ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑ παραπάνω στον Προμηθέα, γιο του Ιαπετού και της Κλυμένης. Αυτός ο προνοητικός νεαρός Τιτάνας διέθετε όλες τις ιδιότητες που γοητεύουν. Ήταν ρωμαλέος, σχεδόν επώδυνα όμορφος, άξιος εμπιστοσύνης, αφοσιωμένος, διακριτικός, μετριόφρων, πνευματώδης, φιλόφρων, ευγενικός και γενικά έκανε την πιο ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα παρέα. Οι πάντες τον συμπαθούσαν, αλλά περισσότερο απ’ όλους ο Δίας. Όταν το επέτρεπε το φορτωμένο πρόγραμμα του Δία, οι δυο τους έκαναν μακρινούς περιπάτους στην ύπαιθρο και κουβέντιαζαν για τα πάντα και για τίποτα: για την τύχη, τη φιλία και την οικογένεια, για τον πόλεμο και το πεπρωμένο, αλλά και για πολλά επιπόλαια κι ασήμαντα πράγματα, όπως κάνουν οι φίλοι.
Τις αμέσως προηγούμενες μέρες από την τελετή ενθρόνισης του δωδεκάθεου ο Προμηθέας –ο οποίος ανταπέδιδε την ιδιαίτερη αδυναμία που του έδειχνε ο Δίας– είχε αρχίσει να παρατηρεί μια αλλαγή στον φίλο του. Ο θεός ήταν μελαγχολικός κι ευέξαπτος, δεν είχε πολλή όρεξη για βόλτες ούτε ανέμελη και παιχνιδιάρικη διάθεση, κατσούφιαζε πιο συχνά και είχε ξεσπάσματα θυμού που δεν ταίριαζαν στον μεγαλοπρεπή, πνευματώδη και νηφάλιο θεό που γνώριζε και αγαπούσε ο Προμηθέας. Ο νεαρός Τιτάνας απέδωσε αυτή την αλλαγή συμπεριφοράς σε κάποια παροδική ανησυχία και πήγε με τα νερά του, τηρώντας διακριτική στάση.
Ένα πρωί, περίπου μία εβδομάδα μετά τη μεγάλη τελετή, ο Προμηθέας κοιμόταν στην ψηλή χλόη ενός ευωδιαστού λιβαδιού της Θράκης ώσπου αισθάνθηκε να του τραβούν επίμονα τα δάχτυλα των ποδιών. Άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε έναν κεφάτο κι αναζωογονημένο Βασιλιά των Θεών να χοροπηδάει μπροστά του σαν ανυπόμονο παιδί το πρωί των γενεθλίων του. Η κατήφεια είχε διαλυθεί σαν καταχνιά γύρω από βουνοκορφή και ο πρόσχαρος Δίας είχε επανέλθει δριμύτερος.
«Σήκω, Προμηθέα! Σήκω κι έχουμε δουλειά!»
«Ε;…»
«Θα κάνουμε κάτι εκπληκτικό σήμερα, κάτι που θα κάνει πάταγο σ’ όλο τον κόσμο, θα μνημονεύεται φωναχτά στους αιώνες των αιώνων, θα είναι το…»
«Θα κυνηγήσουμε αρκούδες;»
«Αρκούδες; Είχα την πιο καταπληκτική ιδέα. Σήκω πάνω».
«Πού πάμε;»
Ο Δίας δεν απάντησε, αλλά πέρασε το χέρι του πίσω από τους ώμους του Προμηθέα και, σπρώχνοντας, τον οδήγησε προς τους αγρούς. Τηρούσε σιγήν ιχθύος, αλλά τη διέκοπτε πότε πότε, από την ευφορία που τον διακατείχε και ξεσπούσε σε ένα βραχνό γέλιο. Κάποιος άλλος θα θεωρούσε ίσως ότι ο Δίας είχε πιει μερικά ποτηράκια νέκταρ παραπάνω, αλλά ο Προμηθέας τον ήξερε πολύ καλά για να πάει εκεί ο νους του.
«Σχετικά με την ιδέα» είπε διερευνητικά ο Προμηθέας «να τα πάρουμε από την αρχή;»
«Ωραία, ναι. Από την αρχή. Σωστά. Ακριβώς από την αρχή πρέπει να αρχίσουμε. Κάθισε εκεί πέρα». Ο Δίας έδειξε ένα πεσμένο δέντρο και άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε, ενώ ο Προμηθέας επιθεώρησε τον φλοιό για τυχόν μυρμήγκια προτού καθίσει. «Λοιπόν. Σκέψου πώς άρχισαν όλα. Εν αρχή ην το Χάος. Από το Χάος προήλθε η Πρώτη Τάξη –το Έρεβος, η Νύκτα, η Ημέρα και οι απόγονοί τους–, και ακολούθησε η Δεύτερη Τάξη, η γιαγιά μας η Γαία και ο παππούς μας ο Ουρανός, σωστά;»
Ο Προμηθέας απάντησε καταφατικά, με ένα επιφυλακτικό νεύμα.
«Η Γαία και ο Ουρανός, οι οποίοι μετά εξαπέλυσαν στην πλάση την ολέθρια ανωμαλία του γένους σου, των Τιτάνων…»
«Όπα!»
«… Και ακολούθησαν όλες αυτές οι νύμφες και τα πνεύματα, αναρίθμητες μικροθεότητες και τέρατα και ζώα και διάφορα άλλα και, τέλος, το αποκορύφωμα: εμείς, οι θεοί· τα τέλεια όντα σε ουρανό και γη».
«Μετά από έναν μακροχρόνιο κι αιματηρό πόλεμο ενάντια στο γένος μου· τον οποίο σε βοήθησα να κερδίσεις».
«Ναι, ναι. Όλα καλά όμως τελικά. Εξαπλώθηκαν παντού η ειρήνη και η ευημερία. Κι όμως…»
Ο Δίας έκανε μια μεγάλη παύση και ο Προμηθέας ένιωσε πως όφειλε να τη διακόψει.
