Ο ΚΟΣΜΟΣ που διαφέντευε ο Δίας ως άρχοντας των ουρανών ήταν μια γενναιόδωρη αγκαλιά για τους ανθρώπους. Άντρες, γυναίκες και παιδιά τρέφονταν με τους καρπούς των δέντρων, τα σιτηρά των αγρών, τα ψάρια των υδάτων και τα ζώα των λιβαδιών, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ή μόχθο. Η Δήμητρα, η θεά της γονιμότητας και της συγκομιδής, εξασφάλιζε την αφθονία της φύσης. Η πείνα και η στέρηση ενέσκηπταν μόνο εξαιτίας της ανθρώπινης βαναυσότητας και της δράσης εκείνων των απαίσιων πλασμάτων που είχαν βγει από το πιθάρι της Πανδώρας, όχι εξαιτίας της θεϊκής ολιγωρίας. Όμως επρόκειτο να αλλάξουν όλα αυτά. Ο Άδης έβαλε το χεράκι του σε αυτό, σκοπεύοντας ίσως –ποιος ξέρει– να αυξήσει τον ρυθμό και τον αριθμό των θανάτων στον κόσμο και κατ’ επέκταση τον πληθυσμό του βασιλείου του. Είναι μυστήριος ο Μόρος.
Η Δήμητρα είχε μια κόρη, την Περσεφόνη, από τον αδελφό της τον Δία. Η Περσεφόνη ήταν τόσο περικαλλής, αγνή και χαριτωμένη που οι θεοί τη φώναζαν ΚΟΡΗ ή ΚΟΡΑ, που σημαίνει απλά «νεαρή παρθένα». Οι Ρωμαίοι την έλεγαν PROSERPINA. Όλοι οι θεοί, ειδικά οι εργένηδες Απόλλωνας κι Ερμής, την ερωτεύτηκαν σφοδρά, και μάλιστα οι προτάσεις γάμου έπεφταν βροχή. Όμως η προστατευτική (κάποιοι θα την έλεγαν υπερπροστατευτική) Δήμητρα την έκρυψε σε μια απομακρυσμένη περιοχή, μακριά από τα βουλιμικά μάτια των θεών και των αθανάτων, πονηρών ή μη, θέλοντας η κόρη της να παραμείνει –όπως η Εστία, η Αθηνά και η Αρτέμιδα– παρθένα κι αδέσμευτη για πάντα. Όμως ένας πανίσχυρος θεός, που είχε λιμπιστεί το κορίτσι, δεν είχε καμία πρόθεση να σεβαστεί την επιθυμία της Δήμητρας.
Στη γλυκιά και ανεπιτήδευτη Περσεφόνη άρεσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο η επαφή, η επικοινωνία με τη φύση. Η θαλερή ομορφιά των φυτών και των λουλουδιών αποτελούσε τη μεγαλύτερη πηγή χαράς για κείνη – το μήλο είχε πέσει κάτω από τη μηλιά. Ένα χρυσό απόγευμα η Περσεφόνη είχε απομακρυνθεί λίγο από τις συντρόφους της, τις οποίες είχε διορίσει η Δήμητρα για να την προστατεύουν, κυνηγώντας πεταλούδες που πετούσαν από άνθος σε άνθος σε ένα ηλιόστικτο, ανθισμένο λιβάδι. Ξαφνικά άκουσε έναν υπόκωφο ήχο σαν σχίσιμο και μια βουή. Ο θόρυβος θύμιζε βροντή, ωστόσο έμοιαζε να έρχεται, όχι από τον ουρανό, αλλά από τη γη κάτω από τα πόδια της. Η Περσεφόνη κοίταξε τριγύρω φοβισμένη και σαστισμένη. Η γη έτρεμε και η λοφοπλαγιά μπροστά της χωρίστηκε στα δύο. Από το άνοιγμα ξεχύθηκε με πάταγο ένα μεγάλο άρμα. Πριν προλάβει το τρομοκρατημένο κορίτσι να κάνει μεταβολή και να τρέξει, ο ηνίοχος την άρπαξε, έστρεψε επιτόπου το άρμα κι εξαφανίστηκε μέσα στη ρωγμή του λόφου. Ώσπου να καταφθάσουν οι συνοδοί της Περσεφόνης, το άνοιγμα είχε κλείσει ερμητικά, χωρίς να απομείνει καμία ένδειξη ότι βρισκόταν κάποτε εκεί η Κόρη.
