλου κυρίως χολ και η οποία χωριζόταν στα δύο· η μία πλευρά της οδηγούσε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, όπου βρίσκονταν οι ξενώνες, και η άλλη στο πίσω μέρος, όπου βρίσκονταν οι κύριες κρεβατοκάμαρες. Στον δεύτερο όροφο, γύρω γύρω από το μεγάλο χολ υπήρχε ένας διάδρομος με κιγκλίδωμα για να μπορεί να φτάνει κανείς στα πολλά δωμάτια του ορόφου, αφήνοντας όλο τον κάτω χώρο ορατό από πάνω, ενώ από το κέντρο της θολωτής οροφής κρεμόταν ένας γιγαντιαίος πολυέλαιος που εκείνη τη στιγμή στραφτάλιζε πάνω στο λευκό μαρμάρινο δάπεδο.

Η Ρόσλιν δεν έβλεπε την ώρα να της δείξουν και το υπόλοιπο σπίτι και η Ρετζίνα δεν την απογοήτευσε, επιμένοντας ότι οι καλεσμένοι της μπορούσαν να περιμένουν. Έκανε τη Ρόσλιν να αισθανθεί ακόμη πιο άνετα με τη χαρωπή φλυαρία και τους γοητευτικούς τρόπους της, καθώς πήγαιναν και οι τρεις τους στους κάτω ορόφους από δωμάτιο σε δωμάτιο.

Το Σίλβερλεϊ ήταν ένα αχανές εξοχικό οίκημα, έμοιαζε σαν κάστρο σχεδόν, με το κεντρικό βασικό κτίριο και τους πυργίσκους στις γωνίες, αλλά εσωτερικά δεν είχε τίποτε το μεσαιωνικό – εκτός από τις ταπισερί αντίκες που κοσμούσαν πολλούς από τους τοίχους. Ήταν επιπλωμένο με γούστο, σε στιλ διαφορετικών περιόδων: ένα δωμάτιο σε ύφος τσίπεντεϊλ και βασίλισσας Άννας, ένα άλλο σε στιλ Σέρατον, ένα άλλο είχε συνδυασμό διαφόρων τεχνοτροπιών, υπήρχαν μέχρι και ορισμένα γραφικά κομμάτια σε γαλλικό επαρχιακό ρυθμό. Στη Ρόσλιν άφησε την εντύπωση ενός σπιτιού, και όχι ενός εκθέματος – αν και κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι.

Η ξενάγηση ολοκληρώθηκε στο πίσω μέρος, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι καλεσμένοι κι έτσι όπως κοντοστάθηκαν στο μικρό φουαγέ που είχε παράθυρα βιτρό από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, μπορούσαν να δουν μέσα στο σαλόνι αριστερά, το οποίο οδηγούσε σε μια αίθουσα μουσικής πιο πέρα. Δεξιά ήταν μια μεγάλη τραπεζαρία και πιο πέρα μια υπέροχη σέρα, την οποία η Ρόσλιν υποσχέθηκε στον εαυτό της να πάει αργότερα να δει από κοντά. Προς το παρόν, όμως, με τόσους καλεσμένους να περιφέρονται στα δωμάτια που επικοινωνούσαν μεταξύ τους και που όλα έβλεπαν σ’ ένα αχανές άλσος πίσω από το σπίτι, η Ρετζίνα είχε το νου της να προλάβει να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις κι ας μην είχαν μπει καν στο σαλόνι ακόμα.

«Έχω ένα γείτονα που νομίζω ότι θα σου αρέσει πολύ αν τον γνωρίσεις», είπε η Ρετζίνα στη Ρόσλιν, όταν κατάφερε τελικά να οδηγήσει εκείνη και τη Φράνσις μέσα στο σαλόνι. «Δεν πετάνε όλοι τη σκούφια τους να πάνε στο Λονδίνο για τη σεζόν, ξέρεις. Ούτε εγώ θα πήγαινα αν δεν το είχα υποσχεθεί, αλλά χαίρομαι που το έκανα, επειδή έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να σε γνωρίσω. Και μην ανησυχείς, θα έχουμε αργότερα την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε τι έχει να πει ο Νίκολας σχετικά με τους κυρίους που σ’ ενδιαφέρουν».

«Μόνο τον σερ Αρτέμους βλέπω, Ρος», είπε ταραγμένη η Φράνσις, που θυμήθηκε πόσο ανήσυχη ήταν η Ρόσλιν για το αν θα έρχονταν ή όχι στο πάρτι οι υποψήφιοί της.

«Πράγματι», είπε η Ρετζίνα. «Αλλά έχουμε και την αυριανή μέρα, οπότε μην προεξοφλείς ότι δεν θα έρθουν. Έχουν αποδεχτεί την πρόσκληση και οι τέσσερίς τους. Στο μεταξύ, όμως, πρέπει στ’ αλήθεια να γνωρίσεις τον λόρδο Γουόρτον. Ο Νίκολας τον ζηλεύει απίστευτα, ξέρεις. Εδώ που τα λέμε, κι εγώ αναρωτιέμαι ώρες ώρες τι θα είχε γίνει, αν είχα γνωρίσει πρώτα τον Τζάστιν Γουόρτον». Από το σκανταλιάρικο χαμόγελό της καταλάβαινες εύκολα ότι δεν το εννοούσε καθόλου αυτό το τελευταίο.

