Κεφάλαιο 13

«Όχι! Κάνε, Θε μου, να είναι όνειρο!»

Στην πραγματικότητα ήταν εφιάλτης να ξυπνήσει σ’ ένα δωμάτιο, στο οποίο δεν είχε πάει για να κοιμηθεί, και να μην μπορεί να θυμηθεί πώς είχε βρεθεί εκεί. Η Ρόσλιν κοίταξε τριγύρω με μάτια ορθάνοιχτα και προσευχόταν να μην ήταν ξύπνια, παρόλο που το ’ξερε πως ήταν. Λεκιασμένη, ξεφλουδισμένη ταπετσαρία. Μια ραγισμένη λεκάνη με νερό και μια κατσαρίδα να ανεβαίνει γρήγορα στην κανάτα που βρισκόταν πλάι στη λεκάνη, η οποία ήταν προσεκτικά ακουμπισμένη πάνω σ’ ένα τραπέζι με τρία πόδια στηριγμένο σε μία γωνία επειδή του έλειπε το τέταρτο πόδι. Ένα μονό, στενό κρεβάτι, τραχιά, μάλλινη κουβέρτα απλωμένη πάνω της μέχρι τη μέση. Πάτωμα γυμνό, τοίχοι γυμνοί, παράθυρα γυμνά.

Πώς ήταν δυνατόν; Η Ρόσλιν πίεσε τις παλάμες της στο μέτωπό της, προσπαθώντας να θυμηθεί. Μήπως είχε αρρωστήσει; Ή της είχε συμβεί κάποιο ατύχημα; Αλλά το μόνο που θυμόταν ήταν η χθεσινή βραδιά –αν δηλαδή ήταν χθες και όχι πριν από μέρες–, κι ενδιάμεσα τίποτε άλλο.

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ένα ενοχλητικό σύμπτωμα που το είχε συνεχώς από τότε που είχε γνωρίσει τον Άντονι Μάλορι. Είχε επιστρέψει μαζί με τη Φράνσις από την εξοχή πριν τρεις μέρες, μα ήταν αδύνατον να ξεχάσει το διάστημα που είχε περάσει εκεί με τον Άντονι, αλλά και την αναπάντεχη μεταστροφή του όταν προσφέρθηκε να τη βοηθήσει αντί να την ξελογιάσει.

Ωστόσο, παρά την υπόσχεσή του να πάψει να την κυνηγάει –τουλάχιστον ώσπου να παντρευτεί–, δεν την είχε αφήσει μόνη εκείνη τη μέρα. Ω, την είχε αφήσει μόνη της για να μπορεί να κυκλοφορεί με τους άλλους στο πικ νικ και να κάνει τα κόλπα της στους υποψηφίους της, μα κάθε φορά που τον έβλεπε μέσα στο πλήθος, τα μάτια της έσμιγαν με τα δικά του, σαν να την παρακολουθούσαν ασταμάτητα. Κι εκείνη τη νύχτα, κάνοντάς τη θηρίο από θυμό, είχε χορέψει όχι μία αλλά τρεις φορές μαζί της, με το πρόσχημα της κοινωνικής συναναστροφής. Αλλά δεν χόρεψε με καμία άλλη, ούτε καν με την ανιψιά του.

Η Ρόσλιν είχε γίνει έξαλλη όταν κατάλαβε τι έκανε ο Άντονι, αν και στο μεταξύ το κακό είχε γίνει. Ο λόρδος Γκράχαμ, ο κόμης του Ντάνσταντον, ακύρωσε την πρόσκλησή του για το θέατρο όταν θα επέστρεφαν στο Λονδίνο κι ας της το είχε προτείνει μόλις το ίδιο απόγευμα. Ισχυρίστηκε ότι ξαφνικά θυμήθηκε μια ανειλημμένη υποχρέωση που είχε, ενώ ήταν ολοφάνερο ότι απλώς τρομοκρατήθηκε από το ενδιαφέρον που απροκάλυπτα έδειχνε ο Άντονι για εκείνη.