«Σίγουρα δεν εννοείς ότι σου λείπει ο πόλεμος».
«Όχι, δεν είν’ αυτό…» Ο Δίας εξακολουθούσε να βηματίζει πάνω-κάτω μπροστά στον Προμηθέα, σαν δάσκαλος που διδάσκει μια τάξη με έναν μόνο μαθητή. «Θα πρόσεξες ότι δεν έχω τα κέφια μου τελευταία. Θα σου πω γιατί. Ξέρεις ότι μερικές φορές μου αρέσει να παίρνω τη μορφή αετού και να πετάω πάνω από τον κόσμο».
«Για να εντοπίζεις νύμφες».
«Αυτός ο κόσμος» συνέχισε ο Δίας, κάνοντας πως δεν άκουσε «είναι χάρμα ιδέσθαι. Τα πάντα είναι στη θέση τους – ποτάμια, βουνά, ζώα, ωκεανοί, άλση, πεδιάδες, φαράγγια… Όμως στεναχωριέμαι όταν κοιτάζω από ψηλά και τον βλέπω τόσο άδειο».
«Άδειο;»
«Αχ, Προμηθέα, δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο βαρετό είναι να είσαι θεός σ’ έναν ολοκληρωμένο, αποπερατωμένο κόσμο».
«Βαρετό;»
«Ναι, βαρετό. Εδώ και κάμποσο καιρό έχω συνειδητοποιήσει πως πλήττω και νιώθω μοναξιά. “Μοναξιά”, εννοώ, από ευρύτερη σκοπιά. Από συμπαντική σκοπιά. Νιώθω συμπαντική μοναξιά. Έτσι θα είναι τα πράγματα από δω και πέρα και για πάντα; Θα κάθομαι εγώ σ’ έναν θρόνο στον Όλυμπο, με τον κεραυνό στα γόνατα, κι όλοι οι άλλοι θα υποκλίνονται και θα προσκυνούν, θα μου πλέκουν το εγκώμιο και θα ζητούν χάρες; Αιωνίως. Γίνεται να περάσεις καλά έτσι;»
«Κοίταξε…»
«Μίλα ειλικρινά, θα το σιχαινόσουν κι εσύ».
Ο Προμηθέας σούφρωσε τα χείλη κι έμεινε για λίγο σκεφτικός. Η αλήθεια ήταν ότι ποτέ δεν είχε ζηλέψει τον φίλο του για τον αυτοκρατορικό θρόνο κι όλες τις έγνοιες και τις υποχρεώσεις που τον συνόδευαν.
«Ας πούμε» είπε ο Δίας, «ας πούμε ότι έφτιαχνα ένα καινούριο γένος».
«Νυμφών;»
Ο Δίας έκανε πάλι πως δεν άκουσε. «Γένος όπως λέμε είδος ζωής· μια νέα τάξη όντων· τα οποία να μας μοιάζουν σε όλα, όρθια, με δύο πόδια…»
«Ένα κεφάλι;»
«Ένα κεφάλι· δύο χέρια· να έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά μ’ εμάς και να έχουν… Εσύ είσαι ο διανοούμενος, Προμηθέα. Πώς λέγεται αυτό το χαρακτηριστικό μας που μας κάνει ανώτερους από τα ζώα;
«Τα χέρια μας;»
«Όχι, αυτό που μας λέει ότι υπάρχουμε, που μας κάνει να έχουμε συναίσθηση του εαυτού μας;»
«Συνείδηση».
«Α, γεια σου. Αυτά τα πλάσματα θα έχουν συνείδηση. Και γλώσσα. Φυσικά δεν θα αποτελούν απειλή για μας. Θα ζουν εδώ κάτω, στην ξηρά, θα χρησιμοποιούν το μυαλό τους για να καλλιεργούν τη γη, να τρέφονται και να προστατεύουν τον εαυτό τους».
«Άρα λοιπόν» είπε ο Προμηθέας, με σμιχτά φρύδια από την περίσκεψη, προσπαθώντας να σχηματίσει μια πλήρη νοερή εικόνα, «αυτά τα όντα θα είναι σαν εμάς;»
«Ακριβώς! Αλλά όχι μεγάλα σαν εμάς. Και θα είναι δημιούργημά μου. Δημιούργημά μας τέλος πάντων».
«Δημιούργημά μας;»
«Πιάνουν τα χέρια σου. Το ίδιο και του Ήφαιστου. Σκέφτηκα να φτιάξεις το καλούπι αυτών των όντων από… από πηλό, ας πούμε. Θα μας μοιάζουν απόλυτα, σε κάθε ανατομική λεπτομέρεια, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Έπειτα θα τα ζωντανέψουμε, θα τα αναπαραγάγουμε και θα τα απελευθερώσουμε στη φύση, να δούμε τι θα συμβεί».
Ο Προμηθέας ζύγισε την ιδέα.
«Θα έχουμε πάρε-δώσε μαζί τους, θα τους μιλάμε, θα συγχρωτιζόμαστε μαζί τους;»
«Ακριβώς αυτό είναι το νόημα. Να έχουμε ένα ευφυές –εντάξει, που λέει ο λόγος ευφυές– είδος που θα μας εξυμνεί και θα μας λατρεύει, θα παίζει μαζί μας και θα μας διασκεδάζει. Ένα υποτακτικό γένος μινιατούρα που θα μας βλέπει σαν ινδάλματά του».
