Ο ΔΙΑΣ αγανάκτησε όσο δεν πάει και σύσσωμος ο Όλυμπος φοβήθηκε πως ο κεραυνός του θα έπληττε τόσο σφοδρά τον Προμηθέα ώστε θα ήταν αδύνατο να ανασυγκροτηθούν τα άτομα που τον απάρτιζαν. Πιθανώς αυτή τη μοίρα θα είχε ο άλλοτε ευνοούμενος Τιτάνας, αν η συνετή και σταθεροποιητική παρουσία της Μήτιδας μέσα στο κεφάλι του Δία δεν συμβούλευε τον αρχηγό των θεών να προτιμήσει μια πιο έξυπνη και μεγαλοπρεπή εκδίκηση. Η ένταση της οργής του Δία καθόλου δεν μειώθηκε, αλλά εστιάστηκε, διοχετεύτηκε στη σαφή χάραξη των κατευθύνσεων που θα έπαιρναν οι τιμωρητικές του βλέψεις. Προς το παρόν, δεν θα ασχολιόταν με τον Προμηθέα, αλλά θα εξαπέλυε τη συμπαντική του μανία στον άνθρωπο, τον αδύναμο και αναιδή άνθρωπο, το πλάσμα που τον είχε χαροποιήσει τόσο και για το οποίο τώρα δεν ένιωθε τίποτε άλλο παρά πικρία και παγερή περιφρόνηση.
Επί μία ολόκληρη εβδομάδα ο Βασιλιάς των Θεών, υπό το αυστηρό και ανήσυχο βλέμμα της Αθηνάς, βημάτιζε πέρα-δώθε μπροστά στον θρόνο του και συλλογιζόταν πώς έπρεπε να πληρώσουν οι άνθρωποι το θράσος τους να ιδιοποιηθούν τη φωτιά, να τολμήσουν να μιμηθούν τους Ολύμπιους. Σαν να άκουγε μέσα του μια φωνή να του ψιθυρίζει πως, όποια εκδίκηση κι αν έπαιρνε, η ανθρωπότητα θα προόδευε συνεχώς ώσπου μια μέρα θα γινόταν ίση με τους θεούς – ή ίσως, ακόμη χειρότερα, θα έπαυε να χρειάζεται τους θεούς και απλά θα τους εγκατέλειπε. Τέλος η λατρεία, τέλος οι προσευχές προς τον ουράνιο Όλυμπο. Ο Δίας θεωρούσε αδιανόητη μια τόσο βλάσφημη και παράλογη προοπτική, και το γεγονός ότι απασχολούσε το μυαλό του μια τέτοια σκανδαλώδης ιδέα απλά τροφοδοτούσε την αγανάκτησή του.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν το μεγαλειώδες σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή το συνέλαβε ο ίδιος ή η Μήτιδα ή ακόμη και η Αθηνά, αλλά πάντως ο Δίας το θεωρούσε τρομερό. Το σχέδιο είχε μια χρυσή συμμετρία, που σαγήνευε το πολύ ελληνικό μυαλό του. Θα έδινε ένα καλό μάθημα στον Προμηθέα και, μα τους ουρανούς, θα έδινε ένα καλό μάθημα στην ανθρωπότητα.
Πρώτα διέταξε τον Ήφαιστο να πλάσει ένα ανθρώπινο ον από πηλό μουσκεμένο με το σάλιο του, όπως είχε κάνει ο Προμηθέας. Όμως αυτή η μορφή θα ήταν θηλυκή. Ο Ήφαιστος χρησιμοποίησε ως μοντέλα τη σύζυγό του την Αφροδίτη, τη μητέρα του την Ήρα, τη θεία του τη Δήμητρα και την αδελφή του την Αθηνά κι έπλασε, με πολλή αγάπη, ένα κορίτσι εκπάγλου καλλονής, στο οποίο η Αφροδίτη χάρισε την πνοή της ζωής και όλη την τέχνη του έρωτα.
Οι άλλοι θεοί επίσης προίκισαν με μοναδικά εφόδια αυτό το κορίτσι που θα έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο. Η Αθηνά της δίδαξε την οικιακή χειροτεχνία, κέντημα και πλέξιμο, και την έντυσε με ένα καταπληκτικό ασημένιο φόρεμα. Οι Χάριτες ανέλαβαν τα περιδέραια, τις πόρπες και τα βραχιόλια με τα πιο εκλεκτά μαργαριτάρια, αχάτες, ιάσπιδες και χαλκηδόνιους. Οι Ώρες της έπλεξαν με λουλούδια τα μαλλιά ώσπου η ομορφιά της έκοβε την ανάσα όσων την αντίκριζαν. Η Ήρα την όπλισε με την αρχοντιά και την αυτοκυριαρχία της. Ο Ερμής της έδωσε τις τέχνες της ρητορείας, της εξαπάτησης, της φιλοπραγμοσύνης και της πονηριάς· και της έδωσε επίσης το όνομά της: επειδή άπαντες οι θεοί της είχαν δωρίσει από κάποιο αξιόλογο ταλέντο ή ιδιότητα, θα την έλεγαν ΠΑΝΔΩΡΑ.1
Ο Ήφαιστος χάρισε σε αυτό το υποδειγματικό πλάσμα άλλο ένα δώρο, την παράδοση του οποίου ανέλαβε ο ίδιος ο Δίας. Επρόκειτο για έναν περιέκτη γεμάτο… μυστικά.
Ίσως περιμένεις τώρα να πω ότι ο περιέκτης ήταν κάποιου είδους κουτί ή σεντούκι, αλλά επρόκειτο για το στιλβωμένο και σφραγισμένο κεραμικό δοχείο που οι Έλληνες ονόμαζαν πίθον.2
«Ορίστε, αγαπητή μου» είπε ο Δίας. «Αυτό εδώ, τώρα, είναι απλώς διακοσμητικό. Δεν το ανοίγουμε ποτέ. Συνεννοηθήκαμε;»
Η Πανδώρα έγνεψε καταφατικά, με το χαριτωμένο κεφαλάκι της. «Ποτέ» ψιθύρισε με πάσα ειλικρίνεια. «Ποτέ!»
«Μπράβο το κορίτσι μας. Είναι το γαμήλιο δώρο σου. Θα το θάψεις βαθιά κάτω από το νυφικό κρεβάτι σου, αλλά δεν θα το ανοίξεις. Ποτέ. Περιέχει… μάλλον άσ’ το καλύτερα. Δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον μέσα».
Ο Ερμής πήρε την Πανδώρα από το χέρι και τη μετέφερε έξω από το πέτρινο σπιτάκι όπου ζούσαν ο Προμηθέας με τον αδελφό του τον Επιμηθέα, ακριβώς στο κέντρο μιας ανθηρής ανθρώπινης κωμόπολης.
