Ελαφρύ τσάι και σκέτο φρυγανισμένο ψωμί, επέμενε η Νέτι. Δεν ήταν και πολύ λαχταριστό πρωινό, αλλά ήταν καλύτερο από τη ζεστή σοκολάτα και τα γλυκίσματα που έκαναν νωρίτερα τη Ρόσλιν να τρέχει στο δοχείο νυκτός. Είχε υποπτευθεί τι της συνέβαινε την περασμένη βδομάδα, όταν δεν ήρθαν τα έμμηνά της. Και πριν από τρεις μέρες είχε βεβαιωθεί, όταν ξεκίνησε αυτή η απαίσια ναυτία το πρωί και δεν της πέρασε παρά μόνο σαν μεσημέριασε. Κι από τότε γινόταν καθημερινά και λίγο χειρότερη. Σήμερα το πρωί είχε αναγκαστεί να μείνει δίπλα στο δοχείο νυκτός κοντά μία ώρα· είχε συνεχώς αναγούλες. Έτρεμε τι θα έφερνε το αύριο, χώρια που αύριο το πρωί ήταν ο γάμος της Φράνσις. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι θα κατάφερνε να πάει – άλλος ένας λόγος που ήταν στεναχωρημένη, ενώ κανονικά θα έπρεπε να πετάει στα ουράνια από χαρά για την κατάστασή της.
Το στομάχι της δεν είχε ηρεμήσει εντελώς ακόμα, παρόλο που είχε τσιμπολογήσει το σκέτο ψωμί. Της ήταν δύσκολο να θυμάται, έτσι χάλια που αισθανόταν, ότι ήθελε ένα παιδί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Γιατί δεν μπορούσε να είναι από εκείνες τις τυχερές που δεν είχαν ούτε μία πρωινή ναυτία στην εγκυμοσύνη τους; Κι είχαν αρχίσει τόσο γρήγορα! Δύο βδομάδες είχαν περάσει μόνο από τη μέρα που είχε κάνει την περίφημη συμφωνία με τον Άντονι. Και μία βδομάδα αργότερα είχε υποπτευθεί ότι ήταν έγκυος, πράγμα που ξεκάθαρα σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να κάνει αυτή τη συμφωνία, αφού κατά πάσα πιθανότητα είχε συλλάβει την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα.
Άφησε μαλακά το φλιτζάνι με το τσάι στο τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα όπου ήταν ξαπλωμένη. Οι απότομες κινήσεις, όπως είχε ανακαλύψει με φρίκη προχθές το πρωί όταν της έκανε έρωτα ο Άντονι, της έφερναν ανακατωσούρα. Είχε βάλει τα δυνατά της να συγκρατηθεί για να μη γίνει ρεζίλι και να μην του το πει την ίδια στιγμή. Και λειτουργώντας καθαρά εγωιστικά, είχε πάει σ’ εκείνον άλλες δύο νύχτες χωρίς να του πει την αλήθεια. Αλλά δεν γινόταν να το αναβάλλει άλλο. Σήμερα το πρωί στο τσακ πρόλαβε να βγει από το δωμάτιό του, προτού ξυπνήσει εκείνος και τη φωνάξει να έρθει πάλι στο κρεβάτι. Και με τη ναυτία της που ολοένα και χειροτέρευε, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορούσε να απολαύσει πια τον πρωινό έρωτά τους. Έπρεπε να του το πει προτού το ανακαλύψει μόνος του και καταλάβει ότι εκείνη αθετούσε τη συμφωνία τους.
Πόσο μισούσε αυτή την καταραμένη συμφωνία, γαμώτο! Αυτές τις δύο τελευταίες βδομάδες ο Άντονι ήταν απίστευτα ερωτικός, τουλάχιστον όταν βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρά του. Της έκανε έρωτα τόσο συχνά που η Ρόσλιν ήξερε ότι δεν του απέμεναν δυνάμεις να πάει με άλλη γυναίκα, ήξερε ότι τον είχε όλο δικό της. Ήταν σαν κάθε νύχτα να ήταν η πρώτη νύχτα του γάμου τους, έδειχνε απίστευτο πάθος και τρυφερότητα, κι όλα για εκείνη, δικά της.
Αλλά έξω από την κρεβατοκάμαρά του ήταν τελείως διαφορετικός, είτε αδιάφορος είτε ψυχρός και σαρκαστικός, μα ποτέ ευχάριστος. Η Ρόσλιν ήξερε ότι γι’ αυτό έφταιγε εκείνη η συμφωνία. Ήταν ο δικός του τρόπος να της δείχνει ότι εξακολουθούσαν να μην του αρέσουν καθόλου οι όροι που του είχε επιβάλει.
Και τώρα είχε έρθει το τέλος. Μα εκείνη δεν ήθελε να τελειώσει. Να πάρει! Είχε καταλήξει να εθιστεί στον Άντονι, αλλά θα τον έχανε εξαιτίας της ηλίθιας απόφασης που μόνη της είχε πάρει. Για λίγο μόνο, του είχε πει. Δύο βδομάδες ήταν σίγουρα λίγο.