Ναι, δεν την έπιανε ύπνος χθες βράδυ –πού να κλείσει μάτι από τα νεύρα της–, που ούτε ένας από τους υποψήφιους συζύγους της δεν της είχε κάνει ούτε ένα τηλεφώνημα από τότε που είχε γυρίσει στο Λονδίνο και δεν είχε αυταπάτες ότι απλώς δεν άδειαζαν από τις δουλειές τους. Η αθώα «κοινωνική συναναστροφή» του Άντονι της είχε καταστρέψει ανεπανόρθωτα όποια πρόοδο είχε κάνει.

Αφού λοιπόν τα θυμόταν όλα αυτά, πώς ήταν δυνατόν να μην μπορεί να θυμηθεί πώς βρέθηκε εδώ, σ’ αυτό το φριχτό καμαράκι; Λες ο Άντονι να… Όχι, δεν θα τολμούσε. Και πολύ αμφέβαλλε ότι της Φράνσις της είχε στρίψει ξαφνικά και με κάποιον τρόπο είχε κανονίσει να γίνει όλο αυτό. Οπότε μόνο άλλη μία περίπτωση απέμενε – εκτός κι αν ήταν τόσο άρρωστη που όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα παραλήρημα και γι’ αυτό το ένιωθε ολοζώντανα. Ο Τζόρντι την είχε πιάσει. Κάπως, με κάποιον τρόπο, είχε καταφέρει να την απαγάγει ακριβώς έξω από το σπίτι στην οδό Σάουθ Όντλεϊ στο Μέιφερ κι ένας Θεός ήξερε πού την είχε φέρει τώρα. Αδιανόητο μεν, αλλά ποιος άλλος θα μπορούσε να το είχε κάνει;

Μόνο που ένα κομμάτι του εαυτού της δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο Τζόρντι είχε νικήσει, ένα κομμάτι της που ήταν υπεραισιόδοξο και ήθελε να πιστεύει ότι ίσως υπήρχε κάποια άλλη εξήγηση. Κι έτσι η έκπληξη που ένιωσε ήταν πέρα για πέρα αληθινή, όταν αντίκρισε την αλήθεια με τα ίδια της τα μάτια. Και ο φόβος της ήταν αληθινός, κόντευε να την πνίξει, της έσφιγγε το λαιμό, οι παλάμες της ίδρωσαν απότομα. Ο Τζόρντι Κάμερον, με σάρκα και οστά, μπήκε ατάραχα στο καμαράκι μ’ ένα ύφος αδιαμφισβήτητα θριαμβευτικό. Κι έπειτα από όλα τα φριχτά πράγματα που είχε φανταστεί ότι θα πάθαινε, αν ποτέ την έπιανε αυτός ο άντρας, δεν ήταν να απορεί κανείς που από την αγωνία της το μόνο που έκανε εκείνη ήταν να τον κοιτάζει.

«Χαίρομαι που βλέπω ότι η κυρία Πιμ είχε δίκιο, ότι ξύπνησες επιτέλους. Ήταν πολύ εξυπηρετική που καθόταν έξω από την πόρτα σου περιμένοντας να σ’ ακούσει να σαλεύεις για να έρθει να με ειδοποιήσει. Ξέρει πόσο ανυπομονούσα, αν και μπορώ να πω ότι βοήθησαν λιγάκι και τα χρήματα που πήρε. Αλλά μη σκεφτείς να της πεις καμιά βλακεία, γιατί της έχω σερβίρει ωραίο παραμύθι, ότι δήθεν σ’ έσωσα για να σε γυρίσω στην αγκαλιά της οικογένειάς σου. Και δεν πρόκειται να πιστέψει λέξη αν της πεις κάτι άλλο».

