Κεφάλαιο 32

«Αυτός θα ’ναι, άρχοντά μου».

Ο Τζόρντι Κάμερον στράφηκε προς τον κοντό, γενειοφόρο άντρα δίπλα του και του ήρθε να του κοπανήσει μία κατακέφαλα. «Ποιος, βρε ηλίθιε; Δύο είναι!»

Το αυτί του Βίλμπερτ Στόου ούτε που ίδρωσε από τον απότομο τόνο του Σκοτσέζου. Το είχε συνηθίσει πια – όπως και την ανυπομονησία του, τα νεύρα του και την αλαζονεία του. Αν ο Κάμερον δεν πλήρωνε τόσο καλά, θα του έλεγε πού να τη βάλει αυτή τη δουλειά. Και μάλλον θα του έκοβε και το λαρύγγι, έτσι για να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Αλλά πλήρωνε καλά, τριάντα αγγλικές λίρες, ολόκληρη περιουσία για τον Βίλμπερτ Στόου. Κι έτσι κατάπιε τη γλώσσα του όπως πάντα, αγνοώντας τις προσβολές που δεχόταν.

«Ο μελαχρινός», διευκρίνισε ο Βίλμπερτ, φροντίζοντας να δια­τηρεί δουλοπρεπή τόνο. «Σ’ αυτόν ανήκει το σπίτι. Σερ Άντονι Μάλορι τον λένε».

Ο Τζόρντι κοίταξε μέσα από ένα μονοκυάλι προς την απέναντι πλευρά του δρόμου, βλέποντας πεντακάθαρα τα χαρακτηριστικά του Μάλορι καθώς εκείνος στράφηκε προς την πόρτα να πει κάτι στον ξανθό τύπο που ήταν μαζί του. Ώστε αυτός ήταν ο Άγγλος που χτένιζε τις φτωχογειτονιές ψάχνοντας τον Τζόρντι τις τελευταίες μέρες, αυτός που έκρυβε τη Ρόσλιν; Α, ο Τζόρντι ήξερε ότι εκείνη ήταν εκεί μέσα, κι ας μην είχε ξεμυτίσει από τότε που είχε δώσει εντολή στον Βίλμπερτ και στον αδελφό του, τον Τόμας, να παρακολουθούν συνέχεια το σπίτι. Έπρεπε να είναι εκεί μέσα. Εκεί είχαν σταλεί τα ρούχα της. Και σ’ αυτό το σπίτι είχε έρθει ήδη δύο φορές εκείνη η Γκρένφελ.

Η Ρόσλιν πίστευε ότι ήταν πολύ έξυπνο να κρύβεται και να μη βγαίνει έξω. Αλλά για τον Τζόρντι η παρακολούθηση ήταν πιο εύκολη εδώ, με το Γκριν Παρκ που απλωνόταν απέναντι από το σπίτι. Υπήρχαν άφθονα δέντρα να κρυφτεί, αντί να κάθεται μέσα σε μια άμαξα που μπορεί να κινούσε υποψίες, όπως στην περίπτωση του σπιτιού στην οδό Σάουθ Όντλεϊ. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει χωρίς να τη δουν ο Βίλμπερτ ή ο Τόμας και είχαν μια άμαξα έτοιμη λίγο παρακάτω για να την ακολουθήσουν. Ήταν απλώς θέμα χρόνου.

Στο μεταξύ, όμως, εκείνος θα φρόντιζε τον Άγγλο λιμοκοντόρο που την έκρυβε και που τις τελευταίες πέντε μέρες είχε αναγκάσει δύο φορές τον Τζόρντι να αλλάξει κρυψώνα, επειδή έχωνε τη μύτη του. Τώρα που ήξερε πώς ήταν εμφανισιακά αυτός ο καταραμένος δανδής, θα ήταν παιχνιδάκι να τον τακτοποιήσει μια και καλή.

Κατέβασε το μονοκυάλι και χαμογέλασε. Σύντομα, κοπελιά. Σύντομα θα σε κάνω να πληρώσεις για όλη αυτή τη φασαρία. Θα εύχεσαι να μην είχες στραφεί εναντίον μου όπως έκαναν η ηλίθια η μητέρα σου και ο γέρος, που μακάρι να καίγονται και οι δύο στην κόλαση τώρα.

«Θέλεις άλλο ένα σέρι, Φράνσις;»

Η Φράνσις κοίταξε το ποτήρι της, που ήταν σχεδόν γεμάτο ακόμα, και ύστερα τη Ρόσλιν, η οποία ξαναγέμιζε με το κεχριμπαρένιο ποτό το δικό της.

«Χαλάρωσε λίγο, Ρος. Αφού δεν φάνηκε έως τώρα, μάλλον δεν θα έρθει».

