Κεφάλαιο 28

Λίγο μετά αφότου έφυγε η Φράνσις, μπήκε ο Τζέρεμι με μια στοίβα εφημερίδες κι ένα κεφάτο χαμόγελο στα χείλη, λέγοντας στη Ρόσλιν ότι η αναγγελία θα δημοσιευόταν για δύο βδομάδες. Εκείνη τις έψαξε όλες και είχε μπει παντού, η αναγγελία του γάμου της· αλλά όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Άντονι είχε δίκιο σ’ αυτό το θέμα. Κανένας δεν τους εγγυόταν ότι θα την έβλεπε ο Τζόρντι. Κι ένιωθε ευγνώμων που, παρότι ο Άντονι ήταν ενοχλημένος μαζί της, δεν είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες να βρει τον Τζόρντι για να του τρίξει τα δόντια.

Μπορεί η Ρόσλιν να ήταν ασφαλής τώρα με το γάμο της, αλλά ο Τζόρντι δεν το ήξερε, επομένως πόσο ασφαλής ήταν στην πραγματικότητα; Θα μπορούσε ακόμη κι αυτή τη στιγμή να μηχανευόταν ο ξάδελφός της κάποιο ύπουλο σχέδιο για να την αρπάξει και να την παντρευτεί με τη βία. Ήξερε πού ήταν τώρα – ή έστω ήξερε ότι τα ρούχα της είχαν μεταφερθεί σ’ αυτή τη διεύθυνση. Κι αν κατάφερνε να την απαγάγει πάλι κι αναγκαζόταν εκείνη να είναι αυτή που θα του έλεγε ότι πια ήταν πολύ αργά, κανένας δεν θα εγγυόταν τι μπορεί να της έκανε πάνω στο θυμό του επειδή του είχε χαλάσει τα σχέδια.

Και γι’ αυτόν το λόγο αποφάσισε να μη βγαίνει από το σπίτι για λίγο καιρό. Ό,τι αναδιαμόρφωση σχεδίαζε να κάνει, μπορούσε να την κάνει κι από δω, να έρχονται οι τεχνίτες σ’ εκείνη αντί να πηγαίνει εκείνη σ’ αυτούς. Και σκόπευε να κάνει πολλές αλλαγές στο σπίτι του Άντονι. Δεν θα έμπαινε στον κόπο βέβαια να του το πει. Και όταν θα έβλεπε εκείνος τη ζημιά στο πορτοφόλι του –γιατί η Ρόσλιν είχε αλλάξει γνώμη και δεν θα πλήρωνε εκείνη για τις αλλαγές, αλλά θα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά τα δικά του χρήματα–, τότε μπορεί ο κύριος να το σκεφτόταν δύο φορές προτού την κάνει θηρίο πάλι λέγοντάς της κι άλλα ψέματα.

Μια φωνούλα μέσα της ψιθύρισε ότι γινόταν σατανικά κακιά. Αλλά εκείνη δεν την άκουσε. Θα ξόδευε τα λεφτά του Άντονι σαν να ήταν ζάπλουτος. Μπορεί ακόμη και να επέμενε να της χτίσει καινούριο σπίτι, μια έπαυλη στην εξοχή ίσως, αλλά αφού πρώτα θα είχε ανακαινίσει αυτό εδώ φυσικά. Στο κάτω κάτω, το σπίτι της πόλης δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο. Δεν είχε καν αίθουσα χορού. Πού θα έκανε τους χορούς της για να ξεδίνει λίγο;

Θα μπορούσε ακόμη και να τον αφήσει πανί με πανί, αν το έβαζε σκοπό. Χμ, να μια ωραία ιδέα που άξιζε να τη σκεφτεί λίγο παραπάνω. Η εικόνα του Άντονι ταπεινού και καταφρονεμένου να έρχεται να ζητάει χρήματα από εκείνη ήταν πραγματικά απολαυστική και του άξιζε πέρα για πέρα, τόσο που την είχε απογοητεύσει.

