Ο ΟΙΚΟΣ των Καδμείων υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές δυναστείες του ελληνικού κόσμου. Πρώτα ο Κάδμος, ως ιδρυτής των Θηβών και κομιστής του αλφαβήτου, κι έπειτα η οικογένειά του διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της Ελλάδας. Όμως ο οίκος ήταν καταραμένος, όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι οίκοι. Ο φόνος του νερόδρακου δεν εμπόδισε την οικοδόμηση της πόλης, αλλά έριξε πάνω της την κατάρα του Άρη. Οι Μοίρες κατά κανόνα δεν επέτρεπαν τη δόξα και τον θρίαμβο χωρίς βάσανα και θλίψεις.
Η κόρη του Κάδμου η Αυτονόη είχε έναν γιο, τον Ακταίωνα, από έναν ήσσονος σημασίας θεό, τον ΑΡΙΣΤΑΙΟ, που λατρευόταν πολύ στη Βοιωτία (μερικές φορές τον αποκαλούσαν «Απόλλωνα των αγρών»). Ο Ακταίωνας, όπως πολλοί μεταγενέστεροι ήρωες, διαπαιδαγωγήθηκε κι εκπαιδεύτηκε από τον σοφό κένταυρο Χείρωνα. Εξελίχτηκε, μεγαλώνοντας, σε περίφημο κυνηγό και ηγετική προσωπικότητα και ήταν ξακουστός για τη μεγάλη τόλμη του στο κυνήγι και τη δεξιοσύνη και τη στοργική πυγμή με τις οποίες καθοδηγούσε τα αγαπημένα του λαγωνικά.
Μια μέρα ο Ακταίωνας και οι σύντροφοί του στο κυνήγι έχασαν τα ίχνη ενός εξαιρετικού ελαφιού, οπότε χωρίστηκαν μεταξύ τους για να το εντοπίσουν και πάλι. Ο Ακταίωνας διέσχισε, στο κακοτράχαλο έδαφος, μια συστάδα θάμνων και βρέθηκε ξαφνικά σε μια λιμνούλα, όπου λουζόταν η Αρτέμιδα. Δεδομένου ότι επρόκειτο για τη θεά της αγαπημένης του ασχολίας, του κυνηγιού, ο Ακταίωνας όφειλε να φανεί πιο εχέφρων και να μη μείνει άναυδος, με το βλέμμα καρφωμένο στο γυμνό κορμί της. Η Αρτέμιδα ήταν επίσης η άγρια βασίλισσα της αγαμίας, της αγνότητας και της παρθενίας. Όμως ήταν τόσο περικαλλής και τόσο χαριτωμένη, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ον είχε αντικρίσει ο Ακταίωνας, τόσο που ο κυνηγός έμεινε ακίνητος, με ανοιχτό στόμα και γουρλωμένα μάτια – τα οποία δεν ήταν το μοναδικό όργανό του που είχε διογκωθεί.
Ίσως έφταιξε κάποιο κλαδάκι που έσπασε κάτω από τα πόδια του, ίσως ο ήχος του σάλιου του που έσταζε στο έδαφος, πάντως η Αρτέμιδα γύρισε και τον είδε. Είδε έναν νέο άντρα να στέκεται απέναντί της ξελιγωμένος, και της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Το ενδεχόμενο να κυκλοφορούσε η φήμη ότι κάποιος την είχε δει γυμνή τής προκαλούσε τέτοια αποστροφή που έμπηξε τις φωνές.
«Εσύ, θνητέ! Το επίμονο βλέμμα σου είναι ιεροσυλία. Σου απαγορεύω να ξαναμιλήσεις. Αν αρθρώσεις έστω και μία συλλαβή, θα υποστείς τρομερή τιμωρία. Δείξε μου ότι κατάλαβες».
Ο δύστυχος νεαρός έγνεψε καταφατικά. Η Αρτέμιδα εξαφανίστηκε, κι εκείνος έμεινε σύξυλος, να συλλογίζεται τη μοίρα του.
Πίσω του ακούστηκαν οι φωνές των συντρόφων του, των οποίων τα λαγωνικά είχαν εντοπίσει την οσμή του ελαφιού. Ενστικτωδώς ο Ακταίωνας έβαλε κι αυτός μια φωνή. Αυτοστιγμεί η κατάρα της Αρτέμιδας τον μεταμόρφωσε σε ελάφι.
