Κεφάλαιο 20

«Δεν το πιστεύω! Σου ζήτησε ο Τόνι να τον παντρευτείς; Ο Τόνι, ο θείος μου

«Ξέρω τι εννοείς», είπε η Ρόσλιν, βρίσκοντας μάλλον διασκεδαστικό το γεγονός ότι η Ρετζίνα την κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη. «Κι εγώ δυσκολεύομαι να το πιστέψω».

«Μα είναι τόσο ξαφνικό… Φυσικά εκείνος ξέρει καλύτερα. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, αν ήθελε να σε παντρευτεί, έτσι στα ξαφνικά θα το έκανε. Αχ, αυτό είναι τέλειο! Ο θείος Τζέισον θα τρελαθεί από τη χαρά του έτσι και το μάθει! Όλη η οικογένεια δηλαδή. Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα το κάνει, ξέρεις. Αχ, είναι υπέροχο, υπέροχο!»

Τώρα το αν ήταν υπέροχο ή όχι σήκωνε πολλή συζήτηση, αλλά η Ρόσλιν χαμογέλασε, επειδή δεν ήθελε να χαλάσει την ολοφάνερη χαρά της Ρετζίνα. Είχε πάρει την απόφασή της στο μακρύ ταξίδι για το Σίλβερλεϊ, κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί από τη στιγμή που έφτασε δεν είχε προλάβει να πάρει ανάσα. Πρώτα την περιέλαβε η Νέτι, δικαίως, που της έσυρε τα εξ αμάξης για την επιπολαιότητά της. Και στη συνέχεια είχε αναγκαστεί να ξαναπεί τα περί της απαγωγής και της μαρτυρικής απόδρασής της από τον Τζόρντι, αφού η Ρετζίνα έπρεπε να ξανακούσει και από πρώτο χέρι τους λόγους της απροσδόκητης εμφάνισής τους, τους οποίους είχε αναφέρει η Νέτι.

Πλέον η Ρόσλιν δεν μπορούσε να παραβλέπει άλλο το γεγονός ότι σύντομα θα ερχόταν και ο Άντονι εκεί για να πάρει την απάντησή του. Το γεγονός ότι η Ρετζίνα δεν είχε σκεφτεί να ρωτήσει ποια ήταν αυτή η απάντηση, τα έλεγε όλα. Φυσικό κι επόμενο να είναι προκατειλημμένη. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβει ότι μια γυναίκα μπορεί να μην ήθελε να παντρευτεί έναν άντρα τόσο όμορφο κι ακαταμάχητα γοητευτικό όπως ο Άντονι, κι ας είχε παρελθόν καρδιοκατακτητή.

«Θα πρέπει να το μάθουν όλοι», συνέχισε ενθουσιασμένη η Ρετζίνα. «Θα το αναλάβω εγώ αυτό, αν θέλεις. Και είμαι σίγουρη ότι θα θέλεις να γίνει ο γάμος αμέσως μετά την αναγγελία…»

«Δεν θα υπάρξει αναγγελία γάμου, ψιψίνα μου». Ο Άντονι μπήκε ξαφνικά στο σαλόνι. «Μπορείς να ενημερώσεις την οικογένεια να έρθει για τα συχαρίκια, αλλά έχω ήδη στείλει να φέρουν τον παπά, τον έχω καλέσει σε δείπνο, κι αμέσως μετά θα κάνουμε μια τελετή σε στενό κύκλο. Είναι αρκετά γρήγορο όσο το θέλεις, Ρόσλιν;»

Η Ρόσλιν δεν φανταζόταν ότι θα την ανάγκαζε να του πει την απόφασή της με αυτό τον άνετο και χαλαρό τρόπο και μάλιστα με το που μπήκε μέσα. Αλλά ο Άντονι είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω της, περιμένοντας την απάντησή της, θετική ή αρνητική, και, αν η Ρόσλιν δεν τον ήξερε, θα ορκιζόταν ότι της φάνηκε αλλιώτικος. Νευρικός ίσως; Ήταν δυνατόν να είχε τόση σημασία για εκείνον η απάντησή της;

«Ναι, μια χαρά είναι… αλλά πρώτα πρέπει να συζητήσουμε κάποια πράγματα».