«Αρσενικά και θηλυκά πλάσματα;»
«Α πα πα, όχι: μόνο αρσενικά. Αλλιώς, ποιος την ακούει την Ήρα…»
Ο Προμηθέας καταλάβαινε πολύ καλά πώς θα αντιδρούσε ίσως η Ήρα αν ξαφνικά προέκυπταν περισσότερα διαθέσιμα θηλυκά για τον μπερμπάντη σύζυγό της. Ήταν φανερό πως ο Δίας είχε ξετρελαθεί με αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο, και ο Προμηθέας γνώριζε ότι, άπαξ κι έπαιρνε ο φίλος του μια απόφαση, ακόμη και νεωτεριστική και παράξενη όπως αυτή, δεν μπορούσαν να τον μεταπείσουν ούτε οι Εκατόγχειρες και οι Γίγαντες μαζί.
Όχι ότι ο Προμηθέας ήταν αντίθετος στην ιδέα. Το καλοσκέφτηκε και καταστάλαξε στην άποψη ότι θα ήταν συναρπαστικό το πείραμα. Τα νέα όντα θα ήταν αθύρματα των αθανάτων. Το πράγμα θα είχε γούστο. Η Αρτέμιδα είχε τα λαγωνικά της, η Αφροδίτη τα περιστέρια της, η Αθηνά την κουκουβάγια και το φίδι της, ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη τα δελφίνια και τις χελώνες τους. Ακόμη και ο Άδης είχε κατοικίδιο – ασχέτως αν ήταν σκέτο σίχαμα αυτό το σκυλί. Έπρεπε λοιπόν και ο αρχηγός των θεών να σχεδιάσει το δικό του ιδιαίτερο είδος κατοικίδιου, που θα ήταν πιο έξυπνο, πιστό κι αξιαγάπητο από τα άλλα.
Η ιστορία δεν έχει αποφανθεί οριστικά σχετικά με τον ακριβή τόπο από όπου προμηθεύτηκαν τον πηλό ο Προμηθέας και ο Δίας. Πρώιμες πηγές, όπως ο ταξιδευτής Παυσανίας τον 2ο μ.Χ. αιώνα, λένε ότι αυτός ο τόπος ήταν ο Πανοπέας της Φωκίδας. Μεταγενέστεροι μελετητές λένε ότι οι δύο φίλοι ταξίδεψαν ανατολικά της Μικράς Ασίας, στα εύφορα χώματα ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη.1 Οι πιο πρόσφατοι ειδήμονες ισχυρίζονται πως η αναζήτηση κατέληξε πέρα από τον Νείλο και τον Ισημερινό, στην Ανατολική Αφρική.
Όπου κι αν πήγαν τελικά οι δύο φίλοι, βρήκαν πάντως το μέρος που ο Προμηθέας θεώρησε ιδανικό: έναν ποταμό του οποίου οι λασπώδεις όχθες διέθεταν σε αφθονία ακριβώς τα ορυκτά συστατικά που ήθελε ο νεαρός Τιτάνας για να δώσει στο δημιούργημά του την κατάλληλη υφή, στερεότητα, ανθεκτικότητα και χρώμα.
«Έχει καλό πηλό εδώ» είπε στον Δία. «Όχι, μη στρογγυλοκάθεσαι. Πρέπει να δουλέψω με την ησυχία μου κι εντελώς απερίσπαστος. Πριν φύγεις όμως, θέλω λίγο σάλιο σου».
«Παρακαλώ;»
«Αν είναι να ζουν και να αναπνέουν αυτά τα πλάσματα, θα πρέπει να υπάρχει και κάτι από σένα στη σύστασή τους».
Ο Δίας το βρήκε λογικό και μετά χαράς ξερόβηξε και γέμισε έναν ξεραμένο νερόλακκο με το θεϊκό του πτύελο.
«Θα πρέπει να αραδιάσω τις πήλινες μορφές μου στην όχθη για να ψηθούν στον ήλιο» είπε ο Προμηθέας. «Οπότε έλα το βραδάκι και θα σου τις έχω έτοιμες».
Ο Δίας ήθελε να παρακολουθήσει τη διαδικασία, αλλά γνώριζε αρκετά από καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο ώστε να αφήσει τον Προμηθέα στην ησυχία του. Απογειώθηκε με ένα απότομο αετίσιο φτερούγισμα, αφήνοντας τον φίλο του μόνο με την τέχνη του.
Ο Προμηθέας ξεκίνησε με διάθεση πειραματισμού. Έπλασε πήλινους κυλίνδρους με μήκος περίπου τέσσερις πόδες.2 Στο ένα άκρο τους προσάρμοσε από έναν σβόλο σαλιωμένου πηλού – το κεφάλι. Έπειτα άρχισε να πτυχώνει, να κυρτώνει και να τραβάει, να ζουλάει, να μαλάσσει, να σκαλίζει και να τσιμπάει, ώσπου σχηματίστηκε κάτι σαν μικρογραφία θεού ή Τιτάνα. Όσο έπλαθε, τόσο θέριευε ο ενθουσιασμός του. Ο Δίας δεν υπερέβαλλε όταν συνέκρινε τον Προμηθέα με τον Ήφαιστο – ήταν πραγματικός μάστορας ο φίλος του. Μάλιστα τώρα ο Προμηθέας, καθώς συμπίεζε και μορφοποιούσε, αποδεικνυόταν, όχι απλώς μάστορας, αλλά αληθινός καλλιτέχνης.
Ανέμειξε τον πηλό με διάφορες χρωστικές ουσίες κι έφτιαξε μια ποικιλόμορφη ομάδα από ζωηρόχρωμα αρσενικά όντα. Το πρώτο ήταν ένα πλασματάκι με ανοιχτόχρωμη μπρούντζινη επιδερμίδα που έφερνε πολύ σε εκείνη των θεών. Ύστερα ο δημιουργός έφτιαξε ένα πλάσμα σε στιλπνό μαύρο χρώμα· έπειτα ένα σε κρεμώδες ιβουάρ με ελαφριά ροζ απόχρωση· έπειτα δοκίμασε το κεχριμπαρί, το κίτρινο, το σκούρο μπρούντζινο, το κόκκινο, το πράσινο, το μπεζ, το ζωηρό μοβ και το πιο φωτεινό μπλε.