«Ο Τζάστιν δεν είναι τόσο μεγάλος σε ηλικία όσο οι άλλοι κύριοι που έχεις υπόψη σου, Ρόσλιν», συνέχισε η Ρετζίνα. «Είναι μόνο είκοσι οκτώ ετών, θαρρώ, αλλά είναι τόσο καλός, που είμαι σίγουρη ότι θα σου αρέσει. Είναι αφοσιωμένος στην οικογένειά του κι απεχθάνεται το Λονδίνο, διαφορετικά δεν θα βρισκόταν εδώ τώρα για να τον γνωρίσεις. Στην πόλη πηγαίνει μόνο μία φορά το χρόνο για να κάνουν τα ψώνια τους η μητέρα και η αδελφή του, κι αυτό όταν δεν έχει αρχίσει ακόμα η σεζόν. Μα πού είναι;» Ήταν τόσο μικροσκοπική η Ρετζίνα, που αναγκαστικά σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να μπορέσει να δει πάνω από μερικούς ώμους, αλλά τελικά χαμογέλασε. «Να τος, εκεί δίπλα στο τζάκι. Ελάτε, αγαπητές μου».

Η Ρόσλιν έκανε δύο βήματα και κοκάλωσε. Είχε δει αμέσως τον μεγαλόσωμο, όμορφο άντρα που καθόταν σ’ έναν κρεμ χρυσό καναπέ δίπλα στο τζάκι, έχοντας στη μία πλευρά δίπλα του μια νεαρή με τα ίδια ξανθά χρώματα που είχε κι εκείνος και στην άλλη πλευρά μια μεγαλύτερη γυναίκα, οι οποίες προφανώς ήταν αντίστοιχα η αδελφή και η μητέρα του λόρδου Γουόρτον. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, όμως, είχε δει επίσης και τους δύο κομψά ντυμένους κυρίους που στέκονταν λίγο πιο πέρα, ακριβώς μπροστά στο τζάκι, τους αδελφούς Μάλορι. Και ήταν ο μελαχρινός αδελφός αυτός που την κοίταξε κατάματα, αυτός που την έκανε να μαρμαρώσει, να βογκήξει και να νιώσει να την κυριεύει μια ζάλη που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή της.

Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες της τις δυνάμεις για να αποτραβήξει τα μάτια της από τον Άντονι Μάλορι και να συνεχίσει να ακολουθεί την οικοδέσποινα, που δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Προτιμούσε χίλιες φορές να κάνει επιτόπου μεταβολή και να το βάλει στα πόδια παρά να βρεθεί σε απόσταση έξι μόνο ποδιών από το τζάκι, εκεί όπου βρισκόταν ο καναπές, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κι αφού ήταν έτσι, αποφάσισε ότι έπρεπε να έχει την προσοχή της στραμμένη αποκλειστικά και μόνο στους Γουόρτον –στον Τζάστιν Γουόρτον συγκεκριμένα–, και να έχει γυρισμένη την πλάτη της στους Μάλορι.

Μπορούσε εύκολα να καταλάβει γιατί η Ρετζίνα πίστευε ότι θα την ενδιέφερε ο Τζάστιν. Ήταν τρομερά όμορφος με τα ξανθά μαλλιά του, τα αδρά, σμιλεμένα χαρακτηριστικά του και τα πιο υπέροχα βαθυγάλανα μάτια, μάτια που άστραψαν με γνήσιο θαυμασμό μόλις αντίκρισαν τη Ρόσλιν. Επίσης ήταν ο ψηλότερος άντρας που είχε δει ποτέ η Ρόσλιν, όπως ανακάλυψε όταν εκείνος σηκώθηκε από τον καναπέ για να πάρει το χέρι της και να το οδηγήσει στα χείλη του. Ήταν μεγαλόσωμος, με φαρδιούς, πολύ φαρδιούς ώμους και το κορμί του ήταν γεροδεμένο, απόλυτα μυώδες. Με το τεράστιο μέγεθός του, όμως, αν δεν είχε ένα χαμόγελο μικρού παιδιού και τόσο γοητευτικούς τρόπους, θα μπορούσε να ήταν τρομακτικός.

Ωστόσο, χάρη σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του έκανε αμέσως τη Ρόσλιν να νιώσει άνετα και για αρκετά λεπτά εκείνη σχεδόν ξέχασε ποιος στεκόταν πίσω της – σχεδόν. Το πρόβλημα ήταν ότι ένιωθε εκείνα τα αισθησιακά μάτια να ταξιδεύουν στο κορμί της, τα έβλεπε με τη φαντασία της να την κοιτάζουν, όπως την κοίταζαν εκείνη τη βραδιά στο χορό των Κράνταλ. Κοίταζαν; Όχι· τότε την καταβρόχθιζαν από την άλλη άκρη της σάλας, όπως έκαναν και τώρα που βρίσκονταν μονάχα λίγο πιο πέρα. Κι εκείνη το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πάψει να φαντάζεται τι φανταζόταν εκείνος έτσι όπως την κοίταζε.

Η διακοπή από μια νέα άφιξη ήταν ένας ευπρόσδεκτος αντιπερισπασμός. «Ώστε εδώ είσαι, αγάπη», είπε ο Νίκολας Ίντεν και τύλιξε κτητικά το χέρι του γύρω από τη μικροσκοπική μέση της γυναίκας του. «Πώς γίνεται και κάθε φορά που βγαίνω από το δωμάτιο, αυτός ο μεγαλόσωμος αγροίκος να καταφέρνει πάντα να βρίσκεται δίπλα σου;»

Δεν ήταν ξεκάθαρο από το ύφος ή τον τόνο της φωνής του αν αστειευόταν ή σοβαρολογούσε, πάντως ο Τζάστιν Γουόρτον δεν έδειξε να θίγεται. Αντιθέτως γέλασε, λες και ήταν συνηθισμένος να δέχεται τέτοιου είδους σχόλια από τον οικοδεσπότη.

