«Φεύγω σε δύο μέρες, Τόνι», ήταν το πρώτο πράγμα που είπε ο Τζέιμς μπαίνοντας στην τραπεζαρία.
«Να σε βοηθήσω να μαζέψεις, μπας και φύγεις μια ώρα αρχύτερα;»
«Μη γίνεσαι μονότονος, μικρέ. Ξέρεις καλά ότι σ’ αρέσει πολύ που μ’ έχεις εδώ».
Ο Άντονι γρύλισε και ξανάρχισε να τρώει το πρωινό του. «Πότε πήρες τελικά την απόφαση να φύγεις;»
«Όταν είδα πόσο απελπιστική έχει γίνει η κατάστασή σου. Πολύ απλά δεν έχει πλάκα πια να κάθομαι δω και να βλέπω τα χαΐρια σου».
Ο Άντονι πέταξε το πιρούνι του κι αγριοκοίταξε την πλάτη του αδελφού του, καθώς ο Τζέιμς, αφού πρώτα έριξε τη σπόντα του, ύστερα πήγε αδιάφορα προς τον μπουφέ και γέμισε ένα πιάτο μ’ ένα βουνό φαγητό. Βασικά ο ίδιος πίστευε ότι τις δύο τελευταίες εβδομάδες είχε κάνει πολύ μεγάλη πρόοδο. Έφτανε τώρα πια να αγγίξει τη Ρόσλιν κι εκείνη έπεφτε στην αγκαλιά του. Πραγματικά δεν έβλεπε τι το απελπιστικό είχε αυτό. Δεν θ’ αργούσε να έρθει η ώρα που εκείνη θα παραδεχόταν ότι τον είχε ανάγκη όσο την είχε κι αυτός. Θα παραδεχόταν ότι είχε φερθεί ανόητα και θα έγραφε στα παλιά της τα παπούτσια τους όρους που η ίδια είχε επιβάλει. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό, εκείνος θα τους τηρούσε κατά γράμμα.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι εννοείς;»
Ο Τζέιμς κάθισε απέναντί του και κάνοντας έξαλλο τον Άντονι, είπε: «Μ’ αρέσει έτσι όπως έγινε αυτό το δωμάτιο. Πόσα σου κόστισε;».
«Κόφ’ το, Τζέιμς!»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Μα είναι ολοφάνερο, μικρέ μου. Έρχεται στο δωμάτιό σου και ύστερα φεύγει –πολύ νωρίς το πρωί, όπως έχω προσέξει–, αλλά όταν βγαίνετε από κει μέσα είστε δύο ξένοι. Πού πήγε η περίφημη μαεστρία σου, για την οποία είσαι τόσο γνωστός, ότι μπορείς να κάνεις τις γυναίκες ό,τι θέλεις; Ανοσία έχει η συγκεκριμένη;»
«Το θέμα δεν σ’ αφορά, ξέρεις».
«Το ξέρω».
Ωστόσο ο Άντονι του απάντησε. «Δεν έχει ανοσία, αλλά ούτε και είναι σαν τις άλλες γυναίκες. Φταίει που έχει αυτές τις καταραμένες αντιλήψεις… Το θέμα είναι ότι θέλω να έρθει σ’ εμένα μόνη της και όχι με ναρκωμένες τις αισθήσεις, χωρίς να έχει περιθώρια επιλογής».
«Μ’ άλλα λόγια, θες να πεις ότι αλλιώς δεν πρόκειται να… έρθει σ’ εσένα;» Όταν ο Άντονι το μόνο που έκανε ήταν να τον κοιτάξει βλοσυρά, ο Τζέιμς γέλασε. «Μη μου πεις ότι δεν έχεις λύσει εκείνη τη μικρή παρεξήγηση με τη γλυκιά Μάρτζι;»
«Θυμάσαι ακόμα το όνομά της;»
Ήταν ολοφάνερη η περιφρόνηση στη φωνή του, αλλά ο Τζέιμς αποφάσισε να αγνοήσει τα νευράκια του αδελφού του. «Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνω και τη βλέπω αρκετά συχνά. Είναι καλό κομμάτι». Αλλά εκείνη η μικρή αλεπού δεν είχε ξαναφανεί στο καπηλειό κι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που ο Τζέιμς πήγαινε και ξαναπήγαινε εκεί. «Δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να της εξηγήσεις;»
«Το έκανα μία φορά. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω».
Ο Τζέιμς αναστέναξε με το γαϊδουρινό πείσμα του αδελφού του, δεν είχε σημασία που και το δικό του πείσμα το ίδιο ψυχοφθόρο ήταν είτε με φίλους είτε με εχθρούς. «Η ψωροπερηφάνια είναι η περικεφαλαία του βλάκα, μικρέ μου. Κοντεύεις ένα μήνα παντρεμένος. Αν το ’ξερα ότι θα τα ’κανες έτσι ρόιδο, θα την κυνηγούσα στα σοβαρά».
«Μόνο πάνω από το πτώμα μου», γρύλισε ο Άντονι.
«Μπα, σ’ έτσουξε, ε;» Ο Τζέιμς χαμογέλασε. «Αλλά δεν έχει καμία σημασία πια. Την κέρδισες εσύ. Αν και αυτό που κατάφερες να κάνεις με το έπαθλο, βέβαια, είναι για κλάματα. Δεν θα έβλαπτε και λίγος ρομαντισμός. Θυμάμαι ότι έλιωνε για σένα τότε, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, έτσι δεν είναι;»
Ο Άντονι με το ζόρι κρατιόταν να μη χιμήξει στον αδελφό του. «Το τελευταίο που χρειάζομαι από εσένα είναι συμβουλές, Τζέιμς. Σε ό,τι αφορά τη γυναίκα μου έχω τη δική μου στρατηγική και μπορεί εσένα να μη σου φαίνεται έτσι, αλλά αποδίδει».