Αλλά η Ρόσλιν δεν αφιέρωσε πολύ χρόνο σ’ εκδικητικές σκέψεις σήμερα, στο μυαλό της κυριαρχούσε η απειλή του Άντονι ότι απόψε το βράδυ θα τα έλεγαν μια και καλή. Τη φόβιζε πολύ αυτή η απειλή, δεν το αρνιόταν. Και το άγχος της μεγάλωσε κι άλλο το απόγευμα, όταν την ενημέρωσε στο δείπνο ο Τζέιμς ότι το βράδυ θα πήγαινε μαζί με τον Τζέρεμι στους Κήπους του Βόξχολ· τόσο πολύ αγχώθηκε που παραλίγο να ζητήσει να πάει κι εκείνη μαζί τους. Γιατί έπρεπε να βγουν ειδικά απόψε; Δεν είχε σημασία βέβαια που αυτός ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Παρότι ο Άντονι δεν είχε γυρίσει σπίτι προς το παρόν, η Ρόσλιν δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι τελικά θα έκανε την εμφάνισή του.

Δεν ήθελε, όμως, να γίνει φόρτωμα στους δύο Μάλορι που ήταν εργένηδες ακόμα. Δεν ήταν δα και τόσο δειλή. Τουλάχιστον έτσι έλεγε στον εαυτό της μέχρι να φύγουν ο Τζέιμς με τον Τζέρεμι. Όταν όμως η πόρτα έκλεισε πίσω από το εντυπωσιακό δίδυμο, αφήνοντάς τη μόνη με τους υπηρέτες, του Άντονι τους υπηρέτες –η Νέτι δεν μετρούσε–, ανακάλυψε ότι τελικά ήταν δειλή.

Ήταν πάρα πολύ νωρίς για να πάει για ύπνο, αλλά εκείνη ανέβηκε, σαν βολίδα, στην κρεβατοκάμαρά της κι οχυρώθηκε εκεί. Είχε πει στον Ντόμπσον να ενημερώσει τον Άντονι, όταν θα ερχόταν τελικά, ότι δεν ένιωθε καλά και δεν ήθελε να την ενοχλήσουν, για κανένα λόγο. Τώρα, αν αυτό θα ήταν ικανό να τον σταματήσει ή όχι, θα το διαπίστωνε σύντομα.

Σε περίπτωση που δεν τον σταματούσε, όμως, δεν ήθελε να το ρισκάρει. Φόρεσε το πιο αντιερωτικό νυχτικό που είχε, από χοντρό βαμβάκι –που ήταν πιο κατάλληλο για τους κρύους σκοτσέζικους χειμώνες των Χάιλαντς– έχωσε τα μαλλιά της μέσα σ’ ένα αντιαισθητικό σκουφάκι ύπνου που δανείστηκε από τη Νέτι –της ίδιας δεν της άρεσαν ποτέ αυτά τα πράγματα–, και ολοκλήρωσε την εμφάνισή της με μια ογκωδέστατη ρόμπα που συνήθως φορούσε μόνο μετά το μπάνιο της.

Σκέφτηκε μέχρι και να βάλει στο πρόσωπό της καμιά από εκείνες τις παχιές κρέμες νυχτός της Νέτι, αλλά μάλλον θα φάνταζε υπερβολικό. Μια ματιά στον καθρέφτη την έπεισε ότι έδειχνε αποκρουστική ακόμη κι έτσι. Αν έβαζε κάτι παραπάνω, θα έκανε μπαμ από μακριά ότι το έκανε επίτηδες και μάλλον θα του προκαλούσε γέλια παρά θα του έκοβε την όρεξη.

Και, φυσικά, έτσι φασκιωμένη που ήταν τώρα, ζεσταινόταν τόσο πολύ που δεν άντεχε να πέσει κάτω από τα σκεπάσματα. Καλύτερα όμως. Θα φαινόταν πιο φυσικό να τη βρει κουλουριασμένη παρέα μ’ ένα βιβλίο παρά να παριστάνει την κοιμισμένη, αν ερχόταν νωρίς, που σίγουρα δεν θα το έχαφτε.

Όχι, έπρεπε να δείχνει όπως θα έδειχνε φυσιολογικά αν ήταν άρρωστη, σαν να μην προσπαθούσε επίτηδες να τον αποφύγει. Τότε μπορεί και να την πίστευε και να την άφηνε ήσυχη. Αν δεν έδινε σημασία στο μήνυμα του Ντόμπσον. Αν γύριζε καν στο σπίτι.

