Κεφάλαιο 34

Ο Τζορτζ χτύπησε δυνατά κάνα δυο φορές το ρόπτρο της πόρτας και κατόπιν πισωπάτησε, σφυρίζοντας χαρούμενα όσο περίμενε. Την πόρτα άνοιξε ο Ντόμπσον.

«Έφυγε πριν από πέντε λεπτά, κύριε. Δεν τον προλάβατε», τον ενημέρωσε ο Ντόμπσον, προτού προφτάσει καν ο Τζορτζ να μιλήσει.

«Να πάρει, και νόμιζα ότι είχα χρόνο μπροστά μου», απάντησε τελικά, αλλά δεν πτοήθηκε. «Έγινε τότε. Δεν θα είναι δύσκολο να τον βρω».

Ο Τζορτζ ανέβηκε πάλι στο κανελί άλογό του και κίνησε για το Χάιντ Παρκ. Ήξερε τι μονοπάτια προτιμούσε ο Άντονι, αυτά που ήταν μακριά από την οδό Ρότεν Ρόου, επειδή εκεί πήγαιναν οι κυρίες. Του είχε κάνει αρκετές φορές παρέα στην πρωινή του ιππασία, αλλά εκείνες οι φορές ήταν μετά από ξενύχτι, όπου και οι δύο ήταν άυπνοι. Στην πραγματικότητα δεν είχε ξυπνήσει ποτέ του τόσο τρομακτικά νωρίς για να κάνει ιππασία ή και οτιδήποτε άλλο, εδώ που τα λέμε – μέχρι πρότινος.

Ο Τζορτζ συνέχισε να σφυρίζει χαρούμενα, είχε τέτοια κέφια που θα μπορούσε να πηγαίνει πετώντας. Τις τελευταίες τρεις μέρες οι συνήθειές του είχαν αλλάξει ριζικά, αλλά δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένος. Έπεφτε για ύπνο νωρίς, σηκωνόταν νωρίς και περνούσε κάθε του μέρα με τη Φράνι. Όχι, στ’ αλήθεια δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένος και όλα τα χρωστούσε στον Άντονι. Αλλά δεν του είχε δοθεί ακόμα η ευκαιρία να ευχαριστήσει το φίλο του και γι’ αυτό είχε σκεφτεί να πάει μαζί του για ιππασία σήμερα το πρωί.

Μόλις μπήκε στο πάρκο ανέπτυξε ταχύτητα για να προλάβει τον Άντονι, αλλά πέρασε λίγη ώρα ώσπου να τον εντοπίσει τελικά σε αρκετή απόσταση μπροστά του κι αυτό μόνο και μόνο επειδή ο Άντονι είχε σταματήσει στην αρχή του μακριού μονοπατιού, το οποίο χρησιμοποιούσε συνήθως για να καλπάζει ολοταχώς. Ο Τζορτζ σήκωσε το χέρι του, όμως προτού προλάβει να του φωνάξει, ακούστηκε ένας πυροβολισμός.

Τον άκουσε, μα δεν το πίστεψε. Είδε το άλογο του Άντονι να σηκώνεται στα πίσω πόδια του, τόσο ψηλά που αναβάτης και άλογο παραλίγο να γείρουν και να πέσουν προς τα πίσω, αλλά ακόμα δεν το πίστεψε. Ο Άντονι έπεσε όμως. Το άλογο κατάφερε να σταθεί πάλι στα πόδια του, μα ήταν φανερό ότι είχε τρομάξει τόσο πολύ που πισωπάτησε τινάζοντας νευρικά το κεφάλι του κι ακούμπησε σ’ ένα θάμνο, κάτι που το τρόμαξε περισσότερο. Ένας κοκκινομάλλης άντρας, περίπου είκοσι γιάρδες μακριά από τον Άντονι, καβάλησε ένα άλογο που ήταν κρυμμένο πίσω από μια συστάδα δέντρων κι έφυγε σαν βολίδα.

Ο Άντονι ήταν ακόμα πεσμένος κάτω, και παρόλο που όλα είχαν γίνει μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ο Τζορτζ κατάφερε να συνδυάσει τα γεγονότα κι όταν συνειδητοποίησε τελικά τι είχε συμβεί ένιωσε την καρδιά του να σταματά. Και τότε ο Άντονι ανακάθισε, πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του και το αίμα ξαναγύρισε στο άσπρο σαν το πανί πρόσωπο του Τζορτζ. Κοίταξε μια τον κοκκινομάλλη που το έσκαγε και μια τον Άντονι που σηκωνόταν –προφανώς δεν είχε τραυματιστεί– και πήρε την απόφαση. Έστρεψε το άλογό του προς τον κοκκινομάλλη.