Άρχισε να σουρουπώνει, και ο Προμηθέας κοντοστάθηκε και τεντώθηκε, αφήνοντας ένα χασμουρητό κι εκείνο τον χαρακτηριστικό αναστεναγμό κόπωσης και ικανοποίησης που συνοδεύει την πολύωρη κι εντατική εργασία.
Ο απογευματινός ήλιος είχε θερμάνει τα δημιουργήματά του, δίνοντάς τους εκείνη τη μαλακή, εύπλαστη στερεότητα «του τυριού», όπως λένε στον κόσμο της αγγειοπλαστικής. Είχε επιλέξει την τέλεια ώρα ο Προμηθέας, γιατί τυχόν έκθεσή τους στον μεσημεριανό ήλιο θα τους είχε δώσει τη στερεότητα «του μπισκότου», δηλαδή θα τα είχε κάνει πολύ εύθρυπτα κι εύθραυστα για να είναι εφικτές τυχόν τροποποιήσεις της τελευταίας στιγμής, τις οποίες σίγουρα θα απαιτούσε ο βασιλικός και θεϊκός προστάτης του: μακρύτερα αυτιά, διπλάσιος αριθμός γεννητικών οργάνων, τέτοια πράγματα. Θεός χωρίς ιδιοτροπίες δεν είναι θεός.
Και κατέφθανε τώρα, αν δεν τον απατούσαν τ’ αυτιά του τον Προμηθέα, ο Βασιλιάς των Θεών· ακουγόταν το ποδοπάτημά του που άνοιγε βίαια δρόμο μέσα από την παρακείμενη λόχμη· ακουγόταν κι η φωνή του: κουβέντιαζε φωναχτά με κάποιον. Ο Προμηθέας διέκρινε και μια γυναικεία φωνή, μπάσα και μετρημένη. Ο Δίας είχε φέρει παρέα την Αθηνά, το χαϊδεμένο του παιδί.
«Τον πατέρα σου τον αυτοκράτορα θεό θα τον ξέρει ο κόσμος» τον άκουσε να λέει ο Προμηθέας «ως πανίσχυρο Δία βεβαίως· ως ανίκητο Δία ασφαλώς· ως παντογνώστη Δία φυσικά· και…»
«Ως παμμετριόφρονα Δία;»
«… Ως δημιουργό Δία, βρε. Ωραίο δεν ακούγεται;»
«Έκτακτο».
«Να ’μαστε, εδώ πιο κάτω πρέπει να είναι η όχθη. Ας τον φωνάξουμε. Ε, Προμηθέα!»
Κουρνιασμένοι υφαντές απογειώθηκαν απότομα, κρώζοντας πανικόβλητοι. «Προμηθέααα!»
«Εδώ είμαι» φώναξε ο Προμηθέας. «Προσοχή όμως γιατί…»
Πολύ αργά!
Βγαίνοντας φουριόζος ο Δίας στο ξέφωτο ποδοπάτησε, πάνω στην έξαψή του, τις έξοχα δουλεμένες μορφές που στέγνωναν στη σειρά κατά μήκος της όχθης. Ο Προμηθέας έβγαλε μια κραυγή οργής και απόγνωσης κι έτρεξε να εκτιμήσει την έκταση της ζημιάς.
«Αδέξιε μπουνταλά!» φώναξε. «Τα κατέστρεψες. Δες εδώ!»
Κανένας άλλος σε ολόκληρη την πλάση δεν θα τολμούσε να μιλήσει στον Δία κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η Αθηνά σάστισε βλέποντας τον πατέρα της να σκύβει πειθήνια και απολογητικά το κεφάλι του.
Η επιθεώρηση έδειξε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο είχε φοβηθεί ο Προμηθέας. Μόνο τρεις μορφές είχαν πάθει ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο Προμηθέας τις ξέσκαψε από τη λάσπη, με τον τσακισμένο πηλό τους να φέρει το αποτύπωμα των πελώριων δαχτύλων του Δία.
«Α, ωραία» είπε ο Δίας ξαναβρίσκοντας το κέφι του, «τα υπόλοιπα είναι μια χαρά, φτάνουν και περισσεύουν. Να τα δούμε λοιπόν τι λες;»
«Δες αυτά εδώ όμως!» είπε ο Προμηθέας κρατώντας ψηλά τα τσακισμένα και κατεστραμμένα αγαλματίδια. «Το πράσινο, το μοβ και το μπλε ήταν τα αγαπημένα μου».
«Έχουμε όμως το μαύρο, το καφετί, το κρεμ, το κίτρινο, το κοκκινωπό και διάφορα άλλα. Δεν είναι αρκετά;»
«Είχα φάει κόλλημα με αυτό το μπλε του κοβαλτίου».
Η Αθηνά περιεργαζόταν τις άθικτες μορφές που λούζονταν στη ζωηρή και ζεστή λάμψη των αποχαιρετιστήριων ακτίνων του ήλιου. «Ω, Προμηθέα, είναι τέλειες» είπε με τον ήπιο τόνο της που ήταν πιο επιβλητικός από τα μουγκρητά και τις στριγκλιές των άλλων Ολυμπίων. Αμέσως έφτιαξε η διάθεση του Προμηθέα. Ο έπαινος της Αθηνάς ήταν το παν.
«Εδώ που τα λέμε, έβαλα την καρδιά και την ψυχή μου».
«Εξαιρετική δουλειά, πραγματικά εξαιρετική» είπε ο Δίας. «Πλάστηκαν από έναν σπουδαίο Τιτάνα, με τον πηλό της Γαίας, έπηξαν χάρη στο βασιλικό μου σάλιο, ψήθηκαν από τον ήλιο και θα ζωντανέψουν από την απαλή πνοή της θυγατέρας μου».
