Κεφάλαιο 16

Της φάνηκε αιώνας μέχρι να ανοίξει επιτέλους η πόρτα μετά τα επανειλημμένα, μανιασμένα γρονθοκοπήματά της, και την καρδιά της να σφυροκοπάει με την ίδια μανία. Τα νεύρα της ήταν τόσο κουρελιασμένα που νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα την έπιανε κρίση υστερίας. Μέχρι και τη σκιά της είδε και τρόμαξε όταν κοίταξε πίσω της για να βεβαιωθεί ότι η παλιά άμαξα ήταν ακόμα εκεί και την περίμενε με τον αμαξά να την προσέχει. Όχι ότι θα μπορούσε να κάνει και πολλά ο άνθρωπος, βέβαια, έτσι και την έβρισκαν ο Τζόρντι με τους μισθοφόρους του.

Όμως ήταν ένα ρίσκο που έπρεπε να το πάρει στην κατάσταση που βρισκόταν. Κανονικά δεν θα ’πρεπε να είχε έρθει. Είχε υποσχεθεί στη Νέτι ότι πρώτα θα έβγαινε σαν σίφουνας από το Λονδίνο κι όμως εκείνη είχε έρθει κατευθείαν εδώ, χωρίς να δώσει το χρόνο σε όποιον ίσως την ακολουθούσε να τη χάσει από τα μάτια του.

Γι’ αυτό και η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο στο ρυθμό των γρονθοκοπημάτων της στην πόρτα. Ο Τζόρντι θα μπορούσε κάλλιστα αυτή τη στιγμή να καραδοκεί για να την πιάσει, να την πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, όσο εκείνη στεκόταν εδώ έξω περιμένοντας να ανοίξει η καταραμένη η πόρτα.

Όταν τελικά αυτή άνοιξε, η Ρόσλιν μπήκε μέσα με τόση φούρια που κόντεψε να ρίξει τον μπάτλερ κάτω. Έκλεισε την πόρτα πίσω της, ακούμπησε με την πλάτη πάνω της και κοίταξε τρομοκρατημένη τον μπάτλερ, που έμοιαζε ακόμη πιο τρομοκρατημένος που την έβλεπε.

Αφού ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του, ο μπάτλερ ίσιωσε το σακάκι του με ένα απότομο τράβηγμα και φόρεσε τον προστατευτικό μανδύα της αξιοπρέπειας. «Ειλικρινά, δεσποινίς…»

Εκείνη δεν τον άφησε να συνεχίσει, δίνοντάς του απερίσκεπτα ακόμη χειρότερη εντύπωση. «Όχου, φίλε, μην αρχίσεις κι εσύ τώρα. Συγγνώμη που μπουκάρισα έτσι, αλλά είναι ανάγκη. Πρέπει να μιλήσω με τον σερ Άντονι».

«Αυτό αποκλείεται», δήλωσε εκείνος με υπεροπτική περιφρόνηση. «Ο σερ Άντονι δεν δέχεται επισκέψεις απόψε».

«Δηλαδή δεν είναι δω;»

«Δεν δέχεται επισκέψεις», δήλωσε ακόμη πιο ωμά ο μπάτλερ. «Αυτές τις εντολές έχω λάβει, δεσποινίς. Και τώρα, αν έχετε την ευγενή καλοσύνη…»

«Όχι!» κραύγασε η Ρόσλιν, όταν εκείνος έκανε να πιάσει το χερούλι της πόρτας για να την οδηγήσει έξω. «Δεν άκουσες τι είπα, άνθρωπέ μου; Πρέπει να τον δω!»

Εκείνος, όμως, χωρίς να διστάσει, άνοιξε την πόρτα αναγκάζοντάς τη να απομακρυνθεί από εκεί. «Δεν γίνονται εξαιρέσεις». Αλλά όταν έκανε να την πιάσει από το μπράτσο για να τη σύρει στην κυριολεξία έξω, η Ρόσλιν τον κοπάνησε με το τσαντάκι της. «Α, για να σας πω!» κραύγασε έξαλλος ο μπάτλερ.

«Αφού είσαι τελείως μπούφος και δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω», του είπε εκείνη αρκετά ήρεμα, αλλά με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Δεν το κουνάω ρούπι αν δεν δω τον Άντονι. Δεν ρισκάρισα τη ζωή μου να έρθω εδώ για να με διώξεις εσύ, κατάλαβες; Και τώρα πήγαινε και πες του ότι – απλώς πες του ότι θέλει να τον δει μία κυρία. Πήγαινε, φίλε, αλλιώς σου ορκίζομαι ότι θα…»

Ο Ντόμπσον έκανε μεταβολή, προτού εκείνη προλάβει να ολοκληρώσει την απειλή της. Με την πλάτη αλύγιστη, ανέβηκε τη σκάλα με το πάσο του, επίτηδες. Σιγά την κυρία! Τόσα χρόνια που ήταν στην υπηρεσία του σερ Άντονι –και ήταν πολλά– ποτέ δεν είχε δει τέτοιο πράγμα. Οι κυρίες δεν επιτίθονταν σε κάποιον επειδή έκανε απλώς το καθήκον του. Αυτό πια ήταν ανήκουστο! Πώς καταδέχτηκε ο σερ Άντονι να μπλέξει με ένα τέτοιο θρασύτατο πλάσμα;

Τώρα που είχε απομακρυνθεί από το φουαγιέ κι εκείνη δεν τον έβλεπε, ο Ντόμπσον σκέφτηκε να περιμένει μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα να γυρίσει απλά και να προσπαθήσει να διώξει τη γυναίκα. Στο κάτω κάτω, ο σερ Άντονι είχε επιστρέψει κακόκεφος επειδή είχε αργήσει για μια οικογενειακή συγκέντρωση στο σπίτι του αδελφού του του Έντουαρντ. Ο λόρδος Τζέιμς με τον κύριο Τζέρεμι είχαν ήδη φύγει για εκεί. Ακόμη κι αν ο σερ Άντονι ήθελε να δει τη συγκεκριμένη γυναίκα, δεν προλάβαινε. Αυτή τη στιγμή άλλαζε ρούχα και σε λίγο θα κατέβαινε. Δεν θα είχε καμία όρεξη να τον καθυστερήσει κι άλλο ένα φορτικό θηλυκό αμφιβόλου ποιότητας. Αν ήταν οποιοδήποτε άλλο ραντεβού, δεν θα πείραζε και τόσο. Αλλά η οικογένεια ερχόταν πρώτη απ’ όλα για τον σερ Άντονι. Έτσι ήταν πάντα κι έτσι θα ήταν.