Γαμώτο, δεν θα χρειαζόταν να κάνει τίποτε απ’ όλα αυτά, αν ο Ντόμπσον είχε καταφέρει να βρει το αναθεματισμένο το κλειδί για την πόρτα χθες που του το είχε ζητήσει. Από την άλλη μεριά, όμως, αν κλείδωνε τον Άντονι απέξω, ένας άντρας σαν κι αυτόν δεν θα το έβλεπε ως πρόκληση; Θα ήταν σίγουρα μια ξεκάθαρη δήλωση ότι δεν ήθελε να του μιλήσει, ούτε τώρα ούτε στο μέλλον. Όχι, ήταν καλύτερα έτσι. Ας ερχόταν, αφού το ήθελε, αλλά θα τον έκανε εκείνη να το μετανιώσει πικρά από τις τύψεις, επειδή την ενοχλούσε ενώ αισθανόταν, κι έδειχνε, τόσο χάλια.

Το βιβλίο που είχε στο χέρι της ήταν μια βαρετή συλλογή σονέτων, τίγκα στο μελόδραμα, που το είχε αφήσει εκεί ο προηγούμενος κάτοικος του δωματίου, όποιος κι αν ήταν. Αλλά τι άλλο να έκανε; Αναγκαστικά είχε ξεμείνει με δαύτο. Ήταν πολύ αργά πια για να διακινδυνεύσει να κατέβει στο γραφείο του Άντονι όπου υπήρχε μια μικρή βιβλιοθήκη. Με την γκαντεμιά που την έδερνε, θα γύριζε εκείνος, θα την τσάκωνε όρθια και θα πήγαινε στο βρόντο όλη αυτή η παράσταση που είχε στήσει.

Τελικά, όμως, το παράτησε το χαζοβιβλίο. Αν ήταν άλλη στιγμή θα ξετρελαινόταν να διαβάσει ερωτικά σονέτα –αφού τα περισσότερα απ’ αυτά ερωτικά ήταν, από μια ματιά που τους έριξε όταν τα ξεφύλλιζε–, επειδή συνήθως άγγιζαν μια ευαίσθητη χορδή μέσα της. Αλλά απόψε δεν είχε μυαλό για ρομάντζα. Με τίποτα. Κι έτσι άρχισε να σκέφτεται αν έπρεπε να τραβήξει την αδιαθεσία που υποτίθεται ότι ένιωθε μέχρι και αύριο. Έτσι θα έμενε λίγο μόνη για να σκεφτεί, να ανακτήσει πάλι τον έλεγχο των συναισθημάτων της.

Ευτυχώς, η Ρόσλιν είχε ακόμα το βιβλίο μπροστά της σαν να διάβαζε, γιατί δεν άκουσε τον Άντονι που είχε γυρίσει. Άνοιξε απλά η πόρτα της κάμαράς της και τον είδε ξαφνικά μπροστά της. Δυστυχώς, εκείνος δεν ξεγελιόταν τόσο εύκολα.

«Πολύ αστείο, γλυκιά μου». Ο τόνος του ξερός, η έκφρασή του ανεξιχνίαστη. «Σου πήρε όλη μέρα για να το σκεφτείς ή σου ήρθε η έμπνευση όταν σ’ άφησαν μόνη ο Χοκ και το κλωσσόπουλό του;»

Μια και δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Χοκ και ποιο το κλωσσόπουλο, η Ρόσλιν αγνόησε παντελώς την ερώτηση. «Ζήτησα να μη μ’ ενοχλήσουν».

«Το ξέρω, γλυκιά μου». Έκλεισε την πόρτα και το χαμόγελό του την τρόμαξε. «Αλλά ο σύζυγος έχει κάθε δικαίωμα να ενοχλεί τη σύζυγό του – οποιαδήποτε στιγμή, οπουδήποτε και με όποιο τρόπο θέλει αυτός».