Η Μήτιδα, που βρισκόταν πάντα μέσα στον Δία, του ενέπνευσε την ιδέα να δώσει ζωή σε αυτά τα πλάσματα η Αθηνά. Θα εξέπνεε μέσα τους, εμπνέοντάς τα κυριολεκτικά με ορισμένες από τις πιο σπουδαίες ιδιότητές της, τη σύνεση, τη διαίσθηση, τη χειρωνακτική επιδεξιότητα και τη λογική αντίληψη.
Η Αθηνά γονάτισε στην όχθη του ποταμού και φύσηξε τη ζεστή, γλυκιά πνοή της μέσα στο καθένα από τα μικρά αγάλματα. Έπειτα πήγε και στάθηκε πλάι στον Προμηθέα και στον πατέρα της για να παρακολουθήσουν όλοι μαζί τι θα συνέβαινε.
Όλα διαδραματίστηκαν αργά και βαθμιαία.
Αρχικά μία από τις πιο σκούρες μορφές έκανε μια σύσπαση κι έβγαλε κάτι σαν αγκομαχητό.
Στην άλλη άκρη της σειράς ένα κίτρινο πλάσμα σπαρτάρησε κι ανακάθισε με ένα μικρό βήξιμο.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλα τα μικρόσωμα όντα ήταν ζωντανά και κινούνταν. Λίγες στιγμές αργότερα δοκίμαζαν τα άκρα τους, τα μάτια τους και τα άλλα αισθητήρια όργανά τους: κοίταζαν το ένα το άλλο, οσμίζονταν τον αέρα, έβγαζαν άναρθρους ήχους και κραυγές. Και δεν άργησαν να σταθούν στα πόδια τους και να επιχειρήσουν, παραπατώντας, τα πρώτα τους βήματα.
Ο Δίας έπιασε κι από τα δύο χέρια τον Προμηθέα κι άρχισε να στριφογυρίζει μαζί του, στήνοντας έναν αυτοσχέδιο πανηγυρικό χορό.
«Δες!» φώναξε. «Δες! Δεν είναι πανέμορφα; Είναι υπέροχα, τόσο υπέροχα!»
«Σσς! Τα τρομάζεις» είπε η Αθηνά φέρνοντας το δάχτυλό της στα χείλη. Έδειξε τα μικροσκοπικά όντα, που τώρα είχαν μείνει εμβρόντητα, κοιτάζοντας ψηλά με γουρλωμένα μάτια, με μια έκφραση τρόμου και κατάπληξης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Το πιο ψηλό από αυτά δεν έφτανε καν στο ύψος του γονάτου της.
«Όλα καλά, μικρούλια» είπε ο Δίας, σκύβοντας προς το μέρος τους κι ευελπιστώντας να τα καθησυχάσει με τον τόνο της φωνής του.
Όμως το κολοσσιαίο μπουμπουνητό που βγήκε από το στόμα του σκόρπισε τον πανικό στα πλασματάκια, που έπαθαν ένα ντελίριο σπασμωδικών κινήσεων.
«Ας μικρύνουμε κι εμείς, να έρθουμε στο μέγεθός τους» είπε ο Προμηθέας. Κι αμέσως συρρικνώθηκε κι έγινε μόλις ένα πόδι περίπου ψηλότερος από τα δημιουργήματά του. Ο Δίας και η Αθηνά ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Με αγκαλιές, χαμόγελα και τρυφερά λόγια, τα τρομαγμένα και σαστισμένα όντα ηρέμησαν κι αισθάνθηκαν άνετα. Συγκεντρώθηκαν γύρω από τους τρεις αθάνατους και άρχισαν τις υποκλίσεις και τα προσκυνήματα.
«Δεν χρειάζεται να υποκλίνεσαι» είπε ο Προμηθέας, αγγίζοντας ένα από αυτά και θαυμάζοντας την υφή του δέρματός του και τη ζωή που ένιωθε να πάλλεται μέσα του. Η πνοή της Αθηνάς είχε μετατρέψει τον πηλό σε μια πολύ ζωντανή, θερμή σάρκα. Τα μάτια όλων των πλασμάτων έλαμπαν από ζωή και σφρίγος κι ελπίδα.
«Με συγχωρείς» είπε ο Δίας «αλλά ασφαλώς και χρειάζεται να υποκλίνονται. Είμαστε οι θεοί τους· δεν πρέπει να το ξεχάσουν αυτό».
«Εγώ δεν είμαι θεός τους» είπε ο Προμηθέας, αναπαύοντας πάνω τους το βλέμμα του, με αγάπη και καμάρι. «Είμαι φίλος τους». Γονάτισε, και το μπόι του ήταν πια μικρότερο από το δικό τους. «Θα τα διδάξω να καλλιεργούν τη γη και να αλέθουν σιτάρι και σίκαλη για να φτιάχνουν ψωμί και να μαγειρεύουν και να σφυρηλατούν εργαλεία και…»
«Όχι!» Ένα ξαφνικό μουγκρητό του Δία κοψοχόλιασε πάλι τα πλάσματα, που άρχισαν να στριφογυρίζουν πανικόβλητα. Ένα σφοδρό μπουμπουνητό από τον ουρανό συμπλήρωσε το μουγκρητό του. «Μπορείς να είσαι φίλος τους, Προμηθέα, όσο τραβάει η ψυχή σου, και είμαι βέβαιος πως θα έχουν και τη φιλία της Αθηνάς και όλων των άλλων θεών. Ένα πράγμα δεν μπορούν να έχουν. Ποτέ. Κι αυτό είναι η φωτιά».
Ο Προμηθέας απέμεινε να κοιτάζει σαστισμένος τον φίλο του. «Μα… μα γιατί ποτέ;»
«Με τη φωτιά θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εξουσία μας. Με τη φωτιά θα μπορούσαν να θεωρήσουν τον εαυτό τους ίσο μ’ εμάς. Το νιώθω και το ξέρω. Δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσουν τη φωτιά. Μίλησα».