Ο Άντονι άφησε την ανάσα του να βγει αργά, ενώ στα χείλη του φάνηκε ένα πλατύ χαμόγελο. «Φυσικά. Μας συγχωρείς για λίγο, ψιψίνα μου;»

Η Ρετζίνα πετάχτηκε πάνω και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. «Να σε συγχωρήσω; Έτσι μου ’ρχεται να σου δώσω μία! Δεν είπες κουβέντα».

«Και να χαλάσω την έκπληξη;»

«Αχ, είναι πραγματικά υπέροχο, Τόνι», συμφώνησε χαρούμενα εκείνη. «Τρέχω να το πω στον Νίκολας». Και γέλασε. «Προτού με βγάλεις έξω με το ζόρι».

Ο Άντονι χαμογέλασε τρυφερά καθώς την κοίταζε να φεύγει, καθυστερώντας τη στιγμή που θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Μάλλον δεν έπρεπε να είχε στριμώξει έτσι τη Ρόσλιν. Κι αυτό το «να συζητήσουμε κάποια πράγματα» είχε ακουστεί πολύ σοβαρό.

«Ελπίζω ότι δεν θα είσαι πάντα τόσο αυταρχικός».

Η φωνή της έσπαγε κόκαλα. Ο Άντονι γύρισε προς το μέρος της, χαμογελώντας στραβά σε ένδειξη μεταμέλειας.

«Ούτε να το σκεφτείς. Για την κατάλληλη γυναίκα μπορώ να γίνω χαλί να με πατήσει».

Εκείνη δεν το βρήκε και τόσο αστείο. Αντίθετα, η έκφρασή της έγινε ακόμη πιο παγερή. «Κάθισε κάτω, Άντονι. Υπάρχουν μερικά πράγματα που θα πρέπει να συμφωνήσουμε προτού σε παντρευτώ».

«Θα πονέσω;» Όταν είδε τα μάτια της να μισοκλείνουν απειλητικά, αναστέναξε. «Πολύ καλά, ξεκίνα με το χειρότερο».

«Θέλω ένα παιδί».

«Μόνο ένα;»

Γαμώτο! Ήθελε να βρει κάτι να του το πετάξει στο κεφάλι. Δεν μπορούσε να σοβαρευτεί για μία φορά;

«Βασικά θα ήθελα τουλάχιστον τρία, αλλά προς το παρόν ένα αρκεί», είπε εκείνη.

«Εδώ που τα λέμε, αυτός είναι λόγος για να καθίσω, ε;» είπε εκείνος και κάθισε δίπλα της στον καναπέ. «Μήπως έχεις και καμία προτίμηση για το φύλο; Θέλω να πω, αν εσύ θέλεις κορίτσια αλλά κάνουμε μόνο αγόρια, είμαι διατεθειμένος να συνεχίσω τις προσπάθειες, εφόσον είσαι κι εσύ».

Μπορεί ο τόνος του να ήταν περιπαιχτικός, αλλά η Ρόσλιν είχε την αίσθηση ότι το εννοούσε πραγματικά. «Δεν σε πειράζει να κάνεις παιδιά;»

«Γλυκό μου κορίτσι, τι σ’ έκανε να νομίζεις ότι θα με πείραζε; Άλλωστε ο τρόπος που τα αποκτά κανείς ήταν ανέκαθεν αγαπημένη μου συνήθεια».

Εκείνη κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών. Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της, που τα είχε σταυρωμένα σφιχτά στα πόδια της. Ένιωθε τα μάτια του να της χαμογελούν, διασκεδάζοντας με την αμηχανία της. Ε, λοιπόν, δεν είχε ακούσει ακόμα όλα όσα είχε να του πει.

