Κεφάλαιο 29

Ένα ντιρέκτ. Κι άλλο ένα. Ένα αριστερό πλάγιο χτύπημα κι αμέσως μετά ένα δεξί κροσέ. Ο άντρας σωριάστηκε, λιπόθυμος, και ο Άντονι έκανε πίσω βλαστημώντας που η μάχη είχε τελειώσει τόσο γρήγορα.

Ο Νάιτον πέταξε μια πετσέτα στο πρόσωπό του βλαστημώντας κι εκείνος καθώς πήδησε μέσα στο ριγκ για να εξετάσει το ταίρι του Άντονι στην προπόνηση. «Για όνομα του Θεού, Μάλορι! Γι’ αυτό ο Μπίλι μόλις σε είδε προσπάθησε να ακυρώσει το σημερινό. Εγώ πάντα λέω ότι το ριγκ είναι ωραίο μέρος για να ξεσπάς τα νεύρα σου, αλλά όχι για σένα».

«Σκάσε, Νάιτον», αρπάχτηκε ο Άντονι σκίζοντας τα γάντια του.

«Όχι, δεν σκάω», αντιγύρισε θυμωμένα ο μεγαλύτερος σε ηλικία άντρας. «Για πες μου εσύ πού θα βρω τώρα άλλον που να είναι τόσο χαζός ώστε να μπει στο ριγκ μαζί σου; Αλλά θα σου πω ένα πράγμα. Δεν θα κάνω καν τον κόπο να ψάξω μέχρι να ρίξεις την κυρία στο κρεβάτι και να το βγάλεις από μέσα σου. Μέχρι να γίνει αυτό, μην ξαναπλησιάσεις το ριγκ μου».

Ο Άντονι είχε ρίξει άντρες αναίσθητους για πολύ πιο ασήμαντες αφορμές, αλλά ο Νάιτον ήταν φίλος. Αν και παραλίγο να τον ξαπλώσει κι αυτόν, επειδή η καταραμένη η διορατικότητά του τον είχε κάνει να μαντέψει σωστά. Η παρόρμηση να του επιτεθεί ήταν ακατανίκητη. Ήταν η φωνή του Τζέιμς, που διαπέρασε τη θολούρα της παράφορης οργής του, αυτή που τον συγκράτησε.

«Πάλι δυσκολεύεσαι να βρεις ταίρι στο ριγκ, Τόνι;»

«Όχι, αν εξακολουθείς να θέλεις να με διευκολύνεις εσύ».

«Σου φαίνομαι για βλάκας;» Ο Τζέιμς κοίταξε τα ρούχα του με ψεύτικη έκπληξη. «Κι εγώ που νόμιζα ότι μ’ αυτά που φόρεσα σήμερα θα περνιόμουν για διάνοια».

Ο Άντονι γέλασε κι ένιωσε να φεύγει από πάνω του λίγη από την ένταση που ένιωθε. «Ναι, καλά, λες και δεν πίστευες ότι θα μπορούσες να με νικήσεις στο πι και φι».

«Φυσικά και θα μπορούσα. Μην αμφιβάλεις καθόλου. Απλώς δεν θέλω».

Ο Άντονι ρουθούνισε, ήταν έτοιμος να θυμίσει στον Τζέιμς τότε που είχε φάει το ξύλο της χρονιάς του από τον Μοντάιθ, παρότι στο τέλος ο Τζέιμς είχε νικήσει, αλλά άλλαξε γνώμη. Δεν είχε νόημα να το τραβάει στα άκρα από τη στιγμή που δεν είχε κάτι με τον αδελφό του.

«Μου φαίνεται ότι μ’ έχεις πάρει στο κατόπι, γέρο. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος;»

«Βασικά, έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς να λύσουμε – έξω από το ριγκ φυσικά».

Ο Άντονι βγήκε μ’ ένα σάλτο κι έπιασε το σακάκι του. «Σε πειράζει πρώτα φύγουμε από δω;»

«Άντε, πάμε. Κερνάω ποτό».

«Κάν’ τα πολλά να είσαι μέσα».