Η Ρόσλιν κοίταξε πίσω της τη φίλη της, αλλά παρότι το προσπάθησε δεν κατάφερε να χαμογελάσει. «Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Άντονι εμφανίζεται όταν δεν το περιμένω, μόνο και μόνο για να με κρατάει τσιτωμένη».

«Είσαι τσιτωμένη;»

Η Ρόσλιν έβγαλε έναν ήχο κοφτό, που ήταν μισό γέλιο και μισό βογκητό, και κατέβασε μια γενναία γουλιά από το δεύτερο σέρι της προτού στραφεί και πάει να καθίσει δίπλα στη Φράνσις στον καινούριο Άνταμς καναπέ της. «Κανονικά δεν θα ’πρεπε να είμαι, έτσι δεν είναι; Στο κάτω κάτω δεν θα τολμούσε να κάνει τίποτα σκανδαλώδες όσο είσαι εδώ και τον προειδοποίησα ότι θα ερχόσουν».

«Αλλά;»

Η Ρόσλιν κατάφερε τελικά να χαμογελάσει, αν και το χαμόγελό της έμοιαζε περισσότερο με μορφασμό. «Όλο μ’ αιφνιδιάζει, Φραν, με τις συνεχείς εναλλαγές της διάθεσής του. Δεν ξέρω ποτέ τι να περιμένω».

«Αυτό δεν είναι και τόσο περίεργο, καλή μου. Όλοι έχουμε τα πάνω μας και τα κάτω μας. Πάψε να ανησυχείς και πες μου τι είπε γι’ αυτό το δωμάτιο που ανακαίνισες».

Το βαθύ χαχανητό της Ρόσλιν ήταν μεταδοτικό. «Δεν το έχει δει ακόμα».

Τα μάτια της Φράνσις άνοιξαν διάπλατα. «Θες να πεις ότι δεν ενέκρινε πρώτα αυτά που διάλεξες; Μα αυτά τα κομμάτια είναι τόσο… τόσο…»

«Ντελικάτα και θηλυκά;»

Η Φράνσις έβγαλε μια κραυγή, όταν είδε τη λάμψη στα γκριζοπράσινα μάτια της Ρόσλιν. «Θεέ μου, το έκανες επίτηδες! Κι ελπίζεις ότι θα φρίξει μόλις το δει, σωστά;»

Η Ρόσλιν κοίταξε ολόγυρα το άλλοτε αντρικά επιπλωμένο δωμάτιο που είχε αλλάξει ριζικά με τα πανέμορφα έπιπλα από ξύλο σουιτενίας. Τώρα έδειχνε όπως έπρεπε να είναι ένα σαλόνι, γιατί στην πραγματικότητα το σαλόνι ήταν ο χώρος μιας γυναίκας. Μπορεί ο Άνταμς να ήταν γνωστός για το εξαιρετικά εκλεπτυσμένο στιλ του σε ό,τι είχε να κάνει με τη λεπτότητα στη δομή και στο διάκοσμο των επίπλων του, αλλά εκείνης της άρεσε ο σκαλιστός κι επιχρυσωμένος σκελετός στους δύο καναπέδες και στις καρέκλες, και ιδίως η σατέν μπροκάρ ταπετσαρία τους με τα ασημένια λουλούδια πάνω σε φόντο πράσινο της ελιάς. Στην ουσία τα χρώματα δεν ήταν γυναικεία. Εδώ είχε κάνει ένα συμβιβασμό. Αλλά ο διάκοσμος ήταν. Κι έμενε ακόμα να αποφασίσει για την καινούρια ταπετσαρία στους τοίχους.

«Δεν νομίζω ότι ο Άντονι θα φρίξει μόλις το δει, Φράνσις, αλλά ακόμη κι αυτό να γινόταν, μάλλον δεν θα το έλεγε. Είναι έτσι ο χαρακτήρας του». Ανασήκωσε τους ώμους. «Αλλά, φυσικά, αν πει κάτι, θα ξεφορτωθώ τα συγκεκριμένα έπιπλα και θ’ αγοράσω άλλα».

Η Φράνσις συνοφρυώθηκε. «Νομίζω ότι παραέχεις συνηθίσει να ξοδεύεις χρήματα χωρίς να κοιτάζεις την τιμή. Ξεχνάς ότι ο άνδρας σου δεν είναι τόσο πλούσιος όσο εσύ».

«Όχι, αυτό ειδικά δεν το ξεχνώ».

Έπειτα από αυτή την ωμή δήλωση, η Φράνσις αναστέναξε. «Ώστε αυτό είναι. Ελπίζω, πάντως, να ξέρεις τι κάνεις. Οι άνδρες μπορεί να αντιδράσουν περίεργα όταν μπαίνει το χρήμα στη μέση, ξέρεις. Κάποιοι μπορεί να χάσουν είκοσι χιλιάδες λίρες και να μην ιδρώσει το αυτί τους. Άλλοι θα πήγαιναν να αυτοκτονήσουν έτσι κι έχαναν τέτοιο ποσό».

