Οι σκιές από το λυκόφως γίνονταν όλο και πιο μαύρες κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Αυτό που κανονικά θα ήταν μια διαδρομή τριάντα λεπτών με το άλογο, είχε καταλήξει σε τρίωρο ταξίδι με λάθος στροφές, καθυστερήσεις και όλο και περισσότερα νεύρα. Αλλά τουλάχιστον τώρα, η Ρόσλιν ήξερε πού βρισκόταν και η αλήθεια ήταν πως ένιωθε ευγνωμοσύνη για το σκοτάδι που τη σκέπαζε, γιατί από την ανυπομονησία της να γυρίσει στο σπίτι δεν είχε υπολογίσει ότι θα περνούσε από την οδό Σάουθ Όντλεϊ, όπου θα την αναγνώριζαν ένα σωρό άνθρωποι έτσι και την έβλεπαν. Το σκοτάδι την έκρυβε καλά, αλλά ακόμη καλύτερα την έκρυβε η κουκούλα του παλιού σκοροφαγωμένου μανδύα που είχε ρίξει πάνω της ο σταβλίτης.
Να πάρει, η σημερινή μέρα δεν έλεγε να τελειώσει κι είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της. Δεν μπορούσε πια να μείνει με τη Φράνσις, ούτε καν γι’ απόψε. Και δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο το γάμο. Το γεγονός ότι ο Τζόρντι είχε καταφέρει να τη βρει, άλλαζε τα πάντα. Περίμενε ότι θα τον έβρισκε στο κατώφλι του σπιτιού, ή κρυμμένο μέσα σε μια άμαξα, έτοιμο να την αρπάξει με το που θα έφτανε στο σπίτι.
Απ’ ό,τι φάνηκε, όμως, είχε ακόμα την τύχη με το μέρος της, γιατί κατάφερε να φτάσει στο σπίτι χωρίς άλλες αναποδιές. Κι ευτυχώς που δεν ήταν η Φράνσις εκεί. Δεν θα ενέκρινε αυτό που σκόπευε να κάνει η Ρόσλιν, θα προσπαθούσε να τη σταματήσει κι εκείνη δεν προλάβαινε να την πείσει ότι ήξερε τι έκανε.
Η Νέτι, βέβαια, ήταν διαφορετική περίπτωση. Αφού έστειλε έναν από τους λακέδες του σπιτιού πίσω στο στάβλο μαζί με το άλογο και τα χρήματα για να ξαναπάρει το σταυρό της κι αφού διαβεβαίωσε τον μπάτλερ, αλλά και τους άλλους υπηρέτες που την είδαν, ότι ήταν μια χαρά, χωρίς όμως να τους δώσει εξηγήσεις, η Ρόσλιν ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό της. Κι εκεί βρήκε τη Νέτι να κόβει ανήσυχη βόλτες πάνω κάτω, καταρρακωμένη όσο ποτέ. Μόλις όμως είδε τη Ρόσλιν, το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση έκπληξης κι ανακούφισης μαζί.
«Αχ, κοκόνα μου, πήρα τη μεγαλύτερη τρομάρα της ζωής μου!» Και χωρίς να πάρει ανάσα άλλαξε ύφος. «Πού διάολο ήσουν, μου λες; Νόμιζα σ’ είχε αρπάξει ο ξάδελφός σου».
Η Ρόσλιν παραλίγο να βάλει τα γέλια με την ικανότητα της Νέτι να μεταπηδά από το ένα συναίσθημα στο άλλο με τέτοια εκπληκτική ταχύτητα, αλλά βιαζόταν τόσο, που δεν της περίσσευε ούτε δευτερόλεπτο για να γελάσει με τα καμώματα της πιστής της υπηρέτριας, τα οποία ήταν βάλσαμο στην καρδιά μετά τη φριχτή μέρα που είχε περάσει. Πήγε κατευθείαν στο βεστιάριό της βιαστικά, λέγοντας στη Νέτι με την πλάτη γυρισμένη: «Μ’ άρπαξε, Νέτι. Και τώρα βοήθησέ με γρήγορα να ντυθώ όσο θα σου λέω τι έγινε».