Εξακολουθώντας να αποφεύγει τα μάτια του, είπε: «Χαίρομαι που είσαι τόσο λογικός γι’ αυτό το θέμα, αλλά έχω άλλο έναν όρο που πρέπει να δεχτείς και που είναι μάλλον ανορθόδοξος, αν κι έχει κάποια σχέση με το θέμα που συζητάμε. Η ερωμένη, ή οι ερωμένες σου, κατά περίπτωση…».

Την έπιασε από το πιγούνι κι έστρεψε το πρόσωπό της προς το δικό του. «Αυτό είναι περιττό, ξέρεις», είπε απαλά. «Ένας κύριος αφήνει πάντα τις ερωμένες του όταν παντρεύεται».

«Όχι πάντα».

«Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά στη δική μου περίπτωση…»

«Έπρεπε να μ’ αφήσεις να τελειώσω, Άντονι». Η φωνή της ήταν πάλι αιχμηρή, το πιγούνι της ανασηκώθηκε πεισματικά. «Δεν σου ζητάω να αφήσεις τίποτα. Αντίθετα, επιμένω να διατηρήσεις τις ερωμένες σου».

Εκείνος έγειρε πίσω στον καναπέ, κουνώντας το κεφάλι του. «Έχω ακούσει για καλόβολες συζύγους, αλλά δεν νομίζεις ότι το παρακάνεις λίγο;»

«Σοβαρολογώ».

«Αποκλείεται». Την κοίταξε αγριεμένα, πυρ και μανία, όχι μόνο επειδή έδειχνε να σοβαρολογεί, αλλά και με αυτό που υπονοούσε. «Αν πίστεψες έστω και για μια στιγμή ότι θα δεχτώ ένα γάμο που θα είναι μόνο στα χαρτιά…»

«Όχι, όχι, παρεξήγησες». Την είχε ξαφνιάσει πραγματικά που είχε εξοργιστεί. Περίμενε ότι εκείνος θα πετούσε τη σκούφια του γι’ αυτό της τον όρο. «Πώς θ’ αποκτήσω παιδί, αν ο γάμος μας είναι μόνο στα χαρτιά;»

«Έλα ντε!» αρπάχτηκε εκείνος.

«Άντονι». Η Ρόσλιν αναστέναξε, συνειδητοποιώντας ότι η πληγωμένη περηφάνια του ήταν που τον έκανε να αντιδρά έτσι. Προφανώς περίμενε ότι θα είχε μια ζηλιάρα σύζυγο κι απογοη­τεύτηκε. «Σκοπεύω να είμαι σύζυγός σου από κάθε άποψη. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω, αφού εσύ προσφέρθηκες να με σώσεις, τρόπος του λέγειν. Σταμάτα για ένα λεπτό κι άκουσέ με».

«Περιμένω με κομμένη την ανάσα».

Εκείνη αναστέναξε ξανά. Γιατί απ’ όλα όσα του είχε πει της πήγαινε κόντρα ειδικά σ’ αυτό το θέμα; Ήταν η ιδανική λύση στο πρόβλημά της. Η αλήθεια ήταν ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να τον παντρευτεί.

Επιχείρησε ξανά να του εξηγήσει. «Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο διστάζεις τόσο να το δεχτείς. Δεν μ’ αγαπάς. Μόνος σου το είπες. Και ούτε κι εγώ έχω συναισθήματα για σένα ακόμα. Αλλά σε συμπαθώ και νιώθουμε – τουλάχιστον εγώ νιώθω μια έλξη για σένα».

«Ξέρεις πολύ καλά ότι η έλξη είναι αμοιβαία, γαμώτο!»