«Ήθελες να με δεις;»
Μπήκε χωρίς να χτυπήσει. Είχε να έρθει σ’ αυτό το δωμάτιο από τη βραδιά που η Ρόσλιν είχε προσποιηθεί ότι δεν ένιωθε καλά. Τώρα πραγματικά δεν ένιωθε καλά.
Ο Άντονι έριξε πρώτα μια γρήγορη ματιά στα καινούρια έπιπλα και ύστερα έστρεψε τα μπλε του κοβαλτίου μάτια του σ’ εκείνη. Η Ρόσλιν ένιωθε το στομάχι της να επαναστατεί από την αγωνία.
«Περιμένω μωρό», ξεφούρνισε.
Εκείνος στάθηκε μπροστά της με τα χέρια στις τσέπες. Η έκφρασή του δεν άλλαξε. Αυτό ήταν το χειρότερο. Θα μπορούσε τουλάχιστον να δείξει λίγη χαρά για το παιδί. Κι αν όχι χαρά, τότε δυσαρέσκεια. Αυτή τη στιγμή, και η δυσαρέσκειά του καλοδεχούμενη θα ήταν. Καλοδεχούμενη θα ήταν ακόμη και η μανιασμένη οργή που της είχε δείξει το βράδυ, τότε που του είχε ανακοινώσει τους όρους της.
«Θα πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενη», είπε με το πιο ανέκφραστο ύφος του κόσμου. «Επομένως οι επισκέψεις σου στο δωμάτιό μου παίρνουν τέλος».
«Ναι. Εκτός και αν…»
«Εκτός και αν;» την έκοψε επίτηδες. «Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να αθετήσω τους όρους σου, γλυκιά μου».
Η Ρόσλιν δάγκωσε το χείλι για να μη βρίσει τους καταραμένους τους όρους της μπροστά του. Έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε τι ήθελε να πει όταν ξεκίνησε τη φράση της προτού τη διακόψει. Αλλά ό,τι κι αν είχε να του πει, εκείνος προφανώς δεν ήθελε να το ακούσει. Κι εκείνη ήλπιζε, προσευχόταν ότι εκείνος θα επέμενε να ξεχάσουν τη συμφωνία που είχαν κάνει, ότι θ’ απαιτούσε να γυρίσει στο δωμάτιό του και να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Δεν θα το έκανε όμως. Δεν νοιαζόταν για εκείνη πια;
Έστρεψε τη ματιά της προς το παράθυρο, η φωνή της άχρωμη, ενώ κανονικά θα έπρεπε να ξεχειλίζει από ενθουσιασμό, λαμβάνοντας υπόψη το θέμα που συζητούσαν.
«Θα χρειαστώ ένα δωμάτιο για το μωρό».
«Ο Τζέιμς φεύγει σε λίγες μέρες. Μπορείς να πάρεις το δικό του και να το φτιάξεις όπως θέλεις».
Του είχε δώσει την ευκαιρία. Θα μπορούσε να της πει να πάρει αυτό το δωμάτιο. Σίγουρα βόλευε πολύ περισσότερο, ήταν ακριβώς απέναντι από το δικό του.
Συνέχιζε να έχει το βλέμμα της καρφωμένο έξω από το παράθυρο. «Αυτό το παιδί είναι και δικό σου, Άντονι. Έχεις καμιά προτίμηση για το χρώμα – ή οτιδήποτε άλλο;»
«Κάνε ό,τι θέλεις εσύ, γλυκιά μου. Α, παρεμπιπτόντως, δεν θα έρθω για δείπνο απόψε. Θα γιορτάσουμε στη λέσχη την τελευταία βραδιά πνευματικής υγείας του γερου-Τζορτζ».
Την πόνεσε που εκείνος άλλαξε απότομα θέμα. Προφανώς δεν νοιαζόταν καθόλου για το μωρό, ούτε για εκείνη, αφού είχε φύγει χωρίς να πει άλλη λέξη.
Έξω από το δωμάτιο, ο Άντονι κοπάνησε με δύναμη τη γροθιά του στον τοίχο. Μέσα, η Ρόσλιν έκλαιγε απαρηγόρητη. Τρόμαξε από το θόρυβο μα δεν έδωσε σημασία. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο δυστυχισμένη στη ζωή της κι έφταιγε αποκλειστικά και μόνο εκείνη γι’ αυτό. Δεν θυμόταν καν για ποιο λόγο είχε κάνει αυτή την ηλίθια συμφωνία. Α, ναι. Επειδή φοβόταν ότι αν έκανε έρωτα για μεγάλο διάστημα με τον Άντονι, στο τέλος θα τον ερωτευόταν. Ε, λοιπόν, ήταν πολύ αργά πια γι’ αυτό. Η Νέτι είχε δίκιο.
«Ήταν αυτό που φανταζόσουν;»
Ο Άντονι στράφηκε και είδε τον Τζέιμς να στέκεται έξω από το δωμάτιό του. «Ναι».
«Επομένως η στρατηγική δεν αποδίδει;»
«Κόφ’ το, Τζέιμς. Δεν μας αδειάζεις τη γωνιά μια ώρα αρχύτερα;»