Αφού της είπε όλα αυτά, χαμογέλασε, θυμίζοντας στη Ρόσλιν γιατί ποτέ της δεν άντεχε τον συγκεκριμένο Κάμερον. Το χαμόγελό του δεν ήταν ποτέ αληθινό, πάντα ήταν σαρκαστικό ή χλευαστικό, ή ακόμη συχνότερα ύπουλο, και τόνιζε τη σατανική μοχθηρία στα ψυχρά γαλάζια μάτια του – μάτια που σε άλλη περίπτωση θα ήταν πανέμορφα.

Η Ρόσλιν τον θεωρούσε μια ζωή ψηλό, ώσπου γνώρισε τους Μάλορι που ήταν πολύ πιο ψηλοί. Τα κόκκινα στο χρώμα του καρότου μαλλιά του είχαν γίνει σαν θάμνος από την τελευταία φορά που τον είχε δει, αλλά πολύ αμφέβαλλε η Ρόσλιν αν είχε χρόνο να περιποιηθεί τον εαυτό του έτσι που τον είχε αναγκάσει να την κυνηγάει. Δεν ήταν παχύς, όχι, το αντίθετο μάλιστα, ωστόσο το σώμα του είχε κάτι το μοσχαρίσιο, που έκανε τη Ρόσλιν να είναι σίγουρη ότι μπορούσε άνετα να τη νικήσει αν ποτέ αναγκαζόταν να του επιτεθεί για να δραπετεύσει από δω μέσα. Παρ’ όλα αυτά είχε την όμορφη κοψιά των Κάμερον, τουλάχιστον όταν η έκφρασή του δεν έβγαζε στην επιφάνεια τον αληθινό εαυτό του· μια κοψιά που, δυστυχώς, έμοιαζε πολύ μ’ εκείνη του Ντάνκαν Κάμερον όταν εκείνος ήταν στην ηλικία του Τζόρντι, όπως μαρτυρούσε το μοναδικό πορτραίτο του παππού της στο Κάμερον Χολ.

«Παραείσαι ήσυχη, μου φαίνεται», την τσίγκλησε ο Τζόρντι, αφού εκείνη συνέχιζε απλώς να τον κοιτάζει. «Δεν θα κάνεις μια αγκαλιά τον μοναδικό σου ξάδελφο για να τον καλωσορίσεις;»

Το παράλογο αυτής της ερώτησης έκανε τη Ρόσλιν να συνέλθει και ξύπνησε το θυμό της. Πώς τολμούσε, τολμούσε, να της κάνει αυτό που εκείνη φοβόταν ότι θα έκανε! Φυσικά, γι’ αυτόν το λόγο είχε έρθει η Ρόσλιν στο Λονδίνο, γι’ αυτό σχεδίαζε να παντρευτεί ενώ δεν χρειαζόταν, γι’ αυτό είχε μπλέξει σ’ αυτή την παράξενη σχέση με τον Άντονι, τον είχε δεχτεί ως έμπιστό της ενώ ήξερε πολύ καλά ότι κανονικά θα έπρεπε να τον αποφεύγει. Αλλά να που είχε βγει αληθινή! Και μόλις αναλογίστηκε σε τι μπελάδες κι αγωνία την είχε υποβάλει αυτό το άπληστο τομάρι, ξέχασε μονομιάς το φόβο της.

«Αγκαλιά;» ρουθούνισε. «Το μοναδικό πράγμα που θέλω να μάθω, ξάδελφε, είναι πώς τα κατάφερες να με φέρεις εδώ!»

Εκείνος γέλασε, μόνο που παραήταν χαρούμενος για να της αναλύσει το έξυπνο σχέδιό του και ικανοποιημένος που δεν τον είχε ρωτήσει το γιατί. Το γεγονός ότι εκείνη ήξερε γιατί βρισκόταν εδώ τον γλίτωνε από εξηγήσεις κι έτσι κέρδιζε χρόνο για να την πείσει να πάει μαζί του. Δεν του άρεσε που βρισκόταν στην Αγγλία ή που είχε να κάνει με Άγγλους μισθοφόρους και όσο νωρίτερα ξεκινούσαν για την πατρίδα τόσο το καλύτερο.