Η εξαφάνιση της Περσεφόνης, εκτός από αιφνιδιαστική και ολοκληρωτική, ήταν και ανεξήγητη. Τη μια στιγμή χοροπηδούσε χαρούμενα στο λιβάδι και την άλλη είχε χαθεί από προσώπου γης χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος.
Ανείπωτη απελπισία κυρίευσε τη Δήμητρα. Όλοι μας έχουμε χάσει κάτι μονάκριβο –ζώο, φυτό ή ορυκτό– κι έχουμε περάσει από τα οδυνηρά στάδια της θλίψης, του τρόμου και του θυμού που μπορεί να προκαλέσει η αιφνίδια απώλεια. Όταν η απώλεια είναι τόσο ενδόμυχα προσωπική, απρόοπτη, απόλυτη κι ακατανόητη, τα αισθήματα αυτά ενισχύονται στον υπέρτατο βαθμό. Καθώς περνούσαν οι μέρες, φαινόταν όλο και πιο πιθανό ότι η Περσεφόνη είχε χαθεί για πάντα, ωστόσο η Δήμητρα ορκίστηκε πως θα έβρισκε την κόρη της ακόμη κι αν της έπαιρνε μια αιωνιότητα.
Η θεά ζήτησε βοήθεια από την Τιτανίδα φίλη της την ΕΚΑΤΗ. Η Εκάτη ήταν θεά των μαγικών φίλτρων, των κλειδιών, των φαντασμάτων, των δηλητηρίων και κάθε μαγείας και μαγγανείας.1 Κατείχε δύο πυρσούς που μπορούσαν να φωτίσουν όλες τις γωνιές του κόσμου. Αυτή και η Δήμητρα έψαξαν αμέσως αυτές τις γωνιές, μία, δύο, χίλιες φορές. Έριξαν άπλετο φως σε κάθε σπηλιά και σκοτεινό μέρος που υπήρχε. Χτένισαν τον κόσμο σπιθαμή προς σπιθαμή, αλλά μάταια.
Πέρασαν μήνες. Όλον αυτόν τον καιρό η Δήμητρα παραμελούσε τα καθήκοντά της. Η σπορά, η καλλιέργεια των δημητριακών, η ωρίμανση των καρπών, η συγκομιδή, όλα εγκαταλείφθηκαν και τίποτα δεν βλάσταινε από τη γη. Δεν εκβλάσταιναν σπόροι, δεν έσκαγαν μπουμπούκια, δεν ξεπετάγονταν βλαστάρια και ο κόσμος άρχισε να μετατρέπεται σε έρημο.
Οι θεοί ήταν ασφαλείς στον Όλυμπο, αλλά στ’ αυτιά του Δία έφτασαν οι οιμωγές των πεινασμένων και απεγνωσμένων ανθρώπων. Όταν ένα βράδυ έγινε ζωηρή συζήτηση μεταξύ των θεών γύρω από τη μυστηριώδη εξαφάνιση της Περσεφόνης, μόνο τότε δέησε να μιλήσει ο Ήλιος.2
«Η Περσεφόνη; A, είδα τι της συνέβη. Βλέπω τα πάντα».
«Είδες; Και γιατί δεν είπες τίποτα;» είπε επιτακτικά ο Δίας. «Η Δήμητρα γυρίζει σαν την τρελή σ’ όλη τη Γη και την ψάχνει, βρίσκεται σε αλλόφρονα κατάσταση από την αγωνία και ο κόσμος μετατρέπεται σε έρημο. Είσαι σοβαρός;»
«Δεν με ρώτησε κανείς! Δεν με ρωτάει ποτέ κανείς τίποτα. Όμως ξέρω πολλά. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» είπε ο Ήλιος, επαναλαμβάνοντας μια φράση που χρησιμοποιούσε συχνά ο Απόλλωνας τον καιρό που κουμαντάριζε αυτός το ηλιακό άρμα.
