Κεφάλαιο 39

Η διαδρομή μέχρι το Πικαντίλι της φάνηκε ότι δεν θα τελείωνε ποτέ και την ίδια στιγμή ότι τελείωσε πολύ γρήγορα. Μια απροσδιόριστη ευφορία την είχε πλημμυρίσει. Χωρίς λόγια να της αποσπούν την προσοχή, μοναχά τον σταθερό καλπασμό του αλόγου, τον σταθερό χτύπο της καρδιάς του Άντονι στο αυτί της, ήταν εύκολο να ξεχάσει την πραγματικότητα και να φωλιάσει μέσα σε ένα κουκούλι ευδαιμονίας.

Και γι’ αυτό της κακοφάνηκε τόσο, όταν κατέβηκε από το άλογο κι αναγκάστηκε να θυμηθεί πάλι όλα τα προβλήματα που τη βασάνιζαν. Κι έγινε τόσο ξαφνικά που για μια στιγμή ένιωσε σαν χαμένη. Η αλήθεια ήταν ότι κοίταζε τον τσαλακωμένο φάκελο που ήταν πεσμένος στα πόδια της για δεκαπέντε δευτερόλεπτα και παραπάνω, προτού συνειδητοποιήσει τι ήταν κι απλώσει το χέρι της να τον πάρει. Μα την πρόλαβε το χέρι του Άντονι.

Η Ρόσλιν βόγκηξε ενδόμυχα. Είχε ξεχάσει τελείως αυτούς τους ηλίθιους λογαριασμούς και για κακή της τύχη ένας απ’ αυτούς είχε πέσει από την τσέπη του φορέματός της. Και για κάκιστή της τύχη, είχε προλάβει να τον πιάσει ο Άντονι. Ήταν μάταιο να ελπίζει ότι θα της τον έδινε πίσω έτσι απλά. Δεν της τον έδωσε. Τον άνοιξε!

«Άντονι!»

Την κοίταξε με το ένα κατάμαυρο φρύδι του υψωμένο. «Σ’ εμένα απευθύνεται», ήταν το μόνο που είπε.

Εκείνη έκανε να πάει προς το σπίτι, λες κι έτσι θα τελείωνε το θέμα εκεί. Εκείνος την έπιασε από το μπράτσο για να την εμποδίσει να φύγει ενώ διάβαζε ακόμα το χαρτί που κρατούσε στο άλλο του χέρι.

Όταν μίλησε, ο τόνος του φανέρωνε απλή περιέργεια μόνο. «Μπορώ να ρωτήσω τι δουλειά έχει αυτό στα χέρια σου;»

Η Ρόσλιν είδε ότι δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει και στράφηκε να τον αντιμετωπίσει. «Είναι για μερικά από τα έπιπλα που αγόρασα».

«Βλέπω για τι πράγμα είναι, γλυκιά μου. Εγώ σε ρώτησα τι δουλειά έχει στα χέρια σου».

«Θα τον πλήρωνα. Γι’ αυτό…»

Τα λόγια της έσβησαν, όταν είδε τα μάτια του να κατεβαίνουν στην τσέπη της. Ακολούθησε το βλέμμα του και είδε άλλον ένα φάκελο να προεξέχει. Η καταραμένη η βόλτα με το άλογο είχε κάνει τους φακέλους να σκορπίσουν από το μάτσο. Και προτού προλάβει να πει τίποτε άλλο, το χέρι του Άντονι ήταν μέσα στην τσέπη της κι έβγαζε έξω και τους υπόλοιπους λογαριασμούς.

«Θα πλήρωνες κι αυτούς;»

Κατένευσε, αλλά ο Άντονι δεν την κοίταζε κι έτσι του είπε πνιχτά: «Ναι».

«Τότε δεν θα ήταν πιο σωστό να πεις να χρεώσουν τα ποσά στο δικό σου όνομα αντί στο δικό μου;»

Η Ρόσλιν δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο ήρεμος μ’ αυτό το θέμα. «Σκ-σκόπευα να το κάνω, αλλά το ξέχασα».

«Όχι δεν το ξέχασες», αντιγύρισε εκείνος, κάνοντας την καρδιά της να σφιχτεί από απελπισία, αλλά στη συνέχεια την μπέρδεψε όταν τον άκουσε να προσθέτει κεφάτα: «Δεν είσαι και πολύ καλή στις συμφωνίες, γλυκιά μου. Όλα αυτά θα μπορούσα να σ’ τα είχα βρει εγώ στη μισή τιμή».

Έβαλε τους λογαριασμούς στην τσέπη του, πράγμα που την ενόχλησε, επειδή αυτό ακριβώς περίμενε ότι θα έκανε. «Είναι δικές μου αυτές οι αγορές», του υπενθύμισε.

«Για το δικό μου σπίτι».

«Εγώ τα αγόρασα», επέμεινε εκείνη. «Κι εγώ θα τα πληρώσω».

