Η ΘΥΕΛΛΑ της ερωτικής ζωής της αδελφής της Σελήνης, της Ηούς, δεν έλεγε να κοπάσει. Κάμποσο καιρό νωρίτερα η θεά της αυγής είχε μια σχέση με τον θεό του πολέμου, η οποία έληξε δραματικά και απέβη σκέτη συμφορά για την ίδια. Η Αφροδίτη, η ζηλιάρα ερωμένη του Άρη, ανακάλυψε την ερωτική σχέση τους και ορκίστηκε στον εαυτό της να μην επιτρέψει στην Ηώ να ευτυχήσει ποτέ στο κομμάτι της ζωής της που ενέπιπτε στη δική της αρμοδιότητα, δηλαδή στον έρωτα.
Η Ηώς ήταν καθαρόαιμη Τιτανίδα, με όλες τις ψυχικές ορέξεις που χαρακτήριζαν τη συγκεκριμένη φυλή. Και, καθώς ήταν αυτή που έφερνε στον κόσμο την αυγή, πίστευε στην ελπίδα, στην υπόσχεση και την ευκαιρία που σηματοδοτούσαν το ξεκίνημα κάθε νέας μέρας. Έτσι λοιπόν διαχρονικά η Ηώς, σκόνταφτε από σχέση σε σχέση, χωρίς να στεριώνει πουθενά, εξαιτίας της κατάρας της Αφροδίτης, της οποίας η ίδια είχε πλήρη άγνοια, μέσα στη μακάρια και τραγική αισιοδοξία της.
Η Ηώς εξελίχτηκε σε θηρεύτρια νεαρών θνητών. Μετά τον Κέφαλο, απήγαγε έναν άλλο νεαρό, τον ΚΛΕΙΤΟ. Και ράγισε πάλι η καρδιά της, γιατί ο θνητός Κλείτος αποβίωσε εν ριπή οφθαλμού, για τα δικά της, αθάνατα μέτρα.
Κάτι πρέπει να πλανιόταν στον αέρα της Τροίας εκείνη την περίοδο. Ο ΛΑΟΜΕΔΩΝ, ο ανιψιός του αγαπημένου κεραστή του Δία, του Γανυμήδη,1 είχε έναν γιο, τον ΤΙΘΩΝΟ, ο οποίος έμοιασε στον δεύτερο θείο του στην ομορφιά. Ο Τιθωνός ήταν ίσως λίγο πιο λιγνός και κοντός κι όχι τόσο ρωμαλέος σε σχέση με τον Γανυμήδη, αλλά αυτό δεν τον έκανε λιγότερο επιθυμητό. Απέπνεε μια χαμογελαστή γλυκύτητα που αποτελούσε σήμα κατατεθέν και τον έκανε σαγηνευτικό κι ακαταμάχητο. Ήθελες απλώς να τον αγκαλιάσεις και να τον κρατήσεις δικό σου για πάντα.
Ένα απόγευμα η Ηώς είδε αυτόν τον εξαίσιο νέο να κάνει περίπατο στην παραλία έξω από τα τείχη του Ιλίου. Συνειδητοποίησε πως οι αναρίθμητες εφήμερες σχέσεις της, οι απαγωγές, οι καψούρες, οι ερωτοτροπίες της, ακόμη και η σχέση της με τον Άρη, όλα αυτά, δεν ήταν παρά παιδιάστικα καπρίτσια, ανούσια ξεμυαλίσματα. Τώρα έβλεπε το φως το αληθινό: ήταν αυτός.
Καθώς η Ηώς τον πλησίασε στην αμμουδιά, ο Τιθωνός την είδε και την ερωτεύτηκε όσο κεραυνοβόλα κι απόλυτα τον είχε ερωτευτεί κι εκείνη. Πιάστηκαν αμέσως χέρι με χέρι, χωρίς καν να ανταλλάξουν κουβέντα, και βάδισαν μαζί στο ακρογιάλι, όπως κάνουν οι εραστές.
«Πώς σε λένε;»
«Τιθωνό».
«Είμαι η Ηώς, η αυγή. Έλα μαζί μου στο Παλάτι του Ήλιου. Ζήσε μαζί μου και γίνε εραστής μου, σύζυγός μου, ταίρι μου, αφέντης μου, υπηρέτης μου, όλα μου».