«Ήταν πολύ εύκολο, πάρα πολύ εύκολο», κοκορεύτηκε τελικά. «Ήξερα ότι θα προσπαθούσες κάτι να κάνεις μόλις πέθαινε ο γέρος, μόνο που δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόσουν εδώ. Αλλά, βλέπεις, είχα βάλει να φυλάνε τους περισσότερους δρόμους κι έτσι ο μόνος που θα μπορούσες να είχες πάρει χωρίς να το μάθω ήταν ο δρόμος προς την Αγγλία».

«Τσακάλι είσαι».

Τα μάτια του μισόκλεισαν με τον περιφρονητικό της τόνο. «Ναι, είμαι έξυπνος, τόσο έξυπνος που σ’ έχω ακριβώς εδώ που θέλω».

Η Ρόσλιν τινάχτηκε σαν ζεματισμένη, γιατί σ’ αυτό είχε δίκιο. «Ναι, αλλά πώς κατάφερες να με βρεις τόσο γρήγορα, Τζόρντι; Το Λονδίνο δεν είναι δα και καμιά μικρή πόλη».

«Θυμήθηκα που είχες μια φίλη εδώ. Δεν ήταν δύσκολο να τη βρω και ύστερα να βρω κι εσένα. Αλλά θα σε είχα πιάσει νωρίτερα αν οι ηλίθιοι που προσέλαβα δεν ήταν τόσο δειλοί και δεν το έβαζαν στα πόδια όταν προσπάθησε να σε βοηθήσει ο κόσμος εκείνη τη μέρα στην οδό Όξφορντ».

Άρα, η παραλίγο απαγωγή της εκείνη τη μέρα ήταν δουλειά του Τζόρντι. Αλλά η πληροφορία ότι τη βοήθησε ο κόσμος να γλιτώσει, έφερε στη Ρόσλιν ένα πνιχτό γέλιο που γρήγορα φρόντισε να το μετατρέψει σε βήχα. Φανταζόταν τι παραμύθια θα είχαν ξεφουρνίσει εκείνοι οι δύο κακοποιοί στον Τζόρντι για να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους και να ξεφύγουν από την οργή του.

«Αλλά τότε έφυγες από την πόλη και νόμιζα πως σ’ έχασα», συνέχισε συνοφρυωμένος ο Τζόρντι. «Μ’ έβαλες σε μεγάλη φασαρία κι έξοδα τότε, κοπελιά. Αναγκάστηκα να στείλω άντρες παντού για να βρουν τα ίχνη σου, αλλά εσύ δεν είχες αφήσει πίσω σου ούτε ένα. Έπειτα όμως γύρισες από μόνη σου». Σ’ αυτό το σημείο άρχισε πάλι τα χαμόγελα, λες και ήθελε να δείξει ότι ήταν τόσο συνηθισμένο να κάνουν οι γυναίκες τέτοιες γκάφες. «Ύστερα το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να περιμένω – και να ’σαι τώρα εδώ».

Ναι, ήταν εδώ, αλλά ακόμα δεν ήξερε πώς τα είχε καταφέρει ο Τζόρντι. Από το ύφος του, όμως, καταλάβαινε ότι ήταν πρόθυμος να τη διαφωτίσει, στην ουσία το ήθελε, τόσο ικανοποιημένος ήταν με τον εαυτό του που είχε πάει καλά το σχέδιό του και ήθελε να την κάνει να αναγνωρίσει την εξυπνάδα του. Α, μα την αναγνώριζε η Ρόσλιν, σαν την κακιά αρρώστια. Αυτό ήταν πάντα το πρόβλημα του Τζόρντι. Παραήταν έξυπνος και ύπουλος, σαν καταραμένη αλεπού. Μια ζωή τρεφόταν από τις κομπίνες και τα κόλπα που σχεδίαζε για τις φάρσες και τα ατυχήματα που τόσο του άρεσε να προκαλεί στους άλλους. Γιατί να αλλάξει τώρα;

Πεισματικά, η Ρόσλιν αποφάσισε να ρίξει λίγο το εγώ του, αντί να το ενισχύσει κι άλλο με την περιέργειά της. Χασμουρήθηκε δήθεν με τις εξηγήσεις που της έδινε και ρώτησε βαριεστημένα: «Και τώρα, ξάδελφε, τι θα γίνει;».

Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δεν σε νοιάζει καθόλου να μάθεις πώς κατέληξες εδώ;»

«Έχει καμία σημασία;» τον ρώτησε κουρασμένα. «Όπως είπες, είμαι εδώ πια».

Η Ρόσλιν νόμισε ότι θα του πεταγόταν κανένα κουμπί, τόσο πολύ φούσκωσε από το κακό του. «Εγώ πάντως θα σου πω, για να δεις ότι αυτό ήταν το πιο εύκολο, αλλά και το πιο έξυπνο μέρος του σχεδίου μου».

«Ε, τότε να μη σ’ το χαλάσω», αποκρίθηκε εκείνη.

Καλού κακού, όμως, χασμουρήθηκε πάλι και το καταχάρηκε όταν είδε τα ανοιχτογάλανα μάτια του να την κοιτάζουν δολοφονικά. Ήταν τόσο προβλέψιμος, τόσο ασήμαντος, τόσο εγωιστής και τόσο θερμοκέφαλος. Μάλλον δεν έπρεπε να τον πιέσει άλλο. Μπορεί να της είχε περάσει το αρχικό σοκ, αλλά ο Τζόρντι εξακολουθούσε να είναι μια απειλή για εκείνη. Μέχρι να βρει τρόπο να του ξεφύγει –αν υπήρχε τρόπος–, καλά θα έκανε να πήγαινε με τα νερά του.

«Η υπηρέτρια τα κανόνισε όλα, μια έξυπνη κοπελιά που προσέλαβα για να τρυπώσει στο σπίτι. Φρόντισα απλώς να βεβαιωθώ ότι μία από τις τακτικές υπηρέτριες δεν θα ερχόταν για δουλειά κι έτσι εμφανίστηκε η δική μου που ήταν βαλτή, λέγοντας ότι είχε έρθει για να αντικαταστήσει την άλλη που ήταν άρρωστη».

Μόλις το άκουσε αυτό η Ρόσλιν ένιωσε το θυμό της να φουντώνει. «Και τι ακριβώς έκανες στην άλλη τη δύστυχη που δεν ήρθε για δουλειά;»

«Μη συγχύζεσαι, ξαδέλφη». Ξαναβρήκε τα κέφια του τώρα που είχε καταφέρει να τραβήξει την προσοχή της. «Δεν έπαθε τίποτα κακό, εκτός από ένα μικρό καρούμπαλο στο κεφάλι, κι έχω ήδη στείλει έναν άντρα να την ελευθερώσει, αφού έτσι κι αλλιώς τώρα πια θα έχουν καταλάβει ότι λείπεις. Αλλά, όπως σου έλεγα, με τη μισθοφόρο μου μέσα στο σπίτι και σε πόστο που να υπηρετεί εσένα, το μόνο που χρειάστηκε ήταν να περιμένει ώσπου να της ζητήσεις κάτι να φας ή να πιεις πριν πέσεις για ύπνο για να σου ρίξει μέσα το υπνωτικό».

Το γάλα! Το αναθεματισμένο ζεστό γάλα που ζήτησε να της φέρουν χθες βράδυ, ελπίζοντας ότι θα τη βοηθούσε να κοιμηθεί. Πού να το φανταζόταν ότι θα την έκανε να κοιμηθεί τόσο βαθιά που δεν θα ξυπνούσε ακόμη κι όταν την απήγαγαν!