«Όχι. Έτσι κι αλλιώς όταν τα αγόρασες δεν είχες σκοπό να τα πληρώσεις, οπότε ας αφήσουμε αυτό το θέμα ως έχει, εντάξει;»

Της χαμογελούσε. Χαμογελούσε! «Μη γίνεσαι ξεροκέφαλος, Άντονι. Έχεις ήδη αρκετούς πιστωτές. Θέλω να πληρώσω για ό,τι…»

«Ησύχασε, καρδιά μου», τη διέκοψε πιάνοντάς την από τους ώμους. «Μάλλον δεν έπρεπε να σ’ αφήσω να πιστεύεις ότι τα βγάζω πέρα με δυσκολία, αλλά διασκέδαζες τόσο πολύ προσπαθώντας να με κάνεις να χρεοκοπήσω που δεν ήθελα να σ’ το χαλάσω». Γέλασε όταν την είδε να χαμηλώνει ένοχα τα μάτια, την έπιασε από το πιγούνι και της σήκωσε το πρόσωπο. «Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσες να είχες αλλάξει τη διακόσμηση σ’ εκατό σπίτια χωρίς να με δεις να σηκώνω καν το φρύδι».

«Μα δεν μπορεί να είσαι πλούσιος!»

Εκείνος γέλασε με την καρδιά του. «Έχει και τα καλά του να έχεις αδελφό ιδιοφυΐα στα χρηματοοικονομικά. Ο Έντουαρντ έχει το άγγιγμα του Μίδα, θα μπορούσα να πω. Και του έχουμε αναθέσει με μεγάλη ευχαρίστηση τα οικονομικά της οικογένειας. Αν το σπίτι στην πόλη δεν σου αρέσει τελικά έπειτα από τόσο κόπο που έκανες για να το αλλάξεις, έχω αρκετά σπίτια στα περίχωρα, όπως και στο Κεντ, το Νορθάμπτον, το Νόρφολκ, το Γιορκ, το Λίνκολν, το Γουίλτσαϊρ, το Ντέβον…»

«Φτάνει!»

«Απογοητεύτηκες τόσο πολύ που δεν σε παντρεύτηκα για τα λεφτά σου, γλυκιά μου;»

«Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να πάρεις ένα μέρος τους σύμφωνα με το προγαμιαίο συμβόλαιο. Σου κατέθεσα τα χρήματα σήμερα το πρωί σ’ ένα λογαριασμό που άνοιξα στο όνομά σου». Ορίστε, το είπε. Με αυτό το θέμα τουλάχιστον ξεμπέρδεψε.

Εκείνος το διασκέδαζε με την ψυχή του. «Θα πας στην τράπεζα και θα τα βάλεις σ’ ένα καταπίστευμα για τα παιδιά μας. Και μια που κουβεντιάζουμε γι’ αυτό το θέμα, θέλω να ξέρεις ότι μπορώ να σε ζήσω, Ρόσλιν. Για τα ρούχα σου, τα κοσμήματά σου, ό,τι στολίζει το κορμί σου, για όλα θα πληρώνω εγώ».

«Κι εγώ τι υποτίθεται ότι θα κάνω με τα λεφτά μου;» απαίτησε αιχμηρά να μάθει εκείνη.

«Ό,τι άλλο θέλεις, αρκεί να μην έχει να κάνει με ρουχισμό, τροφή ή στέγη ή ό,τι άλλο δικαιούμαι να σου αγοράζω εγώ. Και ίσως είναι καλύτερα να συζητάς πρώτα μαζί μου πού αποφασίζεις να ξοδέψεις τα λεφτά σου. Ίσως έτσι να αποφύγουμε μελλοντικές διαφωνίες».

Το ανεξάρτητο πνεύμα της εξαγριώθηκε. Η γυναικεία καρδιά της αγαλλίασε. Κι αυτό το «παιδιά» που είχε πει ο Άντονι δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της. Υπονοούσε ότι θα τελείωναν κάποια στιγμή τα προβλήματα μεταξύ τους, αν και δεν το έβλεπε να γίνεται σύντομα.

«Αν είναι να συνεχίσουμε αυτή την κουβέντα, δεν πάμε καλύτερα μέσα;»

Ο Άντονι χαμογέλασε πλατιά σαν άκουσε τον ουδέτερο τόνο της. Είχε καταφέρει να περάσει το δικό του κι ένιωθε χαρούμενος πάλι που η Ρόσλιν δεν του πήγαινε κόντρα πια. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, μ’ αυτό τον τρόπο τού έδειχνε ότι ήθελε να τα ξαναβρούν και το ίδιο θα της έδειχνε κι εκείνος. Ήταν καθαρή τύχη το γεγονός ότι ο τρόπος που είχε εκείνος κατά νου ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαίος μετά την τόσο στενή επαφή τους πάνω στο άλογο.