«Μη φοβάσαι, Φράνσις. Ο Άντονι σίγουρα θα εμπίπτει στην κατηγορία αυτών που δεν ιδρώνει το αυτί τους. Λοιπόν, να σου βάλω άλλο ένα ποτό πριν το δείπνο;»

Η Φράνσις κοίταξε το ποτήρι της, που ήταν μισογεμάτο ακόμα, και κατόπιν της Ρόσλιν, που είχε αδειάσει ξανά. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, αλλά όχι ως απάντηση στην ερώτηση της φίλης της. «Μπορεί να παριστάνεις την άνετη, Ρος, αλλά μη μου πεις ότι δεν ανησυχείς για την αντίδρασή του. Σου φέρθηκε πολύ άσχημα, όταν είχατε εκείνη την παρεξήγηση για την οποία δεν θέλεις να μιλάς;»

«Δεν ήταν παρεξήγηση», απάντησε τσιτωμένα εκείνη. «Και μου φέρεται άσχημα από τη μέρα που τον παντρεύτηκα».

«Καλά τώρα. Δεν μπορώ να πω ότι ξεχείλιζες κι εσύ από γοητεία την τελευταία φορά που σας είδα μαζί. Θα έλεγα ότι τα κέφια του εξαρτώνται άμεσα από τα δικά σου, γλυκιά μου».

Η αντίδραση της Ρόσλιν στη σοφή παρατήρηση της Φράνσις ήταν μια γκριμάτσα. «Αφού απ’ ό,τι φαίνεται δεν θα έρθει να φάει μαζί μας, κι ο αδελφός του με τον ανιψιό του έχουν βγει, έχουμε μείνει οι δυο μας. Σίγουρα μπορούμε να βρούμε ένα πιο ευχάριστο θέμα συζήτησης».

Η Φράνσις υποχώρησε και χαμογέλασε. «Αν βάλουμε τα δυνατά μας, σίγουρα».

Χαμογέλασε και η Ρόσλιν, νιώθοντας να φεύγει από πάνω της λίγη από την ένταση που ένιωθε. Η Φράνσις της έκανε καλό, παρότι κάποιες από τις συμβουλές που της έδινε, η Ρόσλιν δεν ήθελε να τις ακούσει.

Άφησε κάτω το ποτήρι της και σηκώθηκε. «Πάμε. Αν πιω κι άλλο, δεν θ’ απολαύσω το εξαίσιο δείπνο που έχει ετοιμάσει ο μάγειρας και ο Ντόμπσον περιμένει εμάς να πάμε στην τραπεζαρία για να αρχίσει να σερβίρει. Και πού να δεις το καινούριο τραπέζι που μου έφεραν σήμερα το απόγευμα. Είναι ένα ποίημα φινέτσας που καλύπτει όλα τα γούστα».

«Και σίγουρα πανάκριβο, ε;»

Η Ρόσλιν χαχάνισε. «Ναι, και αυτό».

Πιάστηκαν αγκαζέ και βγήκαν από το σαλόνι για να πάνε στη μικρή τραπεζαρία, η οποία μέχρι πρότινος δεν ήταν παρά μόνο μια απλή αίθουσα πρωινού, αφού ο Άντονι σπάνια δειπνούσε στο σπίτι πριν παντρευτεί και, εδώ που τα λέμε, το ίδιο εξακολουθούσε να κάνει και τώρα. Αλλά η Ρόσλιν κοντοστάθηκε, όταν είδε τον Ντόμπσον να πηγαίνει να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και σφίχτηκε, όταν είδε τον Άντονι να μπαίνει. Μόλις όμως αναγνώρισε ποιος ήταν μαζί του, της κόπηκε η ανάσα. Δεν ήταν δυνατόν! Κι όμως ήταν! Είχε φέρει επίτηδες μαζί του τον Τζορτζ Άμχερστ. Ήξερε πολύ καλά ότι θα ήταν εκεί η Φράνσις. Κι από το ύφος του Τζορτζ, που είχε μείνει στήλη άλατος όταν είδε τη Φράνσις, κατάλαβε ότι ούτε κι εκείνος είχε ιδέα.

«Υπέροχα», είπε κεφάτα ο Άντονι δίνοντας το καπέλο και τα γάντια του στον ανέκφραστο μπάτλερ. «Απ’ ό,τι βλέπω, φτάσαμε πάνω στην ώρα για το δείπνο, Τζορτζ».

Τα δάχτυλα της Ρόσλιν έσφιξαν. Η αντίδραση της Φράνσις ήταν λίγο πιο μελοδραματική. Με πρόσωπο σταχτί και βγάζοντας μια κοφτή τσιρίδα φρίκης, άφησε το μπράτσο της Ρόσλιν κι έτρεξε πίσω στο σαλόνι.

