Πλησιάζοντας τη φαρδιά είσοδο της δίφυλλης πόρτας της μεγάλης σάλας χορού του Έντουαρντ Μάλορι, δύο βραδιές μετά τη λιποταξία της Φράνσις και την εισχώρησή της στο στρατόπεδο του εχθρού –έτσι έβλεπε η Ρόσλιν την επανασύνδεσή της με τον Άμχερστ–, η Ρόσλιν πισωπάτησε απότομα, κάνοντας και τους δύο συνοδούς της να σταματήσουν. Θα έπρεπε να είχε καταλάβει κάτι από τις πολλές άμαξες μπροστά στην έπαυλη των Μάλορι, αλλά και πάλι πού να φανταστεί ότι μπροστά της θα έβλεπε κοντά διακόσια άτομα μέσα στη μεγάλη σάλα.
«Νόμιζα ότι θα ήταν μια ήσυχη συγκέντρωση με την οικογένεια και τους φίλους μόνο», σχολίασε η Ρόσλιν στον Άντονι, ανίκανη να συγκρατήσει την ψυχρότητα στη φωνή της. Στο κάτω κάτω, αυτό το πάρτι για εκείνους ήταν. Θα έπρεπε κάποιος να την προειδοποιήσει. «“Μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο”, αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του αδελφού σου, αν θυμάμαι καλά».
«Εδώ που τα λέμε, αυτή η συγκέντρωση θεωρείται μικρή για τα δεδομένα της Σάρλοτ».
«Και να φανταστώ ότι όλοι αυτοί είναι φίλοι σου;»
«Λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, καρδιά μου, αλλά δεν είμαι τόσο δημοφιλής». Ο Άντονι χαμογέλασε. «Όταν ο μικρός Έντι είπε ότι θα είναι οι φίλοι της οικογένειας, μάλλον εννοούσε οι φίλοι κάθε μέλους της οικογένειας ξεχωριστά ή έστω έτσι φαίνεται. Μην ανησυχείς, γλυκιά μου, είσαι κατάλληλα ντυμένη».
Δεν ανησυχούσε για το ντύσιμό της. Η μεταξωτή κρεπ τουαλέτα της στο βαθυπράσινο χρώμα του βρύου, με μαύρη δαντέλα πάνω στη σατέν μπορντούρα γύρω από τα κοντά, εβαζέ μανίκια της, με το βαθύ, στρογγυλό ντεκολτέ, την ψηλή μέση και ποδόγυρο, ήταν κατάλληλη για κάθε είδους επίσημο βραδινό χορό, γιατί, όπως αποδείχτηκε, αυτό ακριβώς ήταν η σημερινή συγκέντρωση. Το σύνολο συμπλήρωναν μαύρα, βραδινά γάντια και σατέν πασουμάκια, αλλά τα διαμάντια στα αυτιά, στο λαιμό, στους καρπούς και σε αρκετά δάχτυλά της, ήταν αυτά που κατά την άποψή της την έκαναν ευπαρουσίαστη, ακόμη και για εμφάνιση σε πρίγκιπα αντιβασιλέα.
Δεν είπε τίποτε άλλο. Ούτως ή άλλως, ο Άντονι δεν την πρόσεχε, σάρωνε αδιάφορα με το βλέμμα του τη σάλα, γεγονός που της έδωσε την ευκαιρία να τον χαζέψει για μια στιγμή – αλλά μόνο για μια στιγμή. Αποτράβηξε με κόπο το βλέμμα της, τρίζοντας τα δόντια.
Από τη στιγμή που τη συνόδευαν ο Άντονι και ο Τζέιμς, οι δύο ωραιότεροι άντρες του Λονδίνου, κανονικά θα έπρεπε να νιώθει απίστευτα περήφανη – και θα ένιωθε, αν το είχε σκεφτεί. Αλλά το μοναδικό πράγμα που κυριαρχούσε στη σκέψη της Ρόσλιν τώρα ήταν να καταφέρει να απαλλαγεί όσο πιο γρήγορα γινόταν από την παρουσία του άντρα της. Μετά την αβάσταχτη διαδρομή μέχρι εδώ, όπου αναγκαστικά είχε καθίσει δίπλα του, τα νεύρα της είχαν γίνει ένα μάτσο κουρέλια.