«Τι της συνέβη;»
«Άνοιξε η γη και όρμησε έξω και την άρπαξε –ποιος άλλος– ο… Άδης!»
«Ο Άδης!» είπαν εν χορώ οι θεοί.
Ο Δίας κατέβηκε αμέσως στον κάτω κόσμο για να φέρει πίσω την Περσεφόνη. Όμως ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου δεν είχε καμία διάθεση να δεχτεί διαταγές από τον βασιλιά του Πάνω Κόσμου.
«Δεν έχει να πάει πουθενά. Είναι η βασίλισσά μου».
«Τολμάς να μ’ αψηφάς;»
«Είσαι ο μικρός μου αδελφός» είπε ο Άδης, «Μάλιστα ο πιο μικρός μου αδελφός. Πάντα είχες ό,τι ήθελες. Απαιτώ να κρατήσω το κορίτσι που αγαπάω. Δεν μπορείς να μου το αρνηθείς».
«Δεν μπορώ, λες;» είπε ο Δίας. «Ο κόσμος λιμοκτονεί. Δεν μπορούμε να κλείσουμε μάτι απ’ τις κραυγές των πεινασμένων θνητών. Αν δεν επιστρέψεις την Περσεφόνη, θα διαπιστώσεις μέχρι πού είμαι διατεθειμένος να φτάσω. Ο Ερμής θα πάψει να σου φέρνει πνεύματα των νεκρών. Ψυχή δεν θα πατάει εδώ κάτω. Θα αποστέλλονται όλες σε έναν καινούριο παράδεισο ή και δεν θα πεθαίνουν καθόλου. Ο Άδης θα γίνει ένα άδειο βασίλειο, χωρίς εξουσία, χωρίς επιρροή, χωρίς μεγαλείο, χωρίς τίποτα. Θα γελάνε κι οι πέτρες μαζί σου».
Οι δύο αδελφοί έμειναν να κοιτάζονται κατάματα. Πρώτος βλεφάρισε ο Άδης.
«Πανάθεμά σε» μούγκρισε. «Δώσ’ μου άλλη μια μέρα μαζί της και μετά στείλε τον Ερμή να την πάρει».
Ο Δίας επέστρεψε κατευχαριστημένος στον Όλυμπο.
Την επομένη ο Άδης χτύπησε την πόρτα του δωματίου της Περσεφόνης. Ίσως εκπλήσσεσαι που χτύπησε, αλλά η αλήθεια είναι ότι η αρχοντιά και η αυτοπεποίθησή της προκαλούσε μια ανασφάλεια και μια συστολή ακόμη και στην υπερδύναμη που λεγόταν Άδης. Ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου την αγαπούσε ολόψυχα και, παρόλο που είχε αποτύχει να επιβάλει τη βούλησή του στον Δία, ήταν σίγουρος πως δεν μπορούσε να τη χάσει. Εξάλλου διέκρινε κάτι σ’ εκείνη… κάτι που του έδινε ελπίδα. Είχε ανάψει άραγε μέσα της μια σπίθα ερωτικής ανταπόκρισης;
«Αγαπητή μου» είπε με μια πραότητα που θα κατέπλησσε όλους όσοι τον γνώριζαν. «Ο Δίας μ’ έπεισε να σε στείλω πίσω στον κόσμο του φωτός».
Η Περσεφόνη σήκωσε το χλωμό της πρόσωπο και τον κοίταξε επίμονα.
Ο Άδης ατένισε κι αυτός τα μάτια της. «Ελπίζω να μη μου θυμώσεις».
Εκείνη δεν απάντησε, αλλά ο Άδης σαν να διέκρινε ένα αμυδρό αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλα και τον λαιμό της.