Τα απογεύματα επικρατούσε ησυχία, ηρεμία, στη λέσχη Γουάιτς. Μπορούσες να πας εκεί για να χαλαρώσεις, να διαβάσεις την εφημερίδα σου, να συζητήσεις επαγγελματικά, να κουβεντιάσεις για πολιτική, να κουτσομπολέψεις ή να μεθύσεις –όπως σκεφτόταν να κάνει ο Άντονι–, και όλα αυτά χωρίς την παρουσία γυναικών, στις οποίες δεν επιτρεπόταν η είσοδος, να σου αποσπούν την προσοχή. Οι πελάτες που είχαν πάει το μεσημέρι για να γευματίσουν είχαν φύγει πια και είχαν μείνει μόνο οι τακτικοί θαμώνες, οι οποίοι ζούσαν περισσότερο εκεί παρά στο σπίτι τους. Οι πελάτες που θα έρχονταν για να δειπνήσουν και οι μανιώδεις τζογαδόροι δεν είχαν φτάσει ακόμα, αν και είχαν ήδη ξεκινήσει κάνα δυο παρτίδες ουίστ.

«Σε ποιον το χρωστάω που είμαι ακόμα μέλος εδώ μέσα όλα αυτά τα χρόνια;» ρώτησε ο Τζέιμς όταν κάθισαν μακριά από την ημικυκλική τζαμαρία, όπου μπροστά της θα άρχισε να μαζεύεται σε λίγο όλος ο μοδάτος κόσμος.

«Θες να πεις ότι είσαι ακόμα μέλος; Κι εγώ που νόμιζα ότι σ’ άφησαν να μπεις ως δικό μου καλεσμένο».

«Πολύ αστείο, μικρέ. Αλλά ξέρω πολύ καλά ότι ο Τζέισον και ο μικρός Έντι ούτε που θα έμπαιναν στον κόπο».

Ο Άντονι συνοφρυώθηκε επειδή τον είχε στριμώξει. «Εντάξει, είμαι ένας συναισθηματικός βλάκας. Στο κάτω κάτω, μερικές γκινέες το χρόνο είναι μόνο. Απλώς δεν ήθελα να δω το όνομά σου να διαγράφεται από τη λίστα».

«Ή ήσουν σίγουρος ότι τελικά θα γύριζα στο μαντρί;»

Ο Άντονι ανασήκωσε τους ώμους. «Κι αυτό, αλλά κι επειδή η λίστα αναμονής για να μπεις εδώ μέσα είναι ατελείωτη. Δεν θα ήθελα να μας αφήσεις και να πας στη λέσχη Μπρουκς».

«Μάλορι!» Ο Άντονι δέχτηκε την ξαφνική εισβολή ενός ροδομάγουλου γνωστού του. «Πέρασα από το σπίτι σου χθες, αλλά ο Ντόμπσον είπε ότι έλειπες. Ήθελα να μου λύσεις μια απορία γιατί έχω βάλει ένα στοιχηματάκι με τη Χίλαρι. Είδε μια αναγγελία στην εφημερίδα. Δεν θα το πιστέψεις, Μάλορι. Έγραφε ότι παντρεύτηκες. Φυσικά εγώ ήξερα ότι αποκλείεται να ήσουν εσύ. Κάποιος άλλος θα ήταν με το ίδιο όνομα. Δίκιο δεν έχω; Πες μου ότι είναι συνωνυμία».

Τα δάχτυλα του Άντονι σφίχτηκαν γύρω από το ποτήρι του, αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρξε η παραμικρή ένδειξη ότι η ερώτηση αυτή τον είχε ενοχλήσει.

«Συνωνυμία είναι», αποκρίθηκε.

«Το ’ξερα εγώ!» κραύγασε ο τύπος. «Περίμενε να το πω στη Χίλαρι να δεις τι έχει να πάθει. Είναι οι ευκολότερες πέντε λίρες που έχω κερδίσει από εκείνη εδώ και πολύ καιρό».

«Ήταν έξυπνο αυτό;» ρώτησε ο Τζέιμς, μόλις έφυγε ο ροδομάγουλος. «Φαντάσου τι καβγάδες έχουν να ξεσπάσουν όταν θα πει αυτός ότι σε άκουσε με τ’ αυτιά του να λες ότι δεν είσαι παντρεμένος και οι άλλοι που θα ξέρουν την αλήθεια θα λένε το αντίθετο».

«Και τι με νοιάζει εμένα;» γρύλισε ο Άντονι. «Όταν θα νιώσω παντρεμένος, τότε θα το παραδεχτώ».

Ο Τζέιμς έγειρε πίσω στο κάθισμά του κι ένα αδιόρατο χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του. «Άρχισε η γκρίνια, έτσι;»

«Ωχ, σταμάτα». Ο Άντονι κατέβασε μονορούφι το ποτό του και σηκώθηκε να πάρει άλλο. Επέστρεψε με μπουκάλι. «Νόμιζα πως είχες ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί μου. Άντε, λέγε κι εσύ. Απ’ ό,τι φαίνεται, πάει να γίνει συνήθεια τελευταία».