«Αν ήθελα να σ’ την κλέψω, Μοντάιθ, θα το καταλάβαινες», αντιγύρισε ο Τζάστιν κλείνοντας το μάτι στη Ρετζίνα, που φαινόταν να δέχεται ήρεμα αυτά τα σχόλια.

«Α, μην αρχίζετε πάλι εσείς οι δύο», τους μάλωσε ανάλαφρα η Ρετζίνα. «Αλλιώς οι κυρίες θα πιστέψουν ότι εννοείτε αυτά που λέτε. Δεν τα εννοούν, ξέρετε, καθόλου», εκμυστηρεύτηκε στις καλεσμένες της. «Αυτός εδώ, αν δεν το έχετε μαντέψει ήδη, είναι ο σύζυγός μου». Και συνέχισε με τις συστάσεις, γιατί παρόλο που η Φράνσις τον ήξερε, δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ από κοντά.

Η Ρόσλιν περίμενε ότι κάποια γυναίκα τόσο εκπληκτικά όμορφη, όπως η Ρετζίνα Ίντεν, θα είχε έναν εξαιρετικά όμορφο άντρα και ο τέταρτος υποκόμης Ίντεν του Μοντάιθ ήταν σίγουρα εξαιρετικά όμορφος. Είχε καστανά μαλλιά με χρυσαφένιες ανταύγειες κι ανοιχτοκάστανα μάτια που έλαμπαν σαν κεχριμπάρι κάθε φορά που κοίταζαν τη γυναίκα του. Ήταν πασιφανές ότι πριν από ένα χρόνο θα μπορούσε να ήταν ένας αδιόρθωτος γυναικάς και ότι εκείνος θα επιβεβαίωνε αυτή τη φήμη, αλλά και επίσης πασιφανές ότι τώρα πια είχε ηρεμήσει και ότι ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Ωστόσο, δεν περίμενε ότι θα ήταν τόσο νέος –μονάχα κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερος από εκείνη, μάντεψε η Ρόσλιν–, όμως, ο τρόπος που συμπεριφερόταν θα ταίριαζε σε έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα. Η αλήθεια ήταν ότι της θύμισε ξεκάθαρα τον σερ Άντονι, πράγμα που έκανε το μυαλό της να ξαναγυρίσει σ’ αυτό τον Καζανόβα.

«Έλα τώρα, ψιψίνα μου, πόση ώρα σκοπεύεις να μας αγνοείς;» διέκοψε ξαφνικά την ήρεμη κουβέντα της παρέας η βαθιά φωνή του Άντονι.

«Όλη τη νύχτα, γαμώτο, αν ήταν στο χέρι μου», αντιγύρισε ο Νίκολας σε όχι και τόσο φιλικό τόνο.

Για μια στιγμή που έκανε την καρδιά της να σταματήσει, η Ρόσλιν είχε πιστέψει ότι ο Άντονι απευθυνόταν σ’ εκείνη. Αλλά η αναπάντεχη απάντηση του Νίκολας, η οποία έγινε η αιτία για να εισπράξει μια δυνατή αγκωνιά στα πλευρά από τη γυναίκα του, διέλυσε τις γελοίες αυταπάτες της.

«Αμάν πια, μια ζωή θα κάνω το διαιτητή;» είπε η Ρετζίνα χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα και κατόπιν πήγε επιδεικτικά προς το τζάκι κι έδωσε από ένα φιλί στους αδελφούς Μάλορι. «Λες και μπορεί κανένας να σας αγνοήσει για πολύ», πρόσθεσε γελώντας. «Αλλά δεν το χάφτω ούτε για μια στιγμή ότι για τη δική μου προσοχή είναι που ανυπομονείς. Άντε, ελάτε να σας συστήσω». Τους πήρε αγκαζέ και τους δύο και τους οδήγησε στην υπόλοιπη παρέα. «Λαίδη Φράνσις, νομίζω ότι δεν έχεις γνωρίσει τους θείους μου, Τζέιμς και Άντονι Μάλορι, έτσι δεν είναι;»

Θείοι; Θείοι! Γιατί αυτή η πληροφορία δεν είχε αποκαλυφθεί νωρίτερα; αναρωτήθηκε θυμωμένα η Ρόσλιν. Δεν θα ερχόταν αν ήξερε ότι οι Μάλορι είχαν τόσο στενή σχέση με τη Ρετζίνα Ίντεν. Ανιψιά τους. Γαμώτο!

Η ανησυχία ήταν αισθητή σε τέσσερα από τα άτομα της παρέας, τους Γουόρτον και τη Φράνσις. Ο Τζάστιν πήρε άρον άρον τις γυναίκες της οικογένειάς του κι έφυγε, προστατεύοντας την αδελφή του από δύο τόσο διαβόητους ξελογιαστές. Η Ρόσλιν ευχόταν να είχε κι εκείνη κάποιον να την προστατεύσει με τόση αφοσίωση, κάποιον να την παρασύρει μακριά από αυτή τη συνάντηση. Κατάφερε, ωστόσο, να παραμείνει ατάραχη στη θέση της. Ούτε το ύφος της ούτε τα λόγια της φανέρωσαν ότι ένιωθε κι εκείνη μέσα της την ίδια ταραχή με την όλη κατάσταση. Η Φράνσις, αντίθετα, δεν έκρυψε τα συναισθήματά της. Με τα χείλη σφιγμένα κι απαντώντας κοφτά όσο γίνονταν οι συστάσεις, η έχθρα της προς τους δύο άντρες ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής και δεν άργησε να πετάξει μια δικαιολογία και να πάει σε άλλη παρέα.

Γεγονός που έφερε τη Ρόσλιν σε αφάνταστα δύσκολη θέση. Θα ήταν τρομερά αγενές αυτή τη στιγμή να φύγει κι εκείνη. Κι έτσι αναγκάστηκε να μείνει εκεί που ήταν, έστω για λίγο, και να ανεχτεί τους δύο Μάλορι που την περνούσαν από μικροσκόπιο. Και δεν έδειχναν να ντρέπονται καθόλου που την κοίταζαν τόσο επίμονα.