Δεν θα ήταν τόσο άσχημα μέσα στην άμαξα –είχε πολύ φαρδιά καθίσματα–, αν ο Άντονι δεν την είχε τραβήξει επίτηδες κοντά του, αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά από τους ώμους. Κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως με τον Τζέιμς καθισμένο απέναντί τους να τους παρατηρεί με το ανάρμοστο ύφος του. Αλλά γι’ αυτό το είχε κάνει και ο Άντονι. Επειδή ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα του έκανε σκηνή μπροστά στον αδελφό του.
Αλλά ήταν κόλαση, μαρτυρική αγαλλίαση, να νιώθει το μηρό του να καίει τον δικό της, το γοφό του, ολόκληρη τη μία πλευρά του κορμιού του κολλημένη πάνω της. Και το καταραμένο χέρι του δεν καθόταν ήσυχο ούτε λεπτό, τα δάχτυλά του χάιδευαν συνέχεια το μπράτσο της στο σημείο που ήταν γυμνό, ανάμεσα στο κοντό μανίκι της τουαλέτας και στο γάντι της που έφτανε ως τον αγκώνα. Και ήξερε ακριβώς τι της έκανε. Παρότι καθόταν ακίνητη σαν άγαλμα, δεν μπορούσε να ελέγξει την ανάσα της που γινόταν όλο και πιο γρήγορη, το σφυροκόπημα της καρδιάς της ή το προδοτικό ανατρίχιασμα στα μπράτσα της κάτω από τα δάχτυλά του, κάνοντάς τη να ριγεί ξανά και ξανά, μαρτυρώντας του πόσο αποτελεσματικό ήταν το αθώο άγγιγμά του.
Η διαδρομή ως εδώ της είχε φανεί ατελείωτη, ενώ δεν ήταν παρά μόνο μερικά τετράγωνα απόσταση από το Πικαντίλι μέχρι την πλατεία Γκρόσβενορ, όπου έμενε ο Έντουαρντ Μάλορι με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του. Και παρότι είχαν φτάσει επιτέλους και η Ρόσλιν μπορούσε πάλι να ανασαίνει κανονικά φροντίζοντας να κρατά απόσταση από τον Άντονι, ήξερε ότι θα περνούσε αρκετή ώρα ακόμη μέχρι να μπορέσει να του ξεφύγει. Το πάρτι δινόταν προς τιμήν τους, επομένως θα έπρεπε για τους τύπους να είναι μαζί όταν θα γίνονταν οι συστάσεις, και τώρα καταλάβαινε πόση ώρα θα έπαιρνε όλο αυτό με τόσους καλεσμένους που έπρεπε να γνωρίσει. Αλλά με το που θα τη σύστηναν στον τελευταίο…
Ήταν παρόντες όλοι οι Μάλορι. Είδε τη Ρετζίνα και τον Νίκολας παρέα με αρκετά από τα παιδιά του Έντουαρντ· τον Τζέισον και το γιο του τον Ντέρεκ δίπλα στο τραπέζι με τα ποτά μαζί με τον Τζέρεμι, που είχε έρθει νωρίτερα για να βοηθήσει τη θεία του με το στολισμό της τελευταίας στιγμής, για τον οποίο, κρίνοντας απ’ ό,τι έβλεπε τώρα η Ρόσλιν, θα πρέπει να είχε γίνει επιδρομή στον κήπο της Σάρλοτ και να μην είχε μείνει λουλούδι για λουλούδι που να ήταν ανθισμένο και να μην είχε κοπεί. Είδε τη Φράνσις με τον Τζορτζ, καθώς κι αρκετά άλλα άτομα που είχε γνωρίσει από τότε που είχε έρθει στο Λονδίνο.
Και τότε συνειδητοποίησε τη νεκρική σιγή που είχε πέσει στη σάλα. Τους είχαν δει, και η Ρόσλιν βόγκηξε ενδόμυχα όταν αισθάνθηκε το χέρι του Άντονι να τυλίγεται γύρω από τη μέση της για να παρουσιάσουν μια αξιολάτρευτη εικόνα. Δεν θα τελείωνε ποτέ με τις οικειότητες απόψε; Μάλλον όχι, γιατί ο Άντονι δεν την άφησε ούτε όταν τους πλησίασαν ο Έντουαρντ και η Σάρλοτ με μια μικρή παρέα να ακολουθεί πίσω τους κι άρχισαν οι συστάσεις. Η μόνη διακοπή ήταν όταν αναγκαστικά άνοιξαν το χορό εκείνοι ως επίτιμοι καλεσμένοι και πάλι βρήκε ευκαιρία ο Άντονι να τη βασανίσει κολλώντας πάνω της.