Ο Άντονι χτύπησε το φίλο του απαλά στην πλάτη, βγάζοντάς τον από τη σαστιμάρα του. «Τι κάθεσαι και κοιτάς σαν χάννος, Τζορτζ; Τρέξε ξοπίσω της».

«Όχι!» αρπάχτηκε η Ρόσλιν προτού προλάβει να κάνει βήμα ο Τζορτζ. «Δεν σου φτάνουν όσα έκανες;»

Η περιφρόνησή της έκανε κομμάτια τον δύστυχο άντρα, αλλά τελικά δεν δίστασε κι άρχισε να κατευθύνεται προς το σαλόνι. Τρομοκρατημένη, η Ρόσλιν στράφηκε για να τον εμποδίσει, σκοπεύοντας να του κλείσει κατάμουτρα την πόρτα. Αλλά δεν είχε υπολογίσει την παρέμβαση του Άντονι. Με κάποιον τρόπο εκείνος κατάφερε να διανύσει την απόσταση των δέκα ποδιών, προτού η Ρόσλιν προλάβει να φτάσει στην πόρτα του σαλονιού και με μια ατσάλινη λαβή γύρω από τη μέση της την πήγε προς τη σκάλα.

Εκείνη είχε γίνει έξαλλη με την αυταρχικότητά του. «Άφησέ με, παλιο…»

«Σε παρακαλώ πολύ, γλυκιά μου, να προσέχεις λίγο πώς μιλάς», της είπε γαλίφικα. «Αρκετές δυσάρεστες σκηνές έχουμε κάνει σ’ αυτό το χολ προς μεγάλη χαρά των υπηρετών. Δεν χρεια­ζόμαστε κι άλλη».

Είχε δίκιο, φυσικά, κι έτσι η Ρόσλιν χαμήλωσε τη φωνή της, αλλά εξακολουθούσε να είναι έξαλλη μαζί του. «Εσύ φταις. Αν δεν…»

Αυτή τη φορά το δάχτυλο του Άντονι πίεσε τα χείλη της. «Πρόσεξέ με λίγο, καρδιά μου. Αρνείται να τον ακούσει. Είναι καιρός να αναγκαστεί να το κάνει, κι εδώ ο Τζορτζ μπορεί να της μιλήσει – και χωρίς διακοπές». Κατόπιν σταμάτησε να μιλάει και της χαμογέλασε. «Μήπως σου θυμίζει κάτι αυτό;»

«Τίποτα απολύτως», είπε εκείνη μέσα από τα δόντια της. «Εγώ σ’ άκουσα. Απλώς δεν σε πίστεψα!»

«Πεισματάρικο παιδί», τη μάλωσε τρυφερά εκείνος. «Δεν πειράζει όμως. Θα έρθεις μαζί μου όσο θ’ αλλάζω για το δείπνο».

Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πήγε μαζί του, αφού την πήρε στην κυριολεξία σηκωτή επάνω. Μόλις βρέθηκαν στο δωμάτιο, η Ρόσλιν τραβήχτηκε μακριά του, χωρίς να προσέξει καν ότι δίπλα στο κρεβάτι στεκόταν ο Γουίλις.

«Αυτό είναι το πιο απαίσιο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ!» εξερράγη.

«Χαίρομαι που το ακούω», αποκρίθηκε κεφάτα εκείνος. «Κι εγώ που είχα την εντύπωση ότι το πιο απαίσιο πράγμα που είχα κάνει…»

«Πάψε! Πάψε!»

Τον έσπρωξε για να κάνει πέρα και να καταφέρει να φτάσει στην πόρτα. Εκείνος την έπιασε από τη μέση και την κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Και ύστερα, βάζοντας τα χέρια του δεξιά κι αριστερά της, έσκυψε από πάνω της ώσπου η Ρόσλιν αναγκάστηκε να κολλήσει στην πλάτη του καθίσματος για να βάλει μια απόσταση μεταξύ τους. Τώρα το ύφος του δεν ήταν καθόλου κεφάτο. Είχε σοβαρέψει απίστευτα.

«Ή θα καθίσεις ήσυχη, γλυκιά μου γυναικούλα, ή θα σε δέσω στην πολυθρόνα». Κι ανασηκώνοντας μια ιδέα το φρύδι του, πρόσθεσε: «Κατάλαβες;»

«Δεν θα τολμούσες να κάνεις κάτι τέτοιο!»

«Να είσαι σίγουρη ότι θα τολμούσα».

Τα χείλη της σφίχτηκαν ανυπότακτα, όσο τα μάτια τους έδιναν τη μάχη. Αλλά όταν η Ρόσλιν είδε ότι ο Άντονι δεν κατέθετε τα όπλα και παρέμενε εκεί, γερμένος από πάνω της, θεώρησε φρόνιμο να υποχωρήσει προς το παρόν.