«Τι λες να φάμε μερικούς σπόρους ροδιού για να μου δείξεις ότι δεν μου κρατάς καμία κακία;»
Άκεφα η Περσεφόνη πήρε έξι σπόρια από την προτεταμένη παλάμη του και πιπίλισε αργά την αψιά τους γλυκύτητα.
Καταφθάνοντας ο Ερμής, ο θεός της πονηριάς, διαπίστωσε πως ο Άδης είχε αποδειχτεί πιο πονηρός και απ’ αυτόν και απ’ τον Δία.
«Η Περσεφόνη έφαγε καρπό από το βασίλειό μου» είπε ο Άδης. «Έχει οριστεί πως όσοι γεύονται τροφή της κόλασης πρέπει να επιστρέφουν εδώ. Έφαγε έξι σπόρους ροδιού, οπότε πρέπει να επιστρέφει σ’ εμένα κάθε χρόνο και να μένει έξι μήνες».
Ο Ερμής το αποδέχτηκε. Ήξερε πως έτσι είχαν τα πράγματα. Πήρε την Περσεφόνη από το χέρι και την οδήγησε στην έξοδο από τον κάτω κόσμο. Η Δήμητρα πήρε τέτοια χαρά αντικρίζοντας την κόρη της ώστε ο κόσμος άρχισε αμέσως να ανθίζει. Η χαρά της έμελλε να διαρκέσει για το μισό έτος, γιατί έξι μήνες αργότερα, όπως προέβλεπε ο αναπόδραστος θεϊκός νόμος, η Περσεφόνη επέστρεψε αναγκαστικά στον κάτω κόσμο. Πέρασαν άλλοι έξι μήνες και η Περσεφόνη επανήλθε από την επικράτεια του Άδη για να αρχίσει ξανά ο κύκλος της γέννησης, της ανανέωσης και της ανάπτυξης. Έτσι δημιουργήθηκαν οι εποχές του έτους: το φθινόπωρο και ο χειμώνας, από τον θρήνο της Δήμητρας για την απουσία της κόρης της· η άνοιξη και το καλοκαίρι, από την αγαλλίασή της για την επιστροφή της Περσεφόνης.
Όσο για την ίδια την Περσεφόνη… φαίνεται λοιπόν ότι με τον καιρό τής καλάρεσε η διευθέτηση και απολάμβανε τον χρόνο που περνούσε κάτω όσο και τον χρόνο που περνούσε πάνω. Τους έξι μήνες στον Άδη δεν ήταν φυλακισμένη, αλλά η ευχαριστημένη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, μια τρυφερή σύζυγος που εξουσίαζε αγέρωχα τη χώρα του θανάτου μαζί με τον σύζυγό της. Τους έξι επόμενους μήνες γινόταν η γελαστή Κόρη της γονιμότητας, των λουλουδιών, των καρπών και της ιλαρότητας.
Ο κόσμος είχε βρει έναν νέο ρυθμό.
Καθώς οι άντρες και οι γυναίκες της Αργυρής Εποχής εξοικειώνονταν με τον κόπο και τον μόχθο και τα βάσανα, που έδειχναν να έχουν γίνει πια η κοινή τους μοίρα, οι θεοί συνέχισαν να αναπαράγονται. Ο Ερμής, που είχε γίνει γρήγορα ένας γοητευτικός άντρας, διατηρώντας όμως πάντα την εφηβική νεανικότητά του, έκανε, με τη νύμφη ΔΡΥΟΠΗ, τον τραγοπόδαρο θεό της φύσης ΠΑΝΑ.3 Ο Ερμής πλάγιασε και με την Αφροδίτη, πίσω από την πλάτη του Ήφαιστου και του Άρη, και η ένωση αυτή ευλογήθηκε με τη γέννηση ενός εξαιρετικά όμορφου γιου που ονομάστηκε, προς τιμήν και των δύο γονιών του, ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ.