Ο Τζέιμς άφησε προς το παρόν να περάσει στο ντούκου η πιο ενδιαφέρουσα ανακάλυψη. «Πολύ καλά. Ο Τζέρεμι μου είπε ότι το Βόξχολ ήταν δική σου ιδέα και όχι δική του. Αν ήθελες να μας ξεφορτωθείς το βράδυ, γιατί έμπλεξες τον μικρό;»

«Δεν περάσατε καλά;»

«Δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν μου αρέσει να με χειραγωγούν, Τόνι».

«Μα γι’ αυτό ακριβώς το είπα στον μικρό». Ο Άντονι χαμογέλασε. «Μόνος σου παραδέχεσαι ότι δυσκολεύεσαι να του αρνηθείς κάτι, τώρα που έχεις γίνει τόσο μεγάλος χαζομπαμπάς».

«Θα μπορούσες απλώς να μου το είχες ζητήσει, που να πάρει. Λες να είμαι τόσο αναίσθητος που δεν μπορώ να καταλάβω ότι θέλεις να περάσεις μια βραδιά μόνος με τη γυναίκα σου τώρα που είστε νιόπαντροι;»

«Κόφ’ το, Τζέιμς. Είσαι τόσο ευαίσθητος όσο ένα βόδι. Αν σου είχα ζητήσει να φύγετε από το σπίτι χθες βράδυ, θα έμενες μόνο και μόνο για να δεις γιατί ήθελα να φύγετε».

«Θα έκανα εγώ τέτοιο πράγμα;» Ο Τζέιμς χαμογέλασε με μισή καρδιά. «Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Θα φανταζόμουν εσένα και τη μικρή Σκοτσέζα να αλωνίζετε στο σπίτι τσίτσιδοι και δεν θα μπορούσατε να με ξεφορτωθείτε με τίποτα. Δεν θα έχανα αυτό το θέαμα για κανένα λόγο. Για πες, λοιπόν, γιατί ήθελες να μείνετε μόνοι;»

Ο Άντονι έβαλε να πιει άλλο ένα ποτό. «Δεν έχει σημασία πια. Η βραδιά δεν κατέληξε έτσι όπως ήλπιζα».

«Άρα όντως υπάρχουν προβλήματα στον παράδεισο, ε;»

Ο Άντονι άφησε με κρότο το μπουκάλι στο τραπεζάκι δίπλα στην καρέκλα του κι εξερράγη. «Δεν θα πιστέψεις για τι πράγμα με κατηγορεί! Ότι πλάγιασα μ’ εκείνο το ζωντόβολο την γκαρσόνα που γνωρίσαμε προχθές το βράδυ!»

«Για πρόσεχε λίγο πώς μιλάς, μικρέ. Έχω τρυφερές αναμνήσεις από τη Μάρτζι».

«Α, ώστε πήγες τελικά μετά και τη βρήκες;»

«Λες να άφηνα να μου ξεφύγει τόσο ωραίο κομμάτι; Αν και η μικρή αλεπού με την αντρική βράκα θα είχε κάνει… τέλος πάντων». Ο Τζέιμς έβαλε άλλο ένα ποτό, ενοχλημένος που μετάνιωνε επειδή είχε χάσει το συγκεκριμένο κορίτσι μέσα από τα χέρια του. «Γιατί δεν είπες στην κυρά σου ότι είχα βάλει εγώ στο μάτι την γκαρσόνα; Εντάξει, μπορεί στο παρελθόν να μοιραζόμασταν τις ίδιες γυναίκες, αλλά είναι λίγο αισχρό να πάμε με την ίδια μέσα σε μια μέρα, δεν νομίζεις;»

«Είναι, αλλά, βλέπεις, η αγαπημένη μου γυναικούλα με θεω­ρεί απόλυτα ικανό για κάθε είδους αισχρότητα. Άσε που δεν μου αρέσει καθόλου να αναγκάζομαι να εξηγώ ότι δεν έχω κάνει τίποτα κακό. Και κακώς το έκανα. Λίγη εμπιστοσύνη δεν θα έβλαπτε».

Ο Τζέιμς αναστέναξε. «Τόνι, αγόρι μου, έχεις να μάθεις πολλά ακόμα για τις νιόπαντρες γυναίκες».