«Ηώς, θα το κάνω. Είμαι δικός σου για πάντα».
Γέλασαν κι έκαναν έρωτα, υπό τους ήχους των κυμάτων που έσκαγαν γύρω τους. Τα ρόδινα δάχτυλα της Ηούς βρήκαν τρόπους να ξετρελάνουν από χαρά τον Τιθωνό. Εκείνη από τη μεριά της ένιωθε σίγουρη πως αυτή τη φορά θα κατάφερνε να φτιάξει μια επιτυχημένη σχέση.
Τα διαμερίσματά της στο Παλάτι του Ήλιου, που ήταν φτιαγμένα από κοράλλια, μαργαριτάρια, αχάτες, ιάσπιδες και μάρμαρα, έγιναν το σπιτικό τους. Λίγα ζευγάρια υπήρξαν ποτέ τόσο ευτυχισμένα. Ζούσαν την τέλεια πληρότητα. Μοιράζονταν τα πάντα. Διάβαζαν ποίηση ο ένας στον άλλο, έκαναν μεγάλους περιπάτους, άκουγαν μουσική, χόρευαν, έκαναν ιππασία, μοιράζονταν ευφρόσυνες σιωπές, γελούσαν, έκαναν έρωτα. Κάθε πρωί ο Τιθωνός την παρακολουθούσε με καμάρι να ανοίγει τις πύλες για να διαβεί με πάταγο το άρμα του Ήλιου.
Ωστόσο ένα πρόβλημα απασχολούσε την Ηώ. Ήξερε πως μια μέρα θα έπρεπε να αποχωριστεί τον πανέμορφο αγαπημένο της, που ήταν βέβαια θνητός, όπως ο Κλείτος. Στη σκέψη του θανάτου του την έπιανε μαύρη απελπισία, την οποία δεν κατάφερνε να κρύψει.
«Τι συμβαίνει, αγάπη μου;» τη ρώτησε ένα βράδυ ο Τιθωνός, βλέποντας συνοφρυωμένη τη λαμπερή όψη της.
«Με εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι, αγαπημένο μου αγόρι;»
«Πάντα και απόλυτα».
«Φεύγω αύριο το απόγευμα. Θα επιστρέψω το συντομότερο δυνατόν. Μη με ρωτήσεις πού πάω και γιατί».
Ο προορισμός της ήταν ο Όλυμπος, είχε ζητήσει ακρόαση από τον Δία.
«Αθάνατε Ουράνιε Πατέρα, Άρχοντα του Ολύμπου, Συννεφοσυνάχτη, Θυελλοφόρε, Βασιλιά όλων των…»
«Ναι, ναι, ναι. Τι ζητάς;»
«Μια χάρη λαχταρώ, μεγάλε Δία».
«Φυσικά και λαχταράς μια χάρη. Κανένας συγγενής μου δεν έρχεται να με δει για άλλο λόγο. Όλο χάρες, χάρες, χάρες και πάλι χάρες. Τι είναι λοιπόν; Έχει σχέση μ’ εκείνον τον νεαρό από την Τρωάδα, φαντάζομαι».
Η Ηώς σάστισε λίγο από την αντίδρασή του, αλλά συνέχισε ακάθεκτη. «Ναι, τρομερέ άρχοντα. Ξέρεις πώς είναι όταν σμίγουμε με έναν θνητό νέο…» είπε η Ηώς κι άφησε προς στιγμήν το βλέμμα της να πλανηθεί προς τον Γανυμήδη, που στεκόταν πίσω από τον θρόνο του Δία, πάντα έτοιμος να αναπληρώσει το νέκταρ στο κύπελλό του. Ο Γανυμήδης αντιλήφθηκε το βλέμμα της, χαμογέλασε και χαμήλωσε το δικό του, κοκκινίζοντας χαριτωμένα.
«Ναι… και;» Ο Δίας είχε αρχίσει να χτυπάει ρυθμικά κι εναλλάξ τα δάχτυλά του στο μπράτσο του θρόνου του. Αυτό δεν ήταν ποτέ καλό σημάδι.