Αυτό το χαριτωμένο αγόρι ανατράφηκε από ναϊάδες, κάτω από τον ίσκιο του όρους Ίδης.4 Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναχώρησε από τη γενέτειρά του για να ταξιδέψει στον κόσμο. Ένα ηλιόλουστο απόγευμα συνάντησε τη ναϊάδα ΣΑΛΜΑΚΙΔΑ να πλατσουρίζει στα κρυστάλλινα νερά μιας πηγής κοντά στην Αλικαρνασσό. Ο Ερμαφρόδιτος, που ήταν τόσο χαριτωμένος όσο και ντροπαλός, σάστισε και δυσανασχέτησε πολύ όταν αυτό το θρασύ πλάσμα, που θαμπώθηκε από την ομορφιά του, προσπάθησε να τον αποπλανήσει.
Η Σαλμακίδα δεν έμοιαζε με τις περισσότερες ναϊάδες, που διακρίνονταν για τη μετριοφροσύνη και την εργατικότητά τους και φρόντιζαν επιμελώς τους χείμαρρους, τα ρυάκια και τις λιμνούλες των οποίων είχαν την ευθύνη: είχε τη φήμη της ματαιόδοξης και της τεμπέλας. Προτιμούσε να κολυμπάει νωχελικά και να θαυμάζει τα μέλη του κορμιού της μέσα στο νερό παρά να κυνηγάει ή να ασκείται με τις άλλες ναϊάδες. Όμως η γαλήνη και η αυταρέσκειά της κλονίστηκαν από την ομορφιά του Ερμαφρόδιτου και βάλθηκε να τον κάνει δικό της. Όσο περισσότερο προσπαθούσε –στριφογυρίζοντας γυμνή στο νερό, τρίβοντας προκλητικά τα στήθη της, κάνοντας ναζιάρικα φυσαλίδες κάτω από την επιφάνεια–, τόσο δυσανασχετούσε το αγόρι, ώσπου της φώναξε να τον αφήσει ήσυχο. Η Σαλμακίδα κατσούφιασε κι εγκατέλειψε την προσπάθεια, σηκώνοντας ορμητικά απόνερα· είχε σοκαριστεί και ταπεινωθεί από αυτή την πρωτόγνωρη και δυσάρεστη εμπειρία.
Ήταν όμως μια υπέροχη μέρα, και ο Ερμαφρόδιτος, που είχε ζεσταθεί και ιδρώσει από την αναστάτωση που του είχε προκαλέσει αυτό το ενοχλητικό δαιμόνιο και θεωρούσε πως είχε απαλλαγεί μια και καλή από την παρουσία της, γδύθηκε και βούτηξε στα δροσερά νερά της πηγής.
Σχεδόν ακαριαία η Σαλμακίδα, που είχε επανακάμψει κολυμπώντας ανάμεσα στις καλαμιές, πήδηξε προς το μέρος του σαν σολομός και, αγκαλιάζοντάς τον, σφίχτηκε γερά πάνω στο γυμνό κορμί του. Ο Ερμαφρόδιτος αηδίασε· σπαρταρούσε, στριφογύριζε, τιναζόταν για να απελευθερωθεί, ενώ εκείνη ανέκραξε προς τα ουράνια: «Ω θεοί εκεί ψηλά, δώστε να μη χωρίσουμε ποτέ μ’ αυτόν τον νέο! Ας είμαστε για πάντα ένα!»