Ο Προμηθέας ήξερε πως ο Δίας θα επιδίωκε να τον τιμωρήσει με κάποιον τρόπο για την ανυπακοή του και προειδοποίησε τον αδελφό του τον Επιμηθέα να μη δεχτεί, κατά την απουσία του –γιατί περιόδευε για να διδάσκει τη χρήση της φωτιάς, στα νεόχτιστα χωριά και κωμοπόλεις των ανθρώπων–, κανένα δώρο από τον Όλυμπο, όποια μορφή κι αν είχε αυτό.
Ο Επιμηθέας, που πάντα έπραττε πρώτα κι έπειτα σκεφτόταν τις συνέπειες, υποσχέθηκε να υπακούσει τον, πιο διορατικό, αδελφό του.
Όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να τον προετοιμάσει για το δώρο του Δία.
Ένα πρωί ο Επιμηθέας άκουσε να του χτυπούν την πόρτα· άνοιξε και αντίκρισε το χαρωπό, χαμογελαστό πρόσωπο του αγγελιοφόρου των θεών.
«Μπορούμε να περάσουμε;» Σβέλτα ο Ερμής παραμέρισε και αποκάλυψε στον Επιμηθέα το ομορφότερο πλάσμα –με το κεραμικό ανά χείρας– που είχε δει ποτέ του ο Τιτάνας. Η Αφροδίτη ήταν όμορφη –αν ήταν, λέει–, αλλά και πολύ απόμακρη κι αιθέρια για να εμπνεύσει οτιδήποτε άλλο εκτός από ευλάβεια και ψυχρό δέος. Το ίδιο ίσχυε για τη Δήμητρα, την Αρτέμιδα, την Αθηνά, την Εστία και την Ήρα. Η χάρη τους ήταν μεγαλειώδης και απρόσιτη. Η ομορφιά των νυμφών, των ορειάδων και των Ωκεανίδων είχε ασφαλώς τη γοητεία της, αλλά φάνταζε ρηχή και παιδική σε σύγκριση με τη ροδομάγουλη γλυκύτητα αυτής της οπτασίας, που τον κοίταζε τόσο ντροπαλά, τόσο χαριτωμένα, τόσο αξιολάτρευτα.
«Μπορούμε;» επανέκαμψε ο Ερμής.
Ο Επιμηθέας ξεροκατάπιε κι έκανε ένα βήμα πίσω, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα.
«Ιδού η μέλλουσα σύζυγός σου» είπε ο Ερμής. «Το όνομά της είναι Πανδώρα».
Ο Επιμηθέας και η Πανδώρα δεν άργησαν να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου. Ο Επιμηθέας είχε την αμυδρή υποψία πως ο Προμηθέας –που βρισκόταν πολύ μακριά, διδάσκοντας την τέχνη της χύτευσης του ορείχαλκου στους κατοίκους του Βαρανάσι– δεν θα ενέκρινε την Πανδώρα. Του φάνηκε καλή ιδέα να γίνει γρήγορα ο γάμος, προτού επιστρέψει ο αδελφός του.
Ο Επιμηθέας και η Πανδώρα ήταν φουλ ερωτευμένοι. Ούτε λόγος γι’ αυτό. Η ομορφιά και οι ικανότητες της Πανδώρας τού έδιναν μεγάλη χαρά κάθε μέρα, και η δική του ευχέρεια να ζει πάντα για τη στιγμή και να μην ανησυχεί ποτέ για το μέλλον τής πρόσφερε μια αίσθηση της ζωής ως ανάλαφρης κι απολαυστικής περιπέτειας.
Όμως κάτι την έτρωγε μέσα της, μια μύγα βούιζε γύρω από τ’ αυτιά της, ένα σκουληκάκι σκάλιζε τα σωθικά της.
Εκείνο το πιθάρι.
Το είχε τοποθετήσει σε ένα ράφι στο υπνοδωμάτιό τους. Ο Επιμηθέας την είχε ρωτήσει τι ήταν κι εκείνη είχε γελάσει και είχε απαντήσει: «Τίποτα, απλώς ένα αναμνηστικό από τον Όλυμπο, που το έφτιαξε ο Ήφαιστος. Τίποτα σπουδαίο».
«Γούστο έχει πάντως» είπε ο Επιμηθέας και δεν έδωσε περαιτέρω σημασία.
Ένα απόγευμα ο Επιμηθέας είχε πάει να ρίξει δίσκο με τους φίλους του, και η Πανδώρα πλησίασε στο πιθάρι και περιέτρεξε με το δάχτυλο της το χείλος με το σφραγισμένο καπάκι. Γιατί να αναφέρει καν ο Δίας ότι δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον μέσα; Γιατί να πει τέτοιο πράγμα αν ίσχυε πραγματικά; Η Πανδώρα κάθισε και το σκέφτηκε λογικά.
Δίνεις σε έναν φίλο ένα άδειο πιθάρι – δεν θα σου περάσει ποτέ από το μυαλό να αναφέρεις ότι είναι άδειο. Ο φίλος σου θα κοιτάξει μέσα κάποια στιγμή και θα το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι. Γιατί λοιπόν να μπει στον κόπο ο Δίας να επισημάνει ότι το συγκεκριμένο πιθάρι δεν περιείχε τίποτα ενδιαφέρον; Μία μόνο εξήγηση έστεκε. Το πιθάρι είχε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον μέσα: κάτι πολύτιμο ή πολύ ισχυρό, κάτι μαγευτικό ή μαγεμένο.
Όμως, όχι – είχε ορκιστεί να μην το ανοίξει ποτέ. «Η υπόσχεση είναι υπόσχεση» είπε στον εαυτό της κι αμέσως ένιωσε βράχος ηθικής. Θεωρούσε καθήκον της να αντισταθεί στο δέλεαρ του πιθαριού, που τώρα, πραγματικά, έμοιαζε να τη φλερτάρει με το πιο γλυκό τραγούδι. Θα της έδινε πραγματικά στα νεύρα το να έχει στην κρεβατοκάμαρά της ένα τόσο θελκτικό αντικείμενο, που την τσίγκλιζε και την έβαζε σε πειρασμό κάθε πρωί και κάθε βράδυ.
Ο πειρασμός αποδυναμώνεται πολύ όταν πάψει να είναι ορατός. Η Πανδώρα πήγε στον κηπάκο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, έσκαψε μια τρύπα –δίπλα σε ένα ηλιακό ρολόι που τους είχε κάνει γαμήλιο δώρο ένας γείτονας– κι έθαψε το πιθάρι βαθιά μέσα στη γη. Γέμισε την τρύπα, ίσιωσε το χώμα στο σημείο κι ύστερα τσούλησε το βαρύ ηλιακό ρολόι με τη βάση του και το εγκατέστησε πάνω από την κρυψώνα. Τώρα μάλιστα!
