Τη μετέφεραν σε ένα κτίριο, ριγμένη σαν σακί πάνω στον ώμο του Τομ. Αφού περίμεναν πρώτα ώσπου ο Βιλ, όπως αποκάλεσαν τον άλλο, πιο κοντό άντρα, να επιβεβαιώσει ότι δεν ερχόταν κανείς. Αμέσως αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της Ρόσλιν. Αυτό σήμαινε ότι την πήγαιναν κάπου όπου μπορεί κάποιος να τους σταματούσε και να τους ρωτούσε γιατί της φέρονταν μ’ αυτόν το φριχτό τρόπο. Ίσως το μόνο που χρειαζόταν για να σωθεί να ήταν ένα δυνατό ουρλιαχτό, αν έβρισκε την ευκαιρία.
Έτσι ανάποδα όπως την είχαν, δεν είδε και πολλά πράγματα από το κτίριο προτού μπουν μέσα κι ανέβουν βιαστικά μερικά σκαλιά. Αλλά στην απέναντι πλευρά του δρόμου παρατήρησε ότι υπήρχαν σπίτια με πρόσοψη από ψαμμόλιθο, πράγμα που σήμαινε ότι μάλλον βρίσκονταν σε μια κατοικημένη περιοχή και μάλιστα μιας κάποιας περιωπής. Ίσως κάποια πανσιόν; Μπορεί, αφού δεν ήταν κανένας εκεί τέτοια ώρα το πρωί.
Ώστε εδώ είχε μετακομίσει ο Τζόρντι, σε μια πιο ακριβή και καλή περιοχή της πόλης; Γι’ αυτό ο Άντονι είχε δυσκολευτεί τόσο πολύ να τον βρει, αφού το μόνο στοιχείο που είχε στα χέρια του για να βασίσει την έρευνά του ήταν εκείνη η τρώγλη στο λιμάνι, όπου την είχε πάει ο Τζόρντι την προηγούμενη φορά. Αλλά και που είχε καταφέρει να βρει τον Τζόρντι, τελικά δεν είχε ωφελήσει και πολύ. Κι εκείνη είχε πέσει κατευθείαν στην παγίδα, νομίζοντας ότι ήταν ασφαλής επιτέλους. Μα τον Θεό, τον σιχαινόταν τον Τζόρντι για το σκοτσέζικο πείσμα του, τον σιχαινόταν που αρνιόταν να το βάλει κάτω.
Σταμάτησαν και χτύπησαν μια πόρτα. Ύστερα έκαναν λίγα βήματα ακόμη και πέταξαν τη Ρόσλιν σε μια καρέκλα. Εκείνη βόγκηξε όταν κάθισε πάνω στα δεμένα χέρια της, που πονούσαν τρομερά πια έπειτα από την αργή, μακρινή διαδρομή ώσπου να φτάσουν εδώ. Αλλά δεν χαράμισε άλλο δευτερόλεπτο να σκέφτεται τον πόνο της, κοίταξε φρενιασμένα ολόγυρα το δωμάτιο για να βρει τον Τζόρντι.
Όταν τον είδε να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι, μ’ ένα διπλωμένο πουκάμισο στο χέρι και τη βαλίτσα του ανοιχτή πάνω στο κρεβάτι να μαζεύει τα πράγματά του, η Ρόσλιν τον κοίταξε κι αναρωτήθηκε ποιος ήταν. Αλλά τα καροτί μαλλιά…
Δεν κατάφερε να συγκρατήσει το μορφασμό της. Αν δεν ήταν τα μαλλιά, δεν θα τον αναγνώριζε. Φαινόταν χάλια. Φαινόταν λες κι έπρεπε επειγόντως να βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι και όχι να τα μαζεύει για να φύγει. Χριστέ μου, τι του είχε κάνει ο Άντονι! Όλο το πρόσωπό του ήταν μπλε μαρέν και είχε γίνει διπλάσιο από το πρήξιμο. Το ένα μάτι του ήταν μαυρισμένο και τελείως κλειστό, ενώ το άλλο είχε ένα μπλε-μοβ χρώμα και ίσα που άνοιγε. Η μύτη του ήταν πρησμένη και στραβή, τα χείλη του γεμάτα κρούστες με ξεραμένο αίμα. Είχε κι άλλες άσχημες, βαθιές πληγές με κακάδι στα μάγουλά του, όπως και πάνω από τα μάτια του όπου το δέρμα είχε ανοίξει μέχρι το κόκαλο.