Ο Άντονι είχε μόλις παραδώσει το άλογό του στον λακέ που περίμενε για να το γυρίσει στο στάβλο, όταν είδε να πλησιάζει από πίσω του ο Τζορτζ καλπάζοντας. Γαμώτο. Δεν είχε καμία διάθεση να δει τον Τζορτζ που πετούσε στα σύννεφα από χαρά. Όχι ότι ο Άντονι τον ζήλευε για την ευτυχία του, απλώς δεν ήθελε να του υπενθυμίζουν ότι η δική του προσωπική ζωή ήταν το ακριβώς αντίθετο.

«Ώστε κατάφερες να γυρίσεις στο σπίτι μόνος σου», σχολίασε ο Τζορτζ, χαμογελώντας πλατιά όταν είδε τον Άντονι να παίρνει αμέσως βλοσυρό ύφος και το πρόσωπό του να συννεφιάζει. «Άρα δεν έχεις σπάσει τίποτα, ε;»

«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω με είδες που έπεσα, έτσι; Σ’ ευχαριστώ πολύ που μου έδωσες ένα χεράκι να πιάσουμε το καταραμένο το άλογό μου».

Ο Τζορτζ γέλασε με τον εσκεμμένο σαρκασμό του. «Πίστευα ότι θα προτιμούσες καλύτερα να έχεις αυτό εδώ, γέρο». Πέταξε στον Άντονι ένα κομματάκι χαρτί.

Ο Άντονι ανασήκωσε ανεπαίσθητα το φρύδι, όταν διάβασε τη διεύθυνση που δεν του έλεγε απολύτως τίποτα. «Γιατρός; Ή χασάπης;» γρύλισε.

Ο Τζορτζ γέλασε με την καρδιά του, ξέροντας πολύ καλά ότι ο Άντονι ποτέ δεν θα έδινε το αγαπημένο του άτι για να γίνει μπριζολάκια. «Τίποτε από τα δύο. Εκεί θα βρεις τον κοκκινομάλλη που σ’ έβαλε στόχο για να εξασκηθεί στη σκοποβολή. Περίεργος τύπος. Δεν περίμενε καν να δει αν είχες πέσει ξερός, αν σε είχε ξεκάνει. Μάλλον θα νομίζει ότι είναι άσος στο σημάδι».

Τα μάτια του Άντονι έλαμπαν τώρα. «Δηλαδή τον ακολούθησες και βρήκες πού μένει;»

«Όταν σε είδα να ξεκολλάς το μελανιασμένο κορμί σου από το έδαφος, φυσικά».

«Φυσικά». Ο Άντονι χαμογέλασε επιτέλους. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, Τζορτζ. Είχαν σβηστεί τα ίχνη του μέχρι να προλάβω να ανέβω ξανά στο άλογό μου».

«Είναι ο τύπος που ψάχνεις;»

«Βάζω και στοίχημα».

«Σκοπεύεις να του κάνεις καμιά επισκεψούλα;»

«Όσο γι’ αυτό, να είσαι σίγουρος».

Ο Τζορτζ δεν ήταν σίγουρος αν του άρεσε η παγερή λάμψη στα μάτια του φίλου του. «Θες παρέα;»

«Όχι αυτή τη φορά, γέρο», αποκρίθηκε ο Άντονι. «Αυτή η συνάντηση έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό».

Η Ρόσλιν άνοιξε την πόρτα του γραφείου, αλλά μαρμάρωσε όταν είδε τον Άντονι καθισμένο στο γραφείο του να καθαρίζει ένα ζευγάρι πιστόλια μονομαχίας. Δεν τον είχε καταλάβει να γυρίζει από την πρωινή ιππασία. Είχε μείνει επίτηδες στο δωμάτιό της ώσπου τον άκουσε να φεύγει, δεν ήθελε να τον δει μετά το χθεσινοβραδινό της ρεζιλίκι.

Ο Άντονι το είχε καταδιασκεδάσει, που η Ρόσλιν κουβάλησε τον Τζέρεμι μαζί τους γυρίζοντας στο σπίτι από το χορό, παρόλο που ο μικρός δεν ήθελε να φύγει. Ήξερε πολύ καλά γιατί εκείνη δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της να μείνει μόνη μαζί του, έστω και για μια τόσο μικρή διαδρομή. Αλλά ο Τζέιμς είχε φύγει νωρίς από το χορό παρέα με το φίλο του τον Κόνραντ Σαρπ. Κι έτσι ο Τζέρεμι ήταν η μοναδική της προστασία. Της ήταν αδιανόητο να μείνει μόνη με τον Άντονι, έτσι όπως έπαιζε μαζί της όλη τη βραδιά.