Όλη την επόμενη εβδομάδα ήταν χαρούμενη και παιχνιδιάρα κι ευτυχισμένη σε υπερθετικό βαθμό. Ο Επιμηθέας την ερωτεύτηκε ακόμη περισσότερο και προσκάλεσε τους φίλους τους να γιορτάσουν και να ακούσουν ένα τραγούδι που είχε γράψει για κείνη. Η γιορτή εξελίχτηκε περίφημα. Ήταν η τελευταία που έμελλε να γνωρίσει η Χρυσή Εποχή.
Εκείνο το βράδυ η Πανδώρα, ίσως λίγο αναστατωμένη από τους τόσους επαίνους που της είχαν επιδαψιλεύσει, δυσκολευόταν να αποκοιμηθεί. Έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου της το φεγγαρόφως έλουζε τον κήπο. Ο γνώμονας του ηλιακού ρολογιού γυάλιζε σαν ασημένια λεπίδα και η Πανδώρα νόμισε ότι πάλι χάιδευε τ’ αυτιά της η μουσική του πιθαριού.
Ο Επιμηθέας κοιμόταν πλάι της τον ύπνο του δικαίου. Οι σεληνιακές ακτίνες χόρευαν στον κήπο. Η Πανδώρα δεν άντεξε άλλο, πετάχτηκε από τη συζυγική κλίνη και βγήκε στον κήπο, τσούλησε τη βάση του ρολογιού και άρχισε να σκάβει το έδαφος προτού προλάβει να πει στον εαυτό της πως ήταν λάθος αυτό που πήγαινε να κάνει.
Ανέσυρε το πιθάρι από την κρυψώνα κι έστριψε το πώμα. Η κέρινη σφραγίδα έσπασε, το πώμα βγήκε. Άκουσε πεταρίσματα, ξέφρενα φτερουγίσματα, ένιωσε στριφογυρίσματα, έξαλλα στροβιλίσματα γύρω από τ’ αυτιά της.
Ω! Υπέροχα πετούμενα!
Μπα όμως… μόνο υπέροχα δεν ήταν. Η Πανδώρα ούρλιαξε από πόνο και τρόμο καθώς αισθάνθηκε το δέρμα ενός πλάσματος να την αγγίζει στον αυχένα κι αμέσως μια τρομερή σουβλιά από τσίμπημα ή δάγκωμα. Όλο και περισσότερες ιπτάμενες μορφές έβγαιναν βουίζοντας από το στόμιο του πιθαριού – λεφούσι ολόκληρο από τερετίσματα, στριγκλίσματα και ουρλιαχτά τρύπωναν στ’ αυτιά της. Μέσα από την περιδινούμενη ομίχλη αυτών των απαίσιων πλασμάτων, η Πανδώρα διέκρινε το πρόσωπο του συζύγου της, που είχε βγει να δει τι συμβαίνει. Ήταν κάτωχρος από τρόμο και φρίκη. Με μια δυνατή κραυγή η Πανδώρα βρήκε το θάρρος και τη δύναμη να βάλει το καπάκι και να σφραγίσει το πιθάρι.
Στον φράχτη του κήπου, έστεκε ένας λύκος. Ήταν ο Δίας που παρακολουθούσε και χαμογελούσε με την πιο φρικαλέα κακεντρέχεια, ενώ με γόους και στριγκλιές τα απαίσια πλάσματα, σαν σύννεφο από ακρίδες, έσκιζαν με τα νύχια τον αέρα κι έκαναν κύκλους πάνω από τον κήπο σχηματίζοντας μια πελώρια δίνη, ώσπου πέταξαν ψηλότερα, πάνω από τον οικισμό, από τη γύρω ύπαιθρο κι εξαπλώθηκαν σαν λοιμός στον κόσμο όλο, κουρνιάζοντας όπου κι αν κατοικούσαν άνθρωποι.
Και τι ήταν άραγε αυτές οι μορφές; Ήταν μεταλλαγμένοι απόγονοι των ζοφερών και μοχθηρών παιδιών της Νύκτας και του Ερέβους. Είχαν γεννηθεί από την Απάτη, την εξαπάτηση· από το Γήρας, τα γηρατειά· από την Οϊζύ, τη δυστυχία· από τον Μώμο, τον ψόγο· από τις Κήρες, τον βίαιο θάνατο. Ήταν παιδιά της Άτης, του ολέθρου, και της Έριδας, της διαμάχης. Τα ονόματά τους ήταν: ΠΟΝΟΣ, ο μόχθος, η κακουχία· ΛΙΜΟΣ, η λιμοκτονία· ΑΛΓΟΣ, ο πόνος· ΔΥΣΝΟΜΙΑ, η αναρχία· ΨΕΥΔΕΑ, τα ψέματα· ΝΕΙΚΕΑ, οι φιλονικίες· ΑΜΦΙΛΟΓΙΕΣ, οι λογομαχίες· ΜΑΧΕΣ, οι πόλεμοι· ΥΣΜΙΝΕΣ, οι μάχες· ΑΝΔΡΟΚΤΑΣΙΕΣ και ΦΟΝΟΙ, οι ανθρωποκτονίες και οι δολοφονίες.
Είχαν καταφθάσει λοιπόν η Αρρώστια, η Βία, η Εξαπάτηση, η Δυστυχία και η Στέρηση. Είχαν έρθει για να μείνουν στη Γη για πάντα.
Και η Πανδώρα δεν κατάλαβε, μέσα στη φοβερή βιασύνη της να φράξει το στόμιο του πιθαριού, ότι φυλάκισε για πάντα μέσα του μια τελευταία κόρη της Νύκτας. Έμεινε μέσα στο πιθάρι ένα τελευταίο πλασματάκι, να φτερουγίζει απελπισμένα εκεί για πάντα. Το όνομά του ήταν ΕΛΠΙΣ.3
Το κιβώτιο, τα νερά και τα κόκαλα της Γαίας
Κι έτσι έληξε απότομα και φρικτά η Χρυσή Εποχή. Είχε ενσκήψει πλέον στην ανθρωπότητα ο αναπόδραστος και παντοτινός κλήρος του θανάτου, της αρρώστιας, της ανέχειας, του εγκλήματος, της πείνας, του πολέμου.