Εκείνος δεν την κοίταζε, προς το παρόν τουλάχιστον. Κοίταζε τους δύο κακοποιούς που την είχαν φέρει εκεί, οι οποίοι τον παρατηρούσαν λες και δεν τον είχαν ξαναδεί. Δεν ήξεραν ότι τον είχαν χτυπήσει; Χριστέ μου, μήπως είχε γίνει λάθος; Είχε γίνει όντως. Ο Τζόρντι πέταξε κάτω το πουκάμισο οργισμένος, μα ύστερα βόγκηξε πιάνοντας τα πλευρά του, αφού η απότομη κίνηση του προκάλεσε αφόρητο πόνο. Οι Βίλμπερτ και Τόμας Στόου στέκονταν και τον κοίταζαν, μην ξέροντας τι να σκεφτούν.
Τους είπε ο Τζόρντι τι να σκεφτούν, με φωνή πνιχτή από τη λυσσαλέα οργή του και τις λέξεις να βγαίνουν με δυσκολία από τα πρησμένα χείλη του. «Ηλίθιοι! Δεν σας έδωσε το σημείωμά μου ο μικρός που σας έστειλα;»
«Ποιο, αυτό;» Ο Τομ έβγαλε ένα κομματάκι χαρτί από την τσέπη του. «Δεν ξέρουμε γράμματα, άρχοντά μου», δήλωσε ανασηκώνοντας τους ώμους κι άφησε το σημείωμα να πέσει στο πάτωμα.
Ο Τζόρντι έβγαλε έναν απαίσιο ήχο από το λαρύγγι του. «Να τι παθαίνει κανείς όταν προσλαμβάνει τα ζωντόβολα τους Άγγλους!» Έδειξε οργισμένα με το δάχτυλό του τη Ρόσλιν. «Δεν τη θέλω πια. Παντρεύτηκε τον καταραμένο τον Άγγλο!»
Ο Βίλμπερτ και ο Τόμας προφανώς το θεώρησαν αστείο. Άρχισαν να γελάνε και η Ρόσλιν είδε όποιο σημείο από το πρόσωπο του Τζόρντι δεν ήταν μπλε μαρέν να γίνεται κατακόκκινο. Αν δεν ήταν έξαλλη με όσα είχε περάσει ώσπου να την κουβαλήσουν εδώ, ίσως να έβρισκε κι εκείνη αστεία όλη αυτή την ιστορία.
Ο Τζόρντι όμως δεν τη βρήκε και τόσο διασκεδαστική. «Χαθείτε και οι δυο σας από μπροστά μου!»
Το δίδυμο σταμάτησε να γελάει. «Όταν μας πληρώσεις, άρχοντά μου».
Μπορεί ο Βίλμπερτ να τον είχε αποκαλέσει με έναν τίτλο σεβάσμιο, αλλά στον τόνο του δεν υπήρχε ίχνος σεβασμού. Η αλήθεια ήταν ότι ο κοντός άντρας με την πυκνή γενειάδα έδειχνε πέρα για πέρα απειλητικός, τώρα που κοίταζε τον Τζόρντι. Το ίδιο και ο πιο μεγαλόσωμος τύπος δίπλα του. Και ο Τζόρντι δεν είχε βγάλει άχνα, κάτι άλλο είχε αντικαταστήσει την οργή του τώρα. Τα μάτια της Ρόσλιν άνοιξαν διάπλατα. Ο Τζόρντι φοβόταν! Μήπως δεν είχε τα χρήματα να τους πληρώσει;
Στην πραγματικότητα, ο Τζόρντι είχε χρήματα ίσα ίσα για να γυρίσει στη Σκοτία. Υπολόγιζε στην προίκα της Ρόσλιν για να πληρώσει τους μισθοφόρους του. Κι όλα αυτά τα λεφτά είχαν πάει στον Άγγλο. Δεν ήταν δίκαιο. Και τώρα αυτοί οι δύο μάλλον θα τον σκότωναν. Και στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε καν να αντισταθεί.