Και της είπε. Και η Νέτι τη διέκοψε μόνο μία φορά με τη φράση «Έκανες τέτοιο πράγμα;», όταν η Ρόσλιν έφτασε στο σημείο που πήδησε από το παράθυρο. Μόλις η Ρόσλιν ολοκλήρωσε την εξιστόρηση των γεγονότων, η ανησυχία επέστρεψε στο πρόσωπο της Νέτι.
«Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να μείνεις άλλο εδώ».
«Το ξέρω», απάντησε η Ρόσλιν. «Γι’ αυτό φεύγω απόψε κιόλας. Και οι δυο μας θα φύγουμε, αλλά όχι μαζί».
«Μα…»
«Άκουσέ με», τη διέκοψε ανυπόμονα η Ρόσλιν. «Όλο το απόγευμα σκεφτόμουν τι να κάνω. Ο Τζόρντι έκανε την κίνησή του. Τώρα που το σχέδιό του βγήκε στη φόρα, τι θα τον εμποδίσει να μπουκάρει με τη βία όπου κι αν θα βρίσκομαι για να με αρπάξει ξανά; Και ποιος μου εγγυάται ότι αυτή τη φορά δεν θα πάθει κάποιος κακό; Μου πήρε τόσες ώρες να έρθω στο σπίτι, που ήμουν σίγουρη ότι θα τον έβρισκα εδώ να με περιμένει. Αλλά ίσως πίστεψε ότι δεν θα κατάφερνα να φτάσω τόσο μακριά, αφού δεν είχα χρήματα ή ρούχα».
«Δηλαδή πιστεύεις ότι σε ψάχνει ακόμα εκεί γύρω που σε είχε κλειδωμένη;»
«Ή αυτό ή έχει αρχίσει ήδη να καταστρώνει καινούριο σχέδιο. Αλλά μπορεί να έστειλε και κάποιον εδώ για να παρακολουθεί το σπίτι. Δεν πήρε το μάτι μου κανέναν όταν ήρθα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι εκεί έξω. Άρα πρέπει να τον μπερδέψουμε και προσεύχομαι να είναι μόνο ένας. Αν φύγουμε μαζί την ίδια στιγμή προς διαφορετική κατεύθυνση, δεν θα ξέρει ποια να ακολουθήσει».
«Μα πού θα πάμε;»
Η Ρόσλιν χαμογέλασε επιτέλους. «Στο Σίλβερλεϊ. Δεν έχει τρόπο να μας βρει εκεί».
«Αυτό δεν το ξέρεις».
«Εκείνη τη μέρα που πήγαν να μ’ αρπάξουν στο δρόμο, ο Τζόρντι ήταν. Ήξερε πού βρισκόμουν, αλλά προφανώς το πρωί που έφυγα τόσο νωρίς για την εξοχή δεν παρακολουθούσε κανένας το σπίτι. Όταν κατάλαβε ότι είχα φύγει έστειλε άντρες προς κάθε κατεύθυνση, αλλά έχασε τα ίχνη μας αφότου φύγαμε από το πανδοχείο που είχαμε κανονίσει εμείς να βρεθούμε για να συνεχίσουμε μαζί το ταξίδι. Αν αποφύγουμε τους δημόσιους χώρους και δεν μας ακολουθήσει κανένας, τότε δεν κινδυνεύουμε».
«Ναι, αλλά έτσι δεν καταφέρνουμε τίποτε, μόνο να μείνεις κρυμμένη για κάποιο διάστημα. Δεν θα μπορείς να παντρευτείς και μέχρι να παντρευτείς δεν πρόκειται να γλιτώσεις από δαύτον».
«Το ξέρω. Γι’ αυτό θα στείλω μήνυμα στον υποψήφιο που θα επιλέξω να έρθει να με βρει εκεί και θα του κάνω την πρόταση. Αν όλα πάνε καλά, μπορώ να παντρευτώ ακόμη και στο Σίλβερλεϊ, αν δεν έχει αντίρρηση η Ρετζίνα».
Τα φρύδια της Νέτι ανασηκώθηκαν απότομα. «Αυτό θα πει ότι έχεις αποφασίσει ποιον θα παντρευτείς;»
«Μέχρι να φτάσω εκεί, θα ξέρω ποιον απ’ όλους θέλω», είπε αόριστα η Ρόσλιν, γιατί αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που δίσταζε να αποφασίσει ακόμα. «Αυτό που έχει σημασία αυτή τη στιγμή είναι να φτάσουμε εκεί χωρίς να αφήσουμε ίχνη πίσω μας για να μην μπορεί ο Τζόρντι να μας ακολουθήσει. Λοιπόν, έχω ήδη στείλει έναν από τους υπηρέτες να νοικιάσει δύο άμαξες και να μας τις φέρει».
