Τώρα καταλάβαινε ο Άντονι το λόγο που ούτε εκείνος αλλά ούτε και οι πράκτορές του είχαν καταφέρει να βρουν τον Κάμερον. Ο Σκοτσέζος είχε φύγει από το λιμάνι και είχε πιάσει δωμάτιο σε καλύτερη περιοχή της πόλης, πράγμα που εξέπληξε τον Άντονι, αφού τέτοιου είδους καταλύματα είχαν υψηλό ενοίκιο όσο διαρκούσε η σεζόν. Ο σπιτονοικοκύρης, ένας ευχάριστος τύπος, παραδέχτηκε ότι ο Κάμερον έμενε εκεί κάνα δυο βδομάδες μόνο και, ναι, αυτή τη στιγμή βρισκόταν στο σπίτι. Αν ήταν μόνος του ή όχι, ο σπιτονοικοκύρης δεν ήξερε να πει. Αλλά έτσι κι αλλιώς για τον Άντονι δεν είχε καμία διαφορά.
Κάμπελ ήταν το όνομα που είχε δώσει ο Κάμερον, αλλά ο Άντονι ήταν σίγουρος ότι ήταν ψεύτικο. Είχε βρει τον άνθρωπο που γύρευε. Το ένιωθε. Αυτή η σιγουριά έκανε το αίμα του να κυλάει ορμητικά, την αδρεναλίνη να ρέει στις φλέβες του. Και μόλις τακτοποιούσε τον Κάμερον, σειρά είχε η Ρόσλιν. Αρκετά την είχε αφήσει να βάζει εκείνη τους όρους.
Το δωμάτιο βρισκόταν στον δεύτερο όροφο, τρίτη πόρτα αριστερά. Χτύπησε σιγανά και δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, η πόρτα άνοιξε και ο Άντονι είδε για πρώτη φορά τον Τζόρντι Κάμερον. Τα μάτια του ήταν που τον πρόδωσαν –γαλανά σαν τον ουρανό– και η λάμψη της αναγνώρισης που είδε μέσα τους.
Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα ώσπου να συνέλθει ο Σκοτσέζος και να κυριευτεί από πανικό, προσπαθώντας να κλείσει την πόρτα στον Άντονι. Ο Άντονι χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει απλώς το ένα του χέρι για να τη σταματήσει. Μια δυνατή σπρωξιά ήταν αρκετή για να αφήσει ο Τζόρντι το χερούλι και να ζαρώσει από φόβο, όταν η πόρτα κοπάνησε πάνω στον τοίχο.
Ο Τζόρντι ένιωσε την οργή και το φόβο να μπλέκονται μέσα του, κάνοντας το στομάχι του να ανακατεύεται. Ο Άγγλος από μακριά δεν φαινόταν τόσο δυνατός. Ούτε τόσο επικίνδυνος. Και κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός ή έστω βαριά τραυματισμένος ή τουλάχιστον τρομοκρατημένος τώρα που ήξερε ότι στο πρόσωπο του Τζόρντι Κάμερον είχε βρει έναν θανάσιμο εχθρό. Και κανονικά η Ρόσλιν θα έπρεπε να είχε πανικοβληθεί και να είχε αφήσει την προστασία του σπιτιού στο Πικαντίλι ενώ ο Βίλμπερτ με τον Τόμας θα ήταν εκεί, έτοιμοι να την αρπάξουν. Κανονικά δεν θα έπρεπε να εμφανιστεί στην πόρτα του ο Άγγλος, γερός και δυνατός σαν ταύρος, μ’ ένα δυσοίωνο χαμόγελο στα χείλη, που τρόμαξε τον Τζόρντι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
«Χαίρομαι που δεν χρειάζεται να χάσουμε χρόνο με συστάσεις, Κάμερον», είπε ο Άντονι μπαίνοντας στο δωμάτιο, αναγκάζοντας τον Τζόρντι να πισωπατήσει. «Θ’ απογοητευόμουν αν χρειαζόταν να εξηγήσω γιατί βρίσκομαι δω. Και θα σου δώσω την ευκαιρία να μ’ αντιμετωπίσεις στα ίσα, κάτι που εσύ δεν έκανες σήμερα το πρωί. Είσαι αρκετά κύριος ώστε να αποδεχτείς την πρόκλησή μου σε μονομαχία;»
Ο ήρεμος, ψυχρός τόνος του Άντονι έκανε τον Τζόρντι να ανακτήσει ένα μέρος της επιθετικότητάς του. «Χα! Δεν είμαι βλάκας, φίλε».
«Αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν πίστευα ότι θ’ ακολουθούσαμε τον συνηθισμένο τρόπο. Ας γίνει όπως το θες εσύ λοιπόν».
Ο Τζόρντι δεν κατάλαβε από πού του ήρθε η γροθιά. Τον βρήκε κατευθείαν στο σαγόνι και τον εκσφενδόνισε πάνω στο τραπεζάκι του φαγητού σπάζοντας τα λεπτά του πόδια, με αποτέλεσμα εκείνο να καταρρεύσει παρασύροντας και τις καρέκλες με τον Τζόρντι από πάνω. Εκείνος σηκώθηκε αμέσως και είδε τον Άγγλο να βγάζει το σακάκι του ήρεμα, χωρίς βιασύνη. Ο Τζόρντι ψηλάφισε το σαγόνι του, ανακάλυψε ότι ήταν ακόμα στη θέση του και ύστερα κοίταξε το δικό του σακάκι στα πόδια του κρεβατιού στην άλλη άκρη του δωματίου. Αναρωτήθηκε πόσες πιθανότητες είχε να καταφέρει να φτάσει ως εκεί και να πάρει το πιστόλι που είχε μέσα στην τσέπη.
Καμία απολύτως, όπως ανακάλυψε όταν στράφηκε προς το κρεβάτι, αλλά αμέσως αισθάνθηκε να τον γυρνάνε απότομα πάλι από την άλλη μεριά. Μια γροθιά τον βρήκε στο στομάχι· άλλη μια στο μάγουλο. Σωριάστηκε πάλι καταγής κι αυτή τη φορά δεν κατάφερε να σηκωθεί το ίδιο γρήγορα. Χώρια που δεν μπορούσε να ανασάνει. Δεν είχε γροθιές, ατσάλι είχε στα χέρια του ο μπάσταρδος!
Ο Άντονι πήγε και στάθηκε δίπλα στα πόδια του. «Αυτό ήταν το ορεκτικό. Τώρα θα περάσουμε στο κυρίως πιάτο».
«Δεν πρόκειται να παλέψω μαζί σου, φίλε», είπε ο Τζόρντι φτύνοντας τις λέξεις και γεύτηκε αίμα στο σημείο όπου τα δόντια του είχαν κόψει την εσωτερική πλευρά από το μάγουλό του.
«Ασφαλώς και θα παλέψεις, μικρέ», απάντησε ανάλαφρα ο Άντονι. «Δεν έχεις κι άλλη επιλογή, βλέπεις. Είτε αντισταθείς είτε όχι, σκοπεύω να σφουγγαρίσω το πάτωμα με το αίμα σου».
«Είσαι τρελός!»
«Όχι». Τώρα ο τόνος της φωνής του Άντονι άλλαξε, χάθηκε κάθε διάθεση ελαφρότητας. «Είμαι απολύτως σοβαρός. Μέχρι θανάτου».
Έσκυψε και σήκωσε τον Τζόρντι. Ο Τζόρντι προσπάθησε να τον αποφύγει με κλοτσιές, αλλά ο Άντονι τις απέκρουσε με το γόνατό του, τον τράβηξε απότομα και τον σήκωσε. Και ύστερα ο Τζόρντι αισθάνθηκε εκείνα τα ατσάλινα χέρια να γρονθοκοπούν το σαγόνι του ξανά και ξανά. Αυτή τη φορά δεν σωριάστηκε, μόνο έκανε πίσω τρεκλίζοντας και πρόλαβε να σηκώσει και τις δικές του γροθιές, προτού ο Άντονι τον φτάσει πάλι. Έριξε ένα δεξί αλλά χτύπησε το κενό. Διπλώθηκε όταν δύο γροθιές στη σειρά τον βρήκαν στο στομάχι. Αυτή τη φορά, όμως, προτού μπορέσει να αναπνεύσει ξανά, αισθάνθηκε τα χείλη του να συνθλίβονται πάνω στα δόντια του.