Τόση ώρα που δεν την κοίταζε κανένας, η Ρόσλιν πάλευε να απαλλαγεί από το φίμωτρό της και τελικά κατάφερε να το φτύσει. «Λύστε με και θα σας δώσω εγώ τα λεφτά σας – με αντάλλαγμα το στιλέτο μου».
«Μην την αγγίξετε!» διέταξε ο Τζόρντι.
Η Ρόσλιν στράφηκε προς το μέρος του έξαλλη. «Σκάσε, Τζόρντι! Ξέρεις τι θα σου κάνει ο άντρας μου μόλις μάθει για όλο αυτό; Τώρα δείχνεις πανέμορφος συγκριτικά με το πώς θα σε κάνει έτσι και σε πιάσει στα χέρια του πάλι».
Από τον Βίλμπερτ και τον Τόμας δεν διέφυγε η σημασία της λέξης «πάλι», αλλά έτσι κι αλλιώς από δω και πέρα δεν θα δέχονταν εντολές από τον Τζόρντι. Μπορεί να είχαν ξεπαστρέψει κάνα δυο άντρες στην εποχή τους, αλλά γυναίκα δεν είχαν πειράξει ποτέ. Χώρια που από την αρχή δεν τους άρεσε αυτή η δουλειά και ούτε που θα την είχαν δεχτεί αν ο Σκοτσέζος δεν τους είχε προσφέρει ένα ποσό που για αυτούς ήταν ολόκληρη περιουσία.
Ο Βίλμπερτ προχώρησε κι έκοψε τα δεσμά της Ρόσλιν με το στιλέτο της. Στριφογύρισε τη λεπίδα στο χέρι του και της την έδωσε, αλλά φρόντισε γρήγορα να απομακρυνθεί από κοντά της.
Η Ρόσλιν ξαφνιάστηκε που τα κατάφερε τόσο εύκολα, αφού δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι θα την υπάκουγαν οι δύο κακοποιοί. Μα το είχαν κάνει, κι εκείνη ένιωθε ήδη αφάνταστα καλύτερα. Και προφανώς είχε μαντέψει σωστά, αλλιώς ο Τζόρντι θα τους είχε δώσει τα λεφτά τους προτού την ελευθερώσουν. Εκείνος όμως είχε καθίσει στο κρεβάτι, πιάνοντας τα πλευρά του, κοιτάζοντας επιφυλακτικά και τους τρεις τους.
«Πόσα;» απαίτησε να μάθει η Ρόσλιν και σηκώθηκε από την καρέκλα.
«Τριάντα λίρες, αρχόντισσά μου».
Εκείνη έριξε ένα βλέμμα όλο περιφρόνηση στον ξάδελφό της. «Είσαι φτηνός, Τζόρντι. Θα μπορούσες να δώσεις κάτι παραπάνω σε δύο τόσο αξιόπιστους ανθρώπους».
«Μπορεί και να τους έδινα, αν σ’ είχαν πιάσει προτού σε παντρευτεί αυτός ο μπάσταρδος!» αντιγύρισε εκείνος φτύνοντας τις λέξεις.
Η Ρόσλιν πλατάγισε τη γλώσσα της, νιώθοντας μάλλον καλά που σαν από θαύμα είχε εκείνη το πάνω χέρι σ’ αυτή τη συνάντηση που τόσο έτρεμε. Έπιασε το τσαντάκι της που ήταν ακόμα περασμένο στον καρπό της κι έβγαλε από μέσα μια χούφτα χρήματα.
«Πιστεύω ότι αυτά αρκούν, κύριοι». Έδωσε τα χαρτονομίσματα στον Βίλμπερτ.
Τα μάτια και των δύο αδελφών έλαμψαν, όταν είδαν ότι το ποσό έφτανε κοντά τις πενήντα λίρες. Ο Βίλμπερτ κοίταξε το τσαντάκι της. Η Ρόσλιν φρόντισε να του κόψει τη φόρα, σκληραίνοντας τη στάση της.