Ο Ακταίωνας σήκωσε το κεφάλι του, που τώρα το βάραιναν τα κέρατα, και κάλπασε μέσα στο δάσος ώσπου έφτασε σε μια λιμνούλα. Κοίταξε στα νερά κι αντί για βογκητό, έβγαλε ένα δυνατό μούγκρισμα. Η απάντηση στο μούγκρισμά του ήταν γαβγίσματα και ουρλιαχτά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε καταφθάσει στο ξέφωτο η αγέλη των ίδιων του των σκύλων. Ο ίδιος τους είχε εκπαιδεύσει να ξεσκίζουν τον λαιμό των ελαφιών και να γεύονται, σαν ανταμοιβή, το αχνιστό αίμα.1 Καθώς τον έζωναν τα ουρλιαχτά και τα γρυλίσματα και ο κρότος από τα σαγόνια που ανοιγόκλειναν απότομα κι απειλητικά, ο Ακταίωνας σήκωσε στον αέρα τα μπροστινά του πόδια προς την κατεύθυνση του Ολύμπου, σαν να εκλιπαρούσε τους θεούς να δείξουν έλεος. Ούτε ακούστηκε ούτε εισακούστηκε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα σκυλιά τον είχαν κάνει κομμάτια. Ο κυνηγός που έγινε θήραμα!
Η θεά Δήμητρα συνδέεται με την καρπερή αφθονία και την πλουσιοπάροχη απλοχεριά της φύσης, αλλά όταν εξαντλούνταν η υπομονή της μπορούσε να γίνει εξίσου εκδικητική με την Αρτέμιδα, όπως δείχνει ξεκάθαρα η ιστορία της ανελέητης τιμωρίας που επέβαλε στον βασιλιά της Θεσσαλίας ΕΡΥΣΙΧΘΟΝΑ.
Ο τολμηρός, ατρόμητος και ανυπόμονος Ερυσίχθονας χρειαζόταν ξυλεία για την επέκταση του παλατιού του και μια μέρα συγκέντρωσε μια ομάδα ξυλοκόπων και πήγε στο δάσος, όπου εντόπισε μια συστάδα από θαλερές βελανιδιές.
«Έκτακτα», φώναξε. «Πιάστε δουλειά, παιδιά».
Όμως οι άντρες του έκαναν πίσω, μουρμουρίζοντας και κουνώντας το κεφάλι.
Ο Ερυσίχθονας απευθύνθηκε στον επιστάτη του. «Τι έπαθαν;»
«Αυτά τα δέντρα είναι αφιερωμένα στη Δήμητρα, κύριε».
«Ανοησίες. Έχει τόσο πολλά, που δεν ξέρει τι να τα κάνει. Κόψτε τα».
Και άλλα μουρμουρίσματα.
Ο Ερυσίχθονας άρπαξε το μαστίγιο του επιστάτη, που ο τελευταίος το είχε απλώς για φιγούρα, κι άρχισε να το σείει με κρότο πάνω από τα κεφάλια των εργατών.
«Κόψτε τα δέντρα, αλλιώς θα το νιώσετε τούτο δω στο πετσί σας!» φώναξε.
Οι άντρες φοβήθηκαν από τα κροταλίσματα και τις φωνές του βασιλιά τους και, απρόθυμα, έκοψαν τα δέντρα με τα τσεκούρια τους. Όταν έφτασαν όμως σε μια πελώρια βελανιδιά που ορθωνόταν μόνη στην άκρη της συστάδας, σταμάτησαν πάλι.
«Μα αυτό είναι το πιο ψηλό και το πιο φαρδύ απ’ όλα!» είπε ο Ερυσίχθονας. «Έχει αρκετό ξύλο για τις δοκούς και τις κολόνες της αίθουσας του θρόνου μου, και θα περισσέψει κιόλας για ένα μεγάλο βασιλικό κρεβάτι».
Ο επιστάτης έδειξε με τρεμάμενο δάχτυλο τα κλαδιά της βελανιδιάς, που ήταν στολισμένα με γιρλάντες.