Σήκωσε τη λευκή σημαία της παράδοσης, χαμηλώνοντας το βλέμμα και μαζεύοντας τα πόδια της πάνω στην πολυθρόνα για να είναι πιο άνετα. Ο Άντονι αποδέχτηκε αυτά τα σημάδια υποχώρησης και ίσιωσε το κορμί του, αλλά το ύφος του εξακολουθούσε να είναι σοβαρό. Ήξερε ότι βοηθώντας τον Τζορτζ είχε καταστρέψει εντελώς τη δική του περίπτωση. Όποια πρόοδο κι αν είχε κάνει να εξευμενίσει τη Ρόσλιν αφήνοντας το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, με αυτή την κίνηση είχε πάει στράφι. Ας είναι. Έπειτα από τόσα χρόνια, άξιζε στον Τζορτζ να έχει μια ευκαιρία. Τι ήταν κάνα δυο βδομάδες ακόμη να είναι η Ρόσλιν θυμωμένη μαζί του; Μαρτύριο.

Γύρισε την πλάτη στην πολυθρόνα και το ύφος του ήταν τόσο σκοτεινό και βλοσυρό, που ο βαλές έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, κάτι που τράβηξε την προσοχή του Άντονι. «Σ’ ευχαριστώ, Γουίλις». Η φωνή του επίτηδες ανέκφραστη για κρύψει την αντάρα του μυαλού του. «Ως συνήθως, έκανες εξαίρετη επιλογή».

Το κεφάλι της Ρόσλιν γύρισε απότομα όταν το άκουσε, τα μάτια της καρφώθηκαν πρώτα στον Γουίλις και κατόπιν στα ρούχα που ήταν προσεκτικά απλωμένα πάνω στο κρεβάτι. «Θες να πεις ότι αυτός ήξερε ότι θα ερχόσουν στο σπίτι για δείπνο;»

«Ασφαλώς, γλυκιά μου», απάντησε ο Άντονι βγάζοντας το σακάκι του. «Πάντα ενημερώνω τον Γουίλις τι ώρα να με περιμένει, αν γνωρίζω με βεβαιότητα το πρόγραμμά μου».

Η Ρόσλιν κοίταξε με βλέμμα όλο κατηγόρια τον Γουίλις, κάνοντας τα ήδη ροδισμένα μάγουλά του να γίνουν κατακόκκινα. «Θα μπορούσε να μου το είχε πει», είπε στον Άντονι.

«Δεν είναι δική του ευθύνη».

«Θα μπορούσες να μου το είχες πει εσύ

Ο Άντονι γύρισε να την κοιτάξει κι αναρωτήθηκε αν θα ωφελούσε σε τίποτα να διακινδυνεύσει να στρέψει την οργή της σ’ αυτό το επουσιώδες θέμα.

«Θα μπορούσα, καρδιά μου. Κι αν δεν είχες σηκωθεί να φύγεις μουτρωμένη το πρωί, θα το είχα κάνει».

Τα μάτια της άστραψαν. Τα πόδια της κατέβηκαν στο πάτωμα. Μισοσηκώθηκε από την πολυθρόνα, αλλά τότε θυμήθηκε την απειλή του και ξανακάθισε.

Είχε ακόμα τη φωνή της όμως. «Δεν έκανα εγώ τέτοιο πράγμα! Και πώς τολμάς να το λες έτσι;»

«Δεν το έκανες;» Ο Άντονι γύρισε να την κοιτάξει πάλι, τα χείλη του ήταν ελαφρώς ανασηκωμένα. «Και πώς θα το έλεγες εσύ;»

Το πουκάμισό του έπεσε στο χέρι του Γουίλις που περίμενε απλωμένο, προτού προλάβει εκείνη να απαντήσει. Η Ρόσλιν γύρισε από την άλλη μεριά τόσο γρήγορα, που ο Άντονι κόντεψε να βάλει τα γέλια φωναχτά. Τουλάχιστον το καινούριο θέμα διαφωνίας έφτιαχνε κάπως τη διάθεσή του, αν όχι τη δική της. Και το γεγονός ότι δεν τολμούσε να τον κοιτάξει γυμνό ήταν τρομερά ενδιαφέρον.