Πάντως η Αργυρή Εποχή, όπως αποκλήθηκε αυτή η νέα περίοδος, δεν ήταν σκέτη απελπισία. Διέφερε από τη δική μας, ως προς το ότι οι θεοί, οι ημίθεοι και τα τέρατα συγχρωτίζονταν με τους ανθρώπους, έκαναν παιδιά με αυτούς και συμμετείχαν πλήρως στη ζωή τους. Οι άνθρωποι επίσης, εκτός από το πλεονέκτημα της φωτιάς, είχαν αποκτήσει γυναίκες, οπότε μπορούσαν να αναπαραχθούν και να έχουν μια πλήρη αίσθηση οικογενειακής θαλπωρής και ολοκλήρωσης, έτσι κάποια από τα κακά του πιθαριού της Πανδώρας αντισταθμίστηκαν. Ο Δίας αγνάντεψε από ψηλά και το κατάλαβε αυτό. Μέσα του η φωνή της Μήτιδας σαν να του ψιθύρισε πως τίποτα δεν μπορούσε να εμποδίσει τους ανθρώπους να σταθούν κάποτε και μεταφορικά στα δικά τους πόδια. Τον προβλημάτιζε βαθιά αυτό.
Εν τω μεταξύ οι άνθρωποι ένιωθαν, ως όφειλαν, φόβο και δέος απέναντι στους θεούς και μάλιστα χρησιμοποίησαν τη νεοαποκτηθείσα πείρα της φωτιάς για να τσικνίζουν με θυσιαστήριες προσφορές τον Όλυμπο, διατρανώνοντας έτσι την υπακοή και την αφοσίωσή τους.
Η Πανδώρα, η πρώτη γυναίκα, έκανε κάμποσα παιδιά με τον Επιμηθέα, μεταξύ των οποίων την ΠΥΡΡΑ. Ο Προμηθέας έκανε κι αυτός ένα παιδί, τον ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΑ, ίσως με την ίδια τη μητέρα του, την Κλυμένη, ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, με την ΗΣΙΟΝΗ, μια Ωκεανίδα.
Κι έτσι πολλαπλασιάστηκε το γένος των αντρών και των γυναικών.
Ο Προμηθέας, που δεν απώλεσε ποτέ το χάρισμα της προνοητικότητας,4 ήταν βέβαιος ότι ο θυμός του Δία δεν είχε καταλαγιάσει ακόμη. Φρόντισε να αναθρέψει τον Δευκαλίωνα έτσι ώστε να τον προετοιμάσει για τα χειρότερα είδη θεϊκής τιμωρίας. Όταν ο γιος του έφτασε στην κατάλληλη ηλικία του δίδαξε την ξυλουργική τέχνη. Μαζί κατασκεύασαν ένα πελώριο κιβώτιο.
Οι δύο Τιτάνες αδελφοί πήραν μεγάλη χαρά όταν τα παιδιά τους, η Πύρρα και ο Δευκαλίωνας, ερωτεύτηκαν μεταξύ τους κι ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας πίστευαν τώρα ότι θα γίνονταν γενάρχες μιας νέας, ανεξάρτητης ανθρώπινης δυναστείας. Όμως πάντα ελλόχευε ο κίνδυνος του Κεραυνοβόλου, ο οποίος, καθισμένος στον θρόνο του, ύφαινε νοσηρές σκέψεις.
Πέρασαν τα χρόνια και οι καιροί, και η ανθρωπότητα συνέχισε να αναπαράγεται και να εξαπλώνεται. Ο Δίας δεν έβλεπε πια τους ανθρώπους ως αγαπημένα, λατρευτά του παιχνίδια αλλά ως μάστιγα του κόσμου. Την αφορμή που χρειαζόταν για να επιβάλει μια δεύτερη τιμωρία στην ανθρωπότητα του την έδωσε ένας από τους πρώτους ηγεμόνες της, ο ΛΥΚΑΩΝ, βασιλιάς της Αρκαδίας και γιος του Πελασγού, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Πελασγοί. Ο Πελασγός ήταν μία από τις αρχικές πήλινες μορφές που είχε πλάσει ο Προμηθέας και που είχε ζωντανέψει η Αθηνά. Θα λέγαμε σήμερα πως ο Πελασγός ήταν πρωτοελληνικής φυλετικής καταγωγής, με ανοιχτό καστανό δέρμα, μαλλιά και μάτια. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες θεωρούσαν βάρβαρους αυτούς τους ανθρώπους, τη γλώσσα και τις συνήθειές τους· και, όπως θα δούμε, αυτή η πρώτη φυλή δεν έμελλε να μακροημερεύσει στη Μεσόγειο.
Ο Λυκάονας, είτε για να δοκιμάσει την παντογνωσία και την κρίση του Δία είτε για άλλους βάρβαρους λόγους, σκότωσε τον γιο του τον ΝΥΚΤΙΜΟ, έψησε τη σάρκα του και τη σέρβιρε στον θεό, τον οποίο είχε προσκαλέσει σε γιορτή στο παλάτι του. Ο Δίας αηδίασε τόσο πολύ από αυτή την απερίγραπτα αισχρή πράξη ώστε ανέστησε το αγόρι και μετέτρεψε τον Λυκάονα σε λύκο.5 Ο Νύκτιμος πάντως βασίλεψε μόνο για λίγο στη θέση του πατέρα του, γιατί οι σαράντα εννέα αδελφοί του λεηλατούσαν τη χώρα τόσο βάναυσα και συμπεριφέρονταν με τόσο ειδεχθή τρόπο ώστε ο Δίας αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να λήξει το όλο ανθρώπινο πείραμα. Συγκέντρωσε λοιπόν τα σύννεφα κι εξαπέλυσε μια καταιγίδα τόσο ισχυρή που πλημμύρισε η ξηρά, με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας και των μεσογειακών χωρών.
Οι πάντες χάθηκαν, εκτός από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, οι οποίοι, χάρη στη διορατικότητα του Προμηθέα, επέζησαν από τις εννέα μέρες της νεροποντής, επιπλέοντας μέσα στο ξύλινο κιβώτιό τους. Οι δύο επιβαίνοντες είχαν κάνει καλές προμήθειες σε τρόφιμα, εργαλεία και άλλα χρήσιμα αντικείμενα, οπότε κατάφεραν, αφού έπεσε επιτέλους η στάθμη του νερού και το πλεούμενό τους κάθισε στο όρος Παρνασσό, να επιβιώσουν στο μετακατακλυσμιαίο τοπίο λάσπης και γλίτσας.6
Η Πύρρα και ο Δευκαλίωνας (ο οποίος λέγεται πως ήταν ογδόντα δύο ετών τότε) περίμεναν ώσπου ο κόσμος να στεγνώσει αρκετά, ώστε να μπορέσουν να κατέβουν με ασφάλεια τη βουνοπλαγιά και να φτάσουν στους Δελφούς. Εκεί συμβουλεύτηκαν το μαντείο της Θέμιδας, της προφητικής Τιτανίδας που είχε το χάρισμα να αντιλαμβάνεται ποιο ήταν το σωστό για να πράξει κανείς.
