«Φεύγεις πάλι;»
Ο Άντονι, που εκείνη τη στιγμή φορούσε τα γάντια του, σταμάτησε. «Ναι».
Η Ρόσλιν έφυγε από την πόρτα του σαλονιού και τον πλησίασε. Ήταν μία ώρα και παραπάνω που είχαν γυρίσει στο σπίτι. Τόσο πολύ χρόνο τής είχε πάρει ώσπου να μαζέψει το κουράγιο για να τον πλησιάσει, αλλά αυτό το κουράγιο την εγκατέλειπε με γρήγορο ρυθμό, τώρα που της είχε δοθεί η ευκαιρία. Όμως έπρεπε να το κάνει.
«Θα ήθελα να σου μιλήσω».
«Πολύ καλά». Ο Άντονι έδειξε το σαλόνι.
«Όχι εδώ, πάνω». Μόλις είδε το φρύδι του να ανασηκώνεται έντονα, η Ρόσλιν κοκκίνισε και πρόσθεσε βιαστικά: «Στο δωμάτιό μου». Ο Τζέρεμι βρισκόταν κάπου μέσα στο σπίτι κι αυτή ήταν μια κουβέντα που η Ρόσλιν δεν ήθελε να τη διακόψει κανένας. «Θα είμαστε μόνοι μας εκεί – γι’ αυτό που έχω να σου πω».
«Τότε προχώρα μπροστά και σ’ ακολουθώ, γλυκιά μου».
Ο τόνος του δήλωνε αδιαφορία. Χριστέ μου, δεν θα της το έκανε εύκολο. Κι αν δεν τον ένοιαζε; Τι θα γινόταν αν το μόνο που κατάφερνε θα ήταν να γελοιοποιηθεί;
Η Ρόσλιν ανέβηκε βιαστικά πάνω με τον Άντονι να ακολουθεί αργά. Έσερνε τα πόδια του, φοβόταν ότι δεν θα του άρεσε καθόλου αυτό που είχε εκείνη να του πει. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να του πει αυτό που ήθελε ν’ ακούσει. Είχε υπολογίσει ότι θα χρειαζόταν να περάσουν αρκετές βδομάδες πρώτα, προτού παραδεχτεί η Ρόσλιν ότι δεν ήθελε να κοιμάται μόνη. Και τότε δεν θα του έφερνε αντίρρηση, όταν εκείνος θα πατούσε πόδι και θ’ απαιτούσε να τιμήσει την αρχική συμφωνία τους, να είναι γυναίκα του από κάθε άποψη.
Η Ρόσλιν είχε καθίσει ήδη στην πολυθρόνα, όταν ο Άντονι μπήκε στο δωμάτιο. Μια και η συγκεκριμένη θέση ήταν πιασμένη και το κρεβάτι απορριπτόταν ασυζητητί, κάθισε στο σκαμπό μπροστά από την τουαλέτα της, μόνο μερικά πόδια μακριά της. Όσο την περίμενε να αρχίσει, πασπάτεψε τα μπουκάλια με τα αρώματα που υπήρχαν εκεί πάνω. Έπιασε αδιάφορα ένα κομμάτι χαρτί που βρήκε, αλλά όταν το ξεδίπλωσε, ο γραφικός χαρακτήρας του Τζέιμς τράβηξε αμέσως την προσοχή του.
«Άντονι, μπορείς τουλάχιστον να με κοιτάς;» Εκείνος την κοίταξε, μα με μάτια μισόκλειστα τώρα κι εκείνη χαμήλωσε τα δικά της. «Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω εκτός από ότι… έκανα λάθος».
«Λάθος;»
«Να βάλω περιορισμούς στο γάμο μας. Θα… θα ήθελα να κάνουμε μια καινούρια αρχή».
Σήκωσε τα μάτια της. Το τελευταίο πράγμα που περίμενε ήταν να τον δει θυμωμένο, αλλά δεν έκανε λάθος, ήταν πράγματι θυμωμένος.
«Μήπως έχει αυτό κάποια σχέση με την ξαφνική μεταστροφή σου;» Το χαρτί κρεμόταν από τα δάχτυλά του.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε επιφυλακτικά εκείνη.
«Μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου, Ρόσλιν! Ξέρεις πολύ καλά τι είναι», της είπε κοφτά.
Ξεχνώντας εντελώς προς στιγμήν την πρόθεσή της να τα ξαναβρούν, του απάντησε κι εκείνη το ίδιο κοφτά: «Όχι, δεν ξέρω! Πού το βρήκες;».
«Στην τουαλέτα σου».
