Ήταν πέντε το απόγευμα, όταν ο Τζορτζ Άμχερστ βοήθησε τους δύο αδελφούς Μάλορι να κατέβουν από την άμαξα μπροστά στο σπίτι με την πρόσοψη από ψαμμόλιθο στο Πικαντίλι, και η αλήθεια ήταν ότι την είχαν ανάγκη τη βοήθεια. Ο Τζορτζ δεν είχε πάψει να χαμογελάει από την ώρα που έτυχε να βρει αυτούς τους δύο στη λέσχη Γουάιτς και είχε σπεύσει να σώσει την κατάσταση από τη φασαρία που είχαν προκαλέσει. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πρώτη φορά έβλεπε τον Άντονι τόσο λιώμα στο μεθύσι που να μην ξέρει τι κάνει. Όσο για τον Τζέιμς, ε, ήταν τελείως κωμικό το θέαμα να βλέπει τον φοβερό και τρομερό Μάλορι να ξεκαρδίζεται στα γέλια με τα χάλια του Άντονι, παρόλο που κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω· ήταν το ίδιο τύφλα.
«Δεν θα της αρέσει καθόλου αυτό», έλεγε τώρα ο Τζέιμς αγκαλιάζοντας τον Άντονι από τους ώμους και παραλίγο να τους ρίξει και τους δυο τους κάτω.
«Ποιας;» απαίτησε να μάθει ο Άντονι επιθετικά.
«Της γυναίκας σου».
«Της γυναίκας μου;»
Ο Τζορτζ έπιασε τον Άντονι όταν τα δύο αδέλφια άρχισαν να κλυδωνίζονται και τους κατηύθυνε προς την πόρτα. «Πολύ ωραία!» σχολίασε γελώντας. «Παραλίγο να σε πετάξουν με τις κλοτσιές από τη Γουάιτς επειδή ξάπλωσες με μια μπουνιά τον καημένο τον Μπίλινγκς όταν ήρθε να σου ευχηθεί για το γάμο σου και τώρα δεν θυμάσαι καν ότι έχεις γυναίκα».
Και ο ίδιος ο Τζορτζ, όμως, ακόμα να συνηθίσει την ιδέα. Είχε μείνει άφωνος όταν είχε έρθει χθες το πρωί από το σπίτι του ο Άντονι για να του πει αυτοπροσώπως τα νέα, προτού τα διαβάσει στις εφημερίδες.
«Έτσι και γελάσεις, Τζορτζ… ένα τόσο δα γελάκι να ακούσω και θα σου κάνω τη μύτη καινούρια», του είχε πει ο Άντονι με σοκαριστική ειλικρίνεια. «Δεν ξέρω τι έπαθα. Μου έστριψε. Αυτή είναι η μόνη δικαιολογία. Επομένως να μου λείπουν τα συχαρίκια, αν έχεις την καλοσύνη. Μάλλον συλλυπητήρια πρέπει να μου δώσεις».
Κατόπιν είχε αρνηθεί να πει άλλη λέξη γι’ αυτό το θέμα, ούτε ποια ήταν, ούτε γιατί την είχε παντρευτεί, ούτε καν έναν υπαινιγμό γιατί το μετάνιωνε ήδη. Αλλά ο Τζορτζ δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι το μετάνιωνε πραγματικά, αφού ο Άντονι τον είχε σύρει μαζί του να ψάξουν για τον ξάδελφό της που για κάποιο λόγο αποτελούσε απειλή για εκείνη. Ήταν φανερή η επιθυμία του να την προστατεύσει. Εξίσου φανερή ήταν και η επιθυμία του να μη μιλάει για εκείνη. Ακόμη πιο φανερή όμως ήταν η οργή του Άντονι, που σιγόβραζε μέσα του όλη μέρα. Ο Τζορτζ είχε ανακουφιστεί τρομερά που τελικά δεν είχαν ανακαλύψει τον τύπο που έψαχνε ο Άντονι. Δεν θα ήθελε να δει την κατάληξη έτσι και τον είχαν βρει.
Αλλά κάτι που είχε πει ο Τζέιμς, την ώρα που ο Τζορτζ έβγαζε άρον άρον τα δύο αδέλφια έξω από τη λέσχη Γουάιτς, είχε ρίξει λίγο φως στο μυστήριο. «Βρήκες το μάστορά σου, Τόνι, αρπάζει κι εκείνη φωτιά με το παραμικρό σαν εσένα. Δεν μπορώ να πω αν είναι κακό για γυναίκα. Αν μη τι άλλο, πάντως, θα σ’ έχει στην τσίτα». Και είχε βάλει τα γέλια, παρόλο που ο Άντονι είχε γρυλίσει: «Όταν βρεις κι εσύ τον δικό σου μάστορα, αδελφέ, ελπίζω να είναι γλυκός σαν εκείνη τη μικρή οχιά που σε κλότσησε τις προάλλες, αντί να σου πει ένα ευχαριστώ που τη βοήθησες».