Σύντομα γνώρισε και τους δικούς του φίλους, τo πιο οικτρό τσούρμο έκφυλων γυναικάδων που μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν υπήρξε ούτε ένας που να μην τη γλυκοκοίταξε ξεδιάντροπα, να μην τη φλερτάρισε ή να αστειεύτηκε με χοντροειδέστατους υπαινιγμούς. Ήταν διασκεδαστικοί. Ήταν εξοργιστικοί. Και κατάφεραν να την κλέψουν από το πλευρό του Άντονι χορεύοντας μαζί της τον ένα χορό μετά τον άλλο, ώσπου τελικά, όταν κάποια στιγμή εκείνη παρακάλεσε να κάνουν ένα διάλειμμα, δεν είδε πουθενά τον Άντονι. Επιτέλους ένιωσε ότι μπορούσε να χαλαρώσει και να διασκεδάσει.
«Για να σου πω, Μάλορι, ή παίζουμε χαρτιά ή όχι», είπε αγανακτισμένος ο εντιμότατος Τζον Γουίλχερστ, όταν ο Άντονι σηκώθηκε από το τραπέζι για τρίτη φορά μέσα σε λιγότερο από μία ώρα.
Οι άλλοι δύο παίχτες τσιτώθηκαν, μόλις ο Άντονι έβαλε και τα δύο χέρια του πάνω στο τραπέζι κι έσκυψε προς τον Γουίλχερστ. «Σηκώνομαι για να ξεμουδιάσω, Τζον. Αλλά αν έχεις πρόβλημα μ’ αυτό, ξέρεις τι μπορείς να κάνεις».
«Κ-κανένα πρόβλημα», ψέλλισε ο Τζον Γουίλχερστ. Ήταν γείτονας του Τζέισον κι έτσι είχε πείρα από τον εκρηκτικό χαρακτήρα των αδελφών Μάλορι, αφού είχε μεγαλώσει μαζί τους. Μα πού είχε το μυαλό του; «Κι εγώ θέλω να πάρω άλλο ένα ποτό».
Ο Γουίλχερστ εγκατέλειψε βιαστικά το τραπέζι και ο Άντονι έριξε μια ματιά στους άλλους δύο παίχτες για να δει αν υπήρχε άλλη αντίρρηση. Καμία.
Ήρεμα –λες και δεν είχε μόλις κοντέψει να πιαστεί στα χέρια μ’ έναν παλιό οικογενειακό φίλο–, πήρε το ποτό του κι έφυγε από την αίθουσα χαρτοπαιξίας. Σταμάτησε εκεί όπου είχε σταθεί και νωρίτερα, στην είσοδο της σάλας χορού, και τα μάτια του σάρωσαν το πλήθος ώσπου βρήκαν αυτό που τον τραβούσε ξανά και ξανά σ’ αυτό εδώ το σημείο.
Ανάθεμά τη! Δεν γινόταν ούτε ένα απλό παιχνίδι χαρτιά να παίξει όταν ήταν εκείνη τριγύρω. Και μόνο που ήξερε ότι βρισκόταν κοντά του, αλλά κάπου όπου δεν μπορούσε να την παρακολουθεί, του ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί στο παιχνίδι, με αποτέλεσμα να έχει ήδη χάσει κοντά χίλιες λίρες. Ήταν μάταιο. Δεν μπορούσε να είναι κοντά της χωρίς να την αγγίζει, αλλά ούτε και να είναι μακριά της μπορούσε.
Στην άλλη άκρη της σάλας, ο Κόνραντ Σαρπ σκούντησε τον Τζέιμς στα πλευρά. «Να τος πάλι».
Ο Τζέιμς κοίταξε προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει ο Κόνι και γέλασε όταν είδε τον Άντονι να κοιτάζει βλοσυρά τη γυναίκα του που στροβιλιζόταν στην πίστα. «Καλά λένε ότι μια φάτσα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Θα έλεγα ότι ο αδελφούλης μου δεν είναι καθόλου χαρούμενος».