«Ούτε να το διανοηθείς», τον προειδοποίησε. «Κι αν δεν θέλετε να καταλήξετε σαν κι αυτόν» –έδειξε με το κεφάλι της προς τον Τζόρντι– «φροντίστε να μη σας ξαναδώ μπροστά μου».
Χαμογέλασαν και οι δύο στη μικρόσωμη αυτή γυναίκα που τολμούσε να απειλήσει εκείνους. Αλλά είχαν πληρωθεί καλά. Κι αν ο Σκοτσέζος δεν είχε ήδη γίνει κιμάς, θα του είχαν ρίξει κι εκείνοι μερικές για όλες τις προσβολές που τους είχε κάνει. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, όμως, ήταν ικανοποιημένοι και αφού χαιρέτησαν γνέφοντας με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, έφυγαν.
Όταν βγήκαν στο κεφαλόσκαλο, ωστόσο, τους κόπηκε μαχαίρι το γέλιο. Γιατί τη σκάλα ανέβαινε ο αριστοκράτης του οποίου το σπίτι παρακολουθούσαν τις τελευταίες δέκα μέρες, ο αριστοκράτης που το δίχως άλλο τώρα ήταν ο σύζυγος της κυρίας που ήταν μέσα. Δεν έδειχνε απειλητικός, δεν τους έριξε ούτε μία ματιά καθώς ανέβαινε αργά τη σκάλα, αλλά παρ’ όλα αυτά τα δύο αδέλφια δεν μπορούσαν να βγάλουν από το μυαλό τους τα χάλια που είχε ο Σκοτσέζος και για τα οποία υπεύθυνος ήταν αυτός εδώ ο άντρας.
Ο Βίλμπερτ τράβηξε το μαχαίρι του, μόνο και μόνο για να νιώθει ασφάλεια, αλλά δεν το εμφάνισε, το κράτησε κολλητά στο μηρό του. Κι εκεί θα είχαν τελειώσει όλα αν ο φραγκάτος τύπος δεν παρίστανε επίτηδες τον αδιάφορο. Η αλήθεια ήταν ότι είχε δει το μαχαίρι και σταμάτησε. Και τον άκουσαν να αναστενάζει προτού μιλήσει.
«Γαμώτο! Άντε, ελάτε, να τελειώνουμε».
Ο Βίλμπερτ κοίταξε τον Τόμας και ύστερα όρμησαν και οι δύο πάνω του σαν ένα σώμα. Παρ’ όλα αυτά, η επίθεσή τους δεν πήγε όπως την υπολόγιζαν. Την τελευταία στιγμή ο αριστοκράτης έκανε στην άκρη, κολλώντας την πλάτη του στον τοίχο, και τέντωσε το πόδι του κάνοντας τον Τόμας να κατέβει κουτρουβαλώντας τα υπόλοιπα σκαλιά. Και προτού προλάβει να καταλάβει ο Βίλμπερτ τι γινόταν, το μαχαίρι είχε φύγει από το χέρι του. Όταν το είδε στο χέρι του αριστοκράτη, κατέβηκε μόνος του τα σκαλιά του σκοτωμού, άρπαξε από το πάτωμα τον Τόμας που βογκούσε και όπου φύγει φύγει.
Πάνω στο δωμάτιο η Ρόσλιν έκοβε βόλτες πάνω κάτω έξαλλη μπροστά στον χολωμένο Τζόρντι. «Δεν υπάρχουν αρκετές αισχρές, σιχαμερές, άσχημες λέξεις για να σε χαρακτηρίσω, Τζόρντι Κάμερον. Ντρέπομαι τόσο που φέρεις αυτό το όνομα. Ποτέ σου δεν έκανες κάτι καλό για να το αξίζεις».
«Ενώ εσύ έκανες;»
«Σκάσε πια! Εξαιτίας σου είμαι παντρεμένη τώρα. Εξαιτίας σου αναγκάστηκα να παντρευτώ ενώ δεν το ήθελα, τουλάχιστον όχι μ’ αυτό τον τρόπο!»