Χώρια που ο Τζέιμς δεν θεώρησε απαραίτητο να κάνει πως δεν κατάλαβε αυτό που είχε μόλις συμβεί. «Πιστεύω ότι φέρνουμε τη δεσποινίδα σε δύσκολη θέση, Τόνι. Δεν χρειάζεται να νιώθεις αμήχανα, λαίδη Ρόσλιν. Ο αδελφός μου κι εγώ έχουμε ανοσία σε τέτοιου είδους αντιδράσεις».

«Εσύ μπορεί να έχεις, γέρο», τόνισε ο Άντονι και τα μάτια του στο μπλε χρώμα του κοβαλτίου έλαμψαν πονηρά. «Εγώ πάντως έχω ανάγκη από λίγη συμπόνια».

Η Ρόσλιν δεν είχε καμία αμφιβολία για το τι είδους συμπόνια θα ήθελε, αφού όταν το έλεγε κοίταζε ξεκάθαρα εκείνη. Δεν κατάφερε να συγκρατήσει το χαμόγελό της. Δεν μπορούσε να περιμένει έστω μέχρι να την ξεμοναχιάσει κάπου για να αρχίσει το ξελόγιασμα. Αυτό πια παραπήγαινε.

Θα πρέπει και η Ρετζίνα να σκέφτηκε το ίδιο πράγμα. «Έλα τώρα, Τόνι, υποσχέθηκες να φερθείς κόσμια».

«Μα κόσμια φέρομαι», διαμαρτυρήθηκε εκείνος με ύφος αθώας περιστεράς. «Αν φερόμουν όπως φέρομαι συνήθως, ψιψίνα μου, τώρα θα είχες να αντιμετωπίσεις ένα σκάνδαλο».

Η Ρόσλιν είχε την αίσθηση ότι ο Άντονι σοβαρολογούσε, παρόλο που η Ρετζίνα γέλασε λες κι αστειευόταν. «Αν δεν προσέξεις, Τόνι, θα την τρομάξεις την κοπέλα».

«Κάθε άλλο», αντέτεινε η Ρόσλιν.

«Ορίστε, τα βλέπεις, κουφετάκι μου;» πετάχτηκε ο Τζέιμς. «Μπορείς να πας ήσυχη να φροντίσεις τους καλεσμένους σου. Η λαίδη θα είναι απολύτως ασφαλής μαζί μας».

«Α, όσο γι’ αυτό δεν αμφέβαλα στιγμή», είπε η Ρετζίνα, αλλά καθώς έφευγε πρόσθεσε: «Νίκολας, φρόντισε να μη χάσεις αυτούς τους δύο από τα μάτια σου».

«Τέλεια», σχολίασε μουτρωμένα ο σύζυγός της.

Ο Τζέιμς γέλασε πνιχτά. «Ξεκάθαρη έλλειψη εμπιστοσύνης».

«Και δυστυχώς δικαιολογημένη», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Νίκολας.

«Πιστεύω ειλικρινά ότι ακόμα δεν μας έχει συγχωρήσει, Τόνι», είπε ο Τζέιμς.

«Να μιλάς για τον εαυτό σου, αδελφέ. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να του τονίσω ότι θα απέβαινε κακό για την υγεία του αν δεν παντρευόταν τη Ρέτζι. Εσύ ήσουν αυτός που τον κρατούσες δεμένο σ’ ένα κρεβάτι για τόσες βδομάδες, χώρια που τον έφερες σηκωτό από τις Δυτικές Ινδίες όταν αποδείχτηκε τόσο απρόθυμος σύζυγος».

«Εγώ ποτέ…»

Η Ρόσλιν διέκοψε το γρύλισμα του Νίκολας. «Επειδή βλέπω ότι τα πράγματα εδώ θα βγουν εκτός ελέγχου, εγώ λέω να…»

Ο Άντονι δεν την άφησε να ολοκληρώσει την πρότασή της. «Εξαιρετική ιδέα. Ας τους αφήσουμε αυτούς να τσακώνονται όσο θέλουν και πάμε εμείς στη σέρα να δούμε ποια λουλούδια έχουν ανθίσει».

Και χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να αρνηθεί, ο Άντονι την έπιασε αγκαζέ κι άρχισε να τη συνοδεύει προς τα έξω. Δεν είχαν προλάβει να κάνουν δυο βήματα κι εκείνη προσπάθησε να αποτραβηχτεί. Αυτός όμως δεν την άφησε.

«Σερ Άντονι…»

«Δεν πιστεύω να άρχισες ξαφνικά να με φοβάσαι, ε;» ακούστηκε η φωνή του κοντά στο αυτί της.

Η Ρόσλιν εκνευρίστηκε που εκείνος προσπάθησε να το μετατρέψει σε πρόκληση. «Απλώς δεν θέλω να φύγω από δω μαζί σου».

«Κι όμως θα φύγεις».

Η Ρόσλιν κοκάλωσε στη θέση της, αναγκάζοντάς τον ή να τη σύρει πίσω του ή να σταματήσει κι ο ίδιος. Εκείνος σταμάτησε και καθώς έγειρε το κεφάλι του προς το δικό της, ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.