Μια μακρόσυρτη βροντή από τα πέρατα του ουρανού επικύρωσε τα λόγια του.
«Πάντως» πρόσθεσε με χαμόγελο ο Δίας «μπορούν να απολαύσουν όλα τα άλλα που υπάρχουν στον κόσμο. Μπορούν να ταξιδέψουν σε κάθε γωνιά του. Μπορούν να πλεύσουν στους ωκεανούς του Ποσειδώνα, να ζητήσουν τη βοήθεια της Δήμητρας για να σπείρουν σπόρους και να καλλιεργήσουν τροφή, να διδαχτούν από την Εστία την τέχνη του νοικοκυριού, να ανακαλύψουν πώς να εκτρέφουν ζώα, για το γάλα, τη γούνα και την εργασία, και μπορούν να διδαχτούν την κυνηγετική τέχνη από την Αρτέμιδα. Ο Ερμής μπορεί να τους διδάξει πώς να είναι ευρηματικοί και πολυμήχανοι, ο Απόλλωνας μπορεί να τους διδάξει την τέχνη της μουσικής και της απόκτησης γνώσης. Και η Αφροδίτη θα μοιραστεί μαζί τους την τέχνη του έρωτα. Θα είναι ελεύθερα κι ευτυχισμένα».
«Πώς θα τα ονομάσουμε;» ρώτησε η Αθηνά.
«“Αυτό που βρίσκεται κάτω”» είπε ο Δίας, αφού το σκέφτηκε λίγο. «Άνθρωπος».3
Χτύπησε παλαμάκια και οι άνθρωποι πλήθυναν κι έγιναν εκατό τον αριθμό κι έπειτα πολύ περισσότεροι κι έπειτα λαός ολόκληρος, εκατοντάδες χιλιάδες, και διασκορπίστηκαν για να κατοικήσουν κάθε γωνιά του κόσμου.
Κι έτσι προέκυψε το πρώτο γένος των ανθρώπων. Πρόγονοί τους ήταν η Γαία, ο Δίας, ο Απόλλωνας και η Αθηνά, αλλά και ο Προμηθέας, που έπλασε την ανθρωπότητα από τα τέσσερα φυσικά στοιχεία: τη Γη (ο πηλός της Γαίας), το Νερό (το σάλιο του Δία), τη Φωτιά (ο ήλιος του Απόλλωνα) και τον Αέρα (η πνοή της Αθηνάς). Έζησαν κι ευδοκίμησαν οι άνθρωποι, εκφράζοντας τα καλύτερα χαρακτηριστικά των δημιουργών τους. Όμως κάτι έλειπε. Κάτι πολύ σημαντικό.
Η Alma Mater,4 η πλουσιοπάροχη Μητέρα Γη, που έγινε γόνιμη και καρποφόρα από τη Δήμητρα, ήταν ένας γλυκός παράδεισος για τους πρώτους ανθρώπους. Δεν γνώριζαν αρρώστιες, φτώχεια, πείνα, πόλεμο. Η ζωή τους ήταν ειδυλλιακή, γεμάτη αθωότητα και δεν απαιτούσε ιδιαίτερο μόχθο, πέρα από τις ελαφριές βουκολικές δουλειές. Ήταν μια εποχή χαρμόσυνης λατρείας των θεοτήτων, οι οποίες κινούνταν ανάμεσα στους ανθρώπους έχοντας μορφή και διαστάσεις που τους έκαναν να νιώθουν άνετα και να μη φοβούνται. Ήταν μια εποχή οικειότητας, ακόμη και φιλίας, μεταξύ των ανθρώπων και των θεών. Ο Δίας, οι άλλοι θεοί, οι Τιτάνες, όλοι οι αθάνατοι απολάμβαναν πολύ να συναναστρέφονται με τα γοητευτικά ανθρωπάρια που είχε πλάσει από πηλό ο Προμηθέας.
Ίσως πλάσαμε απλώς με τη φαντασία μας αυτές τις πρώτες μέρες ωραίας απλότητας και οικουμενικής καλοσύνης για να έχουμε ένα πρότυπο παραδείσιου μεγαλείου με βάση το οποίο να κρίνουμε τις ξεπεσμένες, εκφυλισμένες εποχές που ακολούθησαν. Οι Έλληνες σίγουρα πίστευαν πως είχε υπάρξει πράγματι η Χρυσή Εποχή. Αυτή ήταν πανταχού παρούσα στη σκέψη και στην ποίησή τους και τους παρείχε ένα όραμα τελειότητας, στο οποίο απέβλεπαν, ένα όραμα πιο συγκεκριμένο και ολοκληρωμένο από τη δική μας, αόριστη ιδέα ενός πρώτου ανθρώπου που γρυλίζει μέσα στη σπηλιά. Οι πλατωνικές ιδεώδεις και τέλειες μορφές αποτελούσαν ίσως τη διανοητική έκφραση αυτού του μύχιου πόθου των Ελλήνων.
Ο αθάνατος που αγαπούσε περισσότερο τους ανθρώπους ήταν φυσικά ο καλλιτέχνης δημιουργός τους ο Προμηθέας. Αυτός και ο αδελφός του ο Επιμηθέας συναναστρέφονταν τώρα περισσότερο με τους ανθρώπους παρά με τους άλλους αθάνατους στον Όλυμπο.