Ο Άντονι κάθισε στο κρεβάτι για να του βγάλει ο Γουίλις τις μπότες, ωστόσο τα μάτια του δεν ξεκόλλησαν από τη γυναίκα του. Είχε κάνει αλλιώς τα μαλλιά της απόψε, πιο παιχνιδιάρικα· τα είχε μαζεμένα ψηλά, αλλά είχε αφήσει λεπτές μπούκλες να πέφτουν ελεύθερες. Είχε περάσει πολύς καιρός που τα χέρια του δεν είχαν χωθεί μέσα σ’ αυτές τις υπέροχες κοκκινόχρυσες μπούκλες, πολύς καιρός που τα χείλη του δεν είχαν γευτεί την απαλή επιδερμίδα του λαιμού της. Το κεφάλι της ήταν γυρισμένο από την άλλη μεριά, μα το κορμί της ήταν στο πλάι και η αιχμηρή κορφή του στήθους της τράβηξε την προσοχή του.

Ο Άντονι πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει αλλού, προτού φέρει σε δύσκολη θέση τόσο εκείνον όσο και τον Γουίλις, όταν θα προχωρούσε περισσότερο με το γδύσιμό του.

«Ξέρεις, γλυκιά μου, μου διαφεύγει παντελώς ο λόγος που είχες τόσα νεύρα το πρωί».

«Εσύ μου τα προκάλεσες».

Αναγκάστηκε να τεντωθεί για να την ακούσει, αφού εκείνη δεν γύριζε ακόμα να τον κοιτάξει. «Πώς θα μπορούσα να είχα κάνει τέτοιο πράγμα από τη στιγμή που σου συμπεριφέρθηκα τόσο καλά;»

«Αποκάλεσες τη Φράνσις ενισχύσεις!»

Αυτό το άκουσε μια χαρά. «Φαντάζομαι θα το θεωρήσεις άξεστο εκ μέρους μου που σ’ το επισημαίνω, καρδιά μου, αλλά είχες μούτρα πολύ πριν αναφερθώ στη φίλη σου».

«Έχεις απόλυτο δίκιο», σύριξε εκείνη. «Είναι άξεστο που μου το λες».

Εκείνος της έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά και είδε τα δάχτυλά της να πασπατεύουν νευρικά τα μπράτσα της πολυθρόνας. Την είχε στριμώξει στη γωνία. Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του.

Της είπε ήρεμα: «Παρεμπιπτόντως, Ρόσλιν, μέχρι να βρω τον ξάδελφό σου, θα το εκτιμούσα αφάνταστα αν δεν έβγαινες από το σπίτι χωρίς εμένα».

Η απότομη αλλαγή θέματος την αιφνιδίασε. Οποιαδήποτε άλλη φορά θα του είχε απαντήσει ότι το είχε σκεφτεί και μόνη της να μη βγει για λίγο καιρό. Αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν απλώς ευγνώμων που είχε πάψει να την πιέζει σχετικά με όσα είχαν γίνει το πρωί.

«Ασφαλώς», συμφώνησε απλά.

«Υπάρχει κάποιο μέρος που θα ήθελες να πας τις επόμενες μέρες;»

Και να είναι αναγκασμένη όλη την ώρα να ανέχεται την παρουσία του; «Όχι», τον διαβεβαίωσε.

«Πολύ καλά». Η Ρόσλιν διαισθάνθηκε το ανασήκωμα των ώμων του. «Αν αλλάξεις γνώμη, όμως, μη διστάσεις να μου το πεις».

Ήταν ανάγκη να είναι τόσο αναθεματισμένα λογικός κι εξυπηρετικός;

«Τελείωσες;»

«Βασικά…»

«Μάλορι!» Η κραυγή έφτασε πνιχτή από την άλλη πλευρά της πόρτας και τότε όρμησε στο δωμάτιο ο Τζορτζ Άμχερστ. «Τόνι! Δεν θα…»

Η Ρόσλιν πετάχτηκε από το κάθισμά της, αφού σκέφτηκε ότι η παρουσία του Άμχερστ ακύρωνε την απειλή του Άντονι. Δεν κάθισε να ακούσει τι ήθελε να πει ο Τζορτζ στον άντρα της, τον προσπέρασε ορμητικά και βγήκε έξω, προσευχόμενη να μην έκανε άλλη σκηνή ο Άντονι προσπαθώντας να τη σταματήσει.

Ούτε που κοίταξε πίσω της, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και πήγε κατευθείαν στο σαλόνι. Σταμάτησε απότομα, όταν είδε ότι η Φράνσις ήταν ακόμα εκεί, όρθια μπροστά στο λευκό μαρμάρινο τζάκι με την πλάτη γυρισμένη προς το υπόλοιπο σαλόνι. Στράφηκε, και η Ρόσλιν ένιωθε έναν κόμπο να της φράζει το λαιμό, βλέποντας τα βουρκωμένα μάτια της φίλης της.

«Αχ, Φράνσις, σου ζητώ συγγνώμη», είπε στεναχωρημένη η Ρόσλιν κι έσπευσε να αγκαλιάσει τη φίλη της. «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον Άντονι που ανακατεύτηκε στα προσωπικά σου. Δεν είχε κανένα δικαίωμα…»

Η Φράνσις έκανε ένα βήμα πίσω για να τη διακόψει. «Παντρεύομαι, Ρος».