Πάνω που ο Τζορτζ ήταν έτοιμος να τη χτυπήσει, η πόρτα άνοιξε. Φάνηκε ο Ντόμπσον όλο ύφος και τουπέ, αλλά χαλάρωσε και πήρε μια έκφραση ανήσυχης έκπληξης, όταν ο Τζέιμς άφησε τον Άντονι για να βρει πιο γερό στήριγμα – τον Ντόμπσον.
«Πού είναι ο Γουίλις, καλέ μου άνθρωπε; Νομίζω ότι θα χρειαστώ βοήθεια με τις μπότες μου».
Δεν θα χρειαζόταν βοήθεια μόνο για τις μπότες, σκέφτηκε ο Τζορτζ με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, καθώς ο κοκαλιάρης Ντόμπσον, χωρίς να πει λέξη, προσπάθησε να κουβαλήσει τον πολύ πιο μεγαλόσωμο Τζέιμς προς τη σκάλα. Και ο Τζορτζ, όμως, δυσκολευόταν να συγκρατήσει τον Άντονι.
«Καλύτερα να φωνάξεις να έρθουν μερικοί λακέδες, Ντόμπσον», πρότεινε ο Τζορτζ.
«Φοβάμαι, κύριε», απάντησε ο Ντόμπσον λαχανιασμένος χωρίς να κοιτάξει πίσω, «ότι έχουν πάει για θελήματα της κυρίας».
«Γαμώτο!» ζωντάνεψε ο Άντονι όταν το άκουσε. «Τι δουλειά έχει να στέλνει…»
Ο Τζορτζ τον σκούντησε στα πλευρά για να πάψει. Η εν λόγω κυρία είχε βγει από το σαλόνι και στεκόταν με τα χέρια στους γοφούς και μια δυσάρεστη λάμψη στα γκριζοπράσινα μάτια της, τα οποία τους έκοψαν όλους από πάνω μέχρι κάτω. Ο Τζορτζ ξεροκατάπιε με δυσκολία. Αυτή ήταν η γυναίκα του Άντονι; Χριστέ μου, ήταν πανέμορφη – και έξαλλη.
«Σας ζητώ συγγνώμη, λαίδη Μάλορι», είπε διστακτικά ο Τζορτζ. «Βρήκα αυτούς τους δύο μάλλον λιώμα στο μεθύσι και θεώρησα σωστό να τους φέρω στο σπίτι για να πέσουν για ύπνο».
«Και ποιος είστε εσείς, κύριε;» ρώτησε παγερά η Ρόσλιν.
Ο Τζορτζ δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί ο Άντονι, καρφώνοντας το βλέμμα στη γυναίκα του, ρουθούνισε και είπε: «Α, μα έλα τώρα, γλυκιά μου, θα πρέπει να τον ξέρεις τον γερο-Τζορτζ. Αυτός είναι υπεύθυνος που δεν έχεις εμπιστοσύνη στο αντρικό φύλο».
Ο Τζορτζ έγινε κατακόκκινος, όταν είδε τα μάτια της να εστιάζουν πάνω του και να μισοκλείνουν με μια ξεκάθαρη χρυσαφένια λάμψη. «Κόφ’ το, Μάλορι», σύριξε και τίναξε από τους ώμους του το χέρι του Άντονι. «Σ’ αφήνω στα τρυφερά νύχια της γυναίκας σου. Μετά απ’ αυτό το αστείο, νομίζω ότι σου αξίζει και με το παραπάνω». Όχι ότι ο Άντονι καταλάβαινε τι έκανε, αλλά δεν ήταν τρόπος αυτός να συστήνεις τον καλύτερό σου φίλο στη γυναίκα σου.
Στη Ρόσλιν ο Τζορτζ έγνεψε. «Θα τα ξαναπούμε, λαίδη Μάλορι, κι ελπίζω κάτω από καλύτερες συνθήκες». Κι έφυγε θυμωμένος, χωρίς να κλείσει καν την πόρτα πίσω του.
Ο Άντονι τον κοίταζε σαστισμένος που έφευγε, προσπαθώντας καταμεσής του χολ να διατηρήσει ανεπιτυχώς την ισορροπία του. «Είπα κάτι που σε πείραξε, Τζορτζ;»
Ο Τζέιμς γέλασε τόσο βροντερά όταν το άκουσε, που μαζί με τον Ντόμπσον έπεσαν δύο σκαλιά πιο κάτω. «Είσαι απίστευτος, Τόνι. Ή που δεν θα θυμάσαι τίποτα ή που θα θυμάσαι πιο πολλά απ’ όσα πρέπει».
Ο Άντονι έκανε μεταβολή και κοίταξε τον Τζέιμς, που ήταν ήδη στα μισά της σκάλας τώρα. Το «Τι στο διάολο θες να πεις;» που είπε, προκάλεσε άλλη μια έκρηξη γέλιου.