Και να που τώρα, ερχόμενη στο γραφείο για να αφήσει ένα βιβλίο και να πάρει ένα άλλο από τη μικρή του βιβλιοθήκη, ξαφνικά είχε βρεθεί μόνη μαζί του. Εκείνος όμως δεν σήκωσε τα μάτια όταν μπήκε η Ρόσλιν. Ίσως αν γυρνούσε να φύγει αθόρυβα…

«Θέλεις κάτι, γλυκιά μου;»

Ακόμα δεν είχε σηκώσει τα μάτια του. Η Ρόσλιν έτριξε τα δόντια. «Τίποτα που να μην μπορεί να περιμένει».

Τελικά ο Άντονι της έκανε τη χάρη να την κοιτάξει, τα μάτια του καρφώθηκαν στο βιβλίο που η Ρόσλιν κρατούσε τόσο σφιχτά στα χέρια της. «Α, η συντροφιά της γεροντοκόρης και της χήρας. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα καλό βιβλίο για να περάσεις τη βραδιά σου όταν δεν έχεις τίποτε άλλο να κάνεις, έτσι δεν είναι;»

Της ήρθε να του πετάξει το βιβλίο στο κεφάλι. Δεν θα σταματούσε ποτέ να αναφέρεται στην αποξένωσή τους κάθε φορά που τον έβλεπε; Δεν μπορούσε να κάνει λίγο πίσω για να μπορέσει κι εκείνη να συμφιλιωθεί με την απιστία του; Αυτός έκανε λες κι ήταν εκείνη που είχε λερωμένη τη φωλιά της.

Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι με την τόση αδικία και πέρασε στην επίθεση. «Ετοιμάζεσαι για μονομαχία, άρχοντά μου; Έχω μάθει ότι είναι από τις αγαπημένες σου ασχολίες. Ποιος δύστυχος σύζυγος θα την πληρώσει αυτή τη φορά;»

«Σύζυγος;» Ο Άντονι χαμογέλασε σφιγμένα. «Καμία σχέση, καρδιά μου. Έλεγα να καλέσω εσένα σε μονομαχία. Ίσως αν σ’ άφηνα να με ματώσεις, να με λυπόσουν λίγο και να έβαζες ένα τέλος στον μικρό πόλεμο που έχουμε ανοίξει».

Τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό για τουλάχιστον πέντε δευτερόλεπτα, προτού τελικά το κλείσει απότομα. «Σοβαρέψου!»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Ο αγαπητός σου ξάδελφος αποφάσισε ότι αν καταφέρει να ξεφορτωθεί τον τωρινό σου σύζυγο, θα έχει άλλη μία ευκαιρία μαζί σου…»

«Όχι!» Η Ρόσλιν έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Ποτέ δεν σκέφτηκα…»

«Αλήθεια;» τη διέκοψε ξερά εκείνος. «Πάντως, μην ανησυχείς, καρδιά μου. Το σκέφτηκα εγώ».

«Θες να πεις ότι με παντρεύτηκες, ενώ ήξερες ότι έβαζες σε κίνδυνο τη ζωή σου;»

«Για ορισμένα πράγματα αξίζει να βάλει κανείς σε κίνδυνο τη ζωή του – ή έστω έτσι νόμιζα».

Η μπηχτή του την πόνεσε, τόσο πολύ που δεν άντεχε να τον βλέπει άλλο κι έφυγε τρέχοντας από το γραφείο, ανέβηκε στο δωμάτιό της, όπου μπορούσε ελεύθερα να ξεσπάσει σε κλάματα. Χριστέ μου, εκείνη νόμιζε ότι μόλις παντρευόταν, θα τελείωναν όλα. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι ο Τζόρντι θα προσπαθούσε να σκοτώσει τον άντρα της. Και ο άντρας της ήταν ο Άντονι. Δεν θα το άντεχε αν πάθαινε κάτι εξαιτίας της.

Έπρεπε να κάνει κάτι. Έπρεπε να βρει τον Τζόρντι και να του μιλήσει, να του δώσει την περιουσία της, ό,τι και να της ζητούσε. Δεν έπρεπε να πάθει κακό ο Άντονι.

Αφού το αποφάσισε, η Ρόσλιν σκούπισε τα μάτια της και κατέβηκε να πει στον Άντονι τι είχε αποφασίσει να κάνει. Θα εξαγόραζαν τον Τζόρντι για να τους αφήσει ήσυχους. Το μόνο που ήθελε εκείνος, άλλωστε, ήταν τα λεφτά. Μα ο Άντονι είχε φύγει.