Η Ρόσλιν την κοίταξε άφωνη. Ούτε καν το λαμπερό χαμόγελο της Φράνσις –ένα χαμόγελο που όμοιό του είχε χρόνια να δει στο πρόσωπο της φίλης της– δεν μπορούσε να την κάνει να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Τα δάκρυα το ακύρωναν… Τα δάκρυα…

«Και τότε γιατί κλαις;»

Η Φράνσις γέλασε τρεμάμενα. «Γίνεται χωρίς να το θέλω. Ήμουν τόσο χαζή, Ρος. Ο Τζορτζ λέει ότι μ’ αγαπάει, ότι πάντα μ’ αγαπούσε».

«Τον… τον πιστεύεις;»

«Ναι». Και ύστερα πιο σθεναρά: «Ναι!»

«Μα Φραν…»

«Δεν πιστεύω να προσπαθείς να της αλλάξεις γνώμη, λαίδη Μάλορι;»

Η Ρόσλιν γύρισε ξαφνιασμένη και στο όμορφο πρόσωπο του Τζορτζ Άμχερστ, καθώς εκείνος πλησίαζε, είδε το πιο εχθρικό βλέμμα που είχε δεχτεί ποτέ από άντρα. Και ο τόνος της φωνής του ήταν γεμάτος απειλή, τα γκρίζα μάτια του ψυχρά.

«Όχι», αποκρίθηκε αμήχανα εκείνη. «Δεν θα τολμούσα ποτέ να…»

«Ωραία!» Η μεταμόρφωση ήταν ακαριαία, το χαμόγελο εκτυφλωτικό. «Γιατί τώρα που ξέρω ότι μ’ αγαπάει ακόμα, δεν θ’ άφηνα κανέναν να μπει ανάμεσά μας».

Ήταν ολοφάνερο το υπονοούμενο, σαν τη ζεστασιά που τώρα έβγαινε από τα μάτια του, ότι με το «κανέναν» εννοούσε ακόμη και την ίδια τη Φράνσις. Και ήταν εξίσου ολοφάνερη η χαρά που προκάλεσε στο πρόσωπο της Φράνσις αυτή η διακριτική προειδοποίηση.

Αγκάλιασε τη σαστισμένη Ρόσλιν, ψιθυρίζοντας χαρούμενα στο αυτί της: «Βλέπεις τώρα γιατί δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά του; Δεν είναι υπέροχος;»

Υπέροχος; Η Ρόσλιν κόντεψε να πνιγεί όταν το άκουσε. Ο τύπος ήταν γυναικάς, ανήθικος. Η ίδια η Φράνσις ήταν που την είχε προειδοποιήσει να μην εμπιστεύεται τέτοιους άντρες και τώρα ήθελε να παντρευτεί τον άντρα που της είχε ραγίσει την καρδιά.

«Ελπίζω να μας συγχωρήσεις που φεύγουμε έτσι βιαστικά, γλυκιά μου», έλεγε τώρα η Φράνσις πισωπατώντας και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Αλλά έχουμε τόσο πολλά να πούμε εγώ και ο Τζορτζ».

«Είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνει ότι θα θέλαμε να μείνουμε λίγο μόνοι μας τώρα, Φράνι», πρόσθεσε ο Τζορτζ κι αγκάλιασε τη Φράνσις από τη μέση τραβώντας την ξεδιάντροπα κοντά του. «Στο κάτω κάτω κι εκείνη νιόπαντρη είναι».

Αυτή τη φορά η Ρόσλιν όντως πνίγηκε, αλλά κανείς από τους δύο δεν την άκουσε· κοιτάζονταν μες στα μάτια με τόση λατρεία που δεν πρόσεχαν τίποτε άλλο γύρω τους. Και μάλλον θα πρέπει να τους είχε δώσει τη σωστή απάντηση, γιατί σε λιγότερο από ένα λεπτό βρέθηκε μόνη στο σαλόνι κοιτάζοντας σαστισμένη το πάτωμα, βομβαρδισμένη από τόσα αντικρουόμενα συναισθήματα που κανένα από αυτά δεν ήταν τόσο δυνατό, ώστε να τη βγάλει από το σάστισμά της.

«Βλέπω έμαθες τα ευχάριστα».