«Ω, Θέμιδα, Μητέρα της Δικαιοσύνης, της Ειρήνης και της Τάξης, καθοδήγησέ μας, σε ικετεύουμε» ανέκραξε το ζεύγος. «Είμαστε μόνοι στον κόσμο τώρα και πολύ γέροι για να γεμίσουμε αυτόν τον άδειο κόσμο με απογόνους».
«Παιδιά του Προμηθέα και του Επιμηθέα» έψαλε το μαντείο. «Ακούστε τη φωνή μου και κάντε ό,τι προστάξω. Καλύψτε το κεφάλι σας και ρίξτε τα κόκαλα της μητέρας σας πίσω από τον ώμο σας».
Το σαστισμένο ζευγάρι δεν κατάφερε να αποσπάσει ούτε μία επιπλέον λέξη από το μαντείο.
«Η μητέρα μου ήταν η Πανδώρα» είπε η Πύρρα και κάθισε στο χώμα. «Και λογικά θα έχει πνιγεί. Πού να βρω τα κόκαλά της;»
«Η μητέρα μου είναι η Κλυμένη» είπε ο Δευκαλίωνας. «Ή η Ωκεανίδα Ησιόνη, σύμφωνα με κάποιους. Εν πάση περιπτώσει, είναι και οι δύο αθάνατες και άρα ζωντανές και σίγουρα απρόθυμες να αποχωριστούν τα κόκαλά τους».
«Πρέπει να σκεφτούμε» είπε η Πύρρα. «Τα κόκαλα της μητέρας μας. Μήπως εννοεί κάτι άλλο; Τα κόκαλα της μητέρας μας. Μητρικά κόκαλα… Σκέψου, Δευκαλίωνα, σκέψου!»
Ο Δευκαλίωνας κάλυψε το κεφάλι του με ένα διπλωμένο ρούχο, κάθισε δίπλα στη σύζυγό του, της οποίας το κεφάλι ήταν ήδη καλυμμένο, και συλλογίστηκε το πρόβλημα με ζαρωμένα φρύδια. Μαντεία, σου λέει μετά. Μια ζωή υπεκφυγές και ανακρίβειες. Έπιασε μελαγχολικά μια πέτρα και την πέταξε κάτω στην πλαγιά. Η Πύρρα του γράπωσε το μπράτσο.
«Η μητέρα μας!»
Ο Δευκαλίωνας έμεινε να την κοιτάζει με απορία. Η Πύρρα είχε αρχίσει να κοπανάει τη γη με τις παλάμες της. «Η Γαία! Η Γαία είναι η μητέρα όλων μας» φώναξε. «Η Μητέρα Γη μας! Αυτά είναι τα κόκαλα της μητέρας μας, κοίτα…» Βάλθηκε να μαζεύει πέτρες από το έδαφος. «Εμπρός!»
Ο Δευκαλίωνας σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να ψηλαφεί και να σκαλίζει τριγύρω, συλλέγοντας πέτρες. Κίνησαν για τα λιβάδια κάτω από τους Δελφούς, ρίχνοντας τις πέτρες πίσω από τον ώμο τους, σύμφωνα με τις οδηγίες, χωρίς να τολμήσουν να κοιτάξουν πίσω προτού καλύψουν απόσταση αρκετών σταδίων.
Όταν γύρισαν να κοιτάξουν αντίκρισαν ένα θέαμα που γέμισε την καρδιά τους με χαρά.
Από το έδαφος όπου είχαν πέσει οι πέτρες της Πύρρας ξεφύτρωναν κορίτσια και γυναίκες, μορφές ολοκληρωμένες, με το χαμόγελο στα χείλη, οι οποίες έσφυζαν από υγεία. Από τα σημεία όπου είχαν προσγειωθεί οι πέτρες του Δευκαλίωνα έβγαιναν αγόρια και άντρες.
Έτσι λοιπόν οι παλιοί Πελασγοί πνίγηκαν στον Μεγάλο Κατακλυσμό και ο μεσογειακός κόσμος κατοικήθηκε από ένα καινούριο γένος που, μέσω του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, καταγόταν από τον Προμηθέα, τον Επιμηθέα, την Πανδώρα και –πρωτίστως φυσικά– τη Γαία.7
Και αυτό είμαστε εμείς, ένα κράμα προνοητικότητας και παρορμητικότητας, όλων των δώρων και της γης.
Η ανθρώπινη φυλή μας, που τώρα ευτυχώς αποτελούνταν εξίσου από αρσενικά και θηλυκά όντα, αναπαράχθηκε κι εξαπλώθηκε ανά την υδρόγειο, χτίζοντας πόλεις κι εγκαθιδρύοντας εθνικά κράτη. Και προέκυψαν πλοία και άρματα, σπίτια και κάστρα, κουλτούρες κι εμπορικές συναλλαγές, έμποροι και αγορές, καλλιέργειες και οικονομίες, όπλα και σιτηρά. Κοντολογίς, εγένετο πολιτισμός. Ήταν μια εποχή βασιλιάδων, βασιλισσών, πριγκίπων και πριγκιπισσών, κυνηγών, πολεμιστών, βοσκών, κεραμοποιών και ποιητών· μια εποχή αυτοκρατοριών, δούλων, πολέμων, εμπορίου και συνθηκών· μια εποχή αναθηματικών και θυσιαστικών προσφορών και θρησκευτικής λατρείας. Πόλεις και χωριά επέλεγαν τους πολιούχους θεούς και θεές τους, τους θεϊκούς κηδεμόνες και προστάτες τους. Οι αθάνατοι δεν δίσταζαν να κατέβουν στη Γη, διατηρώντας την αληθινή τους μορφή ή παίρνοντας τη μορφή ανθρώπων ή ζώων, και να συνευρεθούν με τους ανθρώπους που τους είχαν γυαλίσει, να τιμωρήσουν εκείνους που τους είχαν συγχύσει ή να ανταμείψουν όσους τους είχαν δείξει αυλική δουλοπρέπεια. Οι θεοί δεν βαριούνταν ποτέ τις κολακείες.
Ίσως το πιο σημαντικό ήταν πως η μάστιγα των δεινών που είχαν ξεφύγει από το πιθάρι της Πανδώρας εγκαθίδρυσε μεταξύ των ανθρώπων την αναπόδραστη πραγματικότητα του θανάτου σε όλες του τις μορφές: αιφνίδιος θάνατος, αργός θάνατος, βίαιος θάνατος, θάνατος από ασθένεια, θάνατος από ατύχημα, θάνατος από δολοφονία, θάνατος από θεϊκή απόφαση.