«Α, μάλιστα, τώρα κατάλαβες πώς έγιναν όλα, ε;» γέλασε ο Τζόρντι. «Μόλις βρήκε την ευκαιρία η δική μου κοπελιά, έβαλε κρυφά μέσα στο σπίτι τους άντρες και τους έκρυψε κι εκείνη πήγε σπιτάκι της, ο δικός της ρόλος είχε τελειώσει. Όταν κοιμήθηκαν όλοι οι εσωτερικοί υπηρέτες κι έγινε ησυχία στο σπίτι, οι άντρες μου απλώς σ’ έβγαλαν έξω και σ’ έφεραν σ’ εμένα κι από κείνη την ώρα δεν ξύπνησες ούτε μία φορά».

«Και ποιο είναι το σχέδιό σου από δω και πέρα;» τον ρώτησε σφιγμένα, κοροϊδευτικά. «Σίγουρα κάτι άθλιο κι ελεεινό θα έχεις στο μυαλό σου».

«Έχω βρει έναν ιερέα που τον έπεισα ότι δεν χρειάζεται να ακούσει το “δέχομαι” από το στόμα σου για να μας παντρέψει. Μόλις βρουν οι άντρες μου σε ποιο σοκάκι ξέμεινε χθες βράδυ αυτός ο μεθύστακας, θα τον φέρουν εδώ. Αλλά μη νομίζεις ότι θ’ αργήσει να γίνει κι αυτό, ξαδέλφη. Και μη σου μπουν τίποτα ιδέες να βάλεις τις φωνές όσο θα περιμένουμε. Η κυρία Πιμ θα έχει τ’ αυτιά της ανοιχτά και θα είναι έξω από την πόρτα».

Όταν τον είδε να φεύγει κι άκουσε την κλειδαριά να κλειδώνει, σκέφτηκε να τον φωνάξει πίσω. Αν του έλεγε ότι τόσο η Νέτι όσο και η Φράνσις ήξεραν καλά πόσο τον σιχαινόταν και ότι ποτέ δεν θα τον παντρευόταν με τη θέλησή της, θα άλλαζε γνώμη; Αλλά ήταν η απύθμενη απληστία του αυτή που τη σταμάτησε. Αν την παντρευόταν, θ’ αποκτούσε ολόκληρη περιουσία κι από τη στιγμή που είχε φτάσει μέχρι εδώ, μάλλον δεν θα δίσταζε να βγάλει από τη μέση όποιον έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά του. Απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, σκόπευε να την κλειδώσει κάπου και να μην το μάθει κανένας. Θα μπορούσε κάλλιστα να σχεδιάζει να της συμβεί κάποιο «θλιβερό δυστύχημα». Το σίγουρο ήταν ότι δεν θα την άφηνε ζωντανή, αν μάθαινε ότι είχε φίλες που θα διέψευδαν το γάμο τους, κι αν του έλεγε ποιες ήταν αυτές οι φίλες, τότε θα κινδύνευαν κι εκείνες.

Οπότε τι άλλο της έμενε να κάνει; Να παντρευτείς αυτό το ελεεινό τομάρι, ήταν η φριχτή απάντηση. Όχι, μα τον Θεό, όσο ακόμα μπορούσε να σκέφτεται ήρεμα και καθαρά. Αλλά είχε αρχίσει να την κυριεύει ο πανικός. Δεν θ’ αργήσει να γίνει κι αυτό, της είχε πει. Πόσο χρόνο είχε; Ο μέθυσος ιερέας θα μπορούσε να καταφτάσει από στιγμή σε στιγμή. Και πού στο διάολο την είχε κρύψει, τέλος πάντων;

Τα μάτια της στράφηκαν πάλι στο παράθυρο. Πέταξε τα σκεπάσματα κι έτρεξε προς τα κει. Την έπιασε απελπισία, όταν είδε από κάτω το απόλυτο κενό δύο ορόφων, χωρίς τίποτα που να μπορεί να ανακόψει την πτώση της. Γι’ αυτό ο Τζόρντι δεν είχε κάνει τον κόπο να καλύψει με σανίδες το παράθυρο. Κι έτσι και τολμούσε να ουρλιάξει «βοήθεια», η κυρία Πιμ, που δεν ήξερε την αλήθεια, θα άνοιγε αμέσως την πόρτα και τότε σίγουρα η Ρόσλιν θα βρισκόταν δεμένη και φιμωμένη.