«Κι ο Βρούτος;» ρώτησε η Νέτι και γούρλωσε τα μάτια όταν κοίταξε όλα τα ρούχα της Ρόσλιν. «Κι όλα αυτά τα ρούχα; Δεν προλαβαίνουμε να πακετάρουμε…»
«Θα πρέπει να τα αφήσουμε εδώ ώσπου να παντρευτώ, Νέτι. Προς το παρόν μπορούμε να πάρουμε μόνο κάνα δυο πράγματα μαζί μας. Αλλά είμαι σίγουρη ότι η Ρετζίνα θα έχει μια ικανή ράφτρα που θα μπορεί να μας φτιάξει ό,τι άλλο χρειαστούμε για το γάμο. Το μόνο που μένει να κάνω είναι να αφήσω ένα σημείωμα για τη Φράνσις· και μετά φεύγουμε. Α, μια που το ’φερε η κουβέντα, πού είναι;»
Η Νέτι γρύλισε. «Αφού πρώτα άνοιξε τρύπα στο χαλί από τις βόλτες που έκοβε πάνω κάτω όλο το πρωί, μία από τις υπηρέτριες της είπε ότι είχε έναν αδελφό που ήξερε έναν τύπο, που ήξερε πού να βρει άντρες να προσλάβει για να σε βρουν πιο γρήγορα από την αστυνομία…»
«Την αστυνομία!» αναφώνησε η Ρόσλιν, τρομοκρατημένη ότι δεν θα απέφευγε τελικά το σκάνδαλο που όλη μέρα φοβόταν ότι θα ξεσπούσε γύρω από το όνομά της. «Γαμώτο! Δεν πιστεύω να δήλωσε την εξαφάνισή μου, ε;»
Η Νέτι έσπευσε να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι. «Παρόλο που λίγο έλειψε να το κάνει, μια και είχε τρελαθεί από την ανησυχία της, τελικά δεν το έκανε γιατί ήξερε ότι τότε δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει κρυφό. Κι ακόμη κι αν δεν καταστρεφόταν ολοκληρωτικά η υπόληψή σου, δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις σύζυγο της προκοπής, αν άρχιζαν τα κουτσομπολιά να δίνουν και να παίρνουν. Γι’ αυτό αρπάχτηκε απ’ αυτό που της είπε η υπηρέτρια κι επέμενε να πάει η ίδια να προσλάβει εκείνους τους άντρες».
Η Ρόσλιν συνοφρυώθηκε. «Κι έτσι να είναι, τώρα που το ξέρουν τόσοι υπηρέτες…»
«Όχου, μη σκοτίζεσαι για δαύτους. Είναι καλοί άνθρωποι οι υπηρέτες της λαίδης Φράνσις, αλλά καλού κακού έκανα κι εγώ μια κουβεντούλα με τον καθένα τους ξεχωριστά. Δεν πρόκειται να βγει παραέξω ότι εξαφανίστηκες».
Η Ρόσλιν χαχάνισε. «Θέλω κάποια μέρα να μου πεις με τι τους απείλησες, γιατί τώρα δεν προλαβαίνουμε. Πήγαινε να πακετάρεις αρκετές αλλαξιές ρούχα, θα κάνω κι εγώ το ίδιο και ύστερα έλα κάτω να με βρεις. Πρέπει να φύγουμε ταυτόχρονα. Και, Νέτι, να πας βόρεια μέχρι να βεβαιωθείς ότι δεν σ’ ακολουθούν· και ύστερα μπορείς να γυρίσεις πίσω προς το Χαμπσάιρ. Εγώ θα πάω νότια και ύστερα θα γυρίσω κι εγώ. Αλλά αν δεν φτάσω λίγο μετά από εσένα, μην ανησυχήσεις. Θα φροντίσω, για παν ενδεχόμενο, να έχω απομακρυνθεί πολύ προτού επιστρέψω. Ό,τι και να γίνει, δεν το έχω σκοπό να πέσω πάλι στα χέρια του Τζόρντι. Γιατί την επόμενη φορά, δεν θα είναι τόσο απρόσεχτος».