Τα λόγια του έκρυβαν άλλο νόημα, κάνοντας τα μάγουλά της να γίνουν κατακόκκινα, κάτι που εκείνος πρόσεξε αμέσως. «Α, θα πρέπει να έχεις πυρετό», συνέχισε, πλησιάζοντας αργά το κρεβάτι. «Και πώς να μην έχεις με τόσα ρούχα που φοράς. Ή μήπως έχεις αρπάξει κανένα κρύωμα; Μπα, δεν φρόντισες να τσιμπήσεις λιγάκι τη μύτη σου να κοκκινίσει. Τότε έχεις πονοκέφαλο. Μα φυσικά. Δεν χρειάζεται κανένα εμφανές σύμπτωμα για να προσποιηθείς ότι έχεις πονοκέφαλο, έτσι δεν είναι;»

Ο σαρκασμός του την τσίτωσε τόσο πολύ, που μίλησε χωρίς να σκεφτεί. «Κτήνος! Και να είχα πονοκέφαλο, εσένα δεν θα σου καιγόταν καρφάκι, σωστά;»

«Α, δεν ξέρω». Κάθισε στο κρεβάτι, παίζοντας με τον κόμπο της ρόμπας της. Το χαμόγελό του ήταν πιο κεφάτο τώρα που η Ρόσλιν είχε προδοθεί από μόνη της. «Έχεις;»

«Ναι!»

«Είσαι ψεύτρα».

«Έχω καλό δάσκαλο, φαίνεται».

Εκείνος γέλασε. «Πολύ καλό, γλυκιά μου. Κι αναρωτιόμουν πώς να κάνω την αρχή γι’ αυτό το θέμα, αλλά την έκανες εσύ για μένα».

«Ποιο θέμα;»

«Έλα ντε. Θα παίξουμε την κολοκυθιά τώρα;»

«Εμείς οι δύο δεν πρόκειται να παίξουμε τίποτα κι εσύ θα φύγεις από δω μέσα».

Φυσικά δεν έφυγε. Δεν περίμενε και τόσο πολλά η Ρόσλιν. Ο Άντονι έγειρε πίσω, στηριζόμενος στον αγκώνα του, και την κοίταξε αμίλητος από πάνω ως κάτω, κάνοντάς την έξαλλη.

Ξαφνικά έγειρε μπροστά και τράβηξε το σκουφάκι από το κεφάλι της. «Έτσι είναι καλύτερα». Στριφογύρισε το σκουφί στο δάχτυλό του και κοίταζε τις κοκκινόχρυσες μπούκλες να ξεχύνονται στους ώμους της. «Ξέρεις πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου. Να φανταστώ ότι τα έκρυψες μόνο και μόνο για να μ’ εκνευρίσεις;»

«Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου».

«Μπορεί», είπε εκείνος σιγανά. «Αλλά μπορεί επίσης να γνωρίζω αρκετές γυναίκες, ώστε να ξέρω πώς δουλεύει το μυαλό τους, όταν γίνονται εκδικητικές για κάποιο υποτιθέμενο λάθος. Σου σερβίρουν κρύο φαγητό, σου φέρονται ψυχρά, σου βάζουν πάγο στο κρεβάτι. Ε, λοιπόν, εσύ τα έχεις κάνει όλα εκτός από το φαγητό, αλλά φαντάζομαι ότι δεν θ’ αργήσει να γίνει κι αυτό».

Του πέταξε το βιβλίο. Εκείνος το απέφυγε εύκολα.

«Αν θέλεις να το παίξουμε βίαια, καρδιά μου, με πέτυχες στην κατάλληλη διάθεση. Η αλήθεια είναι ότι αν είχα βρει τον Κάμερον σήμερα, πρώτα θα τον πυροβολούσα και ύστερα θα τον ρωτούσα αν είναι αυτός. Γι’ αυτό, μη ζορίζεις την κατάσταση».

Το είπε τόσο ήρεμα που δεν τον πήρε στα σοβαρά. Ήταν τόσο τυφλωμένη από τη δική της οργή που δεν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε δει ποτέ ξανά τον Άντονι έτσι. Ήταν ήρεμος. Ήταν ψύχραιμος. Ήταν έξαλλος. Μόνο που εκείνη δεν το ήξερε.

«Θα φύγεις επιτέλους;» τσίριξε η Ρόσλιν. «Δεν είμαι ακόμα έτοιμη να σου μιλήσω, άνθρωπέ μου!»