«Αυτό το θέμα το εξαντλήσαμε», είπε ο Άντονι, οδηγώντας τη μέσα στο σπίτι. «Αλλά υπάρχει ένα άλλο που πρέπει να φροντίσουμε άμεσα».

Η καρδιά της Ρόσλιν έχασε ένα χτύπο, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν είχε πιάσει σωστά το νόημα. Κι έτσι δεν άφησε τον εαυτό της να ελπίζει, μέχρι που την πήρε από το χέρι και την οδήγησε πάνω, στο δωμάτιό του. Ακόμη και τότε, όμως, όταν εκείνος έκλεισε την πόρτα, ακόμα δεν ήταν σίγουρη για τις προθέσεις του. Ο Άντονι διέσχισε το δωμάτιο, έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε στην αναθεματισμένη την πολυθρόνα όπου είχε περάσει τη χθεσινή νύχτα. Εκείνη κοίταξε βλοσυρά την πολυθρόνα. Α, ναι, της είχε δώσει το μάθημά της εκεί πάνω, όπως ακριβώς της το είχε υποσχεθεί. Η πικρία έκανε το θυμό της να φουντώσει πάλι κι ανταγωνιζόταν τη δυνατή ηδονική φωτιά που απλωνόταν στα σωθικά της και μόνο που βρισκόταν σ’ αυτό το δωμάτιο ξανά.

«Έλα δω, Ρόσλιν».

Εκείνος είχε πάει στο κρεβάτι, είχε καθίσει και ξεκούμπωνε αργά το λευκό πουκάμισό του από ύφασμα βατίστα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δύο φορές γρηγορότερα.

Ήταν σκέτος πειρασμός, πέρα από κάθε φαντασία, μα εκείνη δεν θ’ άντεχε αν ήταν πάλι «ψυχρός» μαζί της.

«Να φανταστώ ότι… μπορείς… μπορείς να προσποιηθείς ότι με θέλεις;»

«Να προσποιηθώ;» ρώτησε εκείνος ανασηκώνοντας και τα δύο φρύδια του. «Α, κατάλαβα. Ακόμα δεν πιστεύεις στον αυθορμητισμό, έτσι δεν είναι, καρδιά μου; Έρχεσαι να με βοηθήσεις με τις μπότες μου;»

Εκείνη το έκανε, απλά και μόνο επειδή δεν είχε απαντήσει ακόμα στην ερώτησή της και δεν ήθελε να φύγει τρέχοντας αν δεν το ήξερε με βεβαιότητα. Την κακεντρέχεια μπορούσε να την αντιμετωπίσει, μα την απάθεια όχι.

«Είσαι νευρική», παρατήρησε εκείνος, όταν η Ρόσλιν δεν γύρισε προς το μέρος του αφότου άφησε και τη δεύτερη μπότα του να πέσει στο πάτωμα. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς, γλυκιά μου. Θα πρέπει να μ’ εκμεταλλεύεσαι όταν σου δίνεται η ευκαιρία».

Είδε την πλάτη της να σφίγγεται και μετάνιωσε αμέσως για τα λόγια του. Είχε φροντίσει χθες βράδυ να της δώσει να καταλάβει ότι δεν του άρεσε καθόλου αυτή η συμφωνία. Κι εκείνη δεν θα το ξεχνούσε. Αλλά ο Άντονι δεν άντεχε να περάσει το ίδιο μαρτύριο ξανά.

Άπλωσε τα χέρια και την τράβηξε ανάμεσα στα πόδια του. Τα χέρια του ανηφόρισαν τα πλευρά της και κύκλωσαν τα στήθη της. Ακούμπησε το μάγουλό του πάνω στο μπολερό της. Το κεφάλι της έπεσε πίσω. Το κορμί της κυρτώθηκε στα χέρια του. Ο Άντονι πήρε φωτιά, την έριξε στο κρεβάτι και γύρισε το κορμί του ώστε να βρεθεί από πάνω της, μα κράτησε τα πόδια της φυλακισμένα ανάμεσα στα δικά του.

«Προσποίηση, καρδιά μου; Δεν πιστεύω ότι εσύ κι εγώ είμαστε ικανοί για τέτοιο άθλο».

Το στόμα του σκέπασε το δικό της με ένα πάθος που την έκαψε κι έκανε όλες τις απολήξεις των νεύρων της να μουδιάσουν, της έκοψε την ανάσα. Ήταν υπέροχα. Ήταν αυτό που θυμόταν, αυτή η αδηφάγα φωτιά μεταξύ τους που αψηφούσε κάθε λογική. Η χθεσινή νύχτα ξεχάστηκε στη στιγμή. Τώρα τη φιλούσε θαρρείς και θα πέθαινε αν δεν το έκανε, χωρίς να της κρύβει τίποτα και η καρδιά της γυναίκας μέσα της ζωντάνεψε στην αγκαλιά του.