Αγνόησε την αγριεμένη διακοπή του. «Αυτή ήταν μία από τις προϋποθέσεις για εμένα, ότι ο σύζυγος που θα επέλεγα τελικά να ήταν τουλάχιστον εμφανίσιμος, ώστε να μη με πειράζει τόσο πολύ να…»

Σταμάτησε όταν τον άκουσε να ρουθουνίζει σαρκαστικά, γνωρίζοντας καλά ότι ο Άντονι σκεφτόταν τη χθεσινή βραδιά και πόσο πολύ την είχε απολαύσει και η ίδια. Αλλά δεν ήταν απαραίτητο να ξέρει εκείνος ότι μαζί του η Ρόσλιν θα έβρισκε ορισμένα από τα συζυγικά της καθήκοντα αρκετά απολαυστικά.

«Είσαι ωραίος άντρας», συνέχισε η Ρόσλιν. «Και γοητευτικός. Κανένας δεν το αρνείται αυτό. Και είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να τα πάμε καλά μαζί. Αλλά εφόσον δεν υπάρχει αγάπη μεταξύ μας, δεν δεσμεύεσαι από τίποτα. Ούτε κι εγώ, βέβαια, αλλά εγώ είμαι αυτή που χρειάζεται απελπισμένα ένα σύζυγο. Στην περίπτωσή σου, όμως, θα ήταν ουτοπικό από μέρους μου να περιμένω ότι θα μείνεις πιστός στους γαμήλιους όρκους σου, δεν το βλέπεις; Επομένως, δεν σου ζητάω κάτι τέτοιο. Ο γάμος μας θα είναι μια επαγγελματική συμφωνία, ένας γάμος διευκόλυνσης, αν το προτιμάς. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας».

Ο Άντονι την κοίταζε λες και της είχε στρίψει. Μάλλον έτσι όπως του το είχε σερβίρει ήταν υπερβολικό, αλλά πώς αλλιώς να του πει με ωραίο τρόπο ότι πολύ απλά δεν τον εμπιστευόταν και πιθανότατα δεν θα τον εμπιστευόταν ποτέ στη ζωή της; Πρώτος αυτός είχε παραδεχτεί ότι ήταν γυναικάς, που να πάρει! Και δεν αλλάζει ο γυναικάς, παρά μόνο αν του κλέψει κάποια την καρδιά – λόγια του παππού της, που τα πίστευε κι εκείνη γιατί της φαίνονταν απολύτως λογικά. Δεν είχε καμιά δουλειά ο Άντονι να θυμώσει μαζί της. Εκείνη έπρεπε να είναι θυμωμένη που εξαιτίας του αναγκάστηκε έστω και να σκεφτεί να θέσει αυτό τον όρο.

«Ίσως είναι καλύτερα να το ξεχάσουμε», του είπε εκείνη παγερά.

«Επιτέλους, να και μια υπέροχη ιδέα», σχολίασε αργόσυρτα εκείνος.

Τα χείλη της έγιναν μια ίσια γραμμή όταν τον άκουσε να συμφωνεί αμέσως σ’ αυτό. «Έτσι κι αλλιώς, από την αρχή δεν ήθελα να σε παντρευτώ. Σ’ το είχα πει».

«Τι πράγμα;» Ανακάθισε απότομα. «Για ένα λεπτό, Ρόσλιν. Δεν εννοούσα υπέροχη ιδέα το να μην παντρευτούμε. Νόμιζα ότι εννοούσες…»

«Ε, λοιπόν, δεν εννοούσα αυτό που νόμιζες!» αρπάχτηκε εκείνη, χάνοντας τελικά την ψυχραιμία της. «Κι αν δεν συμφωνήσεις ότι θα διατηρήσεις τις ερωμένες σου, τότε δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε, εντάξει; Δεν είναι ότι δεν ζητάω ίσο μερίδιο από το κορμί σου. Αλλά ξέρω καλά τι είσαι, φίλε, όπως ξέρω και ότι τα μάτια σου θ’ αρχίσουν πάλι να κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά μόλις ξεθωριάσει ο ενθουσιασμός του καινούριου. Είναι πάνω από τις δυνάμεις σου. Το ’χεις στο αίμα σου».