«Κι έτσι τα ’χασες όλα, έτσι δεν είναι; Ηλίθια!» αντιγύρισε εκείνος. «Και χαίρομαι γι’ αυτό, μ’ ακούς; Αφού δεν μπορώ να έχω εγώ τα πλούτη των Κάμερον, τουλάχιστον ξέρω ότι σε ξεγέλασε μια χαρά αυτός και σ’ τα πήρε όλα!»
Η Ρόσλιν σταμάτησε απότομα και τον αγριοκοίταξε. «Τι βλακείες μου τσαμπουνάς;»
«Μου είπε ότι έκαψε το προγαμιαίο συμβόλαιό σου», απάντησε ο Τζόρντι βγάζοντας έναν ήχο που έμοιαζε με γέλιο. «Τώρα τα έχει όλα αυτός ο ύπουλος ο μπάσταρδος και δεν πρόκειται να τα πάρεις πίσω ούτε αν πεθάνει, γιατί τα αφήνει όλα στο σόι του. Ωραίο άντρα πήγες και παντρεύτηκες, ξαδέλφη».
Της ήρθε να βάλει τα γέλια, αλλά αφού ο Άντονι είχε πει στον Τζόρντι ένα τέτοιο ψέμα, δεν θα το χαλούσε εκείνη. Βασικά ήταν πανέξυπνη κίνηση να κάνει τον Τζόρντι να πιστέψει ότι είχε χάσει για πάντα την ευκαιρία να αρπάξει την περιουσία της. «Κι έτσι να είναι, προτιμώ χίλιες φορές εκείνον από εσένα, ξάδελφε».
Εκείνος προσπάθησε να σηκωθεί έπειτα από αυτή την προσβολή. Αλλά βόγκηξε δυνατά και ξανάπεσε στο κρεβάτι. Η Ρόσλιν συνέχισε να τον τσιγκλάει, χωρίς ίχνος συμπόνιας.
«Έπρεπε να είχες φύγει όσο είχες ακόμα την ευκαιρία, Τζόρντι. Δεν νομίζω να απομείνει και τίποτα από σένα αν ανακαλύψει ο άντρας μου ότι είσαι ακόμα εδώ. Δεν είναι να παίζει κανείς μαζί του, όπως διαπίστωσες και μόνος σου. Αλλά σου αξίζει ό,τι σου έκανε, μια και πήγες να τον σκοτώσεις».
«Εγώ προσπαθούσα μόνο να τον τρομάξω για να σ’ αφήσει. Δεν ήξερα ότι τον είχες παντρευτεί. Αλλά μόνο κάνα δυο μπουνιές μου έριξε επειδή τον πυροβόλησα. Όλες οι άλλες ήταν για σένα. Κι αν θες να ξέρεις, από την ώρα που έφυγε και μ’ άφησε πεσμένο στο πάτωμα, σήμερα το πρωί κατάφερα να σηκωθώ». Αυτό το είπε κάπως σαν να κλαψούριζε. «Αλλά βλέπεις και μόνη σου ότι έφευγα, οπότε δεν μπορείς να πεις τίποτα στον καταραμένο τον Σπαρτιάτη».
Σπαρτιάτη; Ναι, μάλλον ο Άντονι θύμιζε ώρες ώρες τη λιτή φυλή που ήταν γνωστή για την αυστηρή πειθαρχία και τη στρατιωτική της δεινότητα, αλλά μόνο στην πιο ελαφριά εκδοχή της. Μπορεί όταν το ήθελε να είχε τέτοιο αυτοέλεγχο που σ’ έκανε να βγαίνεις από τα ρούχα σου, αλλά όταν δεν το ήθελε ήταν οξύθυμος σαν Σκοτσέζος. Και η απόδειξη ήταν αυτό που είχε κάνει στον Τζόρντι, χωρίς εκείνος να πάθει γρατζουνιά. Ο καημένος ο Τζόρντι έμοιαζε λες και τον είχε ποδοπατήσει άλογο και όχι σαν να τον είχε γρονθοκοπήσει άντρας.
«Αν φεύγεις στ’ αλήθεια, δεν θα το πω στον Άντονι», υποχώρησε εκείνη.
«Έχεις μεγάλη καρδιά, κοπελιά».