Ο θεός Άδης διαπίστωσε με αγαλλίαση –ή ό,τι πλησιέστερο στην αγαλλίαση μπορούσε ποτέ να καταφέρει αυτός ο κατηφής θεός– ότι άρχισαν να συρρέουν όλο και περισσότερες σκιές νεκρών ανθρώπων στο υποχθόνιο βασίλειό του. Ο Ερμής επιφορτίστηκε με έναν νέο ρόλο, αυτόν του Αρχιψυχοπομπού ή «αρχισυνοδού των ψυχών», κι εκτελούσε τα καθήκοντά του με το κέφι και τη σκανταλιάρικη διάθεση που τον χαρακτήριζαν. Ωστόσο, καθώς αυξανόταν ο ανθρώπινος πληθυσμός, μόνο οι πιο σημαίνοντες νεκροί είχαν την τιμή να τους συνοδεύσει αυτοπροσώπως ο Ερμής, ενώ οι υπόλοιποι έπρεπε να συμβιβαστούν με τη βλοσυρή και αποκρουστική μορφή του Θανάτου.
Μόλις οι ανθρώπινες ψυχές αναχωρούσαν από το σώμα τους παραλαμβάνονταν από τον Ερμή ή τον Θάνατο και οδηγούνταν στο υπόγειο άντρο όπου συναντιόταν ο ποταμός Στύγα (Μίσος) με τον ποταμό Αχέροντα (Θλίψη). Εκεί ο βλοσυρός και σιωπηλός Χάροντας άπλωνε το χέρι του για να λάβει την πληρωμή του και να μεταφέρει την εκάστοτε ψυχή στην αντίπερα όχθη της Στύγας. Αν ο νεκρός δεν είχε να πληρώσει, έπρεπε να περιμένει εκατό χρόνια ώσπου να φιλοτιμηθεί ο πικαρισμένος Χάροντας να του κάνει το χατίρι. Προς αποφυγή αυτής της αναμονής, οι ζωντανοί υιοθέτησαν τη συνήθεια να τοποθετούν κάποιο χρηματικό αντίτιμο, συνήθως έναν οβολόν, στη γλώσσα του θανόντος, ώστε να πληρωθεί ο περαματάρης και να διασφαλιστεί το ασφαλές και γρήγορο πέρασμα.8 Ο Χάροντας λάμβανε την αμοιβή του, επιβίβαζε την ψυχή του νεκρού κι έσπρωχνε με το σταλίκι τη βάρκα του, που είχε το χρώμα της σκουριάς, μέχρι την απέναντι αποβάθρα, τον σταθμό συγκέντρωσης της κόλασης.9 Άπαξ και πέθαινε ένας θνητός, δεν μπορούσε να επιστρέψει στον πάνω κόσμο. Οι αθάνατοι ήταν καταδικασμένοι να επιστρέφουν στο καταχθόνιο βασίλειο αν τύχαινε να γευτούν έστω και μια μπουκιά φαγητού ή μια γουλιά ποτού στον Άδη.
Και ποιος ήταν ο τελικός προορισμός των ψυχών; Φαίνεται πως αυτό ήταν συνάρτηση του βίου που είχαν διαγάγει. Αρχικά ο κριτής ήταν ο ίδιος ο Άδης, αλλά αργότερα ανέθεσε το Μεγάλο Ζύγιασμα σε δύο γιους του Δία και της ΕΥΡΩΠΗΣ,10 τον ΜΙΝΩΑ και τον ΡΑΔΑΜΑΝΘΥ, οι οποίοι διορίστηκαν μετά τον θάνατό τους, μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό τους τον ΑΙΑΚΟ, Κριτές του Κάτω Κόσμου. Αυτοί αποφάσιζαν αν ένα άτομο είχε διαγάγει έναν ηρωικό βίο, έναν συνήθη βίο ή έναν φαύλο βίο που έχρηζε τιμωρίας.
Οι ήρωες και όσοι κρίνονταν ως εξαιρετικά ενάρετοι (όπως επίσης οι νεκροί στων οποίων τις φλέβες κυλούσε και θεϊκό αίμα) μεταφέρονταν στα Ηλύσια Πεδία, που βρίσκονταν κάπου στο αρχιπέλαγος των Μακάριων Νησιών ή Νήσων των Μακάρων. Διίστανται οι απόψεις γύρω από το πού ακριβώς βρίσκονταν αυτά. Ίσως πρόκειται για τα σημερινά Κανάρια Νησιά ή τις Αζόρες, τις Μικρές Αντίλλες ή και τις Βερμούδες.11 Μεταγενέστερες περιγραφές τοποθετούν τα Ηλύσια Πεδία μέσα στο βασίλειο του Άδη.12 Σύμφωνα με αυτές τις περιγραφές, οι ψυχές που μετενσαρκώνονταν τρεις φορές και ζούσαν κάθε φορά ηρωικά, δίκαια κι ενάρετα κέρδιζαν τη μεταφορά τους από τα Ηλύσια στις Νήσους των Μακάρων.
Οι ανεπίληπτες ψυχές της πλειονότητας των ανθρώπων, που δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα ενάρετες ούτε ιδιαίτερα φαύλες, οδηγούνταν στον Ασφοδελό Λειμώνα,13 που πήρε το όνομά του από τα λευκά άνθη με τα οποία ήταν στρωμένος. Αυτές οι ψυχές είχαν μια αρκετά ευχάριστη μεταθανάτια ζωή: πριν από την άφιξή τους έπιναν από τα νερά της λησμονιάς, από τον ποταμό Λήθη, ώστε να περάσουν, αμέριμνοι, μια χαρούμενη αιωνιότητα, αδιατάρακτη από τυχόν δυσάρεστες αναμνήσεις της επίγειας ζωής τους.
Όμως ποια ήταν η τύχη των διεφθαρμένων, των βλάσφημων, των αχρείων και των ακόλαστων, κοντολογίς των αμαρτωλών; Οι πιο ελαφριές περιπτώσεις περιπλανιούνταν σαν την άδικη κατάρα στις αίθουσες του Άδη, καταδικασμένοι αιωνίως να μη νιώθουν τίποτα, να μην έχουν καθόλου δύναμη ή πραγματική συνείδηση της ύπαρξής τους, αλλά οι πιο ανόσιοι και ασυγχώρητοι οδηγούνταν στα Πεδία της Τιμωρίας, που βρίσκονταν ανάμεσα στον Ασφοδελό Λειμώνα και τα αβυσσαλέα βάθη του Τάρταρου. Εδώ επιβάλλονταν σε αυτούς, με διαβολική μεθοδικότητα, αιώνια βασανιστήρια, ανάλογα με τα εγκλήματά τους. Θα συναντήσουμε μερικούς από τους πιο ονομαστούς από αυτούς τους αμαρτωλούς σε μεταγενέστερους καιρούς. Ονόματα όπως αυτά του ΣΙΣΥΦΟΥ, του ΙΞΙΟΝΑ και του ΤΑΝΤΑΛΟΥ έγιναν διαβόητα ανά τους αιώνες.