Για μια στιγμή, σκέφτηκε να εξηγήσει στην κυρία Πιμ, αλλά μόνο για μια στιγμή. Η γυναίκα θα την περνούσε σίγουρα για τρελή ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ο Τζόρντι είχε φερθεί έξυπνα σ’ αυτό το σημείο, τα είχε σκεφτεί όλα, είχε φροντίσει να καλύψει κάθε πιθανότητα. Δεν θ’ άφηνε τίποτα στην τύχη, δεν θα διακινδύνευε την περιουσία που τόσο καιρό λαχταρούσε να βάλει στο χέρι.

Η Ρόσλιν κοίταξε πάλι ένα γύρο το καμαράκι βιαστικά, αλλά μοναχά την κανάτα με το νερό μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν όπλο, κι αυτό μόνο στο πρώτο άτομο που θα έμπαινε. Ποιος της εγγυόταν ότι αυτό το άτομο θα ήταν ο Τζόρντι ή ότι το χτύπημα με την κανάτα θα έφτανε για να τον ρίξει αναίσθητο ή ότι θα ερχόταν μόνος;

Επομένως, η μόνη ελπίδα σωτηρίας ήταν το παράθυρο. Έβλεπε σ’ έναν στενό δρόμο – στην ουσία ένα σοκάκι ήταν, αν και αρκετά φαρδύ ώστε να περνάει κάποιο κάρο ή άμαξα. Μα δεν είδε ούτε ένα για δείγμα. Ήταν παντελώς έρημο, σκοτεινό κι όλο σκιές, επειδή τα κτίρια σε κάθε πλευρά ήταν τόσο ψηλά που εμπόδιζαν να φτάσει το φως του ήλιου. Έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο και είδε στο τέρμα του σοκακιού, δεξιά κι αριστερά, ολόφωτους δρόμους, κάρα να περνάνε, ένα παιδί να τρέχει, ένα ναύτη να σουλατσάρει αγκαζέ με μια γυναίκα ντυμένη κραυγαλέα. Αν φώναζε δυνατά, όλο και κάποιος θα την άκουγε. Δεν ήταν δα και τόσο μακριά το τέρμα του σοκακιού, ούτε από τη μία πλευρά ούτε από την άλλη. Αν φώναζε, όμως, θα την άκουγε και η κυρία Πιμ.

Η Ρόσλιν έτρεξε πίσω στο κρεβάτι, τράβηξε την τραχιά κουβέρτα και, τρέχοντας πάλι στο παράθυρο, την έβγαλε έξω. Την κουνούσε μανιασμένα, έχοντας κρεμαστεί και η ίδια απέξω, ώσπου της κόπηκαν τα χέρια και δεν είχε πια ανάσα. Άδικος κόπος. Αν την είχε δει κάποιος, σίγουρα θα νόμιζε ότι απλώς αέριζε την κουβέρτα, τίποτα το περίεργο.

Και τότε άκουσε το κάρο. Το κεφάλι της γύρισε απότομα προς τα κει και το είδε να μπαίνει αργά στο σοκάκι. Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπάει από την έξαψη. Το κάρο ήταν γεμάτο βαρέλια, προφανώς έμπαινε στο σοκάκι για να κόψει δρόμο και να βγει στην άλλη οδό. Ο μοναδικός οδηγός του κάρου σφύριζε διαρκώς όσο σκουντούσε το μουλάρι του για να συνεχίσει να προχωράει και σταματούσε μόνο για να πει στο ζωντανό έναν γλυκό λόγο.