Ο βασιλιάς έμεινε ασυγκίνητος. «Και λοιπόν;»
«Άρχοντά μου» ψιθύρισε ο επιστάτης, «κάθε στεφάνι αντιπροσωπεύει μια προσευχή που εισακούστηκε από τη θεά».
«Αν εισάκουσε τις προσευχές, δεν χρειάζονται γιρλάντες. Κόψτε το».
Όμως ο επιστάτης και η ομάδα του δεν έκαναν βήμα από τον φόβο τους, οπότε ο ανυπόμονος Ερυσίχθονας άρπαξε ένα τσεκούρι κι άρχισε μόνος του το κόψιμο.
Ήταν δυνατός άντρας και, όπως οι περισσότεροι ηγεμόνες, του άρεσε να επιδεικνύει την αποφασιστικότητα, την επιδεξιότητα και τη ρώμη του. Σε λίγο ο κορμός έτριξε και η μεγάλη βελανιδιά άρχισε να ταλαντεύεται. Άραγε άκουσε ο Ερυσίχθονας τον γόο μιας αμαδρυάδας από τα κλαδιά; Αν τον άκουσε πάντως, δεν ίδρωσε τ’ αυτί του και συνέχισε να χτυπάει με το τσεκούρι, ξανά και ξανά, ώσπου το δέντρο σωριάστηκε στο χώμα – κλαριά, στεφάνια, γιρλάντες, η αμαδρυάδα, τα πάντα.
Με τον θάνατο της βελανιδιάς, πέθανε και η αμαδρυάδα. Καθώς ξεψυχούσε, καταράστηκε τον Ερυσίχθονα για το έγκλημά του.
Η Δήμητρα έμαθε για την ιεροσυλία του Ερυσίχθονα και ειδοποίησε τον Λιμό. Ο Λιμός ήταν ένα από τα αποτρόπαια πλάσματα που είχαν ξεφύγει από το πιθάρι της Πανδώρας. Ήταν ένας δαίμονας της λιμοκτονίας, κάτι σαν Δήμητρα από την ανάποδη, το απαραίτητο αντίθετο της θεάς στον θνητό κόσμο. Η Δήμητρα έφερνε την αφθονία της γονιμότητας και της σοδειάς, ενώ ο αδυσώπητος Λιμός τις ασθένειες των φυτών και την πείνα των ανθρώπων. Επειδή αυτά τα δύο όντα ήταν ασυμβίβαστα μεταξύ τους και είχαν μια σχέση ύλης-αντιύλης, δεν ήταν δυνατό να συναντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο, οπότε η Δήμητρα ανέθεσε σε μια νύμφη των βουνών να προτρέψει τον Λιμό να εκτελέσει την κατάρα της αμαδρυάδας εις βάρος του Ερυσίχθονα. Άλλο που δεν ήθελε ο μοχθηρός δαίμονας.
Ο Λιμός, σύμφωνα με τον Οβίδιο, είχε παραμελήσει πολύ τον εαυτό του. Είχε κρεμασμένο, μαραμένο στέρνο, έναν κενό χώρο αντί για στομάχι, εκτεθειμένα σάπια σπλάχνα, βαθουλωμένα μάτια, ξεραμένα χείλια, φολιδωτό δέρμα, μαλλιά σαν πράσα, γεμάτα πιτυρίδα, πρησμένους αστραγάλους με φλύκταινες· το πρόσωπο και το σώμα του αποτελούσαν ένα αλησμόνητα φρικιαστικό θέαμα. Εκείνη τη νύχτα μπήκε κρυφά στο υπνοδωμάτιο του Ερυσίχθονα, πήρε στα χέρια του τον κοιμώμενο βασιλιά και φύσηξε μέσα του τη δυσώδη ανάσα του. Η δηλητηριώδης πνοή του πότισε το στόμα, τον φάρυγγα και τους πνεύμονές του. Μέσα από τις φλέβες του, εξαπλώθηκε σε κάθε του κύτταρο το απαίσιο, βουλιμικό σκουλήκι της πείνας.