Ο Προμηθέας λυπόταν που του είχε επιτραπεί να φτιάξει μόνο αρσενικούς ανθρώπους, γιατί θεωρούσε πως αυτό το κλωνοποιημένο μονόφυλο γένος στερούνταν ποικιλίας, όσον αφορά τη νοοτροπία, την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα των μελών του, καθώς και ειδολογικής διαφοροποίησης, αφού δεν είχε τη δυνατότητα να αναπαραχθεί. Πράγματι οι άνθρωποί του ήταν πολύ ευτυχισμένοι· αλλά ο ίδιος θεωρούσε πως από μια τέτοια προφυλαγμένη ύπαρξη, εντελώς άμαθη στα εμπόδια και τις προκλήσεις, απουσίαζε εντελώς το κέφι. Τα δημιουργήματά του χρειάζονταν κάτι περισσότερο για να αποκτήσουν, όπως τους άξιζε, μια θέση εφάμιλλη με αυτήν των θεών. Χρειάζονταν φωτιά: πραγματική, καυτή, ζωηρή, λαμπερή και φλογερή φωτιά για να ψήνουν, να βράζουν, να τηγανίζουν, να φρυγανίζουν, να λιώνουν, να κατεργάζονται, να σφυρηλατούν, αλλά και μια εσωτερική, δημιουργική φωτιά, μια θεϊκή φωτιά, που θα τους έδινε τη δυνατότητα να σκέφτονται, να φαντάζονται, να τολμούν και να πράττουν.
Ο Προμηθέας, όσο περισσότερο παρακολουθούσε τα δημιουργήματά του και συναναστρεφόταν με αυτά, τόσο περισσότερο πειθόταν πως η φωτιά ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν. Και ήξερε πού να τη βρει.
Ο Προμηθέας κοντοστάθηκε και παρατήρησε τις δίδυμες κορυφές του Ολύμπου που υψώνονταν από πάνω του. Η ψηλότερη, ο Μύτικας, έφτανε σχεδόν τους δέκα χιλιάδες πόδες, τρυπώντας τα σύννεφα. Η άλλη, δίπλα της, η οποία υπολειπόταν κατά μερικά μέτρα αλλά ήταν πολύ πιο δύσκολη στην αναρρίχηση, σχημάτιζε το βραχώδες μέτωπο του Στεφανιού. Στα δυτικά, διαγραφόταν επιβλητικό το Σκολιό. Ο Προμηθέας γνώριζε πως οι ακτίνες του ήλιου που έδυε θα εμπόδιζαν του θεούς, που κάθονταν στους θρόνους τους από πάνω, να προσέξουν την αναρρίχησή του –στην πιο δύσκολη κορυφή–, και ξεκίνησε το ριψοκίνδυνο εγχείρημα, πεπεισμένος ότι θα σκαρφάλωνε χωρίς να τον δουν.
Ποτέ πριν δεν είχε παρακούσει τον Δία· τουλάχιστον όχι αναφορικά με κάτι σημαντικό. Στα παιχνίδια και στους αγώνες δρόμου ή πάλης και στους ανταγωνισμούς τους για την καρδιά κάποιας νύμφης, πείραζε και κορόιδευε ελεύθερα τον φίλο του, αλλά ποτέ δεν τον είχε αψηφήσει ουσιαστικά. Κανένα ον δεν μπορούσε να παραβιάσει την ιεραρχία του πανθέου χωρίς να υποστεί βαριές συνέπειες. Ο Δίας ήταν αγαπημένος φίλος, αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν ο Δίας.
Όμως ο Προμηθέας είχε πάρει την απόφασή του. Είχε συνειδητοποιήσει πως, όσο κι αν αγαπούσε τον Δία, αγαπούσε περισσότερο την ανθρωπότητα. Ο ενθουσιασμός και η αποφασιστικότητά του υπερίσχυσαν του όποιου φόβου του για την οργή του αρχηγού των θεών. Ένιωθε χάλια που θα πρόδιδε τον φίλο του, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.
Μόλις ο Προμηθέας έφτασε στην κορυφή της ορθοπλαγιάς του Σκολιού, οι πύλες της δύσης είχαν καταπιεί το ηλιακό άρμα του Απόλλωνα, οπότε όλο το βουνό ήταν τυλιγμένο στο σκοτάδι. Προχώρησε σκυφτός, γύρω από την οδοντωτή προεξοχή που κοσμούσε σαν λοφίο το αμφιθέατρο των Μεγάλων Καζανιών. Διέκρινε ευθεία μπροστά του το Οροπέδιο των Μουσών, που τρεμόφεγγε από τον χορό των μικρολάμψεων που γεννιούνταν από τις φωτιές του εργαστηρίου του Ήφαιστου, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση μερικών εκατοντάδων ποδών.
Από την άλλη πλευρά του Ολύμπου, οι θεοί δειπνούσαν. Ο Προμηθέας άκουγε τη λύρα του Απόλλωνα, τη φλογέρα του Ερμή, το τραχύ γέλιο του Άρη και το γρύλισμα των λαγωνικών της Αρτέμιδας. Προχώρησε περιμετρικά του εργαστηρίου, τοίχο με τοίχο, προς την αυλή. Στρίβοντας στη γωνία, αντίκρισε έκπληκτος να κείτεται τσίτσιδος στο έδαφος και να ροχαλίζει δίπλα στη φωτιά ο πελώριος Βρόντης. Ο Προμηθέας οπισθοχώρησε και αποτραβήχτηκε στο σκοτάδι. Γνώριζε πως οι Κύκλωπες βοηθούσαν τον Ήφαιστο, αλλά δεν περίμενε ότι θα κοιμούνταν κιόλας εκεί.