«Θα σ’ το θέσω αλλιώς, καρδιά μου. Ή θα σε φιλήσω στη σέρα ή θα σε φιλήσω τώρα, εδώ που είμαστε. Ό,τι και να γίνει, θα σε πάρω στην αγκαλιά μου και…»

«Αυτό ξέχνα το!» ξέσπασε η Ρόσλιν, αλλά κατόπιν είδε πόσα άτομα άρχισαν ξαφνικά να τους κοιτάζουν. «Πολύ καλά», σύριξε σιγανά. «Θα ήθελα να δω τη σέρα, αλλά φιλιά δεν έχει, κάθαρμα, και θέλω να μου δώσεις το λόγο σου».

Το χαμόγελο του πλάτυνε τώρα κι έγινε πιο τολμηρό. «Πάμε τότε».

Και συνέχισε να τη συνοδεύει προς τα έξω, σταματώντας εδώ κι εκεί να πει δυο κουβέντες με τους γνωστούς του, λες κι έκαναν σουλάτσο στα δωμάτια του σπιτιού. Η Ρόσλιν είδε τη Φράνσις να την κοιτάζει με έντονα αποδοκιμαστικό ύφος, και δικαιολογημένα. Αλλά η Ρόσλιν δεν ήθελε να ζορίσει άλλο τα πράγματα προσπαθώντας πάλι να γλιτώσει απ’ αυτή την κατάσταση. Δεν ήξερε αν ο Άντονι το εννοούσε στ’ αλήθεια ότι θα τη φιλούσε μπροστά σε όλους και πολύ απλά δεν ήθελε να το ρισκάρει.

Αλλά θα έπρεπε να είχε κάνει κάτι για να διασφαλίσει τη συμφωνία τους. Το «πάμε τότε» που της είπε δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι της είχε δώσει το λόγο του, πράγμα που ανακάλυψε λίγο αργότερα καθώς έμπαιναν στη μεγάλη σέρα.

«Είναι στ’ αλήθεια πανέμορφη», σχολίασε η Ρόσλιν αμήχανα, γιατί αισθάνθηκε το χέρι του να γλιστρά γύρω από τη μέση της, καθώς άρχισε να την οδηγεί στο κατάφυτο μονοπάτι που κύκλωνε όλο το χώρο.

«Συμφωνώ απόλυτα», αποκρίθηκε εκείνος, μόνο που κοίταζε την ίδια κι όχι τη σέρα.

Εκείνη απέφευγε συστηματικά το βλέμμα του και ατένιζε μόνο τα αγάλματα που υπήρχαν κατά μήκος του μονοπατιού, τα μυριάδες λουλούδια που ήταν ολάνθιστα, το σιντριβάνι που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο στο κέντρο της σέρας. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά μόνο το χέρι του που ακουμπούσε το γοφό της, βάζοντας φωτιά στο λεπτό ύφασμα της ψηλόμεσης τουαλέτας της.

«Κ-κανονικά πρέπει να σε μαλώσω, σερ Άντονι». Η φωνή της βγήκε λεπτή, τρεμουλιαστή κι αναγκάστηκε να καθαρίσει το λαιμό της για να συνεχίσει με μεγαλύτερη πυγμή. «Ήταν τελείως άδικο που δεν μου άφησες περιθώρια επιλογής νωρίτερα μέσα».

«Το ξέρω».

«Ήταν ανάγκη να φερθείς τόσο αυταρχικά;»

Εκείνος σταμάτησε, τη γύρισε προς το μέρος του και όσο συλλογιόταν την ερώτησή της, τα μάτια του ταξίδεψαν αργά στο πρόσωπό της. Πανικόβλητη, η Ρόσλιν συνειδητοποίησε ότι την είχε παρασύρει στην άλλη άκρη της σέρας και ότι τα χοντρά κλαδιά ενός από τα δέντρα ήταν τόσο χαμηλά που έφταναν στο ύψος τους, κρύβοντάς τους εντελώς από την είσοδο. Βασικά, αυτή τη στιγμή ήταν ολομόναχοι εκεί μέσα, ο ήχος του σιντριβανιού έπνιγε κάθε θόρυβο από το πάρτι.

«Ναι, ήταν ανάγκη», της απάντησε τελικά βραχνά. «Αφού το μόνο που σκέφτομαι από την πρώτη στιγμή που σε είδα είναι αυτό».

Η Ρόσλιν δεν βρήκε τη δύναμη να διαμαρτυρηθεί, όταν το χέρι του την τράβηξε πιο κοντά. Το άλλο του χέρι γλίστρησε στο λαιμό της, ο αντίχειράς του ανασήκωσε το πιγούνι της και για μια υπέροχη στιγμή τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Και τότε αισθάνθηκε τα χείλη του, ζεστά, σαγηνευτικά, να πιέ­ζουν τόσο απαλά τα δικά της που τα βλέφαρά της έκλεισαν, αποδεχόμενα το αναπόφευκτο. Έπρεπε να μάθει πώς θα ήταν και τώρα το έκανε. Κι αυτή τη στιγμή τίποτε άλλο δεν μετρούσε παρά μόνο η γεύση εκείνου, η αίσθηση εκείνου κολλημένου πάνω στο κορμί της.

Ο Άντονι δεν ήθελε να την τρομάξει με το πάθος που τον είχε κυριεύσει κι έτσι φρόντιζε να το κρατά καλά χαλιναγωγημένο, παρόλο που ένιωθε σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Δεν θυμόταν να είχε θελήσει ποτέ στη ζωή του κάτι τόσο πολύ και φρόντισε ώστε να μην την κατακλύσει μ’ αυτό που ένιωθε, αλλά να ανάβει σιγά σιγά τον πόθο της ώσπου να τον θέλει κι εκείνη με την ίδια ένταση.