«Γαμώ την τύχη μου, γαμώ!»

Εκείνη συνέχισε σαν να μην είχε ακούσει τη βλαστήμια του. «Αλλά ήμουν διατεθειμένη να σε παντρευτώ ακόμη κι έτσι, τόσο ηλίθια είμαι. Θα μου έκανες όμορφα παιδιά. Θα μ’ έσωζες από τον Τζόρντι. Κι αυτό ήταν αρκετό. Δεν ζητούσα κάτι παραπάνω».

«Ίσως να θέλω εγώ να σου δώσω κάτι παραπάνω. Ή μήπως αυτό δεν πέρασε καν απ’ το μυαλουδάκι σου όταν σκέφτηκες να κάνεις αυτή την τόσο μεγαλόψυχη χειρονομία;»

Η Ρόσλιν τσιτώθηκε από τον κοροϊδευτικό του τόνο, αλλά είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία της. «Η ουσία είναι μία, Άντονι. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σ’ εμπιστευτώ σε ό,τι έχει να κάνει με τις άλλες γυναίκες. Αν… αν καταλήξω κάποια στιγμή να νιώσω κάτι για εσένα, δεν θ’ άντεχα την προδοσία. Προτιμώ να ξέρω από την αρχή ότι δεν θα μου είσαι πιστός, ότι η σχέση μας δεν θα προχωρήσει περισσότερο από αυτό που είναι τώρα. Θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι και…»

«Εραστές;»

«Ναι, και αυτό. Αλλά από τη στιγμή που εσύ δεν το δέχεσαι, όλα τελειώνουν εδώ, έτσι δεν είναι;»

«Είπα εγώ ότι δεν το δέχομαι;» Η φωνή του ακούστηκε ήρεμη ξανά, αλλά ήταν μια ηρεμία επίπλαστη. Η αυστηρή έκφραση του προσώπου του, η άκαμπτη στάση του κορμιού του, όλα έδειχναν ότι μέσα του σιγόβραζε ακόμα. «Για να δούμε αν κατάλαβα καλά, γλυκιά μου. Θέλεις να αποκτήσεις ένα παιδί από εμένα, αλλά δεν θέλεις να σου είμαι απόλυτα αφοσιωμένος. Εσύ θα λειτουργείς ως σύζυγός μου από κάθε άποψη, αλλά εγώ θα συνεχίσω, όπως πριν, να βλέπω όσες γυναίκες θέλω».

«Διακριτικά, Άντονι».

«Α, ναι, διακριτικά. Το καταλαβαίνω που δεν θέλεις να γίνει βούκινο, ιδίως από τη στιγμή που εσύ με διώχνεις από το σπίτι μας ενώ δεν έχω καν προλάβει να μπω μέσα. Άρα, να υποθέσω ότι θα είσαι ευχαριστημένη, αν δεν γυρίζω στο σπίτι δύο ή τρεις νύχτες τη βδομάδα;»

Δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει σ’ αυτό. «Δέχεσαι;»

«Φυσικά». Το χαμόγελό του ήταν εύθραυστο, χωρίς ζεστασιά, μα η Ρόσλιν δεν το πρόσεξε. «Ποιος άντρας δεν θα ήθελε το κέικ του με δέκα στρώσεις σαντιγί από πάνω;»

Η Ρόσλιν δεν ήξερε αν της άρεσε αυτή η παρομοίωση. Ούτε η παράδοσή του στους όρους της της άρεσε, τώρα που είχε καταφέρει να την πετύχει. Το σίγουρο ήταν ότι δεν είχε αντισταθεί και πολύ. Μια συμβολική εναντίωση στην αρχή και ύστερα μια βεβιασμένη αποδοχή. Χα! Τον άθλιο! Σίγουρα θα είχε καταχαρεί με τους όρους που του είχε βάλει και τώρα εκείνη έπρεπε αναγκαστικά να τους υποστεί.