«Μια μέρα ο Θάνατος θα έρθει να μου πάρει τον πρίγκιπα Τιθωνό μου, και δεν μπορώ να το αντέξω αυτό. Σου ζητώ να του χαρίσεις αθανασία».
«Τι μου λες. Αλήθεια; Αθανασία ε; Μόνο αυτό; Αθανασία. Χμ. Ναι. Γιατί όχι. Ασυλία από τον θάνατο. Πραγματικά αυτό είναι το μόνο που θέλεις για κείνον;»
«Μάλιστα, άρχοντά μου, μόνο αυτό».
Τι άλλο να ζητούσε δηλαδή; Τον είχε πετύχει λοιπόν στις καλές του; Η καρδιά της άρχισε να φτερουγίζει από αγαλλίαση.
«Έγινε» είπε ο Δίας, χτυπώντας τα χέρια. «Ο Τιθωνός σου είναι πια αθάνατος».
Η γονατισμένη και σκυφτή, ικέτιδα Ηώς πετάχτηκε όρθια και βγάζοντας ένα ουρλιαχτό χαράς, έτρεξε να φιλήσει το χέρι του Δία. Ο Βασιλιάς των Θεών φάνηκε εξίσου ικανοποιημένος και δέχτηκε τις ευχαριστίες της γελώντας και χαμογελώντας.
«Μην το συζητάς. Μεγάλη μου χαρά. Και βέβαια, θα ξανάρθεις να μ’ ευχαριστήσεις, λίαν συντόμως».
«Φυσικά, αν θα το ’θελες…» Της φάνηκε περίεργο το αίτημά του.
«Ω, είμαι βέβαιος πως θα είσαι πάλι εδώ στο άψε σβήσε» είπε ο Δίας, πάντα με το ίδιο πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Δεν ήξερε τι τον είχε πιάσει να κάνει αυτή τη σκανταλιά. Όμως εμείς ξέρουμε πως βρισκόταν εν δράσει η αδυσώπητη κατάρα της Αφροδίτης.
Η Ηώς έσπευσε στο Παλάτι του Ήλιου, όπου την περίμενε ανυπόμονα ο λατρεμένος της σύζυγος. Του ανακοίνωσε τα νέα κι αυτός δεν χόρταινε να την αγκαλιάζει· ύστερα βάλθηκαν να χορεύουν σε όλο το παλάτι, κάνοντας τόσο σαματά ώστε ο Ήλιος άρχισε να κοπανάει τους τοίχους και να γκρινιάζει ότι κάποιοι εκεί μέσα έπρεπε να βρίσκονται στο πόδι πριν από τα άγρια χαράματα.
Η Ηώς έκανε δύο γιους με τον Τιθωνό: τον ΗΜΑΘΙΩΝΑ, που βασίλευσε στην Αραβία, και τον ΜΕΜΝΟΝΑ, που έγινε ένας από τους σπουδαιότερους και φοβερότερους πολεμιστές του αρχαίου κόσμου.
Ένα βράδυ ο Τιθωνός ήταν ξαπλωμένος, με τα γόνατα της Ηούς για μαξιλάρι. Εκείνη έπλεκε νωχελικά τα κατάξανθα μαλλιά του γύρω από τα δάχτυλά της, ενώ μουρμούριζε απαλά έναν σκοπό. Ξαφνικά η Ηώς σταμάτησε κι έβγαλε έναν συριγμό έκπληξης.
«Τι συμβαίνει, αγάπη μου;» ψιθύρισε ο Τιθωνός.
«Με εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι, αγαπημένε;»
«Πάντα κι απόλυτα».
«Φεύγω αύριο το απόγευμα. Θα επιστρέψω το συντομότερο δυνατόν. Μη με ρωτήσεις πού πάω και γιατί».
«Δεν την ξανακάναμε αυτή την κουβέντα;»
Ο προορισμός της ήταν ο Όλυμπος, είχε ζητήσει άλλη μια ακρόαση από τον Δία.
«Χα! Σου το ’πα, δεν σου το ’πα πως θα ξανάρθεις; Δεν το ’πα, Γανυμήδη; Τι ακριβώς σου ’πα, Ηώς;»
«Είπες: “Και, βέβαια, θα ξανάρθεις να μ’ ευχαριστήσεις, λίαν συντόμως”».