«Θα μπορούσες να το διορθώσεις αυτό, αν έκανες μια κουβεντούλα με την κυρία και της έλεγες την αλήθεια».
«Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα».
«Αλλά δεν θα το κάνεις;»
«Και να το κάνω εύκολο για τον Τόνι; Έλα τώρα, Κόνι. Είναι πολύ πιο διασκεδαστικό να τον βλέπω να τα κάνει από μόνος του μαντάρα. Ο οργανισμός του δεν σηκώνει την απόρριψη. Θα σκάβει μόνος του το λάκκο του όλο και πιο βαθιά, προτού τελικά βγει έξω».
«Αν καταφέρει να βγει».
«Πού πήγε η πίστη σου, ρε φίλε; Οι Μάλορι πάντα νικάνε στο τέλος». Σ’ αυτό το σημείο ο Τζέιμς χαμογέλασε. «Εξάλλου εκείνη έχει ήδη αρχίσει να λυγίζει, αν δεν το πρόσεξες. Αν είναι μία γυναίκα ερωτοχτυπημένη, αυτή είναι η λαίδη Ρόσλιν».
«Απλώς δεν το ξέρει, να φανταστώ;»
«Ακριβώς».
«Γιατί χαμογελάτε εσείς οι δύο;» ρώτησε η Ρετζίνα πλησιάζοντάς τους μαζί με τον Νίκολας.
Ο Τζέιμς της έκανε μια γρήγορη αγκαλιά. «Για τα κουσούρια των αντρών, κουφετάκι μου. Ώρες ώρες μπορούμε να γίνουμε μεγάλα καθάρματα».
«Να μιλάς για τον εαυτό σου, γέρο», αντιγύρισε ο Νίκολας.
«Βασικά εξαιρούσα τον εαυτό μου», απάντησε ο Τζέιμς στραβώνοντας τα χείλη και τα μάτια του έκοψαν από πάνω ως κάτω τον εξ αγχιστείας ανιψιό του. «Αλλά εσύ, Μοντάιθ, αποτελείς πρώτης τάξεως παράδειγμα».
«Άντε πάλι!» αναστέναξε αγανακτισμένη η Ρετζίνα, τους αγριοκοίταξε και τους δύο και ύστερα τους αγνόησε πιάνοντας αγκαζέ τον Κόνραντ. «Κόνι, θα με χορέψεις να με γλιτώσεις; Βαρέθηκα να με πιτσιλάνε τα αίματα από τα ξίφη τους».
«Πολύ ευχαρίστως, σαμιαμίδι μου», αποκρίθηκε ο Κόνι με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά.
Ο Τζέιμς ρουθούνισε βλέποντάς τους να στροβιλίζονται. «Δεν μασάει τα λόγια της, ε;»
«Κι αυτό δεν είναι τίποτα», γκρίνιαξε ο Νίκολας, μάλλον στον εαυτό του. «Για δοκίμασε εσύ να κοιμηθείς στον καναπέ, επειδή η γυναίκα σου είναι τσαντισμένη μαζί σου».
Ο Τζέιμς δεν κατάφερε να κρατηθεί. Ξέσπασε σε γέλια. «Χριστέ μου, κι εσύ; Ε, ρε πλάκες! Καλά, τι της έκανες και…»
«Δεν σ’ έχω συγχωρήσει, αυτό της έκανα». Ο Νίκολας σκυθρώπιασε που γελούσαν σε βάρος του. «Και το ξέρει καλά. Κάθε φορά που εμείς οι δύο αρπαζόμαστε, μετά ακούω τον εξάψαλμο. Πότε θα φύγεις από το Λονδίνο τέλος πάντων;»
«Πω πω! Σαν πολλοί να καίγονται γι’ αυτό τώρα τελευταία». Ο Τζέιμς συνέχιζε να γελάει. «Αν είναι να παραμείνεις στον καναπέ, μπορεί να μη φύγω ποτέ».
«Είσαι μεγάλη καρδιά, Μάλορι».
«Έτσι θέλω να πιστεύω. Αν σε παρηγορεί κάπως αυτό, πάντως, εγώ σ’ έχω συγχωρήσει εδώ και πολύ καιρό».
«Τι μεγαλοψυχία, αν λάβουμε υπόψη ότι εξαρχής εσύ έφταιγες. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να σε νικήσω σε μια ναυμαχία…»
«Και να με στείλεις φυλακή», απάντησε ο Τζέιμς, που πλέον δεν διασκέδαζε και τόσο.