Ήταν αδύνατον να μη διακρίνει τον γεμάτο πίκρα σαρκασμό του κι έτσι η Ρόσλιν πήρε πάλι φωτιά. «Αν περιμένεις να σε λυπηθώ, Τζόρντι, θα σ’ απογοητεύσω. Μου είναι αδύνατον έπειτα από όλα όσα έκανες. Προσπάθησες να με βλάψεις!»
«Σ’ αγαπούσα!»
Τα λόγια του θηλιά στο λαιμό της, της έκοψαν την ανάσα. Ήταν δυνατόν; Της το είχε πει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, αλλά εκείνη ποτέ δεν τον πίστεψε. Γιατί αυτή τη φορά της φάνηκε ότι έλεγε αλήθεια; Ή μήπως είχε πείσει τον εαυτό του ότι την αγαπούσε;
Ήρεμα –γιατί στην πραγματικότητα φοβόταν την απάντηση– η Ρόσλιν απαίτησε να μάθει: «Αν λες αλήθεια, Τζόρντι, τότε πες μου για τη μητέρα μου. Εσύ άνοιξες τρύπα στη βάρκα της;».
Το κεφάλι του ξεκόλλησε απότομα από το κρεβάτι και ύστερα πιο αργά το υπόλοιπο σώμα του. «Γιατί δεν με ρώτησες τότε που ακόμα είχε σημασία, Ρος, όταν συνέβη; Γιατί δεν με ρώτησε ποτέ ο γέρος; Όχι, δεν πείραξα ποτέ τη βάρκα της. Εγώ ήμουν κάτω στη λίμνη κι έψαχνα σκουλήκια για να βάλω στο τσουκάλι του μάγειρα. Δεν πλησίασα ποτέ τις βάρκες».
«Ναι, αλλά το πρόσωπό σου όταν το έμαθες; Είδαμε όλοι ότι είχες κατατρομάξει».
«Ναι, γιατί ευχόμουν να πεθάνει, επειδή εκείνο το πρωί μου είχε φάει τ’ αυτιά. Δεν το εννοούσα, όμως, και σκέφτηκα ότι η ευχή μου είχε βγει αληθινή. Ένιωσα ότι ήταν δικό μου το φταίξιμο».
Η Ρόσλιν ένιωσε να της ανακατεύεται το στομάχι. Όλα αυτά τα χρόνια τον κατηγορούσαν για κάτι που δεν είχε κάνει. Κι εκείνος το ήξερε, αλλά ποτέ δεν άνοιξε το στόμα του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρά μόνο έτρεφε την πίκρα που είχε μέσα του. Στα μάτια της δεν τον έκανε καλύτερο άνθρωπο αυτό, αλλά τον αθώωνε για κάθε ουσιαστικό έγκλημα.
«Σου ζητώ συγγνώμη, Τζόρντι, ειλικρινά».
«Ακόμη κι αν ήξερες την αλήθεια, όμως, και πάλι δεν θα με παντρευόσουν, έτσι δεν είναι;»
«Όχι. Και κακώς προσπάθησες να μ’ εξαναγκάσεις».
«Πάνω στην απελπισία του κάνει τα πάντα κανείς».
Για την αγάπη ή το χρήμα; Δεν τον ρώτησε. Αλλά αναρωτήθηκε αν θα ήταν διαφορετική η διαθήκη του παππού της σε περίπτωση που γνώριζε την αλήθεια. Παραδόξως, δεν το πίστευε. Ανέκαθεν περιφρονούσε την αδυναμία του Τζόρντι, μια ιδιότητα ασυγχώρητη για έναν άντρα με τον δυναμικό χαρακτήρα του Ντάνκαν. Εκείνη όμως δεν ήταν τόσο άκαρδη. Κι έπρεπε με κάποιον τρόπο να ησυχάσει τη συνείδησή της επειδή κατηγορούσε τον Τζόρντι για το θάνατο της μητέρας της, ο οποίος συνειδητοποιούσε τώρα ότι ήταν απλώς ένα φριχτό δυστύχημα.