Ήταν το δυσκολότερο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του· να δείχνει τόση αυτοσυγκράτηση, ενώ το κορμί του ούρλιαζε να την πάρει εδώ και τώρα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε και τόσο μεγάλο αυτοέλεγχο όσο νόμιζε. Τρελαμένος σχεδόν από πόθο, δεν καταλάβαινε αυτά που ασυναίσθητα της έκανε· δεν καταλάβαινε ότι τα δάχτυλά του είχαν χωθεί στα μαλλιά της κι έβγαζαν τις φουρκέτες που συγκρατούσαν το χτένισμά της, ότι το γόνατό του είχε χωθεί ανάμεσα στα δικά της, τόσο βαθιά που εκείνη στην ουσία είχε καβαλικέψει το μηρό του. Αλλά ευτυχώς για εκείνον, εδώ που είχαν φτάσει, ήταν κι εκείνη το ίδιο τρελαμένη από πόθο. Απλώς ο Άντονι δεν το ήξερε.

Στην πραγματικότητα, ο μηρός του που τριβόταν πάνω στη βουβωνική της χώρα ήταν αυτό που είχε τρελάνει τη Ρόσλιν, αυτό και τα φιλιά του που γίνονταν ολοένα και πιο βαθιά. Ο Άντονι είχε σιγά σιγά βάλει στο παιχνίδι και τη γλώσσα του, μαθαίνοντας στη Ρόσλιν πόσο εκπληκτικές αισθήσεις μπορούσε να της χαρίσει· τη χρησιμοποιούσε για να της ανοίξει το στόμα, να γευτεί τη γλύκα που είχε μέσα. Κάποια στιγμή παρέσυρε και τη δική της να αρχίσει την εξερεύνηση επιτέλους και μόλις η γλώσσα της πέρασε διστακτικά ανάμεσα από τα χείλη του, εκείνος δεν την άφηνε να φύγει, τη ρουφούσε απαλά όλο και πιο βαθιά μέσα στο στόμα του.

Ανίσχυρη μπροστά στη δική του τεράστια πείρα, η Ρόσλιν είχε στην κυριολεξία χάσει το μυαλό της, ήταν έτοιμη να τον αφήσει να της κάνει ό,τι ήθελε. Όταν εκείνος το κατάλαβε τελικά, μούγκρισε απογοητευμένος, επειδή δεν είχε διαλέξει το σωστό μέρος, ούτε που είχε φανταστεί ότι θα κατάφερνε τόσο γρήγορα το σκοπό του.

Έφερε τα χείλη του στο αυτί της και την παρακάλεσε: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου, καρδιά μου. Και θα έρθω κι εγώ».

Ζαλισμένη, υπνωτισμένη εκείνη, ήταν αδύνατον να κάνει το συσχετισμό. «Στο δωμάτιό μου;»

Του ήρθε να την ταρακουνήσει για να συνέλθει. Δεν ήταν ώρα τώρα να σαστίζει, για όνομα του Θεού! Αλλά τελικά την έπιασε απλώς από τους ώμους.

«Κοίταξέ με, Ρόσλιν», της είπε βιαστικά. «Δεν γίνεται να μείνουμε εδώ. Καταλαβαίνεις; Χρειαζόμαστε ένα μέρος όπου να είμαστε μόνοι μας».

Τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Γιατί να χρειαζόμαστε ένα τέτοιο μέρος;»

Κύριε των Δυνάμεων! Λες η Ρετζίνα να είχε δίκιο τελικά; Ήταν δυνατόν η Ρόσλιν στην ηλικία της να ήταν τόσο αθώα κι άβγαλτη; Ανακάλυψε ότι αυτή η διαπίστωση τον έκανε να διχάζεται ανάμεσα στην απογοήτευση και την ευχαρίστηση. Αν πράγματι ίσχυε κάτι τέτοιο, διακινδύνευε να χάσει το όποιο έδαφος είχε κερδίσει αν την επανέφερε στην πραγματικότητα. Αλλά αυτό άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή μέσα του, που μέχρι τότε δεν ήξερε ότι υπήρχε, κι ευχήθηκε να ήταν αλήθεια.

Ο Άντονι αναστέναξε κι επιστράτευσε την υπομονή του για να της εξηγήσει. «Θα κάνουμε έρωτα, εγώ κι εσύ. Αυτή είναι η φυσιολογική κατάληξη αυτού που κάνουμε εδώ τώρα. Κι αφού το θέλουμε και οι δύο, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να βρούμε ένα μέρος όπου δεν θα μας ενοχλήσει κανένας. Θα συμφωνείς, φαντάζομαι, ότι το δωμάτιό σου είναι το μόνο λογικό μέρος».

Η Ρόσλιν είχε αρχίσει να κουνά αρνητικά το κεφάλι της προτού εκείνος τελειώσει. «Αχ, τι μου έκανες; Δεν έχει φιλιά μαζί μου, φίλε – σ’ το ’πα», του είπε, κι από την ταραχή της ξεχάστηκε και μίλησε στα σκοτσέζικα.

Η τραγουδιστή προφορά της τον ξεσήκωσε ακόμη περισσότερο και την τράβηξε πάλι σφιχτά πάνω στο στήθος του. «Είναι πολύ αργά τώρα για να κάνεις πίσω, καρδιά μου. Μου παραδόθηκες με όλους τους τρόπους εκτός από έναν. Κάνε τώρα σαν καλό κορίτσι αυτό που σου λέω, αλλιώς θα σε πάρω εδώ που είμαστε, στ’ ορκίζομαι ότι θα το κάνω, κι ας μας δει όποιος θέλει».

Αν ο σκοπός του ήταν να την τρομάξει για να κάνει ό,τι της λέει, απέτυχε παταγωδώς. Της Ρόσλιν της ήρθε να τον κοροϊδέψει κατάμουτρα για την αποτυχημένη προσπάθειά του, αλλά σκέφτηκε ότι για να της πει τέτοιο πράγμα θα πρέπει να είχε φτάσει στα όριά του και μάλλον δεν θ’ ανεχόταν κοροϊδίες τώρα. Η κοινή λογική έλεγε ότι ο Άντονι δεν θα έκανε το παραμικρό που θα έφερνε σε δύσκολη θέση την ανιψιά του. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα αυτό, προτού έρθει εδώ μέσα μαζί του.