«Χα! Αφού πρώτα εσύ μ’ έστειλες στο κρεβάτι με τόσο ξύλο που έφαγα και κόντεψα να χάσω τον ίδιο μου το γάμο».
«Στον οποίο γάμο αναγκαστήκαμε να σε πάμε σηκωτό», επεσήμανε ο Τζέιμς ξινισμένα.
«Αυτό είναι ψέμα, γαμώτο!»
«Αλήθεια; Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι τα αδέλφια μου αναγκάστηκαν να σε στριμώξουν για να πας στην εκκλησία. Μωρέ, ας ήμουν εγώ εδώ τότε…»
«Μα ήσουν, γέρο – παραφύλαγες στα σοκάκια για να μου την πέσεις».
«Παραφύλαγα; Παραφύλαγα λέει!» εξερράγη ο Τζέιμς.
Ο Νίκολας βόγκηξε. «Κοίτα τώρα τι έκανες με τις αγριοφωνάρες σου».
Ο Τζέιμς ακολούθησε το βλέμμα του και είδε ότι η Ρετζίνα είχε σταματήσει να χορεύει. Στεκόταν στη μέση της πίστας και τους κοίταζε και δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένη, με τον Κόνι δίπλα της να προσπαθεί να κάνει ότι τάχα δεν είχε ακούσει κι εκείνος τις φωνές τους.
«Νομίζω ότι έχω ανάγκη από άλλο ένα ποτό», είπε απότομα ο Τζέιμς χαμογελώντας χαιρέκακα. «Καλά να περάσεις στον καναπέ σου, μικρέ». Άφησε τον Νίκολας για να πάει προς το τραπέζι με τα ποτά. Στη διαδρομή, προσπερνώντας τον Άντονι δεν άντεξε να μη σχολιάσει: «Μικρέ, εσύ και ο Μοντάιθ πρέπει να ανταλλάξετε απόψεις. Αντιμετωπίζει κι εκείνος το ίδιο πρόβλημα μ’ εσένα, αν θες να ξέρεις».
«Αλήθεια;» Ο Άντονι έψαξε με τα μάτια τη σάλα να βρει τον Νίκολας. Και πρόσθεσε ξερά: «Αν είναι όντως έτσι, προφανώς βρήκε τρόπο να το λύσει».
Ο Τζέιμς γέλασε βλέποντας τον Νίκολας να φιλάει τη γυναίκα του με σκανδαλώδη αδιαφορία για τα βλέμματα του κόσμου που τραβούσαν πάνω τους. «Να με πάρει και να με σηκώσει, αν αυτός δεν έχει βρει το τέλειο κόλπο. Δεν μπορεί να τον κατσαδιάσει η Ρίγκαν, αφού της έχει κλείσει το στόμα».
Αλλά ο Άντονι δεν ήταν εκεί για να ακούσει τα λόγια του. Είχε ακούσει για άλλη μία φορά –κι αυτή η φορά ήταν που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει– το βραχνό γέλιο της Ρόσλιν σε κάποιο αστείο που της έλεγε ο τωρινός της καβαλιέρος. Ανοίγοντας δρόμο μέσα από τους χορευτές ώσπου έφτασε στο ζευγάρι, ο Άντονι χτύπησε όχι και τόσο ευγενικά στον ώμο τον Τζάστιν Γουόρτον, αναγκάζοντάς τους να σταματήσουν απότομα το χορό.
«Συμβαίνει κάτι, Μάλορι;» ρώτησε ο λόρδος Γουόρτον επιφυλακτικά, διαισθανόμενος την υπόγεια απειλή στη στάση και στο ύφος του Άντονι.
«Τίποτα απολύτως». Ο Άντονι χαμογέλασε σφιγμένα, αλλά το χέρι του τινάχτηκε να πιάσει τη Ρόσλιν που απομακρυνόταν σιγά σιγά. «Απλώς παίρνω πίσω ό,τι μου ανήκει». Και με ένα κοφτό νεύμα στον Γουόρτον, στριφογύρισε τη γυναίκα του στο ρυθμό του βαλς που συνεχιζόταν ακόμα. «Περνάς καλά, καρδιά μου;»
«Περνούσα», αντιγύρισε εκείνη αποφεύγοντας το βλέμμα του. Η μοναδική ένδειξη ότι ο υπαινιγμός της είχε βρει στόχο ήταν ένα ελαφρύ σφίξιμο στη μέση της από τα δάχτυλά του.