«Αδύνατον. Μόλις γυρίσαμε από το λιμάνι ανέβηκα να αλλάξω ρούχα κι αυτό, ό,τι κι αν είναι» –είπε δείχνοντας το χαρτί– «δεν ήταν στην τουαλέτα μου».
«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μου το αποδείξεις».
Ήταν έξαλλος με την παρέμβαση του Τζέιμς, αλλά περισσότερο μ’ εκείνη. Πώς τολμούσε να του κάνει τη ζωή κόλαση και ύστερα, λόγω ενός απλού σημειώματος και μόνο, να παραδέχεται ότι έκανε λάθος; Τι να το κάνει ο Άντονι που είχε μετανιώσει; Αυτό που ήθελε εκείνος ήταν να τον θέλει χωρίς επιφυλάξεις. Και δεν θ’ αργούσε να γίνει. Γιατί τότε, και μόνο τότε, θα είχε πειστεί εκείνη ότι τον είχε κατηγορήσει άδικα.
Πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και φώναξε τον Τζέρεμι. Ή ο Τζέιμς της είχε δώσει κρυφά το σημείωμα στο λιμάνι –πράγμα αμφίβολο μια και ο Άντονι ήταν δίπλα της όλη την ώρα– ή το είχε δώσει στον Τζέρεμι να της το δώσει. Ό,τι κι αν ίσχυε από τα δύο, δεν θ’ ανεχόταν να του λέει η Ρόσλιν ψέματα γι’ αυτό.
Όταν ο νεαρός έβγαλε το κεφάλι του από την πόρτα του δωματίου του στο τέρμα του διαδρόμου, ο Άντονι απαίτησε να μάθει: «Σου έδωσε κάτι ο πατέρας σου για να το δώσεις στη γυναίκα μου;»
Ο Τζέρεμι βόγκηξε. «Μα την πίστη μου, Τόνι, νόμιζα πως είχες φύγει. Εγώ απλώς το έβαλα… κάπου όπου υποτίθεται ότι δεν θα το έβλεπες», απάντησε μαγκωμένα.
Ο Άντονι τσαλάκωσε το χαρτί στο χέρι του. «Εντάξει, μικρέ. Δεν έγινε και τίποτα».
Έκλεισε πάλι την πόρτα, συνοφρυωμένος που ηλιθιωδώς είχε βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα. Η Ρόσλιν δεν είχε δει το σημείωμα. Αυτό σήμαινε ότι τα είχε κάνει μαντάρα και ότι σίγουρα θα την είχε κάνει έξαλλη.
Γύρισε και τη βρήκε όρθια, με το χέρι απλωμένο, τα μάτια της να πετάνε σπίθες από αγανάκτηση. «Αυτό θα το πάρω εγώ, αν δεν σε πειράζει».
«Με πειράζει», αποκρίθηκε εκείνος, μορφάζοντας σαν άκουσε την προφορά της, σίγουρο σημάδι ότι ήταν έξαλλη. «Κοίτα, συγγνώμη που έβγαλα λάθος συμπέρασμα. Το σημείωμα δεν είναι σημαντικό. Αυτό που…»
«Εγώ θ’ αποφασίσω τι είναι σημαντικό και τι όχι. Αφού ήταν στην τουαλέτα μου, πάει να πει ότι προοριζόταν για μένα και όχι για σένα».
«Πάρ’ το τότε».
Άπλωσε το χέρι του με την παλάμη προς τα πάνω. Όταν εκείνη πλησίασε και πήρε το τσαλακωμένο χαρτί, ο Άντονι δεν της έδωσε την ευκαιρία να το διαβάσει. Τα δάχτυλά του έκλεισαν πάνω από τα δικά της και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Αυτό μπορείς να το διαβάσεις κι αργότερα», της είπε σιγανά. «Πες μου πρώτα τι εννοούσες λέγοντας ότι έκανες λάθος».
Η Ρόσλιν ξέχασε τελείως το τσαλακωμένο σημείωμα στη γροθιά της. «Σου είπα – για τους περιορισμούς. Δεν θα ’πρεπε ποτέ να… να είχα βάλει όρους στο γάμο μας».
«Όντως δεν θα έπρεπε. Αυτό μόνο;»
Της χαμογελούσε, με το χαμόγελο εκείνο που την έκανε να μελώνει. «Δεν έπρεπε να είχα έρθει μαζί σου μόνο για το παιδί, αλλά φοβόμουν ότι θα συνήθιζα τόσο πολύ να σε έχω που δεν θα μ’ ένοιαζε τίποτε άλλο».
«Το έκανες;» Τα χείλη του χάιδεψαν το μάγουλό της, την άκρη των χειλιών της.