Η Ρόσλιν στράφηκε αργά προς την πόρτα και στη θέα του άντρα της για μια στιγμή κάθε σκέψη έσβησε από το μυαλό της. Ήταν υπέρκομψος με το σκούρο σμαραγδί σατέν σακάκι και την πλούσια χιονάτη δαντέλα που ξεχυνόταν από το λαιμό του. Είχε χτενισμένα τα μαλλιά του προς τα πίσω αψηφώντας το χτένισμα που βρισκόταν τώρα στη μόδα, αλλά εκείνα ήταν τόσο απαλά που δεν υποτάσσονταν και ήδη τα πλούσια εβένινα κύματα έπεφταν απείθαρχα στους κροτάφους του. Ήταν συγκλονιστικός, δεν υπήρχε άλλη λέξη να τον περιγράψει, ήταν τόσο όμορφος που ένιωσε την καρδιά της να χάνει ένα χτύπο.

Αλλά τότε πρόσεξε τη στάση του κορμιού του, μια στάση που της ήταν αφάνταστα γνώριμη πια, ο ώμος του γερμένος πάνω στην κάσα της πόρτας, τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος – και το ύφος του αυτάρεσκο. Μα τον Θεό ξεχείλιζε ολόκληρος αυταρέσκεια, από το γεμάτο ικανοποίηση για τον εαυτό του μειδίαμα, το κοροϊδευτικό γέλιο στα μπλε του κοβαλτίου μάτια του, που με το σκουροπράσινο σακάκι του φάνταζαν τώρα πολύ πιο έντονα μπλε. Καμάρωνε σαν παγόνι για την αφεντιά του, ο αχρείος, και το επιδείκνυε με τη συνηθισμένη αντρική υπεροψία του.

«Δεν έχεις κάτι να πεις, καρδιά μου, μετά από τόση φασαρία που έκανες για το τίποτα;»

Την τσιγκλούσε, της έτριβε το λάθος της στη μούρη. Τα δόντια της σφίχτηκαν, τα δάχτυλά της έγιναν γροθιές πάνω στους γοφούς της. Τα συναισθήματά της είχαν βρει διέξοδο τώρα. Στη λυσσαλέα οργή. Μα εκείνος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Έπρεπε να τρέξει αίμα.

«Θα πρέπει να είναι ενοχλητικό να βλέπεις την ίδια γυναίκα που έτρεφε την έλλειψη εμπιστοσύνης σου στους άντρες να σε προδίδει και να δείχνει εμπιστοσύνη σ’ έναν απ’ αυτούς. Σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα με άλλα μάτια, ε;»

«Παλιο…» Όχι, δεν θα το έκανε. Αρνιόταν να αρχίσει να φωνάζει πάλι σαν μέγαιρα και να γελάνε μαζί της οι υπηρέτες. «Βασικά», είπε με σφιγμένα δόντια, «δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στη δική της περίπτωση και τη δική μου». Και κατόπιν σύριξε: «Είμαι σίγουρη ότι το πρωί θα έρθει στα σύγκαλά της».

«Επειδή ξέρω τον γερο-Τζορτζ, πολύ αμφιβάλλω. Το μόνο που θα έχει στο μυαλό της η φίλη σου το πρωί θα είναι πώς πέρασε τη νύχτα. Μήπως σου θυμίζει κάτι;»

Προσπάθησε να το πολεμήσει, να συγκρατηθεί, αλλά τα μάγουλά της ρόδισαν παρά τη θέλησή της. «Είσαι αηδιαστικός, Άντονι. Έφυγαν για να μιλήσουν».

«Αφού το λες εσύ, καρδιά μου».

Ο περιφρονητικός τόνος του την έκανε θηρίο. Εκείνος είχε δίκιο φυσικά. Το ήξερε. Κι εκείνος το ήξερε. Ήταν τόσο φανερός ο λόγος που βιάζονταν ο Τζορτζ με τη Φράνσις να φύγουν, που καταντούσε ντροπή πια. Αλλά ανάθεμα αν θα το παραδεχόταν σ’ εκείνον!

Του είπε σφιγμένα: «Μ’ έχει πιάσει πονοκέφαλος. Με συγχωρείς…». Έκανε να φύγει αλλά σταμάτησε όταν έφτασε στην πόρτα, γιατί με την ανέμελη στάση του κορμιού του έφραζε την έξοδο. «Μου επιτρέπεις;» τον ρώτησε καυστικά.

Ο Άντονι ίσιωσε αργά τον κορμό του, διασκεδάζοντας που εκείνη γύρισε στο πλάι με την πλάτη της προς το μέρος του για να χωρέσει από την πόρτα χωρίς να τον αγγίξει.

«Δειλή», της είπε σιγανά και χαμογέλασε, όταν την είδε να κοκαλώνει στα μισά του χολ και τους ώμους της να τσιτώνονται. «Κι αν δεν κάνω λάθος, σου χρωστάω κι ένα μάθημα στην πολυθρόνα, ε;» Την άκουσε να παίρνει κοφτή ανάσα κι αμέσως μετά την είδε να τρέχει του σκοτωμού να ανέβει τη σκάλα. «Άλλη φορά, καρδιά μου».