«Φεύγουμε τότε;»
«Όχι», απάντησε εκείνη βιαστικά.
«Μα αφού δεν περνάς καλά…»
«Περνάω… καλά…», είπε εκείνη μέσα από τα δόντια της.
Ο Άντονι της χαμογέλασε, παρατηρώντας τα μάτια της που κοίταζαν οπουδήποτε αλλού μέσα στη σάλα εκτός από εκείνον. Την τράβηξε πιο κοντά του, είδε το σφυγμό στο λαιμό της να γίνεται πιο γρήγορος κι αναρωτήθηκε τι θα έκανε η Ρόσλιν αν ακολουθούσε κι εκείνος τη στρατηγική του Μοντάιθ.
Τη ρώτησε. «Τι θα έκανες, καρδιά μου, αν τελείωνα αυτόν το χορό μ’ ένα φιλί;»
«Τι πράγμα;»
Την είχε αναγκάσει να στρέψει ακαριαία τα μάτια της πάνω του τώρα. «Σε πανικοβάλλει αυτό, έτσι δεν είναι; Γιατί;»
«Δεν έχω πανικοβληθεί, φίλε».
«Α, να και η σκοτσέζικη προφορά, αδιάψευστο σημάδι…»
«Θα πάψεις!» σύριξε εκείνη, γιατί το πείραγμά του την είχε πανικοβάλει τόσο, που έχασε ένα βήμα από το χορό.
Ο Άντονι χαμογέλασε κατευχαριστημένος κι αποφάσισε να την αφήσει ήσυχη προς το παρόν. Αν ξεκινούσε κάτι μέσα σε μια σάλα χορού δεν θα ήταν μόνο κακόγουστο, αλλά δεν θα τον έβγαζε και πουθενά.
Προσέχοντας τα διαμάντια που αστραποβολούσαν πάνω της σε κάθε της κίνηση, τη ρώτησε άχρωμα: «Τι δίνει ένας άντρας σε μια γυναίκα που έχει τα πάντα;».
«Κάτι που δεν αγοράζεται», απάντησε η Ρόσλιν αφηρημένα, γιατί ακόμα σκεφτόταν τι θα μπορούσε να συμβεί όταν θα τελείωνε αυτός ο χορός.
«Την καρδιά του ίσως;»
«Ίσως… Όχι… Θέλω να πω…» Κόμπιασε, τον αγριοκοίταξε και η φωνή της έγινε φαρμακερή όταν συνέχισε. «Δεν θέλω τη δική σου καρδιά, φίλε, όχι πια».
Ένιωσε ένα χέρι να πειράζει τις μπούκλες στο μέτωπό της. «Κι αν είναι ήδη δική σου;» τη ρώτησε σιγανά.
Για μια στιγμή η Ρόσλιν χάθηκε στο έντονο μπλε των ματιών του. Τον πλησίασε κι άλλο και ήταν έτοιμη να του προσφέρει τα χείλη της, αδιαφορώντας για τον κόσμο γύρω τους και όσα έμπαιναν ανάμεσά τους και τους χώριζαν. Αλλά συνήλθε βγάζοντας μια άναρθρη κραυγή και τραβήχτηκε πίσω, αγριοκοιτάζοντάς τον ξανά.
Έξαλλη με τον εαυτό της, είπε: «Αν η καρδιά σου είναι δική μου, τότε μπορώ να την κάνω ό,τι θέλω κι αυτό που θέλω είναι να την κόψω κομματάκια και μετά να σ’ τη δώσω πίσω».
«Άκαρδη γυναίκα».
«Κάθε άλλο». Χαμογέλασε ειρωνικά διασκεδάζοντάς τον, αν κι εκείνη δεν το ήξερε. «Η καρδιά μου είναι ακριβώς εκεί που πρέπει να είναι κι εκεί θα μείνει».
Ξέφυγε απότομα από την αγκαλιά του και κατευθύνθηκε αγέρωχα προς τους μεγαλύτερους αδελφούς του. Μόνο κοντά τους ένιωθε ασφαλής από τα τολμηρά πειράγματα του Άντονι και τα υποτιθέμενα αθώα αγγίγματα και χάδια των χεριών του.