«Ποιο πράγμα;»
«Συνήθισες να με έχεις;»
Δεν την άφησε να απαντήσει, τα χείλη του σκέπασαν τα δικά της, ζεστά, σαγηνευτικά, κλέβοντας την ανάσα, την ψυχή της. Έπρεπε αναγκαστικά να διακόψει το φιλί τους. «Όχου, αν συνεχίσεις να με φιλάς, δεν θα σου πω ποτέ όλα αυτά που θέλω».
Εκείνος γέλασε, μα δεν την άφησε από την αγκαλιά του. «Μα δεν χρειαζόταν τίποτε απ’ όλα αυτά, καρδιά μου. Το πρόβλημα είναι ότι παίρνεις πολλά πράγματα ως δεδομένα. Νόμιζες ότι θ’ άφηνα να συνεχίζεται επ’ αόριστον η απαίτησή σου να μη σ’ αγγίζω. Ούτε με σφαίρες. Επίσης νομίζεις ότι θα τηρήσω όποιον όρο και να βάλεις σ’ αυτή τη σχέση. Πάλι λάθος». Γλύκανε αυτή τη νέα πληροφορία μ’ άλλο ένα φιλί προτού συνεχίσει. «Συγγνώμη που θα σε βγάλω από την πλάνη σου, καρδιά μου, αλλά θα συνέχιζες τις παράλογες απαιτήσεις σου μόνο για όσο καιρό θα σ’ άφηνα εγώ. Και θα σ’ άφηνα μόνο για κάνα δυο βδομάδες ακόμα, ούτε μέρα παραπάνω, ώσπου να λογικευτείς».
«Αλλιώς;»
«Αλλιώς θα μετακόμιζα εγώ εδώ».
«Αλήθεια;» αντιγύρισε εκείνη, αλλά τα χείλη της ήταν έτοιμα να χαμογελάσουν. «Χωρίς την άδεια μου;»
«Δεν θα το μάθουμε ποτέ». Χαμογέλασε. «Λοιπόν, τι άλλο ήθελες να μου πεις;»
Προσπάθησε να ανασηκώσει τους ώμους της αδιάφορα. Δεν τα κατάφερε. Είχε μουδιάσει ολόκληρη έτσι κολλημένη που ήταν πάνω στο κορμί του, με τα μάτια του να την κοιτάζουν ζεστά, τρυφερά, τα χείλη του σ’ απόσταση αναπνοής.
«Σ’ αγαπώ», του είπε απλά και στρίγκλισε όταν την έσφιξε τόσο πολύ που κόντεψε να τη λιώσει.
«Αχ, Χριστέ μου, Ρόσλιν, φοβόμουν ότι δεν θα σ’ άκουγα ποτέ να το λες! Αλήθεια μ’ αγαπάς; Παρότι ώρες ώρες φέρομαι σαν βλάκας με περικεφαλαία;»
«Ναι». Γέλασε, χαρούμενη με την αντίδρασή του.
«Τότε διάβασε το σημείωμα του Τζέιμς».
Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει η Ρόσλιν εκείνη τη στιγμή. Τον κοίταξε επιφυλακτικά, όταν την άφησε από την αγκαλιά του κι έκανε ένα βήμα πίσω. Μα εκείνη ξεδίπλωσε το χαρτί, την είχε φάει η περιέργεια τώρα. Το μήνυμα ήταν σύντομο κι απευθυνόταν σ’ εκείνη.
Αφού ο Τόνι είναι ξεροκέφαλος και δεν σ’ το λέει, σκέφτηκα ότι έπρεπε να σου πω εγώ ότι η κοπέλα από το καπηλειό με την οποία νόμιζες ότι σαλιάριζε ο Τόνι, στην πραγματικότητα ήρθε μαζί μου εκείνη τη βραδιά. Μπορεί από τους δυο μας να διάλεξε τον Τόνι, όπως κι εσύ, αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα να συμβιβαστεί μ’ εμένα. Κάνεις λάθος για τον μικρό, γλυκό μου κορίτσι. Νομίζω πραγματικά ότι σ’ αγαπάει.
Τα μάτια της Ρόσλιν ήταν βουρκωμένα, όταν κοίταξαν τα δικά του κι εκείνος την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του. «Θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρήσεις, Άντονι;»
«Εσύ δεν μπόρεσες να με συγχωρήσεις;»
«Μα δεν είχες κάνει τίποτα!»