«Είναι η πιο περίεργη στρατηγική που έχω δει, εχθροί τη μέρα, εραστές τη νύχτα. Εγώ πάντως δεν θα είχα τόση υπομονή. Αν δεν πέφτουν με την πρώτη…»
«Πάει να πει ότι δεν αξίζουν τον κόπο;»
«Κάποιες τον αξίζουν. Αλλά υπάρχουν τόσο πολλές άλλες γλυκές υπάρξεις να σε παρηγορήσουν, οπότε γιατί να μπεις σε φασαρία;»
«Αλλά εγώ έχω τη Ρόσλιν».
Ο Τζέιμς γέλασε. «Δεκτό. Αλλά αξίζει τον κόπο;»
Η απάντηση του Άντονι ήταν ένα αργό χαμόγελο, το πρώτο του, και ο Τζέιμς σοβάρεψε. Ναι, μάλλον η μικρή Σκοτσέζα του άξιζε την υπομονή του. Αλλά σε ό,τι είχε να κάνει με τη στρατηγική του Άντονι, για τον Τζέιμς ήταν φανερό ότι το μόνο που κατάφερνε ήταν να σκάβει μόνος του το λάκκο του όλο και πιο βαθιά. Δεν θα έκανε την παραμικρή εντύπωση στον Τζέιμς αν, όταν επέστρεφε στην Αγγλία, έβλεπε τη γυναίκα του Άντονι να έχει γίνει σαν τη γυναίκα του Τζέισον, η οποία χρησιμοποιούσε ό,τι δικαιολογία μπορούσε για να αποφεύγει τον άντρα της.
Η Νέτι φάνηκε στην πόρτα. «Με συγχωρείτε, σερ Άντονι, αλλά η λαίδη Ρόσλιν θα ήθελε να σας μιλήσει».
«Πού είναι;»
«Στο δωμάτιό της, κύριε. Δεν νιώθει και πολύ καλά».
Ο Άντονι έκανε νόημα στη γυναίκα να φύγει και ύστερα γρύλισε: «Να πάρει ο διάολος!».
Ο Τζέιμς κούνησε το κεφάλι του αηδιασμένος. «Τα βλέπεις; Μαθαίνεις ότι η γυναίκα σου είναι άρρωστη κι αντί να ανησυχήσεις…»
«Που να πάρει, Τζέιμς, δεν ξέρεις τι τρέχει, γι’ αυτό μην ανακατεύεσαι! Αν είναι άρρωστη, πάει να πει ότι συμβαίνει αυτό που ήθελε τόσο πολύ. Το πρόσεξα προχθές το πρωί όταν…» Ο Άντονι σταμάτησε μόλις είδε το ανασηκωμένο φρύδι του Τζέιμς. «Να πάρει και να σηκώσει! Θα μου πει ότι πρόκειται να γίνω πατέρας».
«Α! Μα αυτό είναι υπέροχο!» είπε περιχαρής ο Τζέιμς, αλλά τότε πρόσεξε ότι το πρόσωπο του Άντονι σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο και πρόσθεσε διστακτικά: «Δεν είναι;».
«Όχι, γαμώτο! Δεν είναι!»
«Για όνομα του Θεού, Τόνι, συνήθως μετά το γάμο έρχονται τα παιδιά, ξέρεις…»
«Το ξέρω αυτό, βρε ηλίθιε! Το παιδί το θέλω. Τα υπόλοιπα που πάνε πακέτο με το παιδί είναι που δεν θέλω».
Ο Τζέιμς δεν κατάλαβε κι άρχισε να γελάει. «Αυτό είναι το τίμημα της πατρότητας, βλέπεις. Πώς κάνεις έτσι, όμως, κάνα δυο μήνες είναι μόνο που θ’ αναγκαστείς να μείνεις μακριά από το κρεβάτι της. Μπορείς κάλλιστα να βρεις αλλού παρηγοριά».
Ο Άντονι σηκώθηκε, η φωνή του ήρεμη, μα το βλέμμα του σε πάγωνε.
«Αν ήθελα να βρω αλλού παρηγοριά και αν ήταν μόνο για κάνα δυο μήνες, ίσως και να είχες δίκιο, αδελφέ. Αλλά η δική μου αποχή αρχίζει από τη στιγμή που η αγαπημένη μου σύζυγος θα μου ανακοινώσει την κατάστασή της».
Ο Τζέιμς ρώτησε έκπληκτος: «Ποιανού ήταν αυτή η γελοία ιδέα;»
«Πάντως όχι δική μου».
«Θες να πεις ότι ο μοναδικός λόγος που ήρθε σ’ εσένα ήταν για να πιάσει παιδί;»
«Αυτός και κανένας άλλος».
Ο Τζέιμς ρουθούνισε. «Λυπάμαι που σ’ το λέω, αγόρι μου, αλλά μου φαίνεται ότι η γυναίκα σου χρειάζεται ένα γερό χέρι ξύλο».
«Όχι, αυτό που χρειάζεται είναι να παραδεχτεί ότι κάνει λάθος και στο τέλος θα το παραδεχτεί. Το πότε είναι αυτό που κοντεύει να με τρελάνει».