«Φτά-νει», προσπάθησε να ψελλίσει.
«Ακόμα δεν άρχισα, Κάμερον», απάντησε ο Άντονι, που δεν είχε καν λαχανιάσει από την προσπάθεια.
Ο Τζόρντι βόγκηξε και ξαναβόγκηξε με τις δύο επόμενες γροθιές. Σ’ αυτό το σημείο ένιωσε να χάνει λίγο το μυαλό του, να μουδιάζει από τον πόνο. Ποτέ στη ζωή του δεν του είχαν ρίξει ξύλο, κι έτσι δεν είχε το σθένος να το υποστεί ως άντρας. Άρχισε να ουρλιάζει, να ρίχνει μπουνιές στα τυφλά. Γέλασε όταν επιτέλους μία από αυτές βρήκε το στόχο της, αλλά όταν μισάνοιξε τα μάτια του, είδε ότι το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να χτυπήσει τον τοίχο, σπάζοντας τρεις από τις κλειδώσεις των δαχτύλων του. Ο Άντονι τον γύρισε προς τη δική του μεριά και η γροθιά που του έριξε έστειλε το κεφάλι του να κοπανήσει στον τοίχο πίσω του. Είχε σπάσει και η μύτη του, συνειδητοποίησε ο Τζόρντι, καθώς γλιστρούσε αργά προς τα κάτω μέχρι τελικά να σωριαστεί στο πάτωμα.
Νόμιζε ότι τώρα το μαρτύριό του θα έπαιρνε τέλος επιτέλους. Είχε γίνει μαύρος από το ξύλο. Το ήξερε. Πονούσε ολόκληρος. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Μα το τέλος δεν είχε έρθει ακόμα. Ο Άντονι τον έπιασε από το πουκάμισο και τον σήκωσε, τον έστησε στον τοίχο κι άρχισε να τον γρονθοκοπεί ασταμάτητα. Και όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε ο Τζόρντι να αποκρούει τις γροθιές, αυτές συνέχιζαν να πέφτουν βροχή, χωρίς το παραμικρό λάθος στο στόχο τους.
Έφτασε κάποια στιγμή που πια δεν τις αισθανόταν. Είχαν σταματήσει επιτέλους. Σωριάστηκε πάλι στο πάτωμα, καθιστός αυτή τη φορά, μόνο και μόνο επειδή η πλάτη του στηριζόταν στον τοίχο. Ολόγυρά του υπήρχαν πιτσιλιές αίματος από το στόμα, τη μύτη και τα πολλά κοψίματα στο πρόσωπό του. Είχε δύο πλευρά σπασμένα. Το δαχτυλάκι στο αριστερό του χέρι σπασμένο κι αυτό, πάνω σε μία από τις απόπειρές του να αποκρούσει τα χτυπήματα. Έβλεπε μόνο από το ένα μάτι κι αυτό που είδε ήταν τον Άντονι όρθιο από πάνω του να τον κοιτάζει με αηδία.
«Γαμώ την τύχη μου, γαμώ! Δεν προσφέρεις την παραμικρή ικανοποίηση σ’ έναν άντρα, Κάμερον».
Του φάνηκε αστείο. Ο Τζόρντι προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν ένιωθε τα χείλη του κι έτσι δεν ήξερε να πει αν τα είχε καταφέρει ή όχι. Κατάφερε όμως να πει μία και μόνη λέξη.
«Μπάσταρδε!»
Ο Άντονι γρύλισε κι έσκυψε μπροστά του. «Θες να φας κι άλλες;»
Ο Τζόρντι βόγκηξε. «Όχι… όχι άλλο».