«Δεν πιάνει η ίδια μπλόφα δύο φορές, φίλε».

Εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, ο Άντονι δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη μπλοφάριζε ή όχι. Αλλά το γεγονός ότι του το έλεγε έτσι κατάμουτρα τον έκανε να ξαναβρεί τα λογικά του, παρότι δεν έσβησε τελείως τη φωτιά που έκαιγε μέσα του. Τα είχε κάνει θάλασσα κι αν εκείνη δεν του είχε θυμώσει ακόμα, είχε κάθε λόγο να το κάνει.

Στα χείλη του χαράχτηκε ένα χαμόγελο που είχε καταστροφική επίδραση πάνω της. Ήταν το χαμόγελο που την έκανε να λιώνει, να μελώνει. «Αφού δεν θέλεις τώρα, τότε θα έρθω αργότερα απόψε στο δωμάτιό σου».

Εκείνη αποτραβήχτηκε, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβείς την πόρτα μου, σ’ το λέω και σ’ το υπογράφω».

«Άσ’ την ξεκλείδωτη».

«Ούτε αυτό θα κάνω».

«Το παράθυρό σου τότε».

Τα γκριζοπράσινα μάτια της άστραψαν αγριεμένα. «Θα μ’ αναγκάσεις να κλειδαμπαρώσω όλα τα παράθυρα στο δωμάτιό μου και να πάθω ασφυξία; Γιατί δεν παίρνεις από “όχι”; Πόσο πιο ξεκάθαρα να σ’ το πω πια;»

«Το “όχι” είναι η λάθος απάντηση, καρδιά μου, και μέχρι να μου δώσεις τη σωστή, μην έχεις ελπίδες ότι θα τα παρατήσω. Πρέπει να σκεφτώ και τη φήμη μου, ξέρεις».

Εκείνη έβαλε τα γέλια, εκτονώνοντας κάπως την ένταση που ένιωθε. Μα τον Θεό, ήταν αδιόρθωτος, τελείως ανήθικος και, αχ, σκέτος πειρασμός. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι ένας άντρας θα μπορούσε να ασκεί πάνω της τόσο δυνατή σεξουαλική έλξη, τόσο δυνατή που ακόμη και τις στιγμές που κατάφερνε να σκεφτεί απολύτως λογικά και ήξερε ότι δεν ήταν ο κατάλληλος άντρας για την ίδια, πάλι ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία για εκείνον. Άσχετα όμως αν αυτός σοβαρολογούσε ή όχι με το επίμονο κυνήγι που της έκανε, ήξερε ότι ο μόνος τρόπος για να βγει αλώβητη από τη σημερινή συνάντησή τους ήταν να μην τον πάρει καθόλου στα σοβαρά.

Έχοντας ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της πλέον και με μάτια που τον κοίταζαν θυμωμένα, η Ρόσλιν του είπε: «Μα ακριβώς αυτή τη φήμη είναι που σκέφτομαι κι εγώ, σερ Άντονι».

«Τότε πρέπει να δω αν μπορώ να βγάλω αυτές τις σκέψεις από το μυαλό σου – ξανά».

«Όχι!»

Της ξέφυγε μια κραυγή όταν εκείνος άπλωσε τα χέρια να την πιάσει και, προτού το καταλάβει, βρέθηκε καθισμένη πάνω στο κιγκλίδωμα, να κλυδωνίζεται, κι εκείνος να της χαμογελά ειρωνικά. Η Ρόσλιν νόμισε πως σκόπευε να τη φιλήσει πάλι. Αυτό τώρα δεν ήταν αστείο. Πίσω της υπήρχε ένα κενό οκτώ εννιά ποδιών από το κάγκελο μέχρι το έδαφος, τα πόδια της ήταν στον αέρα κι αν έχανε την ισορροπία της δεν είχε από πουθενά αλλού να αρπαχτεί – μόνο από εκείνον.

Τσαντισμένη, έκανε να πηδήσει στο έδαφος, αλλά ο Άντονι πλησίασε κι άλλο και, προς φρίκη της Ρόσλιν, ανασήκωσε τη φούστα της τουαλέτας της μέχρι πάνω στους μηρούς της. Τώρα πλησίαζε κι άλλο, αναγκάζοντας τα πόδια της να ανοίξουν για να μπουν ανάμεσά τους οι γοφοί του, κι έγειρε το στήθος του πάνω της, πιέζοντάς την προς τα πίσω, πιο πίσω…

«Κρατήσου από πάνω μου, αλλιώς θα πέσεις». Η φωνή του κατάφερε να διαπεράσει τον πανικό της.

Και το έκανε, επειδή εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Μόνο που εκείνος δεν ίσιωσε τον κορμό του για να ξαναβρεί κι εκείνη την ισορροπία της. Συνέχισε να την έχει μισοκρεμασμένη έξω από το κιγκλίδωμα και το κορμί του να είναι η μοναδική άγκυρά της.

«Θα πρέπει να κάνεις κάτι καλύτερο, καρδιά μου. Βάλε τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου». Με το ένα του χέρι πίεσε την κοιλιά και το στήθος της πάνω στα δικά του. «Και τώρα κρατήσου γερά, γιατί θα σ’ αφήσω».