Ωστόσο… Ο Ντόμπσον δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την υπονοούμενη απειλή. Ποτέ δεν είχε δει άλλο επισκέπτη τόσο επίμονο να περάσει το δικό του, με εξαίρεση την οικογένεια του σερ Άντονι φυσικά. Άραγε θα έβαζε τις φωνές αυτή η γυναίκα ή, ακόμη χειρότερα, θα ασκούσε πάλι βία; Αδιανόητο. Αλλά ίσως έπρεπε τουλάχιστον να ενημερώσει τον σερ Άντονι για το πρόβλημα που είχε προκύψει.

Η απάντηση που εισέπραξε μετά το χτύπημα στην πόρτα ήταν κοφτή. Ο Ντόμπσον μπήκε στο δωμάτιο διστακτικά. Έφτανε να ρίξει μια ματιά στον Γουίλις, τον βαλέ του σερ Άντονι, για να δει ότι ακόμα δεν του είχαν περάσει τα νεύρα. Το ύφος του βαλέ ήταν στενάχωρο, σαν να είχε ήδη φάει κατσάδα από την καυστική γλώσσα του σερ Άντονι.

Και τότε ο κύριός του γύρισε προς το μέρος του, πράγμα που έκανε τον Ντόμπσον να κοκαλώσει. Σπάνια τον έβλεπε τόσο γυμνό. Φορούσε μόνο το παντελόνι του και στέγνωνε με μια πετσέτα τα πλούσια μαύρα μαλλιά του.

Πάλι το κοφτό, ανυπόμονο ύφος. «Τι είναι, Ντόμπσον;»

«Μία γυναίκα, κύριε. Μπήκε με το ζόρι μέσα, απαιτώντας να μιλήσει μαζί σας».

Ο Άντονι γύρισε από την άλλη μεριά. «Ξεφορτώσου τη».

«Προσπάθησα, κύριε. Αρνείται να φύγει».

«Ποια είναι;»

Σ’ αυτό το σημείο ο Ντόμπσον δεν κατάφερε να κρύψει την απέχθειά του. «Δεν λέει το όνομά της, αλλά ισχυρίζεται ότι είναι κυρία».

«Είναι όντως;»

«Έχω τις αμφιβολίες μου, κύριε».

Ο Άντονι πέταξε παράμερα την πετσέτα φανερά ενοχλημένος. «Να πάρει ο διάολος, να πάρει, μάλλον για τον Τζέιμς θα έχει έρθει. Έπρεπε να το φανταστώ ότι έτσι κι έμενε εδώ, θ’ άρχιζαν να εμφανίζονται στο κατώφλι μου οι κοκότες του από τα καπηλειά».

Ο Ντόμπσον δίστασε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. «Συγγνώμη, κύριε, αλλά η γυναίκα είπε το δικό σας όνομα και όχι του λόρδου Μάλορι».

Ο Άντονι συνοφρυώθηκε. «Τότε βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, άνθρωπέ μου. Δεν έρχεται γυναίκα εδώ χωρίς δική μου πρόσκληση. Σωστά;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Επομένως, υπάρχει περίπτωση να είχα καλέσει κάποια εδώ απόψε, ενώ έχω άλλο ραντεβού;»

«Όχι, κύριε».

«Τότε γιατί με ζαλίζεις;»

Ο Ντόμπσον ένιωσε να φουντώνει κάτω από το κολάρο του πουκαμίσου του. «Για να μου δώσετε την άδεια να την πετάξω έξω, κύριε. Δεν θέλει να φύγει με το καλό».

«Ελεύθερα», απάντησε ξερά ο Άντονι. «Κι αν δεις ότι δεν τα βγάζεις πέρα μόνος σου, φώναξε έναν από τους λακέδες, αλλά κοίτα να την έχεις ξεφορτωθεί προτού κατέβω».

Το φούντωμα ανέβηκε στα μάγουλα του Ντόμπσον. «Ευχαριστώ, κύριε. Μάλλον θα ζητήσω βοήθεια. Δεν τολμώ να αντιμετωπίσω πάλι μόνος τα νεύρα αυτής της Σκοτσέζας».

«Τι είπες;» ρώτησε ο Άντονι με τόση ένταση, που ο Ντόμπσον έχασε μονομιάς από το πρόσωπό του το κοκκίνισμα που είχε αποκτήσει.

«Ε… ε…»

«Είπες ότι είναι Σκοτσέζα;»

«Όχι, όχι, απλώς έτσι μου φάνηκε από την προφορά της…»

«Για όνομα του Θεού, άνθρωπέ μου, γιατί δεν το λες τόση ώρα; Πες της να έρθει πάνω και γρήγορα, μην αλλάξει γνώμη και φύγει».

«Μην αλλάξει…» επανέλαβε σύξυλος ο Ντόμπσον, αλλά τότε κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο και ρώτησε: «Εδώ, κύριε;».

«Τώρα, Ντόμπσον».