Θα του άφηνε τα χρήματα που είχε στο τσαντάκι της και που προορίζονταν για να πληρώσει τους λογαριασμούς της. Δέκα χιλιάδες λίρες δεν ήταν μεγάλο ποσό συγκριτικά με όσα είχε, αλλά θα βοηθούσαν τον Τζόρντι να κάνει μια καινούρια αρχή. Και ίσως να τα αξιοποιούσε για να χαράξει τη δική του πορεία αντί να κοιτάζει πάντα πώς να παίρνει τον εύκολο δρόμο που δεν του κόστιζε τίποτα και τον έκανε όλο και πιο αδύναμο.
Η Ρόσλιν γύρισε από την άλλη μεριά για να βγάλει τα χρήματα από το τσαντάκι της χωρίς να τη δει. Θα του τα άφηνε σε ένα σημείο όπου εκείνος θα τα έβρισκε αφού η ίδια θα είχε φύγει.
«Θα σε βοηθήσω να μαζέψεις τα πράγματά σου, Τζόρντι».
«Δεν θέλω χάρες από σένα».
Αγνόησε την πικρία στη φωνή του και πήγε προς τη συρταριέρα, όπου υπήρχαν αρκετά ρούχα ακόμη μέσα σ’ ένα ανοιχτό συρτάρι. Τα μάζεψε κι έβαλε τα χρήματα ανάμεσά τους προτού πάει να τα τακτοποιήσει στη βαλίτσα του. Ήταν λάθος της να τον πλησιάσει τόσο. Το χέρι του κινήθηκε ύπουλα και τυλίχτηκε γύρω από τον καρπό της. «Ρος…»
Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος την άφησε αμέσως. Η Ρόσλιν δεν έμαθε ποτέ τι θα της έλεγε ο Τζόρντι. Ήθελε να πιστεύει ότι ίσως της ζητούσε συγγνώμη για όλα όσα της είχε κάνει. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν είχε καμία σημασία, γιατί στην πόρτα στεκόταν ο Άντονι και η παρουσία του δέσποζε στο δωμάτιο.
«Με τόση ησυχία που άκουγα, φοβήθηκα μην είχατε αλληλοσκοτωθεί».
Εκείνη δεν τον ρώτησε γιατί ήταν εκεί, όχι αμέσως. «Φαίνεται ότι σου έχει γίνει συνήθεια να κρυφακούς πίσω από κλειστές πόρτες, άρχοντά μου».
Εκείνος δεν το αρνήθηκε. «Είναι μια χρήσιμη συνήθεια και τις περισσότερες φορές συναρπαστική».
Εκείνο το «περισσότερες φορές» πήγαινε στις κουβέντες που είχε κρυφακούσει να κάνει εκείνη με τη Φράνσις, το ήξερε η Ρόσλιν, και δεν του άρεσαν καθόλου αυτά που είχε ακούσει τότε. Αλλά αυτή τη φορά δεν μπορεί να είχε ακούσει κάτι που να τον είχε ενοχλήσει. Μπορεί το ύφος του να ήταν βλοσυρό, μα μέχρι τώρα πια η Ρόσλιν είχε μάθει τη διαφορά. Ήταν θυμωμένος, αλλά όχι τόσο πολύ θυμωμένος. Η αλήθεια ήταν ότι θα μπορούσε να ήταν θυμωμένος ακόμα λόγω της χθεσινής βραδιάς.
«Όπως βλέπεις, φεύγει», είπε η Ρόσλιν και πήγε προς τον άντρα της.
«Και ήρθες να τον αποχαιρετήσεις;» αντιγύρισε ξερά ο Άντονι. «Πολύ ευγενικό, γλυκιά μου».
Εκείνη δεν τσίμπησε το δόλωμα. «Αν ήρθες για να με πας σπίτι, σ’ ευχαριστώ, γιατί δεν έχω άμαξα».
Ήλπιζε ότι με αυτό τον τρόπο θα τον έκανε να φύγουν και ότι ο Άντονι δεν θα έστρεφε την προσοχή του στον Τζόρντι, κάνοντας σκηνή μπροστά της. Δεν ήθελε να δει τον Άντονι στην τόσο έξαλλη κατάσταση που θα πρέπει να ήταν για να κάνει ό,τι είχε κάνει στον Τζόρντι. Το ασυγκίνητο βλέμμα του της έκοψε την ανάσα. Και τότε ο Άντονι έστρεψε αυτό το βλέμμα στον Τζόρντι. Η Ρόσλιν ήξερε ότι ο ξάδελφός της θα έπρεπε να έτρεμε από το φόβο του.