Ο Ερυσίχθονας ξύπνησε από παράξενα όνειρα, νιώθοντας πολύ μα πολύ πεινασμένος. Εξέπληξε το προσωπικό της κουζίνας του παραγγέλνοντας ένα τεράστιο πρωινό. Δεν άφησε ψίχουλο, κι όμως δεν χόρτασε. Όσο περισσότερο έτρωγε όλη μέρα, τόσο πιο αδηφάγος γινόταν. Πέρασαν μέρες κι εβδομάδες και οι σουβλιές της πείνας τον τυραννούσαν όλο και περισσότερο. Όσο κι αν ντερλίκωνε, ούτε χόρταινε ούτε έπαιρνε γραμμάριο. Το φαγητό έκανε τη φλόγα της πείνας του να θεριεύει, σαν να τροφοδοτούσε μια φωτιά που έκαιγε μέσα του. Οι άνθρωποι γύρω του άρχισαν να τον αποκαλούν, πίσω από την πλάτη του, ΑΙΘΩΝΑ, δηλαδή «φλεγόμενο».
Ο Ερυσίχθονας υπήρξε ίσως ο πρώτος άνθρωπος που έχασε το σπίτι του για χάρη του φαγητού. Πούλησε όλους τους θησαυρούς και τα υπάρχοντά του, ακόμη και το παλάτι του, για να αγοράσει τρόφιμα. Όμως ούτε αυτό στάθηκε αρκετό, γιατί τίποτα δεν μπορούσε να χορτάσει την κολοσσιαία όρεξή του. Τελικά κατάντησε να εμπορευτεί την κόρη του, τη ΜΗΣΤΡΑ, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ακόρεστης πείνας του.
Η πράξη αυτή ήταν πιο πονηρή παρά βάρβαρη: η όμορφη Μήστρα είχε υπάρξει ερωμένη του Ποσειδώνα, ο οποίος την είχε ανταμείψει με την ικανότητα να αλλάζει μορφή κατά βούληση – όπως η επικράτεια του θεού, η αέναα μεταβαλλόμενη θάλασσα. Κάθε εβδομάδα λοιπόν ο Ερυσίχθονας έδινε το χέρι της κόρης του σε έναν πλούσιο μνηστήρα και λάμβανε τα δώρα του τελευταίου. Η Μήστρα ακολουθούσε τον μνηστήρα της στο σπίτι του, δραπέτευε μεταμορφωμένη σε κάποιο ζώο κι επέστρεφε στον Ερυσίχθονα για να πουληθεί στον επόμενο αφελή μνηστήρα.
Ούτε αυτή η τακτική απέδωσε, καθώς οι τρομερές φλόγες της πείνας συνέχισαν να κατατρώνε τον Ερυσίχθονα, ο οποίος μια μέρα, πάνω στην απελπισία του, έφαγε το αριστερό του χέρι. Ακολούθησε το άλλο χέρι κι έπειτα τα πόδια. Σύντομα ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Ερυσίχθονας είχε καταβροχθίσει όλο του το σώμα. Η Δήμητρα και η αμαδρυάδα είχαν πάρει την εκδίκησή τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Αν θέλεις να εντυπωσιάσεις τους φίλους σου, μπορείς να απομνημονεύσεις την παρακάτω λίστα των αρσενικών και των θηλυκών λαγωνικών του Ακταίωνα, την οποία παραθέτει ο Οβίδιος, στη δική του εκδοχή του μύθου. Αν μη τι άλλο, μπορεί να σου χρησιμεύσει ως πηγή άντλησης ηλεκτρονικών συνθηματικών. Αρσενικά: Μελάμπους, Ιχνοβάτης, Παμφάγος, Δορκέας, Ορείβασος, Νεβροφόνος, Λαίλαπας, Θήρωνας, Πτερέλας, Υλαίος, Λάδωνας, Δρομάς, Τίγρης, Λεύκωνας, Άσβολος, Λάκωνας, Αελλός, Θόος, Άρπαλος, Μελανέας, Λάβρος, Αρκάς, Αργιόδοντας, Υλάκτορας. Θηλυκά: Άγρη, Νάπη, Ποιμενίδα, Άρπυια, Καναχή, Στικτή, Αλκή, Λυκίσκη, Λάχνη, Μελαγχαίτη, Θηροδάμα, Ορεσίτροφος.