«Έτσι είπα λοιπόν. Τι είν’ αυτό που μου δείχνεις;»
Η Ηώς είχε τεντώσει το χέρι της προς τον Δία. Κρατούσε κάτι ανάμεσα στον τρεμάμενο ρόδινο δείκτη της και τον τρεμάμενο ρόδινο αντίχειρά της. Ήταν ένα γκριζωπό νημάτιο.
«Ιδού!» είπε με τρεμουλιαστή φωνή.
Ο Δίας εστίασε στο αντικείμενο. «Με τρίχα μοιάζει».
«Είναι τρίχα. Προέρχεται από το κεφάλι του Τιθωνού μου. Είναι γκρίζα».
«Και;»
«Άρχοντά μου! Μου υποσχέθηκες. Ορκίστηκες πως θα χάριζες αθανασία στον Τιθωνό».
«Και το έκανα».
«Τότε πώς το εξηγείς αυτό;»
«Αθανασία ζήτησες, αθανασία σου έδωσα. Αυτή ήταν η χάρη. Δεν σ’ άκουσα να πεις τίποτε για γεράματα. Δεν ζήτησες ποτέ αιώνια νεότητα».
«Εγώ… εσύ… μα…» Η Ηώς τρίκλισε προς τα πίσω, με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Δεν ήταν δυνατόν!
«“Αθανασία” είπες. Έτσι δεν είναι, Γανυμήδη;»
«Μάλιστα, άρχοντά μου».
«Μα υπέθεσα… Εννοώ, δεν είναι προφανές τι εννοούσα;»
«Λυπάμαι, Ηώς» είπε ο Δίας καθώς σηκωνόταν να φύγει. «Πού να ξέρω εγώ τι εννοεί ο καθένας που μου ζητάει κάτι. Δεν θα πεθάνει. Αυτό μετράει. Θα είστε για πάντα μαζί».
Η Ηώς απέμεινε μόνη κι έρημη, με τα μαλλιά χυμένα στο πάτωμα, γύρω από τα δάκρυά της.
Η Ηώς επέστρεψε στο σπίτι, όπου την καλωσόρισαν ο πιστός Τιθωνός και τα δύο εύρωστα παιδιά τους. Έκανε ό,τι μπορούσε για να κρύψει τη θλίψη της, αλλά ο Τιθωνός διαισθάνθηκε πως κάτι τη βασάνιζε. Το βράδυ, αφού είχαν πέσει για ύπνο τα παιδιά, τη συνόδευσε στη βεράντα και της έβαλε ένα ποτήρι κρασί. Κάθισαν και παρατηρούσαν τα αστέρια.
Κάποια στιγμή ο Τιθωνός είπε: «Ηώς, αγάπη μου, ζωή μου. Ξέρω τι είν’ αυτό που δεν μου λες. Το βλέπω κι ο ίδιος. Ο καθρέφτης μού το λέει κάθε πρωί».
«Αχ, Τιθωνέ!» Η Ηώς έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του και πλάνταξε στο κλάμα.
Πέρασε ο καιρός. Κάθε πρωί η Ηώς εκτελούσε το καθήκον της κι άνοιγε τις πύλες της καινούριας μέρας. Τα αγόρια μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι. Τα χρόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο, εκπληρώνοντας την αδυσώπητη νομοτέλεια που ούτε οι θεοί δεν μπορούν να την αλλάξουν.
Τα αραιά μαλλιά που απέμεναν τώρα στο κεφάλι του Τιθωνού ήταν άσπρα. Είχε γεμίσει φρικτές ρυτίδες, είχε ζαρώσει κι είχε χάσει τις δυνάμεις του από τα βαθιά γεράματα, όμως δεν πέθαινε. Η φωνή του, που κάποτε ήταν τόσο απαλή και γλυκιά, τώρα ήταν τραχιά, σκέτη βραχνάδα. Είχαν μαραθεί το δέρμα και το κορμί του, μόλις και μετά βίας κατάφερνε να περπατήσει.
Ακολουθούσε την αιωνίως όμορφη και νέα Ηώ πιστά και στοργικά όπως πάντα. «Λυπήσου με, σε παρακαλώ», της έλεγε με τη στριγκή και βραχνή φωνή του, που θύμιζε κρώξιμο πια. «Σκότωσέ με, σύντριψέ με, ας τελειώσουν όλα, σε ικετεύω».