«Μέσα σε μία ώρα θα έχω φύγει», είπε ο Τζόρντι.
Το τρομακτικό βλέμμα του Άντονι κράτησε ένα δευτερόλεπτο ακόμα. Στη συνέχεια κατένευσε κοφτά, έπιασε τη Ρόσλιν και την οδήγησε έξω. Το χέρι του έσφιγγε τόσο δυνατά τον αγκώνα της που εκείνη δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί κι έτσι μετά την πρώτη προσπάθεια τα παράτησε. Έξω δεν υπήρχε άμαξα, μόνο το άλογό του που το είχε δώσει σε ένα χαμίνι να το κρατάει.
Η Ρόσλιν αποφάσισε να επιτεθεί πριν από εκείνον. «Τι δουλειά είχες να ξανάρθεις εδώ;»
«Μα για να σε γυρίσω στο σπίτι φυσικά».
«Για να βεβαιωθείς ότι έχει φύγει, θες να πεις, αφού δεν μπορεί να ήξερες ότι ήμουν εδώ».
«Κι αυτό επίσης».
Έτριξε τα δόντια. «Το ήξερες;»
«Όχι, ώσπου σ’ άκουσα να τον κάνεις κουρέλι τον κακομοίρη με όλες τις αισχρές, σιχαμερές κι άσχημες λέξεις που δεν μπορούσες να βρεις για να τον χαρακτηρίσεις».
Ώστε λοιπόν στεκόταν έξω από την πόρτα από την αρχή. Μήπως είχε πει κάτι που δεν θα έπρεπε να είχε ακούσει; Όχι, δεν το νόμιζε – όχι αυτή τη φορά. Αλλά δεν έπαυε να νιώθει ενοχλημένη.
«Θα ήταν καλύτερα να έψαχνες να βρεις τους ανθρώπους του, που εξακολουθούσαν να παρακολουθούν το σπίτι – από το πάρκο σίγουρα. Μ’ ακολούθησαν στην τράπεζα και…»
«Ναι, ο Τζέρεμι ανέφερε ότι εκεί θα πήγαινες. Φαντάσου την έκπληξή μου, λοιπόν, όταν σε βρήκα εδώ».
Το είπε λες και δεν την πίστευε. «Πού να πάρει και σηκώσει, Άντονι! Δεν ήξερα πού έμενε, επομένως πώς θα ήξερα πού να τον βρω ακόμη και να το ήθελα, που δεν το ήθελα; Αυτά τα ζωντόβολα που προσέλαβε δεν είχαν μάθει ακόμα ότι τα είχε παρατήσει».
«Πειστικό», ήταν το μόνο που είπε εκείνος, πέταξε ένα νόμισμα στο νεαρό χαμίνι κι ανέβηκε στο άλογό του.
Εκείνη αγριοκοίταξε το χέρι που της άπλωσε. Αυτή τη στιγμή δεν ξετρελαινόταν να καθίσει πλάι του μέχρι να φτάσουν στο σπίτι. Θα προτιμούσε να βρει μια άμαξα να νοικιάσει, αλλά δεν έβλεπε καμία πουθενά.
Πήρε το χέρι του και βρέθηκε καθισμένη ανάμεσα στα πόδια του, με τα δικά της πόδια να κρέμονται πάνω από το μηρό του. Τα μάγουλά της ρόδισαν αμέσως όταν ο Άντονι πήρε τα χέρια της και τα τύλιξε γύρω του. Ήταν μια βασανιστική διαδρομή, μια διαδρομή που επανέφερε ολοζώντανα στο μυαλό της το βασικό της δίλημμα. Κυκλωμένη από τη ζεστασιά του κορμιού του, τα ρουθούνια της πλημμυρισμένα από τη μυρωδιά του, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί η Ρόσλιν ήταν πώς να ξεμπλέξει από τη συμφωνία που είχε κάνει μαζί του και να επιστρέψει στο κρεβάτι του χωρίς κανέναν απολύτως όρο.