Οι θεοί εισάκουσαν την προσευχή της και ανταποκρίθηκαν, εκλαμβάνοντας κυριολεκτικά τα λόγια της, με τη συνήθη αναισθησία τους, που πάντα έδειχνε να τους διασκεδάζει. Αμέσως η Σαλμακίδα και ο Ερμαφρόδιτος έγιναν πράγματι ένα. Ενώθηκαν σε ένα και μοναδικό σώμα. Ένα σώμα, δύο φύλα. Δεν υπήρχε πια η ναϊάδα Σαλμακίδα και ο νεαρός Ερμαφρόδιτος, αλλά ένα διαφυλικό άτομο, αρσενικό και θηλυκό ταυτόχρονα. Οι Ρωμαίοι έμελλε να θεωρήσουν αυτή την κατάσταση ως διαταραχή που απειλούσε τις αυστηρές μιλιταριστικές νόρμες της κοινωνίας τους, ωστόσο οι Έλληνες, που ήταν πιο ανοιχτόμυαλοι, έδιναν ιδιαίτερη αξία στο ερμαφρόδιτο φύλο, το εξυμνούσαν, το περιέβαλλαν ακόμη και με θρησκευτική λατρεία. Αγάλματα και αναπαραστάσεις από αγγεία και ζωφόρους μάς δείχνουν πως αυτό που οι Ρωμαίοι το φοβούνταν, οι Έλληνες το έβρισκαν αξιοθαύμαστο.5
Αυτός ο διαφοροποιημένος πλέον Ερμαφρόδιτος εντάχθηκε στην ακολουθία των ΕΡΩΤΩΝ, για τη φύση και τον σκοπό των οποίων θα μιλήσουμε σύντομα.
Ο Ερμής6 έκανε επίσης, με μια άγνωστη νύμφη, τον έκφυλο ΣΕΙΛΗΝΟ, με τη σιμή μύτη και την ουρά γαϊδάρου, ο οποίος έγινε ένας γενειοφόρος, κοιλαράς γερομεθύστακας με ζαρωμένα φρύδια, προσφιλές θέμα για τους ζωγράφους, τους γλύπτες και τους κατασκευαστές σκαλιστών σκευών οινοποσίας, και θα μας απασχολήσει επίσης πολύ σύντομα.
Όπως αναπαράγονταν οι θεοί, έτσι αναπαράγονταν και οι άνθρωποι. Όμως η θεϊκή φωτιά, που ανήκε πλέον στη δική μας φύση όσο και σ’ εκείνη των θεών, σήμαινε πως διαθέταμε, όπως αυτοί, όχι μόνο την ικανότητα της λαγνείας, της σεξουαλικής συνεύρεσης και της αναπαραγωγής, αλλά και την ικανότητα του έρωτα.
Ο έρωτας, όπως γνώριζαν πολύ καλά οι Έλληνες, είναι μπερδεμένη υπόθεση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δεσπόζει στον Μακμπέθ του Σαίξπηρ.
2. Ο Ήλιος μπορούσε να γίνει άτονος και βραδύς στο μυαλό όσο φλογερός και σβέλτος ήταν στο ηλιακό του άρμα. Θα μάθουμε αργότερα πώς παρέλαβε αυτά τα καθήκοντα από τον Απόλλωνα.
3. Ορισμένοι αυτό ισχυρίζονται, αλλά τείνω να πιστέψω πως ο Πάνας (ο ρωμαϊκός FAUNUS) ήταν πιο παλιός από τους Ολύμπιους· ίσως τόσο παλιός όσο η ίδια η φύση. Θα τον συναντούμε πότε πότε καθ’ οδόν.
4. Υπήρχαν δύο βουνά με το όνομα Ίδη, στην Κρήτη και στη Φρυγία της Μικράς Ασίας. Ο Ερμαφρόδιτος καταγόταν από το δεύτερο.
5. Τα μεγάλα μουσεία παγκοσμίως συνήθιζαν να κρατούν κρυμμένους τους αρχαίους θησαυρούς τους που αναπαριστούν διαφυλικές μορφές σαν τον Ερμαφρόδιτο. Πολλά τέτοια έργα έχουν αποκαλυφθεί μόλις πρόσφατα κι έχουν εκτεθεί στο Ασμόλειο Μουσείο της Οξφόρδης και σε άλλα κορυφαία ιδρύματα, τα οποία έδωσαν έτσι το έναυσμα για μια εκ νέου ανακάλυψη αυτού του παραμελημένου πεδίου. Η συγκεκριμένη τάση συμπίπτει με μια ευρύτερη κοινωνική εξάπλωση των αντιλήψεων σχετικά με τη ρευστότητα του φύλου.
6. Ή ίσως ο Πάνας.