Όμως η Ηώς δεν καταλάβαινε πια τι της έλεγε. Άκουγε απλώς πνιχτά τσιρίγματα και τερετίσματα. Μάντευε όμως τι προσπαθούσε να της πει.
Η Ηώς δεν διέθετε την ικανότητα να προσφέρει αθανασία ή αιώνια νεότητα, αλλά είχε αρκετή θεϊκή δύναμη ώστε να κάνει κάτι για να απαλλάξει τον αγαπημένο της από τη δυστυχία του. Ένα βράδυ ένιωσε πως η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, και για τους δυο, οπότε έκλεισε τα μάτια της, συγκεντρώθηκε βαθιά κι έπειτα άνοιξε τα βλέφαρα για να παρακολουθήσει μέσα από τα ζεστά της δάκρυα το συρρικνωμένο, μαραμένο, γέρικο κορμί του Τιθωνού να μετατρέπεται, μετά τις ελάχιστες πια τροποποιήσεις που απαιτούνταν, έτσι όπως είχε καταντήσει, σε ακρίδα.2
Τώρα ο Τιθωνός, υπ’ αυτή τη νέα μορφή του, αναπήδησε στο κρύο μαρμάρινο δάπεδο, μέχρι την άκρη της βεράντας, και, με ένα σύντομο πέταγμα, βρέθηκε στο χορτάρι. Η Ηώς τον είδε, κάτω από το ψυχρό φεγγαρόφως της αδελφής της τής Σελήνης, να μαγκώνεται από ένα μακρύ λογχοειδές φύλλο που λικνιζόταν στη νυχτερινή αύρα. Τα πίσω πόδια του έβγαλαν έναν ήχο που θα μπορούσε να αποτελεί ένα πλατάγισμα ευγνωμοσύνης και στοργικού αποχαιρετισμού. Η Ηώς δάκρυσε και κάπου αλλού, πολύ μακριά, η Αφροδίτη γέλασε.3
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Λαομέδοντας ήταν ο γιος του μεγαλύτερου αδελφού του Γανυμήδη, του Ίλου, βασιλιά της Τροίας.
2. Σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές, ο Τιθωνός έγινε τζίτζικας. Εγώ πάντα μάθαινα από τους δασκάλους μου ότι μεταμορφώθηκε σε ακρίδα, μάλλον επειδή πρόκειται για ένα έντομο που απαντάται συχνά στη Βρετανία. Ίσως η λογική ήταν ότι τα Βρετανάκια δεν έχουν αρκετές προσλαμβάνουσες από τζιτζίκια. Περιέργως, το όνομα του Τιθωνού, που επιβιώνει στην ονοματολογία της βιολογίας, δεν αναφέρεται στα τζιτζίκια ή στις ακρίδες αλλά σε μια ορνιθόπτερη πεταλούδα, την Ornithoptera tithonus.
3. Μια ευτυχής έμπνευση ώθησε τον γεωλόγο Άλμπερτ Όπελ να αποτίσει φόρο τιμής στην Ηώ, ονομάζοντας μία από τις τελευταίες περιόδους της Ιουρασικής εποχής Τιθώνια, η οποία σηματοδοτεί την αυγή της Κρητιδικής εποχής. Ο «Τιθωνός» του Άλφρεντ Λορντ Τέννυσον αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα και ανθολογημένα ποιήματά του. Έχει τη μορφή δραματικού μονολόγου που απευθύνεται στην Ηώ: ο Τιθωνός την ικετεύει να τον λυτρώσει από τα γηρατειά του: «Και, αφού ζήσει πολλά καλοκαίρια, πεθαίνει ο κύκνος. / Εμένα βάρβαρη αθανασία μόνο / με λιώνει: μαραίνομαι αργόσυρτα στην αγκαλιά σου, / στη βουβή άκρια του κόσμου, εδώ, / μια ασπρομάλλικη σκιά που τριγυρνάει σαν την άδικη κατάρα». Περιέχει έναν διάσημο στίχο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα από τα μεγάλα θέματα της ελληνικής μυθολογίας: «Οι θεοί οι ίδιοι δεν μπορούν τα δώρα τους να πάρουν πίσω».