Η Ρόσλιν έπαψε να τινάζει πια την κουβέρτα και την άφησε να πέσει, αρχίζοντας τώρα να κουνάει τα χέρια της. Αλλά χωρίς να κάνει κάποιο θόρυβο, πώς να την προσέξει ο οδηγός; Κι ούτε μπορούσε να τη δει με το φαρδύ γείσο που είχε το καπέλο του, αφού η Ρόσλιν ήταν από πάνω του. Όσο πιο κοντά ερχόταν εκείνος, τόσο λιγόστευαν οι πιθανότητες να τη δει και τόσο μεγάλωνε ο πανικός της. Σφύριξε, του έκανε «ψιτ» και κουνούσε ακόμη πιο μανιασμένα τα χέρια της για να του τραβήξει την προσοχή, αλλά τζίφος. Μέχρι να σκεφτεί να του πετάξει την κανάτα, εκείνος είχε ήδη απομακρυνθεί πολύ από το παράθυρό της. Κι άλλωστε, με τόσο θόρυβο που έκανε το κάρο πάνω στο λιθόστρωτο, πολύ αμφέβαλλε αν θ’ άκουγε ο οδηγός τον κρότο, εκτός κι αν κατάφερνε να ρίξει πάνω του την κανάτα, πράγμα μάλλον απίθανο τόσο που πονούσαν πια τα χέρια της.

Την έπιασε μαύρη απελπισία κι αφέθηκε να γείρει πίσω στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο. Δεν υπήρχε σωτηρία. Ακόμη κι αν την έβλεπε εκείνος ο άνθρωπος, πώς θα του εξηγούσε ψιθυριστά τι της είχε συμβεί; Δεν θα την καταλάβαινε. Κι αν τολμούσε να μιλήσει λίγο πιο δυνατά, θα προδιδόταν στην κυρία Πιμ.

Γαμώτο, δεν υπήρχε κάτι άλλο που να μπορούσε να κάνει; Έριξε πάλι μια ματιά στην κανάτα με το νερό, αλλά δεν ήλπιζε ότι θα κατάφερνε και πολλά πράγματα με δαύτη. Όταν θα ερχόταν ξανά ο Τζόρντι, μάλλον θα είχε και τον ιερέα μαζί του, όπως και τους άντρες που είχαν πάει να τον φέρουν, αφού θα χρειαζόταν μάρτυρες για την ανίερη τελετή.

Η Ρόσλιν ταράχτηκε τόσο πολύ όταν είδε με τη φαντασία της τον εαυτό της να παντρεύεται τον Τζόρντι Κάμερον, που δεν άκουσε το δεύτερο κάρο που περνούσε από το σοκάκι παρά μονάχα όταν ήταν πια πολύ αργά. Όταν στράφηκε προς τη μεριά του θορύβου, το κάρο με τα άχυρα βρισκόταν σχεδόν κάτω από το παράθυρό της. Ο οδηγός, μόνος κι αυτός, έβριζε τα δύο ψωράλογα που τραβούσαν το φορτίο κι από τα νεύρα του κουνούσε απειλητικά προς το μέρος τους το μπουκάλι με το τζιν που είχε στο χέρι, κατόπιν κατέβαζε μια μεγάλη γουλιά αλκοόλ κι ύστερα άρχιζε πάλι το ίδιο τροπάρι, να κραδαίνει το μπουκάλι και να βλαστημάει. Με τόσο θόρυβο που έκανε από μόνος του, δεν υπήρχε περίπτωση να την ακούσει και ήδη είχε φτάσει πολύ κοντά.

Δεν γινόταν αλλιώς. Μπορεί να μην της δινόταν άλλη ευκαιρία. Κι έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί –γιατί αν το σκεφτόταν θα έτρεμε από το φόβο της και δεν θα υπήρχε περίπτωση να το κάνει–, η Ρόσλιν βγήκε στο περβάζι του παραθύρου, περίμενε μερικά δευτερόλεπτα ώσπου το κάρο να έρθει ακριβώς από κάτω και πήδησε.