«Τότε άκου καλά αυτό που θα σου πω, Σκοτσέζε. Μπορεί κάλλιστα να εξαρτάται η ζωή σου απ’ αυτό, γιατί αν μ’ αναγκάσεις να έρθω να σε ξαναβρώ, την επόμενη φορά δεν θα χρησιμοποιήσω τις γροθιές μου. Είναι δική μου τώρα, κι εκείνη και η κληρονομιά της. Την παντρεύτηκα πριν από μία βδομάδα».
Αυτό κατάφερε να διαπεράσει τη θολούρα του Τζόρντι. «Λες ψέματα! Θα σε παντρευόταν μόνο αν υπέγραφες εκείνο το ηλίθιο συμβόλαιο που έχει, και κανένας άντρας με τα σωστά του δεν θα το έκανε αυτό».
«Εδώ κάνεις λάθος, μικρέ μου. Το υπέγραψα, και μάλιστα μπροστά σε μάρτυρες, κι αμέσως μετά την τελετή το έκαψα».
«Αποκλείεται. Δεν μπορεί να έκανες κάτι τέτοιο, υπήρχαν μάρτυρες».
«Μήπως παρέλειψα να αναφέρω ότι οι μάρτυρες ήταν συγγενείς μου;» είπε κοροϊδευτικά ο Άντονι.
Ο Τζόρντι προσπάθησε να ανακαθίσει πιο ψηλά, μα δεν μπορούσε. «Και λοιπόν; Όταν την κάνω χήρα, θα τα πάρει όλα πίσω».
«Δεν λες να μάθεις το μάθημά σου, έτσι;» είπε ο Άντονι και τον βούτηξε πάλι από το πουκάμισο.
Ο Τζόρντι του άρπαξε αμέσως τους καρπούς. «Δεν το εννοούσα, φίλε, δεν το εννοούσα, σ’ τ’ ορκίζομαι!»
Ο Άντονι τον άφησε αυτή τη φορά, αποφάσισε να συνεχίσει το ψέμα του αντί να χρησιμοποιήσει κι άλλη βία. «Το αν εγώ πεθάνω ή όχι, Σκοτσέζε, δεν θα έχει την παραμικρή σημασία για σένα. Σύμφωνα με τη νέα διαθήκη που έκανα, ό,τι έχω και δεν έχω, μαζί και η κληρονομιά της γυναίκας μου, πάνε στην οικογένειά μου. Φυσικά θα φροντίσουν τη χήρα μου, να μην της λείψει το παραμικρό, αλλά εκτός απ’ αυτό, εκείνη δεν παίρνει τίποτα. Τη μέρα που με παντρεύτηκε έχασε τα πάντα – το ίδιο κι εσύ».
Το μοναδικό καλό μάτι του Τζόρντι μισόκλεισε μανιασμένα. «Θα πρέπει να σε μισεί που την ξεγέλασες!»
«Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, σωστά;» σχολίασε ο Άντονι και σηκώθηκε. «Το δικό σου πρόβλημα είναι να καταφέρεις στα χάλια που είσαι να φύγεις από το Λονδίνο σήμερα κιόλας. Αν αύριο είσαι ακόμα εδώ, Σκοτσέζε, θα βάλω να σε συλλάβουν για το κολπάκι που μου έστησες σήμερα το πρωί στο πάρκο».
«Δεν έχεις αποδείξεις, φίλε».
«Έτσι λες;» Ο Άντονι χαμογέλασε επιτέλους. «Ο κόμης του Σέρφιλντ είδε τα πάντα και σ’ ακολούθησε μέχρι εδώ. Πώς αλλιώς νομίζεις ότι σε βρήκα; Αν δεν είναι αρκετή η δική μου κατάθεση για να σε χώσει στη φυλακή, θα είναι η δική του».
Ο Άντονι έφυγε και άφησε τον Τζόρντι να μουρμουρίζει πώς ήταν δυνατόν να περιμένει να φύγει από το Λονδίνο από τη στιγμή που δεν μπορούσε καν να σηκωθεί από το πάτωμα.