Όταν είδε ότι ο Άντονι ήταν έτοιμος να σωριαστεί με το πρόσωπο στο πάτωμα, η Ρόσλιν όρμησε μπροστά, πέρασε το χέρι του γύρω από τον αυχένα της και το δικό της χέρι γύρω από τη μέση του. «Δεν το πιστεύω ότι πήγες κι έκανες τέτοιο πράγμα», είπε μέσα από τα δόντια, βοηθώντας τον προσεκτικά να διασχίσει το χολ. «Έχεις ιδέα τι ώρα είναι και γυρνάς σπίτι σ’ αυτά τα χάλια;»
«Φυσικά», απάντησε αγανακτισμένα εκείνος. «Είναι… είναι… τέλος πάντων, ό,τι ώρα και να ’ναι, σε ποιο άλλο σπίτι να πάω; Εδώ είναι το σπίτι μου».
Σκόνταψε στο πρώτο σκαλί, παρασύροντας μαζί του και τη Ρόσλιν με αποτέλεσμα να βρεθούν και οι δύο σωριασμένοι καταγής. «Μα την πίστη μου, θα έπρεπε να σ’ αφήσω εδώ!»
Ο Άντονι, μέσα στο μεθύσι του, δεν κατάλαβε καλά. Τύλιξε το χέρι του γύρω της, κρατώντας την τόσο σφιχτά πάνω στο στήθος του που η Ρόσλιν δεν μπορούσε να αναπνεύσει. «Δεν πρόκειται να μ’ αφήσεις, Ρόσλιν. Δεν θα το επιτρέψω».
Εκείνη τον κοίταξε μην πιστεύοντας στ’ αυτιά της. «Εσύ δεν… Αχ, Θε μου, φύλαγέ με από μεθυσμένους και ηλίθιους», είπε αγανακτισμένη κι αποτραβήχτηκε από κοντά του. «Έλα, ανόητε άντρα. Σήκω».
Παραδόξως κατάφερε να τον ανεβάσει πάνω, στην κρεβατοκάμαρά του. Όταν το επόμενο δευτερόλεπτο εμφανίστηκε στην πόρτα ο Ντόμπσον, η Ρόσλιν του έκανε νόημα να φύγει, αν και δεν ήταν σίγουρη γιατί. Θα της ήταν χρήσιμη η βοήθειά του. Αλλά πρώτη φορά είχε τον Άντονι έτσι ανυπεράσπιστο, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Και μάλλον το απολάμβανε, τώρα που της είχαν περάσει τα πρώτα νεύρα. Επίσης ικανοποιητικό ήταν και το γεγονός ότι μάλλον εκείνη ήταν η αιτία γι’ αυτό το χάλι. Ή μήπως όχι;
«Μπορείς να μου πεις γιατί γυρνάς μεθυσμένος μεσημεριάτικα;» τον ρώτησε και καβαλίκεψε το πόδι του για να του βγάλει την πρώτη μπότα.
«Μεθυσμένος; Χριστός κι Απόστολος, γυναίκα, αυτή η λέξη είναι αηδιαστική. Οι κύριοι δεν μεθούν ποτέ».
«Α, ναι; Και τότε τι κάνουν;»
Ο Άντονι έσπρωξε με το άλλο του πόδι τον πισινό της για αντίσταση, ώσπου η μπότα βγήκε. «Η σωστή λέξη είναι… είναι… Ποια είναι, γαμώτο;»
«Μεθυσμένος», επανέλαβε αυτάρεσκα εκείνη.
Ο Άντονι γρύλισε και όταν η Ρόσλιν έσκυψε για να τραβήξει και τη δεύτερη μπότα, εκείνος έσπρωξε κάπως παραπάνω και λίγο έλειψε εκείνη να κουτρουβαλιαστεί όταν τελικά βγήκε και η άλλη μπότα. Γύρισε απότομα προς το μέρος του, με τα μάτια της μισόκλειστα και τον είδε να της χαμογελάει αθώα.
Πέταξε την μπότα στο πάτωμα και γύρισε στο κρεβάτι για να του βγάλει το σακάκι. «Δεν απάντησες σ’ αυτό που σε ρώτησα, Άντονι».
«Τι με ρώτησες;»
«Γιατί είσαι σ’ αυτή την αηδιαστική κατάσταση;»
Αυτή τη φορά εκείνος δεν θίχτηκε. «Έλα τώρα, γλυκιά μου. Για τι άλλο γίνεται φέσι ένας άντρας; Ή γιατί φαλίρισε ή γιατί πέθανε κάποιος δικός του ή γιατί είναι άδειο το κρεβάτι του».
Ήταν η σειρά της τώρα να τον κοιτάξει όλο αθωότητα. «Πέθανε κανείς;»
Ο Άντονι την έπιασε από τους γοφούς και την τράβηξε μια ιδέα πιο κοντά ανάμεσα στα πόδια του. Χαμογελούσε μα δεν αστειευόταν. «Παίζεις με τη φωτιά, καρδιά μου, και θα καείς», την προειδοποίησε βραχνά.
Η Ρόσλιν του έβγαλε απότομα τη γραβάτα και τον έσπρωξε να πέσει πάλι πίσω στο κρεβάτι. «Κοιμήσου μπας και συνέλθεις, καρδιά μου». Και γύρισε να φύγει.
«Είσαι σκληρή γυναίκα, Ρόσλιν Μάλορι», της φώναξε ο Άντονι.
Εκείνη έκλεισε αποφασιστικά την πόρτα με κρότο.