«Σσσς, ησύχασε καρδιά μου. Άλλωστε, τώρα πια δεν έχει καμία σημασία, έτσι δεν είναι; Εξακολουθείς να είσαι η μοναδική γυναίκα που θέλω από την πρώτη στιγμή που σε είδα – να σκύβεις για να κρυφοκοιτάξεις τη σάλα των Κράνταλ και να μου δείχνεις τον όμορφο πισινούλη σου».
«Άντονι!»
Γέλασε με την καρδιά του και την έσφιξε κι άλλο πάνω του για να μην μπορεί να τον χτυπήσει. «Ε, αλήθεια είναι, καρδιά μου. Μαγεύτηκα».
«Αυτό θα πει ότι ήσουν έκφυλος!»
«Κι ακόμα είμαι», τη διαβεβαίωσε. «Δεν πιστεύω τώρα να θέλεις να γίνω ενάρετος και ηθικός; Δεν θα σου άρεσε καθόλου να κάνεις έρωτα μόνο στο σκοτάδι, ντυμένη μέχρι το λαιμό μην τυχόν και σ’ αγγίξει δέρμα παρά μόνο αυτό που είναι απολύτως απαραίτητο – άουτς!» Του είχε δώσει τσιμπιά. «Δεν κάνω πλάκα, γλυκιά μου. Πιθανότατα έτσι θα σου έκανε έρωτα ο Γουόρτον. Φυσικά, θα πέθαινε να σ’ το κάνει… Έλα, έλα, τέρμα οι τσιμπιές».
«Τότε σοβαρέψου».
«Μα σοβαρός είμαι, μικρή μου, πιο σοβαρός δεν γίνεται». Τα δάχτυλά του χώθηκαν στα μαλλιά της, σκορπίζοντας τις φουρκέτες που τα συγκρατούσαν, ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά της. «Έγινες δική μου εκείνη την πρώτη νύχτα που έτρεξες προς το μέρος μου λουσμένη στο φως του φεγγαριού. Μου έκοψες την ανάσα. Ξέρεις πόσο πολύ ήθελα να σου κάνω έρωτα τότε, εκεί επιτόπου στον κήπο των Κράνταλ; Εσύ τι ένιωσες, καρδιά μου;»
«Θλ-θλίψη που δεν μπορούσα να σ’ έχω».
«Αλήθεια;» τη ρώτησε σιγανά, με τους αντίχειρές του να χαϊδεύουν τα μάγουλά της, τα χείλη του ίσα να αγγίζουν τα δικά της. «Τώρα με θέλεις;»
«Πάντα σε ήθελα, Άντονι», ψιθύρισε εκείνη και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. «Δεν το ήθελα όμως. Φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να σ’ εμπιστευτώ».
«Τώρα μ’ εμπιστεύεσαι;»
«Πρέπει. Σ’ αγαπώ – κι ας μη μ’ αγαπάς εσύ…»
Έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη της. «Αχ, πανέμορφο, κουτό μου κορίτσι. Δεν διάβασες ολόκληρο το σημείωμα του αδελφού μου; Όλη η οικογένειά μου ξέρει ότι σ’ αγαπάω σαν τρελός χωρίς εγώ να τους έχω πει τίποτα. Εσύ γιατί δεν το ξέρεις;»
«Αλήθεια μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε με κομμένη την ανάσα.
«Αν δεν σ’ αγαπούσα, θα σ’ άφηνα να με κάνεις ό,τι θέλεις;»
«Μα γιατί δεν μου το είπες;»
«Δεν ήθελες να με παντρευτείς, καρδιά μου», της θύμισε εκείνος. «Ουσιαστικά, αναγκάστηκα να σε στριμώξω. Κι ακόμη κι όταν συμφώνησες, έκανες τα πάντα για να μην έρθουμε κοντά. Θα με πίστευες τότε, αν σου είχα πει ότι σ’ αγαπώ; Ρόσλιν, για ποιον άλλο λόγο θα σε παντρευόμουν;»
«Μα…» Δεν είχε μα. Τον φίλησε ξανά και ξανά, η καρδιά της κόντευε να σκάσει από χαρά κι ευτυχία. «Αχ, Άντονι, χαίρομαι τόσο πολύ που το έκανες. Και ποτέ, μα ποτέ δεν θα φερθώ ξανά τόσο χαζά, σ’ τ’ ορκίζομαι…»
Εκείνος της είπε, ανάμεσα στα φιλιά: «Μπορείς να φέρεσαι χαζά… όποτε θέλεις… αρκεί να μην πάψεις να μ’ αγαπάς».
«Ακόμη και να το ήθελα δεν θα μπορούσα; Εσύ;»
«Ποτέ, καρδιά μου. Να είσαι σίγουρη».