Ο Όμηρος λέει πως τα πνεύματα των τεθνεώτων διατηρούσαν το πρόσωπο και την εμφάνιση που είχαν στην επίγεια ζωή, αλλά, σύμφωνα με άλλες περιγραφές, ένας αποτρόπαιος δαίμονας ονόματι ΕΥΡΥΝΟΜΟΣ έγδερνε τη σάρκα των νεκρών, όπως οι Ερινύες, και τους μετέτρεπε σε σκελετούς. Άλλοι ποιητές λένε πως οι ψυχές του κάτω κόσμου μπορούσαν να μιλήσουν και είχαν την τάση να διηγούνται μεταξύ τους ιστορίες από τη ζωή τους.
Ο Άδης ήταν ο πιο ζηλιάρης απ’ όλη τη ζηλιάρα οικογένειά του. Δεν άντεχε να χάσει ούτε μία ψυχή από το βασίλειό του. Στις πύλες του περιπολούσε ο τρικέφαλος σκύλος του, ο Κέρβερος. Λίγοι μόνο, ελάχιστοι, ήρωες παρέκαμψαν ή εξαπάτησαν τον Θάνατο και τον Κέρβερο και κατόρθωσαν να επισκεφτούν το βασίλειο του Άδη και να επιστρέψουν στον πάνω κόσμο.
Έτσι ο θάνατος έγινε μια σταθερά της ανθρώπινης ζωής, όπως και παραμένει μέχρι σήμερα. Όμως πρέπει να καταλάβουμε πως ο κόσμος της Αργυρής Εποχής διέφερε πολύ από τον δικό μας. Οι θεοί, οι ημίθεοι και οι πάσης φύσεως αθάνατοι κυκλοφορούσαν ακόμη ανάμεσά μας. Ήταν κάτι σύνηθες για τους άντρες και τις γυναίκες της Αργυρής Εποχής το να σχετίζονται σε προσωπικό, κοινωνικό και σεξουαλικό επίπεδο με θεούς, όπως είναι για μας σήμερα το να σχετιζόμαστε με μηχανές και με βοηθούς που διαθέτουν τεχνητή νοημοσύνη. Τολμώ να πω ότι εκείνοι το διασκέδαζαν περισσότερο.
Ο Δίας παρακολούθησε, βράζοντας από θυμό, τη διάσωση της Πύρρας και του Δευκαλίωνα και τη γέννηση ενός νέου γένους αντρών και γυναικών από τις πέτρες της γης. Κανένας, ούτε καν ο Βασιλιάς των Θεών, δεν μπορούσε να εναντιωθεί στο θέλημα της Γαίας. Η Γαία αντιπροσώπευε μια παλιότερη, βαθύτερη, πιο μόνιμη τάξη πραγμάτων απ’ ό,τι οι Ολύμπιοι, και ο Δίας γνώριζε πως ήταν ανήμπορος να εμποδίσει τη νέα εξάπλωση των ανθρώπων στον κόσμο. Τουλάχιστον όμως μπορούσε να στρέψει την προσοχή του στον Προμηθέα. Ξημέρωσε λοιπόν η μέρα στην οποία ο Δίας αποφάσισε να τιμωρήσει τον Τιτάνα για την προδοσία του.
Αγνάντεψε από τον Όλυμπο και τον εντόπισε στη Φωκίδα, να πολεοδομεί μια νέα κωμόπολη, φροντίζοντας να αναμειγνύεται όπως πάντα στις υποθέσεις των ανθρώπων.
Το ανθρώπινο είδος είχε πολλαπλασιαστεί εν ριπή αθάνατου οφθαλμού, δηλαδή, ας πούμε, με το πέρασμα κάμποσων αιώνων. Εν τω μεταξύ ο Προμηθέας, επιδεικνύοντας τιτάνια υπομονή, ενθάρρυνε την εξάπλωση του πολιτισμού μεταξύ των μελών της Ανθρωπότητας 2.0: πάλι δίδασκε στους ανθρώπους όλες τις τέχνες, τις τεχνικές και τις πρακτικές της γεωργίας, της βιοτεχνίας και της ανέγερσης κτιρίων.
Ο Δίας μεταμορφώθηκε σε αετό και, με μια κάθετη εφόρμηση, πήγε και κούρνιασε πάνω στο δοκάρι ενός ημιτελούς ναού που θα αφιερωνόταν σε αυτόν. Ο Προμηθέας, που εκείνη την ώρα σκάλιζε στο αέτωμα σκηνές από τον βίο του νεαρού Δία, σήκωσε το βλέμμα του και κατάλαβε αμέσως ότι το πουλί ήταν ο παλιός του φίλος. Ο Δίας πήρε την κανονική του μορφή κι επιθεώρησε το αέτωμα.
«Αν υποτίθεται ότι εκεί δείχνει την Αδαμάνθεια κι εμένα, οι αναλογίες είναι εντελώς λάθος» είπε.
«Ποιητική άδεια» είπε ο Προμηθέας, που τον είχε πιάσει ταχυπαλμία. Πρώτη φορά μιλούσαν οι δυο τους αφότου είχε σουφρώσει τη φωτιά.
«Ήρθε η ώρα να πληρώσεις γι’ αυτό που έκανες» είπε ο Δίας. «Λοιπόν, ή θα καλέσω τους Εκατόγχειρες να σε πάνε σηκωτό στον προορισμό σου ή θα επιλέξεις να υποταχτείς στο αναπόφευκτο και να έρθεις χωρίς φασαρίες».
Ο Προμηθέας παράτησε το σφυρί και το καλέμι και σκούπισε τα χέρια του με ένα πετσί. «Πάμε» είπε.
Δεν αντάλλαξαν κουβέντα ούτε σταμάτησαν να ξαποστάσουν ώσπου έφτασαν στους πρόποδες της Οροσειράς του Καυκάσου, ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Δίας θέλησε να πει κάτι, ένιωσε τη λαχτάρα να πιάσει τον φίλο του από τους ώμους και να τον αγκαλιάσει. Αν ο Προμηθέας ζητούσε συγγνώμη κι έχυνε δάκρυα μετάνοιας, ίσως να τον συγχωρούσε και να συμφιλιωνόταν μαζί του. Όμως ο Τιτάνας παρέμεινε σιωπηλός. Το έντονο αίσθημα αδικίας κι εκμετάλλευσης που είχε νιώσει ο Δίας επέστρεψε δριμύτερο. «Εξάλλου» είπε στον εαυτό του «οι μεγάλοι ηγέτες δεν πρέπει να δείχνουν αδυναμία, ειδικά όταν τους έχουν προδώσει κοντινά τους πρόσωπα».