«Όχι, μη…»

«Σσσς, ησύχασε, καρδιά μου». Η ανάσα του στο αυτί της, να σκορπά ρίγη απόλαυσης στη σπονδυλική της στήλη. «Αφού δεν μου παραδίδεσαι, δώσ’ μου τουλάχιστον αυτό. Έχω ανάγκη να σ’ αγγίξω».

Της κόπηκε η ανάσα όταν αισθάνθηκε δυο χέρια στα γόνατά της, να ανηφορίζουν στο εξωτερικό των μηρών της, παρασύροντας μαζί τους το φόρεμά της. «Σταμάτα! Είσαι ένας παλιο… Άφησέ με!» Και τότε, μ’ έναν βραχνό ψίθυρο: «Άντονι».

Εκείνος ρίγησε με τον τρόπο που πρόφερε το όνομά του. Αλλά προτού η Ρόσλιν προλάβει να πει κάτι άλλο, τα χέρια του άρπαξαν τους γοφούς της και μ’ ένα απότομο τράβηγμα κόλλησε τα λαγόνια της πάνω στα δικά του.

Η Ρόσλιν βόγκηξε σιγανά, το κεφάλι της έπεσε πίσω, τα μέλη της έλιωσαν σαν βούτυρο. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μπει μέσα της, τόσο έντονη ήταν η αίσθηση. Και τώρα τα χείλη του άναβαν φωτιές χαράσσοντας ένα υγρό μονοπάτι στο λαιμό της που του τον είχε αφήσει εκτεθειμένο και η Ρόσλιν ξέχασε ότι εκεί που ήταν κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να πέσει.

«Φαντάζομαι ότι δεν χαίρεσαι για τη διακοπή, Τόνι, αλλά η λαίδη Γκρένφελ ψάχνει παντού τη μικρή Σκοτσέζα σου κι αναμένεται να καταφτάσει από στιγμή σε στιγμή».

Ξεστομίζοντας μια βλαστήμια, ο Άντονι γύρισε και κοίταξε τον Τζέιμς που στεκόταν σε αρκετή απόσταση, με τα μάτια του διακριτικά στραμμένα κάτω στο σιντριβάνι και όχι πάνω τους. Ανασήκωσε τη Ρόσλιν από το κιγκλίδωμα, με τα χέρια του ακόμα κάτω από τους γοφούς της, και την κράτησε μια στιγμή ακόμη έτσι, απολαμβάνοντας την αίσθηση του κορμιού της σ’ αυτή τη θέση, με τα πόδια της σχεδόν τυλιγμένα γύρω από τη μέση του. Ήταν πάλι χαμένη στη δίνη του πάθους, τα χείλη της μισάνοιχτα, τα μάτια της κλειστά, το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο. Πολύ αμφέβαλλε ο Άντονι αν είχε ακούσει καν τον Τζέιμς.

«Ωχ, Χριστέ μου», είπε και την άφησε να γλιστρήσει αργά προς τα κάτω και να σταθεί στα πόδια της, τσαντισμένος όσο δεν έπαιρνε αυτή τη φορά. «Θα πρέπει να το συνεχίσουμε αυτό κάποια άλλη φορά, καρδιά μου».

Η Ρόσλιν πισωπάτησε, τα πόδια της τρεμούλιασαν. Και για αρκετά ατελείωτα δευτερόλεπτα, ο Άντονι είδε τα μάτια της σιγά σιγά να εστιάζουν, να ανοίγουν διάπλατα κι αμέσως μετά να μισοκλείνουν. Συνεπαρμένος από το θέαμα, ο Άντονι ούτε που είδε το χέρι της να έρχεται καταπάνω του, αλλά η παλάμη της προσγειώθηκε με δύναμη στο μάγουλό του.

«Δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά γι’ αυτό που θέλεις να κάνεις, φίλε», του είπε σιγανά, αλλά με τόση αποφασιστικότητα που ο Άντονι δεν αμφέβαλε στιγμή ότι μέσα της έβραζε από θυμό. «Δεν ξέρω τους κανόνες του παιχνιδιού σου και δεν είναι να σου έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι θα παίξεις τίμια, γι’ αυτό μείνε μακριά μου».

Έφυγε αγέρωχα προς την κατεύθυνση που ακολουθούσαν αρχικά, συνεχίζοντας το γύρο της σέρας. Ο Άντονι δεν έκανε καμία κίνηση να τρέξει ξοπίσω της. Κάθισε στο κιγκλίδωμα τρίβοντας το μάγουλό του και την κοίταζε ώσπου χάθηκε από τα μάτια του.

«Κι αναρωτιόμουν πότε θα έβγαινε στην επιφάνεια το σκοτσέζικο εκρηκτικό ταμπεραμέντο της». Χαμογέλασε πλατιά, ενώ ο Τζέιμς ήρθε και κάθισε δίπλα του.

«Φτηνά τη γλίτωσες, εδώ που τα λέμε».

Το χαμόγελο του Άντονι πλάτυνε κι άλλο. «Δεν κατάλαβε καν ότι ήσουν εδώ».

«Κοκορευόμαστε, αδελφέ;»

«Απλώς νιώθω αφάνταστα ικανοποιημένος, γέρο».

«Πάντως, τώρα που κατάφερες να την τσαντίσεις τόσο άσχημα, φαντάζομαι ότι δεν σε πειράζει να δοκιμάσω κι εγώ την τύχη μου, ε;»

Το χαμόγελο του Άντονι κόπηκε μαχαίρι. «Μείνε μακριά της, Τζέιμς».

Το ξανθό φρύδι εκείνου ανασηκώθηκε. «Μπα, γίναμε και κτητικοί τώρα; Αν δεν κάνω λάθος, όμως, το ίδιο είπε κι εκείνη – σ’ εσένα. Και στο κάτω κάτω της γραφής, μικρέ, δεν την έχεις κερδίσει ακόμα».