«Ενώ εσύ έχεις παντρευτεί και ξέρεις, ε;» ρουθούνισε ο Άντονι.

«Όχι βέβαια», αντιγύρισε ο Τζέιμς. «Αλλά δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για να καταλάβεις ότι είναι μια ευαίσθητη περίοδος για μια γυναίκα. Πηγαίνει στα τυφλά, προσαρμόζεται. Είναι τρομερά ανασφαλής, αγχωμένη. Κι εσύ μιλάς για εμπιστοσύνη; Χα! Οι πρώτες εντυπώσεις είναι μάλλον κι αυτές που θα μείνουν στο τέλος. Δεν το βρίσκεις λογικό;»

«Αυτό που βρίσκω λογικό είναι ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Πότε ήταν η τελευταία φορά που νταραβερίστηκες με μια αληθινή κυρία; Τα γούστα του καπετάνιου Χοκ γέρνουν προς εντελώς διαφορετικό είδος γυναικών».

«Όχι και εντελώς, μικρέ. Έχει και τα μειονεκτήματά του να είσαι αρχηγός μιας ομάδας πειρατών, κυρίως επειδή αναγκάζεσαι να συχνάζεις σε μέρη της κατώτερης τάξης, και οι συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Αλλά τα γούστα μου, όπως το έθεσες, δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα δικά σου. Δούκισσα ή κοκότα, το ίδιο μου κάνει, αρκεί να είναι ομορφούλα και πρόθυμη. Και μη νομίζεις ότι έχουν περάσει και τόσο πολλά χρόνια που δεν θυμάμαι πώς είναι μια δούκισσα. Άλλωστε, σ’ αυτό το θέμα όλες ίδιες είναι. Η ζήλεια τις κάνει μέγαιρες».

«Η ζήλεια;» ρώτησε σαστισμένα ο Άντονι.

«Ε, μα αυτό δεν είναι το πρόβλημα;»

«Δεν το ’χα σκεφτεί έτσι… Αλλά τώρα που το λες, μπορεί γι’ αυτό να φέρεται τόσο παράλογα. Είναι τόσο θυμωμένη, γαμώτο, που δεν θέλει καν να το συζητήσουμε».

«Άρα ο Νάιτον είχε δίκιο». Το πνιχτό γέλιο του Τζέιμς ξέσπασε ελεύθερο τώρα. «Πού πήγε η μαστοριά σου, μικρέ; Έχεις αρκετά μεγάλη πείρα σε τέτοια θέματα για να ξέρεις πώς να αποφεύγεις τις κακοτοπιές…»

«Κοίτα ποιος μιλάει», τον έκοψε εκνευρισμένος ο Άντονι. «Αυτός που έφαγε κλοτσιά στο καλάμι τις προάλλες. Πού ήταν η μαστοριά του Χοκ…»

«Κόφ’ το, Τόνι», γρύλισε ο Τζέιμς. «Αν συνεχίσεις να αναφέρεις αυτό το όνομα, στο τέλος θα καταλήξω μ’ ένα σκοινί περασμένο στο λαιμό. Ο Χοκ είναι νεκρός. Σε παρακαλώ πολύ να μην το ξεχνάς».

Τα κέφια του Άντονι έφτιαξαν κάπως, τώρα που είχε καταφέρει να χαλάσει τα κέφια του αδελφού του. «Χαλάρωσε, γέρο. Οι τύποι εδώ δεν καταλαβαίνουν για ποιον μιλάμε. Αλλά το μήνυμα ελήφθη. Αφού έκανες τον κόπο να τον πεθάνεις, καλά θα κάνουμε να τον αφήσουμε να αναπαυθεί εν ειρήνη. Δεν έτυχε να μου πεις ποτέ όμως. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι πειρατές σου;»

«Κάποιοι τράβηξαν τον δικό τους δρόμο. Άλλοι παρέμειναν στο Μέιντεν Αν, παρόλο που τώρα δεν έχει τα πειρατικά χρώματα. Μένουν στη στεριά μέχρι να σαλπάρουμε».

«Και πότε, με το καλό, θα γίνει αυτό;»

«Χαλάρωσε, γέρο», του πέταξε κοροϊδευτικά την ίδια φράση ο Τζέιμς. «Διασκεδάζω αφάνταστα να σε βλέπω να τα κάνεις μαντάρα στη ζωή σου που λέω να μη φύγω ακόμα».