Ο Προμηθέας έφερε την παλάμη του πάνω από τα μάτια του, σαν σκίαστρο, και κοίταξε ψηλά. Είδε τους τρεις Κύκλωπες να στέκονται σε μια βραχώδη, απότομη πλαγιά του πιο ψηλού ορεινού όγκου.
«Ξέρω πως έχεις ταλέντο στην αναρρίχηση» είπε ο Δίας, με παγερό σαρκασμό, που όμως τον έκανε να ακουστεί, ακόμη κι από τον ίδιο του τον εαυτό, σαν μουτρωμένος γκρινιάρης. «Αναρριχήσου λοιπόν».
Ο Προμηθέας σκαρφάλωσε στο σημείο όπου οι Κύκλωπες τον αλυσόδεσαν με την πλάτη στον βράχο και κάρφωσαν τα δεσμά του με άφθαρτους σιδερένιους πασσάλους. Δύο ωραίοι αετοί κατέβηκαν από τον ουρανό και ανεμοπορούσαν κοντά στον Προμηθέα, διακόπτοντας ρυθμικά τις ακτίνες του ήλιου. Ο Προμηθέας άκουγε τον θερμό άνεμο να ρυτιδώνει το φτέρωμά τους.
Ο Δίας του φώναξε: «Θα μείνεις αλυσοδεμένος σε αυτόν τον βράχο για πάντα. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα απόδρασης ή συγχώρεσης, στον αιώνα τον άπαντα. Κάθε μέρα αυτοί οι αετοί θα έρχονται και θα σου ξεσκίζουν το συκώτι, όπως ξέσκισες εσύ την καρδιά μου. Θα το τρώνε μπροστά στα μάτια σου. Επειδή είσαι αθάνατος, κάθε βράδυ το συκώτι σου θα αναπλάθεται. Αυτό το μαρτύριο δεν θα τελειώσει ποτέ. Κάθε μέρα θα νιώθεις να βασανίζεσαι περισσότερο. Μόνο χρόνο θα έχεις, τίποτε άλλο, για να αναλογίζεσαι το μέγεθος του εγκλήματός σου και την αφροσύνη των πράξεών σου. Το όνομά σου σημαίνει “προνοητικός”, αλλά καθόλου τέτοιος δεν φάνηκες όταν αψήφησες τον Βασιλιά των Θεών». Η φωνή του Δία αντιλαλούσε στα λαγκάδια και τις ρεματιές. «Λοιπόν; Δεν έχεις τίποτα να πεις;»
Ο Προμηθέας αναστέναξε. «Κάνεις λάθος, Δία» είπε. «Ζύγισα πολύ καλά τι πήγαινα να κάνω. Έβαλα στη ζυγαριά το βόλεμά μου και το μέλλον του ανθρώπινου γένους. Βλέπω τώρα πως οι άνθρωποι θα ακμάσουν και θα ευημερήσουν ανεξάρτητα απ’ οποιονδήποτε αθάνατο, ακόμα κι εσένα. Αυτό είναι βάλσαμο για οποιονδήποτε πόνο».
Ο Δίας κοίταξε επίμονα, επί ώρα, τον πρώην φίλο του προτού μιλήσει.
«Δεν σου αξίζουν αετοί» είπε με απαίσια ψυχρότητα. «Ας είναι γύπες».
Οι δύο αετοί μεταμορφώθηκαν ακαριαία σε δυσώδεις, άσχημους γύπες, που πέταξαν άλλη μια φορά γύρω από το τεντωμένο κορμί προτού εφορμήσουν. Με τα κοφτερά σαν ξυράφι νύχια τους έσκισαν το πλευρό του Τιτάνα· με φρικιαστικά κρωξίματα θριάμβου άρχισαν το έργο τους.
Ο Προμηθέας, ο κύριος δημιουργός, υποστηρικτής και φίλος της ανθρωπότητας, έκλεψε για χάρη μας και θυσιάστηκε για χάρη μας. Όλοι μας έχουμε μερίδιο στην προμηθεϊκή φωτιά· χωρίς αυτήν δεν θα διαθέταμε ανθρωπιά. Ο Προμηθέας αξίζει τη συμπόνια και τον θαυμασμό μας, αλλά, αντίθετα από τους ζηλιάρηδες κι εγωιστές θεούς, δεν θα ζητούσε ποτέ να τον υμνούμε, να τον λατρεύουμε και να τους προσφέρουμε θυσίες.
Κι ίσως να χαρείς μαθαίνοντας πως η αιώνια τιμωρία στην οποία καταδικάστηκε ο Προμηθέας έληξε μια μέρα, γιατί εμφανίστηκε ένας ήρωας αρκετά ισχυρός ώστε να αψηφήσει τον Δία και να λύσει τα δεσμά του πρόμαχου της ανθρωπότητας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παν-δώρα σημαίνει και «αυτή που παρέχει όλα τα δώρα» και «αυτή που έχει λάβει όλα τα δώρα».
2. Λέγεται πως όχι κανένας τυχαίος αλλά ο Έρασμος, ο μεγάλος λόγιος και πρίγκιπας των ουμανιστών του 16ου αιώνα, ήταν αυτός που μπέρδεψε τη λέξη πίθος («πιθάρι») με τη λέξη πυξίς («κουτί»).
3. Βλ. Παράρτημα, σ. 542.
4. Της προνοητικότητας, αλλά όχι της προφητείας…
5. Ο λυκάνθρωπος [warewolf] λέγεται στα αγγλικά και lycanthrope, που προέρχεται από την ελληνική λέξη για το συγκεκριμένο πλάσμα.
6. Σύμφωνα με τον Οβίδιο τουλάχιστον. Άλλες πηγές μιλάνε για το όρος Αίτνα ή το όρος Άθω. Εκείνες τις μέρες αποβιβάστηκε και ο Νώε στο όρος Αραράτ. Η αρχαιολογία επιβεβαιώνει ότι συνέβη Μεγάλος Κατακλυσμός.
7. Βλ. Παράρτημα, σ. 537.
8. Ο Χάροντας δεχόταν και δανάκες, το περσικό (σχεδόν) ισοδύναμο του οβολού που αργότερα ενσωματώθηκε στο αρχαιοελληνικό νομισματικό σύστημα.
9. Το χρώμα της λέμβου του Χάροντα αναφέρεται από τον Βιργίλιο, που περιγράφει την επίσκεψη του Αινεία στον Κάτω Κόσμο.
10. Την ιστορία της αποπλάνησης της Ευρώπης από τον Δία θα τη μάθουμε λίγο παρακάτω.
11. Ο Λόρδος Βύρωνας επέλεξε τα Κανάρια στον Δον Ζουάν του.
12. Πάντως όχι στη Γαλλία, παρά τα Champs Elysées, την παρισινή Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων.
13. Λειμών στα αρχαία ελληνικά είναι το λιβάδι. (Σ.τ.Μ.)