Πήρε τότε το μάτι του, ακριβώς στην είσοδο του εργαστηρίου, έναν νάρθηκα, ένα φυτό που λέγεται και σίλφιο ή γιγάντιο μάραθο (Ferula communis) – όχι ακριβώς το βολβώδες λαχανικό που χρησιμοποιούμε σήμερα για να δώσουμε μια ευχάριστη γεύση γλυκάνισου στο ψάρι, αλλά ένας κοντινός συγγενής του. Ο Προμηθέας έσκυψε κι έκοψε έναν μακρύ, σφριγηλό βλαστό. Αυτός περιείχε μια πυκνή ψίχα σαν στουπί. Ο Τιτάνας αφαίρεσε τα εξωτερικά φύλλα και κρατώντας τον βλαστό τεντώθηκε, τον πέρασε πάνω από τον Βρόντη, που κοιμόταν του καλού καιρού, για να φτάσει στη φωτιά. Η κάψα από τον κλίβανο στάθηκε αρκετή για να αναφλεγεί αμέσως η άκρη του βλαστού. Καθώς ο Προμηθέας απέσυρε το εργαλείο, με τη δέουσα προσοχή, μια σπίθα από τη ζωηρά φλεγόμενη άκρη πετάχτηκε και προσγειώθηκε τσιτσιρίζοντας στο στέρνο του Βρόντη. Ο Κύκλωπας τσουρουφλίστηκε και ξύπνησε με ένα βογκητό πόνου. Καθώς ο Βρόντης, ζαλισμένος από τον ύπνο, κοίταζε το στήθος του και προσπαθούσε να καταλάβει πού πονούσε και τι είχε συμβεί, ο Προμηθέας τράβηξε όλο το φυτό κι έγινε καπνός.
Ο Προμηθέας καταρριχήθηκε από τον Όλυμπο, κρατώντας τον αναμμένο βλαστό της μαραθιάς με τα δόντια. Κάθε πέντε λεπτά περίπου τον έπαιρνε από το στόμα του και φυσούσε ελαφρά την άκρη για να συντηρεί τη φλόγα. Μόλις έφτασε στην κοιλάδα κίνησε για τον ανθρώπινο οικισμό όπου κατοικούσε μαζί με τον αδελφό του.
Θα μου πεις ότι ο Προμηθέας ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μπορεί κάλλιστα να διδάξει τους ανθρώπους να ανάβουν φωτιά χτυπώντας κόκαλα μεταξύ τους ή τρίβοντας κλωνάρια, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έκλεψε ουράνια φωτιά, θεϊκή φωτιά. Ίσως έκλεψε την εσωτερική σπίθα που άναψε μέσα στον άνθρωπο τη φλόγα της περιέργειας, η οποία τον ώθησε να τρίψει μεταξύ τους κομμάτια ξύλου ή να κρούσει πυρόλιθους.
Όταν έδειξε στους ανθρώπους το ζωηρό, χοροπηδηχτό, αεικίνητο στοιχειό, αυτοί αντέδρασαν με κραυγές φόβου και απομακρύνθηκαν από τη φλόγα. Σύντομα όμως η περιέργειά τους υπερνίκησε τον φόβο και κυριεύτηκαν από ενθουσιασμό γι’ αυτό το νέο παιχνίδι, στοιχείο, φαινόμενο – πες το όπως θέλεις. Έμαθαν από τον Προμηθέα πως η φωτιά δεν ήταν εχθρός τους, αλλά πανίσχυρος φίλος, ο οποίος, εφόσον δαμαζόταν, θα τους βοηθούσε με αναρίθμητους τρόπους.
Ο Προμηθέας περιόδευσε από χωριό σε χωριό, διδάσκοντας τεχνικές για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, την όπτηση πήλινων σκευών, το μαγείρεμα κρέατος και το ψήσιμο ζύμης από δημητριακά, προκαλώντας έτσι μια χιονοστιβάδα πλεονεκτημάτων που έκαναν τον άνθρωπο να υπερέχει των ζωικών θηραμάτων του, τα οποία δεν είχαν απάντηση στα δόρατα και στα βέλη με μεταλλική αιχμή.
Δεν άργησε ο Δίας, ρίχνοντας μια τυχαία ματιά από τα ύψη του Ολύμπου, να διαπιστώσει πως είχε γεμίσει ο τόπος από πορτοκαλί λάμψεις που χόρευαν στο σκοτάδι. Κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Και δεν χρειαζόταν να του πουν ποιος ήταν ο ένοχος. Αμέσως έγινε πυρ και μανία. Τέτοια παντοδύναμη, θυελλώδη, τρομακτική, δυσοίωνη οργή δεν είχε γνωρίσει ο κόσμος. Ούτε ο ακρωτηριασμένος Ουρανός, που σφάδαζε από τον πόνο, δεν είχε καταληφθεί από τέτοιο εκδικητικό μένος. Ο Ουρανός είχε ανατραπεί από έναν γιο τον οποίο δεν είχε σε καμία υπόληψη, αλλά ο Δίας είχε προδοθεί από τον πιο αγαπημένο του φίλο. Πιο φρικτή προδοσία δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μεσοποταμία λέγεται η γη «ανάμεσα σε δύο ποτάμια», και με αυτό το όνομα ήξεραν ανέκαθεν την περιοχή οι Έλληνες.
2. Βλ. Παράρτημα, σ. 545.
3. Αυτή είναι μία από τις πολλές θεωρίες για την προέλευση της λέξης άνθρωπος. Στα αγγλικά, για τον άνθρωπο χρησιμοποιούμε τη λέξη man. Δυστυχώς, πολλές λέξεις που αναφέρονται στο είδος μας δείχνουν να αναφέρονται μόνο στους άρρενες ανθρώπους. Το human, για παράδειγμα, συγγενεύει με το λατινικό homo, που σημαίνει «άντρας, άνθρωπος». Η λέξη humanity [«ανθρωπότητα»] λοιπόν δεν λαμβάνει υπόψη τον μισό πληθυσμό του είδους μας. Οι λέξεις folk και people [«λαός, άνθρωποι» και «λαός, έθνος, άνθρωποι» αντίστοιχα] δεν χαρακτηρίζονται από τόση μερικότητα. Πάντως αξίζει να έχουμε κατά νου ότι το man συνδέεται με το mens (νους) και το manus (χέρι) και ήταν ουδέτερου γένους ίσως και μέχρι χίλια χρόνια πριν.
4. Λατινική φράση που σημαίνει «η μητέρα που θρέφει, που ανατρέφει». (Σ.τ.Μ.)