«Το βλέπω». Πέταξε το σκουφάκι στην άλλη άκρη του δωματίου. «Αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει και ιδιαίτερα αν είσαι έτοιμη ή όχι, γλυκιά μου».

Η Ρόσλιν έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, όταν έκανε να την πιάσει. Σήκωσε πανικόβλητη τα χέρια για να τον κρατήσει μακριά της. Η κίνησή της είχε αποτέλεσμα μόνο και μόνο επειδή εκείνος της το επέτρεψε – προς το παρόν.

«Θυμήσου τι έλεγε ο πρώτος όρος αυτού του γάμου, Ρόσλιν. Να σου κάνω ένα παιδί. Εσύ επέμενες. Κι εγώ συμφώνησα να σου το κάνω».

«Συμφώνησες επίσης μ’ αυτό που έλεγε ο δεύτερος όρος που κι αυτό το έκανες. Τα ψέματα που μου αράδιασες μετά είναι που άλλαξαν τα πράγματα, φίλε».

Δεν αμφέβαλλε ότι τώρα τον είχε θυμώσει. Το είδε στη σκληρή λάμψη των ματιών του, στο σφιγμένο σαγόνι του. Ήταν ένας άλλος άντρας τώρα, ένας άντρας τρομακτικός – ένας άντρας συναρπαστικός. Ξύπνησε μέσα της κάτι πρωτόγονο, άγνωστο μέχρι τότε. Τις φωνές μπορούσε να τις χειριστεί. Αλλά αυτό; Δεν ήξερε τι θα έκανε εκείνος, για τι ήταν ικανός, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε να το ανακαλύψει.

Μα ο Άντονι ήταν οργισμένος, όχι κανένας μανιακός. Κι αυτή η σπίθα πόθου που είδε να αστράφτει στα μάτια της καθώς αποτραβιόταν από κοντά του, τον καλμάρισε σε κάποιο βαθμό. Τον ήθελε ακόμα. Ακόμη και μέσα στη μανία της οργής της, τον ήθελε. Τώρα που το ήξερε με βεβαιότητα, κατέληξε ότι θα μπορούσε να περιμένει μέχρι να της περάσει η πίκα. Δεν θα ήταν ευχάριστη η αναμονή, αλλά δεν ήθελε το επόμενο πρωί να τον κατηγορεί εκείνη για βιασμό και να βρεθεί πάλι στο μηδέν, δίνοντάς της άλλη μία αφορμή για να τον έχει στον πάγο.

«Έπρεπε πραγματικά να είχες τσιμπήσει τη μύτη σου, γλυκιά μου. Ίσως τότε να το έχαφτα το παραμύθι σου».

Η Ρόσλιν ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένη τα μάτια, μάλλον τη γελούσαν τ’ αυτιά της. «Όχου πια!»

Τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη. Εκείνος σηκώθηκε από το κρεβάτι, διευκολύνοντάς τη. Αλλά το χαμόγελό του ήταν σφιγμένο όταν την κοίταξε από ψηλά, όρθιος πια.

«Μέχρι τώρα έκανα υπομονή, αλλά σε προειδοποιώ για να μη λες μετά ότι δεν ήξερες. Η υπομονή ενός άντρα είναι άστατο πράγμα. Δεν πρέπει να τη βάζει κανείς σε δοκιμασία πολύ συχνά, ιδίως όταν αυτός ο άντρας δεν έχει κάνει τίποτα για το οποίο να πρέπει να απολογηθεί και τίποτα για το οποίο να πρέπει να νιώθει ένοχος – ακόμα».

«Χα!»

Ο Άντονι αγνόησε το σαρκασμό της και πήγε προς την πόρτα. «Ίσως βοηθούσε αν μου έλεγες για πόσο ακόμα σκοπεύεις να με τιμωρείς».

«Δεν σε τιμωρώ», επέμεινε παγερά εκείνη.

«Αλήθεια, γλυκιά μου;» Ο Άντονι στράφηκε ξαφνικά για να της ρίξει το τελευταίο και πιο ύπουλο χτύπημα. «Να θυμάσαι μόνο ότι αυτό το παιχνιδάκι μπορούν να το παίξουν δύο».

Το τι μπορεί να εννοούσε μ’ αυτό, βασάνιζε τη Ρόσλιν όλη νύχτα.